Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Οδυσσέας και Σειρήνες. Herbert James Draper (1909).


Ομήρου Οδύσσεια

Το προοίμιο της Οδύσσειας

(α 1-10)

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ’ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ’ εμάς.

[Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, Αθήνα, εκδ. «Στιγμή» 1992, σ.9]

Penelope recognizes Odysseus Jan Styka

Κούλα Αδαλόγλου -[Γράφω...]


Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τί θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας.
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.

Κούλα Αδαλόγλου. 2013. Οδυσσέας, τρόπον τινά. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.


Κούλα Αδαλόγλου - [Οδυσσέα Dear...]

Οδυσσέα Dear,
ελπίζω να περνάς καλά με την αντροπαρέα σου.
Και να σου πω ότι, παρά την άρνησή σου για βοήθεια,
βρήκα τους αριθμητικούς συσχετισμούς που με βασάνιζαν.
Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που σχεδιάζω.
Με άλλα λόγια, τα καταφέρνω και χωρίς εσένα!

Κούλα Αδαλόγλου. 2013. Οδυσσέας, τρόπον τινά. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.


J. W. Waterhouse, Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες. 1891.


Λευτέρης Αλεξίου - Οδυσσέας και Σειρήνα

Σου φώναξε απ’ τ’ ακρόγιαλο η Σειρήνα·
«Την άγκυρά σου αμόλα εδώ σιμά
κι έλα να ιδείς γοφιά, να ιδείς λαιμά,
να ιδείς ολάσπρα στήθια ωσάν τα κρίνα!

Έλα να σου χορτάσω εγώ την πείνα,
μ’ ό,τι η καρδιά σου η μάργα πεθυμά·
κι όλα να σου τα σβήσω τα χλομά
φαντάσματα, που μέσα σου επληθύνα!»

Κι απ’ το κουπί, Οδυσσέα, της αποκρίθης·
«Θα ’ρχόμουνα στ’ αλήθεια, στο ζεστό
λιμάνι σου για πάντα να κλειστώ!

Μα φεύγω, γεια σου! Είν’ η μορφή της λήθης
φριχτότερη απ’ της Μέδουσας! Φοβάμαι!
Κάλλιο να ζω όπως ζω, μα να θυμάμαι!»

Λευτέρης Αλεξίου. 1951. Έργο ζωής: Ποιήματα. Αθήνα: Αετός.


Ομήρου Οδύσσεια. Οδυσσέας και Καλυψώ. Ulisse e Calipso, William Russell Flint.


Λευτέρης Αλεξίου - Ο Οδυσσέας στην Καλυψώ

Το σώμα σου ως ναός φεγγοβολάει,
στο βράχο ορθό κι ολάσπρο σαν το χιόνι.
Τις απλωτές μαγνιές σου μόνο οι χρόνοι
σαλεύουν, σαν οι αύρες τα πελάη.

Μα εντός μου εμένα αίμα θνητό κυλάει,
που πάθη αρχαία το καιν, μίση και πόνοι·
κι η αθανασιά που τάζεις, το παγώνει
κι αναριγάω στο πέτρινό σου πλάι.

Θέλω να φύγω. Του θανάτου η μοίρα
είναι στα κόκαλά μου ριζωμένη.
Από του Ολύμπου με τραβάει τη θύρα

η ζωή του ανθρώπου η χιλιοπικραμένη.
Λύσε με πια απ’ το δίχτυ σου το πλάνο,
να ζήσω, να παλέψω, να πεθάνω.

Λευτέρης Αλεξίου. 1951. Έργο ζωής: Ποιήματα. Αθήνα: Αετός.

Ulysses Deriding Polyphemus. Homers Odyssey, Joseph Mallord William Turner


Νάνος Βαλαωρίτης - Η μπαλάντα του ξενιτεμένου

για τον Κωσταντίνο Ν.

Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.

Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;


Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.

Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.

Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.

Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.

6.5.1983

Νάνος Βαλαωρίτης. 1996. Ανιδεογράμματα. Αθήνα: Καστανιώτης.


Giovanni Battista Trotti's fresco of Circe returning Ulysses' followers to human form (c. 1610)


Νικηφόρος Βρεττάκος - Ένας άλλος πολίτης

Η ζωή του ολόκληρη, ένα ταξίδι σε μια
δίχως όρια πατρίδα δίχως εμπόδια ορέων
και άστρων. Χωρίς γυρισμό. Συνεχίζει
ανιχνεύοντας τις μορφές του φωτός
στο κενό ή στα πράγματα. Της καρδιάς του
τα όρια ταυτιστήκαν με τα όρια των αχτίνων
του ήλιου. Ένας άλλος πολίτης — Οδυσσέας,
που διαμοίρασε παντού την Ιθάκη του.

Το σημείο που ξεκίνησε είναι παντού.

Νικηφόρος Βρεττάκος. 1976. Απογευματινό ηλιοτρόπιο. Ξυλογραφίες-εξώφυλλο: Ζίζη Μακρή. Αθήνα: Διογένης. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Νικηφόρος Βρεττάκος. Τα ποιήματα. 1981. Τόμος Β΄. Αθήνα: Τρία φύλλα.

Οδυσσέας και Καλυψώ. Αθηναϊκό ερυθρόμορφο αγγείο, 450 π.Χ

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος - Ο Οδυσσέας στην Ωγυγία

Πάει καιρός που τις νύχτες
δεν κοιμάμαι επειδή νυστάζω
μα για να σ’ ονειρευτώ
και τις μέρες μου πάει καιρός
που τις ξοδεύω κοιτάζοντας
το πέλαγος με μάτια που δεν βλέπουν.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος. 2012. Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή. Αθήνα: Πόλις.

Annibale Carracci - Ulisse e Circe


Μιχάλης Γκανάς - Ομήρου Οδύσσεια
(απόσπασμα)

ω

Στον Κάτω Κόσμο φτάσανε γρήγορα οι μνηστήρες.
Οι συγγενείς τους πολιορκούν το παλάτι,
γυρεύοντας εκδίκηση.
Σπαραξικάρδια αναγνώριση Οδυσσέα και Λαέρτη.
Οι θεοί επιβάλλουν κατάπαυση πυρός!

Επίλογος: "έτσι σοφός που έγινες..."

Στον κάτω κόσμο φθάσανε γρήγορα οι μνηστήρες
με τον Ερμή ψυχοπομπό να σέρνει τις ψυχές τους
που ακολουθούσαν με στριγκλιές σαν να ’ταν νυχτερίδες.
Περάσανε τα άκαυτα, περάσαν τα καμένα,
ανηφοριές, κατηφοριές, ύπουλα μονοπάτια
ωκεανούς αδιάβατους, τέρατα και σημεία.
Και ύστερα διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι
έφθασαν κάποτε εδώ στον δήμο των Ονείρων,
μόνιμο ενδιαίτημα όλων των πεθαμένων.
Είδωλα πλέον των ψυχών και ίσκιοι των σωμάτων.

Κι εκεί που δυο δεν περπατούν και τρεις δεν συντυχαίνουν,
είδαν ψυχές αθάνατες σαν να ’ταν Δροσουλίτες.
Τον Αγαμέμνονα μαζί με τον γοργό Αχιλλέα
εκεί στην κορυφογραμμή, χορεύοντας να λένε
τι άλλο: για τον θάνατο που είχε ο καθένας.
Του Αχιλλέα ένδοξος, του πρώτου πολεμάρχου,
μα τ’ Αγαμέμνονα άδοξος για έναν στρατηλάτη,
που τόση δόξα έσβησε μια τσεκουριά στην πλάτη,
όχι από τον Έκτορα αλλά απ’ την Κλυταιμνήστρα.

Ο Οδυσσέας έφθασε στο κτήμα του Λαέρτη
εκεί που ο πατέρας του ζούσε με λίγους δούλους
και μια σεβάσμια κυρά από τη Σικελία
που είχε τη φροντίδα του και τον γηροκομούσε.

(Πρόσφυγας θα ’τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες
που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες.)

Τηλέμαχος κι οι δυο βοσκοί πήγαν να ετοιμάσουν
μια γουρνοπούλα νόστιμη με πέτσα σαν λουκούμι,
κι ο Οδυσσέας έτρεξε στο κάτω περιβόλι
να ψάξει τον πατέρα του. Λαχτάρα κι αγωνία.
Τον βρήκε ολομόναχο σε μία λεμονίτσα
να της μιλάει σιγανά και να την κανακεύει.
Τα ρούχα του παμπάλαια, τριμμένα, μπαλωμένα
κι ένα καπέλο γίδινο στην άσπρη κεφαλή του.
Τον πήρε ένα παράπονο να πάει εκεί κοντά του
και να τον πάρει αγκαλιά, πάνω του να τον σφίξει.
Πατέρας τού πατέρα του να γίνει για λιγάκι.

Αντί γι’ αυτό του μίλησε με σεβασμό κι αγάπη.
— Είσαι καλός με τα φυτά, μιλάτε ίδια γλώσσα.
Με μια κοντούλα λεμονιά σάς είδα να τα λέτε.
Συμπάθα με που θα το πω, μα διόλου δεν φροντίζεις
εσένα και τα ρούχα σου και την εμφάνισή σου.
— Η λεμονιά είναι μικρή κι εγώ πολύ μεγάλος,
είναι τελείως φυσικό εκείνη να προσέχω,
αλλά πώς βρέθηκες εδώ; Μπορώ να σε βοηθήσω;
— Ναι, αν μου πεις πού βρίσκομαι. Είμαστε στην Ιθάκη;
Είχα έναν φίλο κάποτε, τον λέγαν Οδυσσέα,
Ήτανε μου ’πε αποδώ. Πατέρας του ο Λαέρτης.
— Τότε πατάς τα χώματα της όμορφης Ιθάκης
κι έχεις μπροστά σου ζωντανό τον κύρη τ’ Οδυσσέα.
Μα πότε γνωριστήκατε εσύ και το παιδί μου;
— Πάνε δυο χρόνια που ’μεινε στο σπίτι μας για λίγο.
Περάσαμε πολύ καλά, γι’ αυτό και σε ρωτάω.
Και μη μου πεις ότι αυτός δεν έφτασε ακόμα!
— Δεν έφτασε, παιδάκι μου, κι ούτε ποτέ θα φτάσει.
Μπορεί και να τον έφαγαν τα άγρια θηρία
ή να τον ξεκοκάλισαν κάποια μεγάλα κήτη.
Δεν έχει τάφο, γιόκα μου, να γράφει τ’ όνομά του,
σαν να μην έζησε ποτέ, σαν να’ ταν ο Κανένας.

Κι όπως ήταν στα γόνατα, κάθισε όλος κάτω
και γέμισε τις χούφτες του με στάχτη για τ’ αμπέλι,
που έριχνε σιγά σιγά στην άσπρη κεφαλή του
κλαίγοντας μ’ αναφιλητά και δάκρυα ποτάμια.

Ο Οδυσσέας τον άρπαξε στα δυνατά του μπράτσα
κι ολόκληρο τον έκρυψε μέσα στην αγκαλιά του.
— Πατέρα, εγώ ’μαι ο γιόκας σου που χρόνια περιμένεις.
— Αν είσαι αλήθεια ο γιόκας μου, απόδειξέ το τώρα.
— Πριν τ’ αποδείξω, άκουσε τα νέα που σου φέρνω.
Εχτές το βράδυ σκότωσα τους άτιμους μνηστήρες,
Μαζί με το εγγόνι σου, που βγήκε παλικάρι.
Η Πηνελόπη ανάσανε, και όλο το παλάτι.
— Η χώρα όλη ανάσανε. Ξεβρόμισε ο τόπος!
Όποιος κι αν είσαι, γιόκα μου, εύγε σου και χαλάλι.
— Όσο για την απόδειξη πως είμαι το παιδί σου,
έλα να δεις το πόδι μου και πιάσε το σημάδι
που μου ’κανε στον Παρνασσό ο κάπρος που θυμάσαι.
— Καλά ’ναι αυτά που άκουσα, αλλά δεν έχεις άλλα;
Για πες μου κάτι πιο κρυφό κι ολότελα δικό μας.
— Μμμμ... θυμάσαι που φυτεύαμε δέντρα εδώ που στέκω
τη μέρα που μου χάρισες δάσος με οπωροφόρα;
— Α, μπράβο. Τώρα κάθισε και πες τα μου ένα ένα.
— Δέκα μηλιές, δέκα ροδιές, συκούλες δεκαπέντε...
— Και πόσες ήταν άγριες;
— Ήτανε τρεις, τις λέγαμε αρσενικές, θυμάσαι;
Οι άλλες ήταν θηλυκές και όλες περδικούλες.
— Πολύ καλά! Και κλήματα;
— Εξήντα, μετρημένα.
— Μαύρα ή άσπρα γιόκα μου;
— Μισά μισά πατέρα.
Αγκαλιαστήκανε σφιχτά και ποιός να τους χωρίσει...




Calypso and Odysseus in Ogygia


Οδυσσέας Ελύτης - Η Οδύσσεια

(απόσπασμα)

Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες
μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά
μια ν’ ανεβαίνουνε
ώς τα ύψη πάλι

Από το κεφαλόσκαλο ψηλά
μ’ ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές
κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά
ποιoς να στεριώσει ένα μαδέρι
ποιoς να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες
προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μάς
μπατάρει

Έτσι κι αλλιώς
στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε

Πρόσω

Και με προσοχή
σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα
κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ

Πρόσω ηρέμα

Ἔπρησεν δ’ ἄνεμος μέσον ἱστίον
ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρη
πορφύρεον
μεγάλ’ ἴαχε νηὸς ἰούσης

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο
ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη
άλλοτε
ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν στον ύπνο τους ανάλογα
με τον καιρό

Κι όπως έχουν να λένε
δυο φορές το χρόνο
στις Ισημερίες
μικρά
λευκά παιδιά
μηδαμινά στο ζύγι
έπεφταν συνεχώς σαν απαλές
νιφάδες
και με το πρώτο που άγγιζαν
έλιωναν κι έμενε η δροσιά

Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ’ τους δρόμους τους γνωστούς
όπου
δεν ήταν εύκολο να πιάσεις
και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν
σαν πυγολαμπίδες

Δόξα να ’χει ο Θεός
εμείς γυρίζαμε παντού
ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ’ αντάλλαγμα λουλούδια τόνους
απ’ αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα
μπουκαλάκια
με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες

Έξαφνα μια κοπέλα
χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη
που
την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ώς σήμερα που γράφω μόνο αυτή
μου παραστέκει

Όλο δεξιά

Στο σημείο το ίδιο
σαν σταματημένοι
που οι στεριές αργούσαν
να φανούν

«Νόμισες εσύ σταμάτησες
αλλ’ οι άλλοι που μάκρυναν
αυτοί σε
ακινητούν» έλεγε
διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας

Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα
[...]

Οδυσσέας Ελύτης. [1971] 2006. Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά. 7η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

John William Waterhouse - Penelope and the Suitors (1912).


Οδυσσέας Ελύτης - Ο κήπος βλέπει

4.
Εάν είχε δίκιο ή όχι
ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα
το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια
και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη
δένοντας τον ήλιο
μαζί μ’ άλλα λουλούδια στα μαλλιά της

εκατό μύρια σήματα
ζήτα ήτα ωμέγα

που εάν και δεν σου αρμόσουν λέξη
αύριο
θα ’ναι χθες για πάντα

μιλώ φιλοσοφία

στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα
που επαναλαμβάνει αέναα την Οδύσσεια

η μισή Ναυσικά συνεχίζεται απ’ τα κύματα
και τους αντικατοπτρισμούς ώς πέρα
στα παράλια της Μικρασίας
κει που κάποτε ο Ηράκλειτος
οιάκισε τον Κεραυνό
(δεν πρόκειται για λάθος)

σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θα ξαναγίνουν πόλεμοι
δίχως να σκοτώνεται κανείς
αποθέματα θανάτου υπάρχουνε αρκετά

ο κήπος βλέπει

βάνει μπρος την αντίστροφη μέτρηση

μαρασμός
ακμή
ξύπνημα

ένα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη
άρθρο μελλοντικού Συντάγματος.

Οδυσσέας Ελύτης. [1982] 2009. Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

J.H.W. Tischbein - Odysseus und Penelope


Ανδρέας Εμπειρίκος - Η επιστροφή του Οδυσσέως

Η ραστώνη, ότι και αν λέγουν μερικοί, είναι κάκιστον πράγμα. Όχι για λόγους ηθικής, αλλά για λόγους βιολογικούς, για λόγους υπερβαίνοντας και αυτήν ακόμη την λεγομένην υπαρξιακήν φιλοσοφίαν.

Πρέπει να εξηγηθώ. Το νιώθω. Ιδού λοιπόν.

Κάποτε, στα κράσπεδα της Νέας Ιερουσαλήμ, (ή Salt Lake City), καθόταν ένας πυρρόξανθος μορμόνος — ο Δανιήλ Κάρτερ. Ο άνθρωπος αυτός είχε τρεις όμορφες γυναίκες — την Πηνελόπη, την Τζωρτζιάνα και την Αικατερίνη. Ο Δανιήλ ήτο καλός και αγαθός. Είχε όμως ένα ελάττωμα. Ήτο τεμπέλης.

Τα τρία πρώτα χρόνια της συζυγικής ζωής του, όλα πήγαιναν καλά. Στο τέταρτον έτος, πήρε ακόμη δυο γυναίκες — την Ρουθ και την Ελένη. Πέρασε άλλος ένας χρόνος, και ακόμη όλα πήγαιναν καλά. Ο Δανιήλ, αμέριμνος και υγιής, ζούσε με τις γυναίκες του ευτυχισμένος. Στο τέλος όμως του πέμπτου χρόνου μια πυρκαϊά απετέφρωσε το πρότυπον βυρσοδεψείον που του είχε αφήσει ως κληρονομίαν ο πατέρας του, και ο αγαθός μορμόνης, πλην ενός σπιτιού και ολίγων τιμαλφών, απώλεσε τα πάντα. Τότε κατέστη έκδηλος η τεμπελιά του.

«Καημένε Νταν», του έλεγε η Πηνελόπη, που είχε περισσότερο θάρρος μαζί του από τις άλλες του γυναίκες. «Καημένε Νταν, γιατί δεν προσπαθείς να εργασθείς, γιατί δεν κάνεις κάτι... Θα μας ρέψει η φτώχια... Θα πεθάνουμε της πείνας...»

Ο Νταν πουλούσε πού και πού από ένα τιμαλφές και έλεγε χαϊδεύοντας την μικρά πυρρόξανθή του γενειάδα:

«Έχει ο Θεός. Έχει ο Θεός, για τους καλούς ανθρώπους».

Η αλήθεια είναι πως ο Δανιήλ, εκτός που ήτο ένας τεμπέλης, ήτο συνάμα ονειροπόλος και πίστευε σε μια Ιερουσαλήμ ευτυχισμένη, που θα την φύλαγε από ψηλά, εις τον αιώνα ο Παντοκράτωρ.

Μια μέρα του είπε πάλι η Πηνελόπη:

«Άκουσε Νταν, στο λέγω από αγάπη. Πρέπει να εργασθείς. Τις πρώτες μέρες ίσως δυσκολευθείς λιγάκι. Στο τέλος όμως θα σου αρέσει... Είσαι γερός και δυνατός... Είσαι και παλικάρι... Πάρ’ το απόφαση... Πρέπει να εργασθείς».

Τούτη τη φορά, ο Δανιήλ Κάρτερ βγήκε μέχρι τινός από τους ρεμβασμούς του. Αλήθεια, εσκέφθη, έχει δίκαιο η Πηνελόπη... Η πόλις του η αγαπημένη, δεν ελέγετο μόνον Νέα Ιερουσαλήμ, ελέγετο και Salt Lake City.

«Καλά», είπε στη γυναίκα του αρπάζοντας το στρογγυλό, πλατύγυρο καπέλο του. «Καλά, θα πάω στη λίμνη να σκεφθώ, και αύριο θα πάρω την απόφασή μου».

«Αχ, μπράβο Νταν!» ανεφώνησε η πρώτη του γυναίκα, με δάκρυα στα μάτια της.

«Γεια σου», απήντησε ο Δανιήλ, και πήρε τον δρόμο προς την λίμνη, όπου του άρεζε κατ’ εξοχήν να κάθεται και να ρεμβάζει. Καθ’ οδόν, εκεί που περπατούσε, έλεγε και ξανάλεγε, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν του με πικρίαν:

«Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! Ω αλμυρά μου πόλις»

Μετά μίαν ώραν, ο Δανιήλ Κάρτερ καθόταν κάτω από ένα δένδρο στην ακρολιμνιά με το πηγούνι του στα χέρια, σκεπτόμενος τί έπρεπε να κάμει.

Ήτο μία ανοιξιάτικη ωραία ημέρα. Τα νερά, πάντοτε αλμυρά εφαίνοντο γλυκύτατα. Οι λόφοι, απέναντι, εχλόαζαν, κατάστικτοι από αγελάδες. Κοντά στην είσοδο ενός αγροκτήματος, μια κόρη άρμεγε μιαν αγελάδα.

Όχι μακριά από τον Κάρτερ, ένας φιλήσυχος πολίτης, με ψάθινο καπέλο, ψάρευε με μεγάλη υπομονή, καπνίζοντας ένα τσιμπούκι.

Ο Δανιήλ, συλλογιζόμενος, κοίταξε αρχικώς ολόκληρο το τοπείον. Σε λίγο όμως το βλέμμα του καρφώθηκε στην κόρη που άρμεγε την αγελάδα.

Οι σκέψεις του Κάρτερ έγιναν τώρα ρεμβασμοί· οι ρεμβασμοί έγιναν οραματισμοί και οι οραματισμοί, εκστατικαί ενατενίσεις.

Θα ημπορούσε να γίνει γεωργός. Θα ημπορούσε να προσθέσει και τούτη την ωραία κόρη στη συλλογή των άλλων συζύγων του. Θα ημπορούσε να γίνει σιγά-σιγά μεγαλογαιοκτήμων, συγχρόνως, απόστολος του Μορμονισμού εις όλον τον κόσμον, και, τέλος, θα ημπορούσε να γίνει κάλλιστα και πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών... Διατί όχι; Μήπως και ο Αβραάμ Λίνκολν δε ήτο και αυτός, κατ’ αρχάς, ένας απλούστατος άνθρωπος;

Αλλά διατί έλεγε «θα ημπορούσα να γίνω τούτο ή εκείνο»; Ήτο ήδη όλα αυτά. Η νεάνις που άρμεγε τις αγελάδες έγινε και αυτή γυναίκα του, σύζυγός του. Η ημέρα ήτο θεσπεσία. Οι αγροί ήσαν χλοεροί. Τα πάντα ήσαν χαρμόσυνα. Ήτο μεγάλος ο Θεός και θαυμαστά τα έργα του!

«Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! Αγαπημένη πόλις!» ανέκραξε με πάθος ο μορμόνος, ορθούμενος στα πόδια του. «Θα ’ρθουν νέοι καιροί! Θα ’ρθουν νέοι προφήται! Θα ’ρθω εγώ, ο Δανιήλ, να σε ανακηρύξω, ω Νέα Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσα όλου του κόσμου, μες στην καρδιά της Ιούτα, στις όχθες της ωραίας λίμνης!»

Με αυτήν την επίκλησιν, ο πυρρόξανθος μορμόνος προχώρησε προς την νεάνιδα, που ακόμη άρμεγε τις αγελάδες. Ήτο πανίσχυρος και δοξασμένος. Ήτο πανίσχυρος και αναμορφωτής της Οικουμένης...

Αυτός που ψάρευε στην ακρολιμνιά, κοντά του, κούνησε το κεφάλι του και εσκέφθη: «Και άλλος τρελός... Ο κόσμος παρεφρόνησε». Η νεάνις, βλέπουσα ότι την επλησίαζε αποφασιστικά ο εκστατικός ανήρ, εγκατέλειψε τις αγελάδες και εκλείσθη στο σπίτι της.

Αλλά ο Δανιήλ, δεν απεγοητεύθη. Ήτο ο μορμόνος Κάρτερ, ο μέγας εραστής και αναμορφωτής του Κόσμου. Την ίδια μέρα, έκτισε μια πρόχειρη καλύβα, με φύλλα και κλαριά, και εγκατεστάθη εκεί, στις όχθες της Αλμυράς λίμνης, στα κράσπεδα της Νέας Ιερουσαλήμ, εκφράζοντας από μακριά τον έρωτά του εις την κόρην και συνεχώς πλουτίζοντας τα οράματά του.

Την τρίτη ημέρα κατόρθωσε να πλησιάσει την νεάνιδα. Την πέμπτην ημέρα την ενυμφεύθη. Την έκτην ημέρα —ίσως επειδή η κόρη αυτή ήτο η έκτη σύζυγός του— θυμήθηκε ότι τον επερίμεναν οι άλλες, η Πηνελόπη, η Τζωρτζιάνα, η Αικατερίνη, η Ρουθ και η Ελένη. Πήρε λοιπόν την Καρολίνα —έτσι ελέγετο η νέα του γυναίκα— έβαλε φωτιά στην πρόχειρη καλύβα και επέστρεψε στο σπίτι του με άγχος.

Τί είχαν γίνει οι άλλες του γυναίκες; Μήπως φύγανε; Μήπως πέθαναν; Μήπως ψωμοζητούσανε στους δρόμους, ενώ αυτός τελούσε τους γάμους;

Αδόκητον θέαμα τον επερίμενε εκεί. Δύο ζωέμποροι, ένας αργυραμοιβός, ένας διευθυντής κέντρου χαρτοπαιξίας και ένας χυδαίος δημεγέρτης, είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι του, και, έχοντες μετατρέψει τις πέντε γυναίκες του σε παλλακίδες, ετέρποντο μαζί των, για ένα κομμάτι ψωμί... Και αυτός που ήρχετο από την λίμνην, με την νέαν σύζυγον εις το πλευρόν του, για να αναγγέλει χαρούμενος, ότι είχε φθάσει νέα εποχή, ότι απεφάσισε να εργασθεί, στεκόταν εκεί σαν κερατάς, στην πόρτα του σπιτιού του.

Τότε μέσα στα σπλάχνα του Δανιήλ, εξύπνησε αιφνιδίως το αίμα των παλαιών μεταναστών, το αίμα των πουριτανών τυχοδιωκτών και έλαμψε εμπρός στα μάτια του η ωραία μορφή του αρχιμορμόνου Ιωσήφ Σμιθ και ο Δανιήλ Κάρτερ έγινα διαμιάς άνθρωπος δράσεως. Ανασπών εν ριπή οφθαλμού από τας θήκας των δύο εξάσφαιρα περίστροφα (τύπου Σμιθ Ουάσσον), τράβηξε δύο πιστολιές εις τον αέρα. Οι πέντε μνηστήρες ετράπησαν εις φυγήν, σπεύδοντες προς το ανοικτό παράθυρο του δωματίου, ενώ οι γυναίκες, έντρομες, συμπλέκουσαι τα χέρια των, τα τέντωναν ικετευτικά προς τον σύζυγόν των.

Αλλά ο Δανιήλ δεν είχεν σκοπόν να αφήση τους πέντε άνδρας να φύγουν ατιμωρητί, και εκστομίζων τρομεράς βλασφημίας, επάτησε κατ’ επανάληψιν τας σκανδάλας των δύο περιστρόφων του. Οι μνηστήρες, ο εις μετά τον άλλον, κατεκρημνίζοντο κακήν κακώς από το παράθυρον, και έπιπταν επί της χλόης, με μιαν ή δυο σφαίρας εις τους γλουτούς, ενώ οι έξι γυναίκες του μορμόνου, έπεφταν γονατιστές στα πόδια του και τα φιλούσαν.

Μετά εν έτος, ο Δανιήλ έγινε έμπορος αγρίων ίππων. Μετά δύο έτη, έγινε δήμαρχος της Salt Lake City, και μετά πέντε έτη, εις τας προθήκας όλων των βιβλιοπωλείων της Νέας Ιερουσαλήμ, ενεφανίζετο ένα χονδρό βιβλίον με όνομα και τίτλον:

ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΡΤΕΡ

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ

Ή

Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΜΟΡΜΟΝΩΝ

Ανδρέας Εμπειρίκος. 1980. Γραπτά ή προσωπική μυθολογία (1936–1946). 3η έκδ. Αθήνα: Άγρα. [1η έκδ. 1960, Αθήνα: Δίφρος].

J. W. Waterhouse, Η Κίρκη προσφέροντας το κύπελλο στον Οδυσσέα. 1891


Γιώργος Θέμελης - Ο Γυρισμός. Σχέδιο για μια λυρική εποποιΐα

(απόσπασμα)

Πόντον ἐπ’ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων

ΟΔΥΣΣΕΙΑ ε 84
ΠΡΩΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Ο βασιλιάς των ταξιδιών

Quantum mutatus…

Βιργίλιος
Όχι τη χιλιοτραγουδημένη δόξα
Το ξύλινο άλογο με τη σιδερένια κοιλιά
Τις φλόγες που χόρεψαν το μεσονύχτι

Ούτε τις μεγάλες περιπέτειες
Το έπος που έγραψε μια καρδιά με χίλιες τρόπιδες σε στεριά και θάλασσα
Στις αιωνόβιες πέτρες του χρόνου με το αιώνιο αίμα της
Πιο καυτερό απ’ το πάθος της φωτιάς
Πιο δυνατό απ’ τον καημό του ανέμου

***
Το τραγουδούσαν οι ακρογιαλιές και το τραγουδούν ακόμα
Και θα το τραγουδούν ώσπου να κοιμηθεί ο ήλιος χαμηλώνοντας όλες τις λάμπες
Το τραγούδι του καπετάνιου με τ’ απέραντα μάτια

Το παίρνουν οι άνεμοι, το δίνουν στα πουλιά να το μοιράσουν στον ουρανό μαζί με το φως
Και της βροχής τα δάχτυλα το σπέρνουν στους κόλπους της γης και στα ποτάμια να καρπίζουν τα δέντρα
Να μεγαλώνουν τα παιδιά να ζουν τ’ αγάλματα
Και τα κατάρτια να βαστούν τη μοίρα τους που τα χτυπάει από ψηλά

Κι οι άνθρωποι να σηκώνουν το μπόι τους ίσαμε τα βυζιά των θεών
Και κείνοι να γελούν από κει πάνω και να χαίρονται με την καρδιά για την καλή γενιά τους
Θυγατέρες και γιους αγγόνια και δισάγγονα βγαλμένα απ’ τα φαρδιά τους γόνατα
Πού να πού πάνε να τους μοιάσουν, να π’ ανεβαίνουνε να γίνουν άλλη μια φορά θαυμαστές εικόνες
Σκαλιστές σκιές τους που βαθαίνουν τη γη και την κάνουν καθρέφτη
Όπου οι γυναίκες βλέπουν θεούς και οι θέαινες ανθρώπους
Όπου κι ο θάνατος περνά μοιράζοντας στεφάνια

Κάτω στους τάφους οι νεκροί τ’ ακούν κι αναστενάζουν

***
Οι βοριάδες τού πήραν τη φωνή
Οι τρικυμίες μελετούν τη θάλασσα συλλαβίζοντας τ’ όνομά του
Οι αστραπές τού γράφουν την κορμοστασιά στο φόντο των βουνών με πράσινα κοντύλια
Κ’ η ψυχή μας σηκώνεται και καλωσορίζει την άφθαρτη παρουσία του σαν τον αναμενόμενο βασιλιά των ταξιδιών
Όταν ο ίσκιος του έρχεται και δρασκελάει το κατώφλι του ύπνου
Και σκύβει να ξεσηκώσει απ’ τους βυθούς
Τα βουλιαγμένα καράβια μας

***
Όχι τη δόξα…

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Τον ακίνητο ήλιο του μεσημεριού που κρέμεται από πάνω καρφώνοντας την όψη
Την παμπάλαιη άλμη και τους παλιούς ανέμους που έπηξαν στα μαλλιά
Και το πικρό πικρόχολο χασομέρι που μαραίνει τα χέρια
Ανάμεσα σ’ ένα νεκρό λιμάνι και μια ταβέρνα
Ανάμεσα σ’ ένα μισό τσιγάρο και τρεις βαριές κουβέντες
Για το βαριεστημό
Για το βαριεστημό

Εκείνος είναι αυτός που καπνίζει φτύνοντας καπνό και πάθος
Που συλλαβίζει τα μηνύματα των καιρών, την ιστορία της θάλασσας
Και χτίζει με άμμο και τίποτα τα πιο απίθανα όνειρα
Γιατί δεν έχει τί να κάνει
Απλοχωριά να πάρει ανάσα
Σανίδι να σταθεί, μεριά ν’ απλώσει
Τ’ ατέλειωτο κουβάρι των ελπίδων του
Τι τον πλακώνει η απανεμιά, τον ζώνει ο χρόνος
Κ’ ένα μεράκι η θύμηση του σκάβει τα πνεμόνια
Γιατί η καρδιά του είναι βαριά, δεν τη σηκώνει το αίμα
Και το θεόρατο ίσκιο του η τρύπια φορεσιά

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη

Δεν έχουν μπάλσαμο οι στεριές κι αγέρα τα βουνά
Δεν έχει πια για μας καράβια η θάλασσα

ΔΕΥΤΕΡΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Η νήσος των ναυαγών
Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων

Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα

Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κι η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού

Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός

Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που σε πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι

Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…

Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας

Κ. Π. Καβάφης. 1993. Κρυμμένα ποιήματα (1877;–1923). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Ίκαρος.

Το συμβούλιο των θεών στον Όλυμπο. Ομήρου Οδύσσεια. Peter Paul Rubens


Κ. Π. Καβάφης - Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τί ευχαρίστηση, με τί χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου να ’χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τί σημαίνουν.

[1911]

Κ. Π. Καβάφης. [1991] 1995. Τα Ποιήματα. Τόμ. Α΄ (1897–1918). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

 Γιάκομπ Γιόρντενς . Ο Οδυσσέας στη σπηλιά του Πολύφημου, λάδι σε μουσαμά, 76 × 96 εκ., Μουσείο Πούσκιν


Νίκος Καζαντζάκης - Οδυσσέας

(απoσπάσματα)

[...]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αν είσαι εσύ το θείο της Πηνελόπης
κορμί, χαρά στα μάτια που σε βλέπουν!
Χωριά και χώρες γύρισα, κι αλήθεια
τις όμορφες τα μάτια μου χορτάσαν·
μα τώρα, να, σαν άγουρος, που ο πόθος
τον πλάνταξε, γλυκά αχνοτρέμω ομπρός σου,
κυρά μου!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την Ελένη, πες, της Σπάρτης,
την είδες; Θα ’ναι πιο όμορφη από μένα.
Η σκύλα, πόσους βούλιαξε στο χώμα!
κι όμως στην πάσα γης ανθίζει η δόξα της
κι όλοι κρυφά τη λαχταρούνε!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η δόξα σου
της άμυαλης, κυρά, δε μοιάζει Ελένης!
Η γης που θρέφει το κορμί σου αγάλλεται,
σα χώμα που έχει ανθίσει ολάσπρο κρίνο.
Εσύ σα μια κολόνα στο παλάτι
του αντρός σου, ορθή κρατάς ψηλά τη στέγη.
σα λύχνος στέκεσαι άγρυπνος και φέγγεις
με υπομονή τ’ ανώγια, τα κατώγια·
και μ’ έγνοια συντηράς τα ζα, τις σκλάβες,
τα μαγερειά, και τη δουλειά μοιράζεις.
Χαρούμενο βροντάει το σπιτικό σου
στο χτύπο του αργαλειού, και λες στις δούλες,
τον άντρα τον καλό σου αναστορώντας:
«Πανί στον ύπνο μου άλικο χτες βράδυ
νειρεύτηκα· με βιας τα χτένια παίχτε,
πλούσια ως θεός σκουτιά να συχναλλάζει
στην αγορά, να τον ζηλεύουν όλοι,
με τους προεστούς σαν πάει να κουβεντιάσει·
γιατί, μου λεν, το κόκκινο γοργό ’ναι!»
Και τώρα που μπροστά μου το άγιο θάμα
της γυναικός θωρώ, βλοημένη ας είναι
φωνάζω η γης, κυρά, που σ’ έχει ανθίσει!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την άμετρη αρετή μισούν οι αθάνατοι
κι ασέβεια να περνάς, θαρρώ, του ανθρώπου
τα σύνορα σε πλούτη ή φρονιμάδα.
Κι η προσταγή της Μοίρας με γυρίζει
ξανά στην πολυσύχναστη άγια στράτα,
και τα πολλά παινάδια δε μου στέκουν·
όχι θεά, μα ανήμπορη θνητή ’μαι!

[...]

ΕΥΜΑΙΟΣ
Καιρός, βασίλισσά μου ορθά εστηθήκαν
τα δώδεκα πελέκια και προσμένουν·
για δώσε στους λεβέντες το δοξάρι!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Πρώτα της θεάς το χέρι ας το βλογήσει!
Καλή Αφροδίτη, το άγιο σου χεράκι
δώσε και την τυφλήν οδήγα Μοίρα!
Τους όρκους μου δεν πάτησα, το ξέρεις·
σαν έφυγε ο καλός μου για τ’ αλάργα
καταραμένα ακρόγιαλα, το χέρι
πα στο κατώφλι μού ’πιασε και κρένει:
«Πολλοί μας νιώθω θα χαθούν, γυναίκα,
και δε θα γύρουν πίσω στην πατρίδα,
γιατί γενναίοι φουμίζουνται κι οι οχτροί μας,
στο κοντάρι και στ’ άλογα τεχνίτες.
Να ’χεις καλά την έγνοια του σπιτιού μου,
τα γονικά μου γεροκόμιζε με αγάπη·
τη ρίζα της γενιάς μου σαν ποτίζεις,
εμέ θα θρέφεις, μάθε το, κι ας λείπω.
Και σύντας δεις το πρώτο αντρίκιο χνούδι
το πρόσωπο του γιου μας να παχνίζει,
το σπιτικό μου πια παράτα κι όποιον
ορέγεσαι άντρα διάλεξε και πάρε.
Γιατί θαρρώ ’ναι κρίμα, νέα κι ωραία
που θα κρατάς ακόμα, να μαραίνεσαι
για με, που θα ’χω τότε πια δαγκάσει
τη γης γιά στον υγρό βυθό θα λιώνω.
Μισούν το ανόργωτο χωράφι οι αθάνατοι,
που άσπαρτο, χέρσο, ανώφελα αγκαθιάζει!»
Τέτοια, στερνά, φιλώντας τη γυναίκα του
την άμοιρη, παράγγελνε ο Δυσσέας.
Κι εγώ σκυφτή τον πρόσμενα, στης χήρας
σφιχτά μαντιλωμένη την αρφάνια·
κι αξιώθηκα το γιο μου να χαρώ
με το χνουδάτο μάγουλο σαν άντρας
τις κορασιές με πόθο να κοχεύει.
Όμως εγώ, τ’ ορκίζουμαι, ποτέ μου
κορμί δεν καταδέχτηκα να φράνω
μήτε ψυχή κατώτερη του αντρός μου·
απάνωθέ μου ο μέγας ίσκιος πάντα!
Μα τώρα οι θεοί προστάζουν, κι υπακούω
Μοίρα, τυφλή κι αγέλαστη μην έρθεις·
την Αφροδίτη συντροφιά σου πάρε,
να μου διαλέξει τ’ ώριο παλικάρι,
που τυχερό ’ναι απ’ τους θεούς ν’ ανέβει
την αψηλή βασιλικιά μου κλίνη!

[...]

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τηλέμαχε, θαρρώ πως είναι δίκιο
η σεβαστή βασίλισσα να μείνει·
τους θεούς εγώ θα βιάσω ν’ αληθέψουν,
κι ο γάμος ο μοιρόγραφτος να γίνει.
Ένας μνηστήρας μένει ακόμα· κάμε,
κυρά μου, υπομονή, παρακαλώ σε!

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Ομπρός, αφέντη του σπιτιού, η σειρά σου!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Βογκά η καρδιά, κακό λες κι ανεμίζεται!
(Ο Αντίνοος δοκιμάζει και πάλι το δοξάρι τού κάκου.)

ΑΝΤΙΝΟΟΣ
Αχ, δεν μπορώ, και μάγια μου ’χουν κάμει!
Αγκάλιαστη γραφτό σου, Πηνελόπη,
στην έρμη κλίνη ακόμα να στενάζεις·
μην κλαις, και ξέρει μύριες άλλες τέχνες
η φιλαντρού θεά, και θα μας σμίξει!
(Πέφτει το δοξάρι από τα χέρια του Αντίνοου· ο Εύμαιος το αρπάζει.)
Μην παίρνεις το δοξάρι· φέρ’ το πίσω!

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Εγώ ’μαι ο νοικοκύρης και προστάζω:
Βοσκέ, του γέρου δώσε το δοξάρι,
να θυμηθεί τα νιάτα του!
(Ο Οδυσσέας αρπάζει ο δοξάρι, χτυπάει τη νευρά, κι αυτή λαλεί σα χελιδόνι. Γνέφει του Εύμαιου και του Τηλέμαχου και στέκουνται δεξόζερβά του. Ρίχνει τα κουρέλια· λάμπει σα θεός.)

ΛΑΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Ο Δυσσέας!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καλώς σας βρήκα, αρχόντοι μου· πού πάτε;
Οι θύρες μανταλώθηκαν, κι αρχίζει,
γαμπροί, μες στις φαρδιές αυλές μου ο γάμος!
Ε συ γυναίκα, στη γωνιά στριμώξου,
στο ανάστα της σφαγής μπορεί η σαΐτα —
έχε το νου, κυρά — να σε λαβώσει!
Είμαι ο Δυσσέας, και το πιστό δοξάρι
με γνώρισε, στα χέρια μου χορεύει
κι όλο χαρά η νευρά χελιδονίζει!
Και στις βαριές μου φούχτες λάμπει ο θάνατος
γαλήνια, ως κεραυνός σε δίκαιο χέρι!

Νίκος Καζαντζάκης. 1964. Θέατρο. Τόμ. Α΄: Τραγωδίες με αρχαία θέματα. «Προμηθέας Πυρφόρος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Προμηθέας Λυόμενος», «Κούρος», «Οδυσσέας», "Μέλισσα". 2η έκδ. Αθήνα: Καζαντζάκη [1η έκδ.: Αθήνα: Δίφρος, 1955].



Πιντουρίκκιο, Η Πηνελόπη και οι μνηστήρες 


Χλόη Κουτσουμπέλη - Κίρκη και Ναυσικά

Όχι ποτέ δεν ερωτεύτηκε την Κίρκη ο Οδυσσέας.
Πρώτον για γυναίκα έπινε πολύ.
Ύστερα ήταν το θέμα με τις μεταμορφώσεις.
Άδικα αυτή ισχυριζόταν
πως μπορεί κάποιος να γίνει μόνον
αυτό που πιο πολύ φοβάται
και πως το μόνο που έκανε η ίδια
ήταν να σπάει το εκμαγείο
για να απελευθερώσει το ζωντανό κορμί.
Τέλος έφταιγε που ήταν μάγισσα.
Όμως πανσέληνος το σύμπαν της γυναίκας.
Βελούδινο όπως μια μαύρη γάτα.
Πότε ορχιδέα πότε ρόδι.
Κουβάρι από κλωστές που σπαν συνέχεια
όπως οι χορδές μιας λύρας μες στον Γαλαξία.
Ούτε όμως την Ναυσικά ερωτεύτηκε.
Την άφησε μόνη της να παίζει με δεμένα μάτια
με άσπρο φόρεμα και κοντά καλτσάκια
σε ένα ακρογυάλι με τις φίλες της τυφλόμυγα.
Όχι δεν ερωτεύτηκε ποτέ
ούτε την μία ούτε την άλλη ο Οδυσσέας.
Και ούτε βέβαια ποτέ του υποπτεύτηκε.
Πως Κίρκη και Ναυσικά
ήταν δύο από τα πρόσωπα της Πηνελόπης.



Odysseus And The Sirens, Alexander Bruckmann


Τάσος Λειβαδίτης - Ραψωδία 25η

(απόσπασμα)

[...]
Ω, διαλεκτική, σαν τους παλιούς θαυματοποιούς,
που αλλάζαν ένα πλήθος φτωχών θεατών
σ' έναν λαό από γέλια παντοδύναμα,
αστρονομία, που σαν την τρυφερή μητέρα, ακουμπάς κάτω απ’ το Χάος
ένα ήρεμο παιδικό προσκέφαλο,
ηλεκτρονική φυσική, βασανιστική ερωμένη μου,
αυτοί οι πολύπλοκοι δοκιμαστικοί σωλήνες είναι πιο πολύτιμοι για τη ζωή
κι απ’ τα ίδια τ’ άντερά μας,
οι εξισώσεις
σα μεγάλες τριήρεις οδηγούν σε άσφαλτο δρόμο πια
τον κουρασμένο Οδυσσέα — πιο εκεί, ακόμα πιο εκεί,

πάντα πιο εκεί,
κι ω, εσύ, ερχόμενη Αγνότητα, πιο μεγάλη απ’ όλο το Σύμπαν.

Αιώνες ταξίδεψα, βυθίστηκα στο Άπειρο
όπως μέσα στα ξάστερα λαγόνια μιας γυναίκας — κι έφτασα
μέχρι εκεί, πιο εκεί, πιο εκεί, πάντα πιο εκεί,
εκεί, που το Σύμπαν στηρίζεται πάνω στο Άσκοπο,
σαν ένα αρμόνιο
πάνω στο ρύγχος ενός γουρουνιού. Αυτό το Άσκοπο εγώ το
πολέμησα
με την αδερφοσύνη
και τα ποιήματα.

[...]

Τάσος Λειβαδίτης. 1993. Η 25η ραψωδία της Οδύσσειας. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάσος Λειβαδίτης. 2015. Ποίηση 1 (1950–1966). Αθήνα: Μετρονόμος [1η δημοσίευση: 1963, περ. Επιθεώρηση Τέχνης].



Athena Appearing To Odysseus To Reveal The Island Of Ithaca,Giuseppe Bottani


Γιόζεφ Μπρόντσκι - Ιθάκη

Να γυρισεις πίσω ύστερα από είκοσι χρόνια
να βρεις στην άμμο χνάρια απ’ τα γυμνά σου πόδια
κι ο σκύλος σου ν’ αρχίσει ν’ αλυχτά
από αγριάδα. Όχι από χαρά.

Βγάλε τα ιδρωμένα σου κουρέλια, είναι μια κάποια λύση.
Η δούλα σου νεκρή, την ουλή σου δεν θ’ αναγνωρίσει.
Και την πιστή συμβία που ‘λέγαν ότι σε προσμένει
δεν θα τη βρεις. Σε όλους είναι πια δοσμένη.

Μεγάλωσε και ο μικρός σου γιος και ψάχνει το ταξίδι,
σε κοιτάζει λες κι είσαι σκουπίδι.
Η γλώσσα που τριγύρω σου μιλάνε
σαν ξένη μοιάζει που κάποιοι την πουλάνε.

Μην είν’ άλλο το νησί, και το λιμάνι άλλο;
Ή μήπως ειν’ το μάτι σου που όλα τ’ αηδιάζει.
Ένα κομμάτι γης που ορίζεις, μικρό όχι μεγάλο,
το κύμα θα το βρέχει κάθε που βραδιάζει.

(Ρώσοι ποιητές 20ου αιώνα ανθολογία, εκδ. Μεσόγειος)





The Goddess Calypso rescues Ulysses. Cornelis van Poelenburgh


Γιάννης Ρίτσος - Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα

Αφέντη, τόσα χρόνια που ’λειπες, εδώ απορριγμένος — κοίταξέ με —
απάνου στην κοπριά που ’χουν για τα χωράφια. Αγκάθια και τσιμπούρια
μπηχτήκαν στο πετσί μου. Τόσα χρόνια, αφέντη, και δεν είχα
σε ποιόνε να κουνήσω την ουρά μου. Πού ’ναι τα πρωινά μας
με τη δροσιά στα δάση, τα νερά, τα φύλλα, το κυνήγι,
τα πολύχρωμα πούπουλα στον αέρα τα βράδια; Καρτερώντας
κοκάλωσαν τα μάτια μου — δεν κλείνουν· πέτρωσε κι η τσίμπλα.
Βάλε το χέρι σου ανάμεσα στ’ αυτιά μου, να μπορέσω να πεθάνω.

Ο αφέντης πέρασε, τον κλότσησε, μπήκε στα δώματα. Σε λίγο
ακούστηκε το σφύριγμα απ’ τα βέλη που καρφώνονταν στους τοίχους.
Κι ο Άργος, εκεί, με πετρωμένη ουρά, με πετρωμένα μάτια — να μην κλείνουν,
νεκρός απάνου στην κοπριά, να βλέπει ακόμα — πρώτη του φορά να βλέπει.

Λέρος, 22.ΙX.68

Στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

The dog, whom late had granted to behold his lord, when twenty tedious years had rolled takes a last look and having seen him dies. Briton Riviere


Γιάννης Ρίτσος - Συγγνώμη

Τί να σου κάνουν; — άνθρωποι ήταν. Μόλις σώθηκε
στου καραβιού τ’ αμπάρι, το κρασί και τ’ αλεύρι, υπομονέψαν κάμποσο,
κάτι ψαρέψαν με τ’ αγκίστρια —ψιλοπράματα— πού να χορτάσεις; Τέλος
βάλαν τις πλατυμέτωπες γελάδες του ήλιου στο μαχαίρι· κι ας βέλαζαν
σα βόδια αληθινά τα κρέατα στις σούβλες, κι ας περπάταγαν
τα γδαρμένα τομάρια· ο Ευρύλοχος και οι άλλοι τα γλεντήσανε.
Ο πολυμήχανος γλυκοκοιμόταν στο γρασίδι. Δεν τους πρόλαβε,
Οι προειδοποιήσεις δεν χρησίμεψαν σε τίποτε.
Τα παραπέρα, τα μετά τη Θρινακία, τα ξέρουμε. Άλλωστε
κι αυτά και κείνα, ήταν της μοίρας — αναπόφευκτα, που λένε.
Πήγανε, μια φορά, χορτάτοι, — ποιός θα τους κατηγορήσει;

Γιάννης Ρίτσος. 1966. Μαρτυρίες. Σειρά δεύτερη. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. 1989. Ποιήματα Θ΄ (1958-1967). Αθήνα: Κέδρος.



The departure of Ulysses. Guidoccio Cozzarelli


Γιώργος Σεφέρης - Θ΄ [Είναι παλιό το λιμάνι...]

Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.

Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια.
Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.

Γιώργος Σεφέρης. 1935. Μυθιστόρημα. Αθήνα: τυπ. Εστίας. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

The shipwreck of Odysseus. Johann Heinrich Füssli (Henry Fuseli )
1803



Γιώργος Σεφέρης - Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο

Στην Έλλη, Χριστούγεννα 1931

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι τού Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε, αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή μεγάλης ευδαιμονίας, ποιά είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω το μακρινό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στ’ ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι από την κάψα κι από τα χιόνια.

Θα ’λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα που βλέπει μ’ ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη απ’ ανάμεσό μας·
τόσα περίπλοκα τέρατα, που δε μας αφήνουν να στοχαστούμε πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γίνει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ αρμηνέψει πώς να φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου Τροία.

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια, λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο αγέρας,

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια·
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου να γίνεται τιμόνι.
Και να ’σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι.

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.

Μιλά… βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.

Γιώργος Σεφέρης. 1940. Τετράδιο Γυμνασμάτων, Α΄ (1928-1937). Αθήνα: τυπ. Ταρουσόπουλου. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.


Odysseus before Scilla and Charybdis. Johann Heinrich Füssli


Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου - ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

Με το κορμί σκυφτό
βαδίζοντας στα τέσσερα
ανεπαισθήτως
τρύπωσες μες στη ζωή μου
Έφυγες
εκκωφαντικά
με κανονιοβολισμούς
και τυμπανοκρουσίες
Όπως ταιριάζει στον στυγνό κατακτητή
που αφήνει πίσω
σαν σκιά
την κουρσεμένη πολιτεία

Μίλια μακριά αμέριμνη
κοιμάται η Πηνελόπη
μ’ ένα χαμόγελο αδιόρατο στα χείλη
Έχει κερδίσει την παρτίδα άλλη μια φορά

Από τη συλλογή “Το Άλφα του Κενταύρου”, εκδ. Μανδραγόρας, 2015


Δούρειος ΄Ιππος του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ


Ντίνος Χριστιανόπουλος, - ΙΘΑΚΗ

Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…
Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;

(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, εκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992)


Odysseus approaches Nausicaa. 1888 painting by Jean Veber


Franz Kafka - Η σιωπή των Σειρήνων

Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη & Νάσος Βαγενάς

ΟΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ σωτήρια μπορεί να φανούν και τα ανεπαρκή, ακόμη και τα παιδαριώδη μέσα:

Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες ―εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά― ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια. Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπέθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.

Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.

Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας· γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με τη σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο ― εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.

Ο Οδυσσέας όμως, τη σιωπή τους, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του. Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μακριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.

Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα απαίσια μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν ― μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ.

Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως· απλώς, ο Οδυσσέας τούς ξέφυγε.

Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η Θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική ― ίσως να πρόσεξε στ’ αλήθεια πως σωπαίναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.

Franz Kafka. χ.χ. "H σιωπή των σειρήνων". Μετ. Τζένη Μαστοράκη & Νάσος Βαγενάς. Στο Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Ανθολόγιο μεταφράσεων (Β΄ Γενικού Λυκείου). Επιμ. Νάσος Βαγενάς, Τάκης Καγιαλής, Λάμπρος Πόλκας, Νίκος Ταραράς, Γιώργος Φράγκογλου. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.


Athena inspires Odysseus for vengeance, Jan Styka

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου