Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ (23 Ιουνίου 1908 − 14 Σεπτεμβρίου 1960)

 

“Πρέπει”. Ο πιο άδειος λόγος μέσ’ στην απέραντη κενολογία της ανθρώπινης γλώσσας.




Ο Μ[ΙΤΙΑ] ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου) γεννήθηκε στην Αθήνα, ένα από τα πέντε παιδιά του Γεώργιου Ροδόπουλου και της Ανθής το γένος Μουλούλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων της Πάτρας, ήταν δικηγόρος και πολιτικός και διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας και διοικητής της Τράπεζας Κρήτης. Λόγω των συνεχών μεταθέσεών του, η οικογένεια έζησε σε διάφορες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Ο Καραγάτσης πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στη Λάρισα ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του το 1924 στη Θεσσαλονίκη και τον ίδιο χρόνο έφυγε για σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ. Το 1925 επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές του στα τμήματα Νομικής (αποφοίτησε το 1930) και Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών (αποφοίτησε το 1931) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1931 ως το 1939 (χρονιά θανάτου του πατέρα του) εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας. Παράλληλα εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο (Βραδυνή, Πρωία, Νέα Εστία κ.α.) και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Το 1946 πέθανε η μητέρα του, στη μνήμη της οποίας αφιέρωσε το μυθιστόρημα Ο μεγάλος ύπνος.


 Από το 1952 εργάστηκε στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, της οποίας διετέλεσε και διευθυντής και συμμετείχε στις εκλογές του 1956 και 1958 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 52 χρόνων · έπασχε από την καρδιά του από το 1958. Ο Μ.Καραγάτσης πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο του 1927 με τη συμμετοχή και βράβευσή του (με τον Α΄ Έπαινο) στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας με το διήγημα Η κυρία Νίτσα. Η μετέπειτα πορεία του τον ανέδειξε ως έναν από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της γενιάς του Τριάντα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία (μυθιστόρημα - διήγημα - νουβέλα), το θέατρο, τη λογοτεχνική μετάφραση, τη θεατρική κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την ιστορία. Από το πεζογραφικό του έργο σημειώνουμε ενδεικτικά τα Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Η μεγάλη χίμαιρα, Το μπουρίνι, Σέργιος και Βάκχος, Ο Κίτρινος φάκελλος. 


ΑΠΟ  http://www.ethnos.gr/
Το έργο του τοποθετείται συμβατικά στα πλαίσια του ρεαλισμού, με έντονη ωστόσο την παρουσία ιδεαλιστικών και λυρικών εξάρσεων. Κυρίαρχη είναι επίσης η ψυχολογική εμπλοκή του συγγραφέα στον κόσμο των ηρώων του και στις ακραίες καταστάσεις που βιώνουν, στα πλαίσια μιας προσπάθειας αναθεώρησης και σκόπιμης επανερμηνείας της ιστορίας με λογοτεχνικά μέσα με στόχο τον προσδιορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και την κριτική της σύγχρονής του κοινωνικής πραγματικότητας.


Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο πτελέα ή καραγάτσι στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του. Εκεί συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού. Το «Μ.» του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο Αδερφοί Καραμάζοφ. Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» ως Μιχάλης, λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα

Ντυμένος συνταγματάρχης Λιάπκιν στο δικό του μπαλκόνι, στο σπίτι τους στην πλ. Αμερικής     ΑΠΟ  http://www.enet.gr/


Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Μυθιστορήματα
• Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
• Χίμαιρα. Αθήνα, έκδοση του περ. Νέα Εστία, 1936 (και αναθεωρημένη έκδοση με τίτλο Η μεγάλη Χίμαιρα, Αθήνα, Μαυρίδης, 1953).
• Τα στερνά του Γιούγκερμαν. Αθήνα, Πυρσός, 1941.
• Λειτουργία σε λα ύφεσις· Ξυλογραφίες Λουκίας Μαγγιώρου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Νυχτερινή ιστορία. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου. Αθήνα, Αετός, 1944.
• Ο μεγάλος ύπνος. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
• Ο κόσμος που πεθαίνει· Αίμα χαμένο και κερδισμένο· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ίκαρος, 1947.
• Βασίλης Λάσκος. Αθήνα, Αετός, 1948.
• Τα στερνά του Μίχαλου. Αθήνα, Αετός, 1949.
• Άμρια Μούγκου (Στο χέρι του Θεού). Αθήνα, Ίκαρος, 1954.
• Ο θάνατος κι ο Θόδωρος· Τραγωδία μεν αλλά με πολλά κωμικά στοιχεία γραμμένη από τον Μ.Καραγάτση κατά τον τρόπο όχι του θεατρικού έργου αλλά του κινηματογραφικού σεναρίου. Αθήνα, Έχιδνα, 1954.
• Ο κίτρινος φάκελλος. Αθήνα, Εστία, 1956.
• Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Δίφρος, 1959.
• Το 10. Αθήνα, Εστία, 1964.
• Ο μικρός Σέργιος και Βάκχος. Αθήνα, Εστία, 1973.
• Στρατής Μυριβήλης – Μ.Καραγάτσης – Άγγελος Τερζάκης – Ηλίας Βενέζης, Το μυθιστόρημα των τεσσάρων. Αθήνα, Εστία, 1979.
ΙΙ.Διηγήματα - Νουβέλες
• Το συναξάρι των αμαρτωλών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1935.
• Η λιτανεία των ασεβών. Αθήνα, Γκοβόστης, 1940.
• Το χαμένο νησί· Φανταστική νουβέλα· Ξυλογραφίες Γ.Βελισσαρίδη. Αθήνα, Αετός, 1943.
• Το μπουρίνι· Ξυλόγραφίες Λουίζας Μοντεσάντου. Αθήνα, Γλάρος, 1943.
• Ο τρελός με τα κουδούνια. Αθήνα, Γλάρος, 1944.
• Πυρετός. Αθήνα, Δημητράκος, 1945.
• Το νερό της βροχής. Αθήνα, Αετός, 1950.
• Η μεγάλη λιτανεία. Αθήνα, Εστία, 1955.
ΙΙΙ. Ιστορία
• Η Ιστορία των Ελλήνων Α΄· Ο αρχαίος κόσμος. Αθήνα, Αετός, 1952.
ΙV. Ταξιδιωτική λογοτεχνία
• Από Ανατολή σε Δύση· (ταξιδιωτικά κείμενα). Αθήνα, Καστανιώτης, 1991
• Περιπλάνηση στον κόσμο. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις (επιμ. Άντειας Φραντζή). Αθήνα, Εστία, 2003.
V. Διασκευές
• Ο πόλεμος της Τροίας και οι περιπέτειες του Οδυσσέα. Αθήνα, Εστία, 2004.
VI. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Το μεγάλο συναξάρι. Αθήνα, Αετός, 1952.
• Νεανικά κείμενα · επιμέλεια Στρατή Πασχάλη. Αθήνα, Εστία, 1985.
• Νεανικά διηγήματα· Εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1993.
• Κριτική Θεάτρου 1946-1960. Αθήνα, Εστία, 1999.



ΒΙΒΛΙΑ 

Η μεγάλη χίμαιρα

"Η μεγάλη χίμαιρα" είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 
Τον κοιτάει. Είναι νέος - πολύ νέος για καπετάνιος - ως τριάντα χρόνων. Όμορφος άντρας, με κορμί αρμονικό και πρόσωπο αδρό μα γλυκό, όπου γυαλίζουν δυο μάτια χρυσαφιά, χαμογελαστά και εξυπνότατα. «Ένας Έλληνας. Έτσι πάντα φανταζόμουν τους Έλληνες. Πρέπει να του μιλήσω ελληνικά».
Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ! Ο καπετάνιος σαστίζει.
- Παρντόν, μαμζέλ. Δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Μιλώ γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά...
- Πώς! Ελληνικά δεν ξέρετε;
- Διάβολε! Είμαι Έλληνας.
- Η φράση που σας είπα είναι ελληνική. Αρχαία ελληνική.


- Δεν αποκλείεται. Αλλά...
- Τι εννοείτε; Σας βεβαιώνω ότι γνωρίζω πολύ καλά τη γλώσσα των προγόνων σας.
- Εγώ ομολογώ πως δεν είμαι τόσο δυνατός στη γλώσσα των προγόνων μου. Έχετε την καλοσύνη να ξαναπείτε τη φράση;
- Ευχαρίστως. Ναουκλερέ καλέ καγκατέ, Χαϊρέ!
Ο καπετάνιος αναστενάζει, πολύ στενοχωρημένος. Βγάζει από την τσέπη του ένα 

σημειωματάριο και ένα μολύβι.
- Παρακαλώ, δεν την γράφετε εδώ; Άμα την δω γραμμένη, ίσως την καταλάβω...
Με χέρι νευρικό, γράφει τη φράση. Ο καπετάνιος τη διαβάζει, και ξεσπάει σε γέλιο ομηρικό.
Ναύκληρε καλέ καγαθέ, χαίρε! Έτσι προφέρεται, κι όχι όπως το είπατε.
- Μιλώ με την ερασμιακή προφορά. Η δική σας, καθώς βλέπω, είναι εντελώς αλλιώτικη.
Είναι η σωστή. Μου την εξήγησε ο μικρός αδερφός μου, ένας νέος με μεγάλη μόρφωση. Το αποδείχνει, λέει, η μετρική, η προσωδία... Απόμειναν σιωπηλοί. Κοιτάζονταν και χαμογελούσαν. Κι η Μαρίνα είπε:
- Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ, μα δεν έτυχε ποτέ να γνωρίσω Έλληνες. Είδα, λοιπόν, το πλοίο σας, το «Ιμαϊρά»...
- Πώς είπατε; Ιμαϊρά;
- Βεβαίως. Έτσι δε λέγεται το πλοίο σας;
Όχι, δεσποινίς. Λέγεται Χίμαιρα. Χίμαιρα.
http://bikiropoulos.blogspot.gr/



Γιούγκερμαν
Η ζωή και οι περιπέτειες του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, γόνου μιας πλούσιας φιλανδικής οικογένειας, που έχει πάρει το δρόμο του γλεντιού, του ποτού, του χαρτοπαιγνίου, της απάτης και του εκβιασμού, και τον οποίο η ρωσική επανάσταση και άλλα γεγονότα τον οδηγούν ως τον τόπο μας. 
Στην Ελλάδα, ενώ σκοπεύει να εξακολουθήσει την ύποπτη δράση του, προσλαμβάνεται σε μια τράπεζα, γίνεται ανώτατος υπάλληλός της και καταλήγει οικονομική προσωπικότητα μεγάλης ολκής -πλουσιότατος, ισχυρός, πλην δυστυχισμένος.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

[Οι συντροφιές και τα γλέντια του Γιούγκερμαν]

Ο Γιούγκερμαν, άψογος στο χώρο της εργασίας του, εξακολουθεί, τον πρώ­το τουλάχιστον καιρό, να είναι αχαλίνωτος στην ιδιωτική του ζωή. Μέθυσος και γυναικάς, αναζητούσε τους συντρόφους του για τα γλέντια στον Πειραιώτικο υπόκοσμο. Στο παρακάτω απόσπασμα βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο διασκέδαζε ο ήρωας με τη συντροφιά του καθώς και μια εικόνα από τη ζωή των νεόπλουτων κατοίκων της Αθήνας την πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου.

Σ' αυτά τα γλέντια είχε σύντροφο κάποιο Γιάννη Μόγια, έναν τύπο του λιμανιού, κάτι ανάμεσα σημειωτή εμπορευμάτων και πράχτορα φορτηγίδων. Μεγάλη λέρα, απ' το λιγδωμένο καπέλο και τα βρωμερά πόδια του ως τα βάθη του παρασυνειδήτου του. Είχ’ ένα μούτρο κρύο, κτηνώδες, στερημένο απ' την έκφραση των ματιών (φορούσε μέρα νύχτα μαύρα γυαλιά, γιατί έπασχε από τραχώματα). Η κουβέντα του ήταν γοργή, ξερή, ειπωμένη με φωνή βραχνιασμένου τενόρου. Δεν χαμογελούσε ποτέ· μα κι ούτε έδειχνε ποτέ θυμό η μορφή του, η τυποποιημένη σε μάσκα απάθειας. Κυκλοφορούσε πάντοτε με μια μεγάλη μοτοσικλέτα, που την έτρεχε δαιμονισμένα [...] Ήταν σκληρός κι απάνθρωπος με τις κοινές γυναίκες. Ήξερε να τις τυραννά με τη διεστραμμένη επιβολή του, με τις καταχθόνιες απειλές του και, αν το 'φερνε η ανάγκη, με το πιστόλι του. Σήκωνε το χέρι για το τίποτα, για το έτσι' και το κατέβαζε μ’ ορμή στα φτιασιδωμένα μούτρα, δέρνοντας για γούστο, για ένα ναι ή ένα όχι. Έπαιρνε ξωπίσω του, υπασπιστή και γελωτοποιό, το Νάσο τον καμπούρη, έν’ αποτρόπαιο έκτρωμα με κεφάλι καραγκιόζη και χέρια χιμπατζή, κρεμασμένα ως τη γη. Ο καμπούρης συμπλήρωνε το Μόγια σε κυνισμό και λαγνεία [...]
Αυτοί οι δυο ήσαν η ταχτική παρέα του Γιούγκερμαν. Τους γνώρισε κάποιο βράδυ, στο Ιντερνασιονάλ·* έσμιξαν αμέσως τα χνώτα τους και γίνηκαν αχώριστοι. Εκείνο τον καιρό (κατά το 1921) τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά όπου μπορούσες να διασκεδάσεις ήσαν λιγοστά. Ο πόλεμος της Μικρασίας συνεχιζόταν αβέβαιος, κρατώντας τον κόσμο σ’ εκνευρισμό. Στο αναμεταξύ οι νεόπλουτοι, μπουχτισμένοι από ευκολοκερδισμένο παρά και λιμασμένοι από μακροχρόνια νηστεία, το 'χαν ρίξει έξω. Γινόταν ένα γλέντι αλλιώτικο, ούτε πρωτόγονο ούτε συμβατικό, μα κάτι το άτοπο, το χυδαίο. Πρόβαλαν μέσα στην ξαφνιασμένη κοινωνία της Αθήνας άνθρωποι άγνωστοι, μυστήριοι, που κανείς δεν ήξερε πούθε βαστούσε η σκούφια τους, με τις τσέπες φίσκα στο χρήμα και δίχως συναίσθηση τι πάει να πει χρήμα. Σπαταλούσαν ποσά αφάνταστα σ’ ένα γλέντι κακόγουστο κι άνοστο, μη λογαριάζοντας τίποτα, μην ξέροντας πώς να διαθέσουν τα εκατομμύριά τους. Βασική προϋπόθεση του γλεντιού ήταν ν’ αποχτήσουν αμερικάνικο αυτοκίνητο και να τριγυρνάν στους ανύπαρχτους τότε δρόμους της Αττικής, αράζοντας σε ξωτικά λιμάνια ­Ραφήνα και Σκαραμαγκά - που ο μη εκατομμυριούχος μονάχα στ' όνειρό του μπορούσε να τα ιδεί. Ήσαν εκεί κάτι βρωμοταβέρνες, που παρίσταναν τα κέντρα πολυτελείας, που πουλούσαν τα τηγανητά μπαρμπούνια και τον μποτιλιαρισμένο σταφιδίτη σε τιμές αστρονομικές.
Είχαν και κάτι βρωμερές «αίθουσες δι’ οικογενείας» με μοναδική επίπλωση ένα ντιβάνι ξεχαρβαλωμένο από τα’ αμέτρητα αγκαλιάσματα της πελατείας.

Ivτερνασιoνάλ: κακόφημο κέντρο διασκέδασης στην Τρούμπα του Πειραιά.

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου