Portrait of Mihai Eminescu - photograph taken by Jan Tomas in Prague, 1869 |
Το 1850 στις 15 Ιανουαρίου γεννήθηκε το έβδομο παιδί τού Γκεόργκε Εμίνοβιτς και της Ραλούκα Ράρεσα από τό Ζολντεστι, μιας σχετικά εύπορης αγροτικής οικογένειας, στο Ιποτέστι, χωριό κοντά στο Μποτοσάνι της Μολδαβίας. Ήταν ο Μιχάι Εμίνοβιτς. Από μικρό παιδί είχε μια πανθεϊστική δίψα να μάθει τι είναι ο κόσμος και το σύμπαν. Δεν τον χωράει το σπιτικό του, το σχολείο, το χωριό του. Από δέκα χρονών τον απασχολεί το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Σε περιπλανήσεις στα γύρω χωριά, στις κατασκηνώσεις των γύφτων νομάδων, στις όχθες ποταμών και λιμνών,στις στρούγκες, «αόρατες δυνάμεις» του εμπιστεύτηκαν τα λαϊκά τραγούδια, τους θρύλους, τα παραμύθια. Ακούει τους βιβλικούς γέροντες, ιστορικά γεγονότα μακρινά, νιώθει την ανάγκη της ενότητας των ρουμάνικων λαών πού είναι χωρισμένοι από αυστριακές, τούρκικες και άλλες ηγεμονίες.
Μια από τις αρετές του Εμινέσκου ήταν η παθιασμένη αγάπη του για τον λαό και την πατρίδα του. Με την ποίησή του έπλασε μια γλώσσα ωραία πού την τραγούδησε ο λαός του, πέρασε τα σύνορα της πατρίδας του και έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο. Η αγάπη του για την πατρίδα είναι ίσια με το μίσος πού έτρεφε για τους με κάθε τρόπο εκμεταλλευτές του λαού χωρίς να λογαριάζει συνέπειες και οφέλη. Η πέννα του πού άφησε σε μας εικόνες αξεπέραστες σε ομορφιά για τη φύση και τα συναισθήματα του είναι εξίσου αξεπέραστη στην σκιαγράφηση με σαρκαστικό τρόπο όλων των κακών πού μαστίζανε την κοινωνία του καιρού του. Τη μεγάλη του αγάπη εκφράζει στο ποίημα του
«Τι σου εύχομαι εγώ γλυκιά μου Ρουμανία»
«Τι σου εύχομαι εγώ γλυκιά μου Ρουμανία,
νεαρή νυφούλα, μάνα αγαπητή!
Πάντα αδερφωμένα ας ζούνε τα παιδιά σου
σαν της νύχτας τ’ άστρα, της μέρας την αυγή!
Σε ζωή αιώνια, δόξες να χαρώ,
όπλα με δυνάμεις, Ρουμάνικη ψυχή
Όνειρο ανδρείας, καύχημα, περηφάνια
Γλυκιά μου Ρουμανία αυτή είναι η ευχή!»
Στην εφηβεία του, οι φυγές έγιναν μεγαλύτερες Κατά την διάρκεια των περιπλανήσεών του ο Εμινέσκου έμαθε τόσα πράγματα όσα δεν ήταν σε θέση να του μάθει κανένα σχολείο. Μέσα στην οργιαστική φύση της Μολδαβίας ακονίζει την ακοή του με ήχους των στοιχείων της φύσης. Ο Εμινέσκου πλούτισε το ρουμάνικο λεξιλόγιο, κατάφερε να εκτοπίσει τις ξένες γλώσσες πού μιλούσαν και έγραφαν οι εύπορες τάξεις και οι διανοούμενοι στις πόλεις και να επιβάλει στην λογοτεχνία την ντόπια γλώσσα.
Στις περιπλανήσεις του στα δάση συμφιλιώνεται με τα ζώα, ήμερα και άγρια, δένεται με τους λατόμους τους νομάδες, τους βοσκούς τους εργάτες. Για τα δάση έγραψε αργότερα:
«Ήμουν αγόρι, τα δάση τριγυρνούσα
και ξάπλωνα συχνά πλάι σε πηγή
έβαζα προσκεφάλι το δεξί
να ακούω το ρυάκι πώς ηχεί
ένα σούσουρο ήρεμο περνούσε από κλώνους
και ένα άρωμα με κοίμιζε γλυκά»
Ο Εμινέσκου χαρακτηριζότανε «αθάνατος με ψύχος» γιατί έτσι ένιωθε. Όπως αθάνατος και αμετάλλακτος θα μείνει για τους αιώνες ο μίσχος, ο βλαστός, το δεντράκι και πιο πέρα το δάσος:
«Ακούς απ’ τα δάση πώς αναποδογυρίζουν πηγές
όταν έρχεται μπόρα
και η ηρεμία πού όλα τα σκεπάζει
όταν η μπόρα τελειώνει»
Λέει αλλού μιλώντας με τα στοιχεία της φύσης:
«Γαλήνεψε κρύο σκοτάδι του χρόνου
Και τ’ αστέρια γι’ αυτόν είναι φίλοι
έτσι που τα βλέπει να πηγάζουν
στου ουρανού την μεγαλοπρέπεια.»
Τον ουρανό τον παρομοιάζει με:
«Κάμπους ουράνιους που ανοίγουν καλοκαιριάτικα
με αστραπές και βροντές και να σταματάνε
λες και κάποιος θεός τους καλεί να σωπάσουν
μέσα από τη σκιά του»
Στα δεκαέξι του έστειλε μια επιστολή με στίχους του στην εφημερίδα του Ιωσήφ Βουλκάν, «ΦΑΜΙΛΙΑ». Ο εκδότης στην απαντητική του επιστολή του δίνει το όνομα Μιχάι Εμινέσκου πολιτογραφώντας έτσι τον εθνικό ποιητή της Ρουμανίας.
Ανάμεσα στα πάθη του ήταν και η βιβλιοφιλία και είχε ζωηρή έλξη για το θέατρο. Συχνά ακολουθεί τσιγγάνικους μικροθιάσους. Ήξερε να ψάχνει και να ανακαλύπτει σπανία βιβλία και ντοκουμέντα. Γνωρίζεται με τον Σλάβος με τον οποίο οργάνωσε στα 1871 την Γιορτή για την Πούντα., γύρω από την ανάμνηση του θανάτου του Πρίγκιπα Στεφάνου του Μεγάλου, μιας θρυλικής μορφής της Ρουμάνικης Ιστορίας. Τόσο στη Βιέννη όσο και στο Βερολίνο ο Εμηνέσκου δεν περιορίστηκε μόνο στην μελέτη των προσφιλών του φιλοσόφων Πλάτωνα, Σπινόζα, Καντ και Σοπενχάουερ στον θεοσοφικό ορφισμό στον Ζωροάστρη στον Βούδα. Διαποτισμένος από τον Γερμανικό ιδεαλισμό και το ρομαντικό πνεύμα της εποχής του, ευσυγκίνητος στην νεοφανέρωτη μαρξιστική φιλοσοφία και στον απελευθερωτικό άνεμο του αιώνα του δεν περιορίζεται στα πανεπιστημονικά προγράμματα
Στό Ιάσιο διευθύνει την εφημερίδα «Ταχυδρόμος» και γίνεται μέλος της φιλολογικής Λέσχης «Ζουνίμεα».
Ο Μαγιορέσκου τόν καλεί στό Βουκουρέστι στήν σύνταξη τής εφιμερίδας «Τιμπουλ» (ο ΧΡΟΝΟΣ).
Στα 1876 συμβαίνουν δύο σημαντικά γεγονότα γιά τόν Εμινέσκου χάνει τήν λατρευτή του μητέρα Ραλούκα καί γνωρίζεται μέ τήν ποιήτρια τού Ιασίου Βερόνικα Μίκλε.
Στίς 3 Ιουλίου 1883 έπαυσε να συγκαταλέγεται μεταξύ τού συντακτικού προσωπικού της εφημερίδας «Τιμπουλ». Οι αντίπαλοι του τόν πληγώνουν μέ βελη φαρμακερά καί ανέντιμα. Ο μελαγχολικός του χαρακτήρας και η αδύναμη κράση του τον οδηγούν το 1883 για σοβαρή θεραπεία στην Αυστρία, όπου η υγειά του φαινομενικά σταθεροποιήθηκε. Επιστρέφοντας στην Ρουμανία εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Ιάσιο μέχρι το 1887, όταν η φρενοβλάβεια του επιδεινώθηκε
Στίς 6 Αυγούστου 1879 πέθανε ο Στέφανος Μίκλε, σύζυγος της αγαπημένης του ποιήτριας και ο έρωτάς τους δοκίμασε να υπερπηδήσει τό πλατωνικό φράγμα.
Από τότε, ο καταπιεσμένος ερωτικός τους πόθος ξέσπασε μιά θεία μέθη ευτυχίας και τρέλας στο λυρικο-δραματικό έργο τού ποιητή. Έργο που καθρεπτίζει όλη του η ζωή. Σαν ανθρώπινος χαρακτήρας ήταν τρυφερός και βίαιος, ευαίσθητος και σαρκαστής λογικός και παράλογος, τυπικός και ασυμβίβαστος.
Το 1889 κατέφυγε σε ένα σανατόριο. Εκεί ένας νοσηλευόμενος έσπασε το κρανίο αυτού του μεγάλου μυαλού, του μεγάλου πνεύματος στις 15 Ιουνίου του 1889 σε ηλικία μόλις 39 ετών.
Ο Μιχάι Εμινέσκου είναι ο Αυγερινός της Ρουμάνικης Λογοτεχνίας. Το αριστούργημά του με τον τίτλο αυτόν κάνει την αρχή όπως στους λαϊκούς μύθους, αλλά μπαίνει αμέσως στην πλοκή που διαδραματίζεται στα πλαίσια της ζωής.
Μια πανωραία κόρη από βασιλική γενιά ζούσε περήφανη. Όταν αντίκρισε τον Αυγερινό ερωτεύτηκε. Αυγερινός είναι η ονομασία του πλανήτη Αφροδίτη, γνωστό το βράδι ως Αποσπερίτης και το πρωί ως Αυγερινό. Στα Καρπάθια, στους γύρω χώρους τους παραδουνάβιους και στο χώρο τους Εύξεινου Πόντου ήταν το άστρο που οδηγούσε τους ποιμένες στα ψηλά βουνά και τους ναυτικούς με τα καράβια τους. Δεν πρόκειται για τον Εωσφόρο –τον έκπτωτο άγγελο που στην λατινογεννή λογοτεχνία ονομάζεται LUCIFER και Μεφίστο –κατά την ελληνική παράδοση Μεφιστοφελής, ονομασία του πνεύματος του κακού και του δαίμονα του έκπτωτου άγγελου –του Σατανά.
Ο Αυγερινός ήταν αγαπητός από τον λαό που τον έβλεπε με κάποια ελπίδα όταν έλαμπε αναβοσβήνοντας σαν τους πλανήτες, όχι σταθερά όπως τ’ άστρα.
ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ
Σαν παραμύθι ζούσε εδώ
σαν τα ψηλά τα όρη
από βασιλική γενιά
μια πανωραία κόρη.
Κι ήταν μονάχη στους γονείς
περήφανη, όλο χάρη
μες στους αγίους Παναγιά
μες στ’ άστρα το φεγγάρι.
Μέσα από θόλους σκιερούς
το βήμα της πηγαίνει
στου παραθύρου την γωνιά
ο Αυγερινός προσμένει.
Τον βλέπει στον ορίζοντα
Λαμπρός να ξεκινάει
στους δρόμους τους αεικίνητους
καράβια μαύρα πάει.
Θωρεί τον μια θωρεί τον δυο
με πόθο τον ζητάει
τόσο καιρό πού την θωρεί
την κόρη αγαπάει.
Και μέσα στους αγκώνες της
τους κρόταφούς της βάζει
Ο πόθος της και η καρδιά
και η ψυχή ρεμβάζει.
Πιο δυνατά κάθε βραδιά
το φως του λαμπαδιάζει
Στην σκιά του μαύρου πύργου της
η κόρη τον κοιτάζει.
Στα ίχνη των βημάτων της
στην κάμαρά της μπαίνει
με σπίθες που φεγγοβολούν
φλόγας πλεμάτη υφαίνει.
Όταν στην κλίνη έρχεται
Την νιά για να κοιμήσει
Της δίνει χάδι απαλό
Τα βλέφαρα να κλείσει.
Καθρέπτη αντιφέγγισμα
το σώμα της σκεπάζει
τα μάτια της σαν πάλλονται
η όψη της αλλάζει.
Χαμογελώντας τον κοιτά
πώς τρέμει στο γυαλί της
στο όνειρο την ακολουθεί
να δέσει στην ψυχή της.
Στον ύπνο της μιλώντας του
στενάζει η κοπέλα
«Της νύχτας γλυκέ αφέντη μου!
γιατί δεν έρχεσαι; Έλα!»
LUCEAFĂRUL
A fost odată ca-n poveşti,
A fost ca niciodată,
Din rude mari împărăteşti,
O prea frumoasă fată.Şi era una la părinţi
Şi mîndră-n toate cele,
Cum e Fecioara între sfinţi
Şi luna între stele.
Din umbra falnicelor bolţi
Ea pasul şi-l îndreaptă
Lîngă fereastră, unde-n colţ
Luceafărul aşteaptă.
Privea în zare cum pe mări
Răsare şi străluce,
Pe mişcătoarele cărări
Corăbii negre duce.
Îl vede azi, îl vede mîni,
Astfel dorinţa-i gata;
El iar, privind de săptămîni,
Îi cade dragă fata.
Cum ea pe coate-şi răzima
Visînd ale ei tîmple,
De dorul lui şi inima
Şi sufletu-i se împle.
Şi cît de viu s-aprinde el
În orişicare sară,
Spre umbra negrului castel
Cînd ea o să-i apară.
Şi pas cu pas pe urma ei
Alunecă-n odaie,
Ţesînd cu recile-i scîntei
O mreajă de văpaie.
Şi cînd în pat se-ntinde drept
Copila să se culce,
I-atinge mînile pe piept,
I-nchide geana dulce;Şi din oglindă luminiş
Pe trupu-i se revarsă,
Pe ochii mari, bătînd închişi
Pe faţa ei întoarsă.
Ea îl privea cu un surîs,
El tremura-n oglindă,
Căci o urma adînc în vis
De suflet să se prindă.
Iar ea vorbind cu el în somn,
Oftînd din greu suspină:
- O, dulce-al nopţii mele domn,
De ce nu vii tu ? Vină !
Μήτσης Πέτρος
Αναδημοσίευση από http://eminescumihai.blogspot.gr/
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου