ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ ( 28 Ιουνίου 1867 - 10 Δεκεμβρίου 1936 )

Ο Λουίτζι Πιραντέλλο (ιταλικά: Luigi Pirandello, 28 Ιουνίου 1867 - 10 Δεκεμβρίου 1936), ήταν Ιταλός δραματουργός, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος, στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1934.

Γεννήθηκε στο Αγκριτζέντο της Σικελίας, τον αρχαίο Ακράγαντα. Προερχόταν από αστική οικογένεια του Risorgimento που ήταν ιδιοκτήτρια κτημάτων και ορυχείων θείου. Αρχικά, ήθελε να ακολουθήσει σταδιοδρομία φιλολόγου και διαλεκτολόγου (υποστηρίζει στη Βόννη μια διατριβή για τη φωνητική και τη μορφολογία του ιδιώματος της γενέτειράς του πόλης) και εισοδηματία ποιητή - τα πρώτα του δημοσιεύματα είναι πράγματι μικροί τόμοι λυρικών ποιημάτων που κλίνουν προς την ευαισθησία του λυκόφωτος και του ρομαντισμού, όπως τα Mal giocondo (Χαρούμενο κακό, 1889), Pasqua di Gea (Πάσχα της Γης, 1891) και Elegia renane (Ελεγεία του Ρήνου, 1895)- που έχουν συντεθεί λίγο πολύ πάνω στο πρότυπο των Ρωμαϊκών ελεγείων του Γκαίτε τα οποία μετέφρασε τον επόμενο χρόνο. Σπούδασε φιλολογία στο Παρίσι και στη Βόννηκαι δίδαξε ως καθηγητής της ιταλικής φιλολογίας στο ανώτατο ινστιτούτο της ιταλικής πρωτεύουσας. Στη Ρώμη ο Πιραντέλο συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. δημοσιεύοντας ποιήματα και πεζογραφήματά του. Έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό με το μυθιστόρημά του "Ο μακαρίτης Ματθαίος Πασκάλ"Εκείνο όμως που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό ήταν το θεατρικό του έργο. Το πρώτο μέρος του συνολικού θεατρικού του έργου ο Πιραντέλο το έγραψε σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή εποχή γι' αυτόν, εξαιτίας του θανάτου της μητέρας του και της διανοητικής αρρώστιας της συζύγου του. Από τα πολλά έργα του Πιραντέλο αναφέρουμε τα : Όταν ήμουν τρελός, Όπως με θέλεις, Να ντύσουμε τους γυμνούς, Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, Απόψε αυτοσχεδιαζουμε.

Ελληνικές μεταφράσεις έργων του Πιραντέλλο

Θέατρο
Così è (se vi pare) (Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, 1916) : Μάριος Πλωρίτης ("Γκόνη")
Liolà (Λιολά, 1916) : Πάρις Θεοφανίδης ("Δωδώνη")
Il piacere dell'onestà (Η ηδονή της τιμιότητος, 1917) : Μάριος Πλωρίτης ("Γκόνη")
La patente (Η πατέντα, 1918) : Μάνθος Κρίσπης (Νέα Εστία, 1961 Β΄)
Sei personaggi in cerca d'autore (Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, 1921) : Αλέξης Σολομός ("Δωδώνη")
Enrico IV (Ερρίκος Δ΄) : Γ.Ρούσος ("Γκόνη")
Come Tu Me Vuoi - L'imbecille (Όπως Με Θέλεις - Ο ηλίθιος, 1922) : Μάριος Πλωρίτης ("Δωδώνη")
Vestire gli ignudi (Να ντύσουμε τους γυμνούς, 1922) : Μάριος Πλωρίτης ("Γνώση")
L'uomo dal fiore in bocca (Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα, 1923) : Λ.Μυριβήλη ("Γκόνη")
Come tu mi vuoi ('Οπως με θέλεις, 1930) : Μάριος Πλωρίτης ("Δωδώνη")
Questa sera si recita a soggetto (Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, 1930) : Δημήτρης Μυράτ ("Δωδώνη")
O di uno o di nessuno (Ενας ή κανένας, 1929) και All' uscita (Στην Εξοδο, 1916) μετ. Ιάνης Λο Σκόκκο (ἐκδ. Μαρή)
NON SI SA COME (Δίχως Να Ξέρεις Πως, 1934): Άννα Βαρβαρέτσου-Τζόγια ("Δωδώνη")
Οι Γίγαντες του Βουνού: Χρίστος Κρεμνιώτης ("Ηριδανός")
Ο Άνθρωπος, Το Κτήνος και η Αρετή: Ερρίκος Μπελιές ("Ηριδανός")
Μονόπρακτα: Ερρίκος Μπελιές ("Ηριδανός")

Πεζογραφία
L’ esclusa (Η αποδιωγμένη, 1901) : Πάνος Ράμμος ("Παρατηρητής")
Il fu Mattia Pascal (Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ, 1904) : Μανώλης Γιαλουράκης ("Πανεπιστημιακός Τύπος")
Quaderni di Serafino Gubbio, operatore (Τετράδια του Σεραφίνο Γκούμπιο, κινηματογραφιστή, 1916 & 1925) : Γ.Λαμπιδώνης ("Αστάρτη")
Uno, Nessuno e Centomila ('Ενας Κανένας και Εκατό Χιλιάδες): Αγνή Σπηλιώτη-Αγγέλου ("Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.")
Χάος, Μετάφραση: Σωτήρης Τριβιζάς, Εκδόσεις: Καστανιώτη
διηγήματα : πλείονες ("Δίφρος")
διηγήματα : Κατ.Γλυκοφρύδη ("Καστανιώτης")
Ευρωπαϊκά γράμματα: ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Αθήνα: Σοκόλης, 1999.


Σοφία Ιορδανίδου - Εισαγωγή στο έργο του Πιραντέλο

Pirandello in 1884.
Οι μάσκες και ο καθρέφτης: «Ο καθένας μας δεν είναι αυτό που νομίζει ότι είναι, αλλά είναι ένας, κανένας κι εκατό χιλιάδες», γράφει ο Σίλβιο ντ’ Αμίκο, σχολιάζοντας την ιδεολογία που διατρέχει το έργο του βραβευμένου με το Νόμπελ λογοτεχνίας (1934) Λουίτζι Πιραντέλλο, που επανέφερε την Ιταλία στο κύριο ρεύμα της ευρωπαϊκής δραματουργίας. Πράγματι, σε αυτήν ακριβώς την ιδέα του για την πολλαπλότητα του ατόμου, τη διάσπαση του ατόμου και τη συνεπακόλουθη υποκειμενικότητα της αλήθειας στηρίζεται ολόκληρη η δραματουργία του σικελού δραματουργού, που έμελλε να γίνει ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του θεάτρου του «γκροτέσκ», γενέθλιος τόπος του οποίου είναι η Ιταλία.

Κοινό θέμα των θεατρικών συγγραφέων που προηγήθηκαν του Πιραντέλλο, του Λουίτζι Κιαρέλλι, του Λουίτζι Αντονέλλι και του Ρόσσο ντι σαν Σεκόντο, είναι ο χειρισμός της «ιλαροτραγικής αιώρησης του ανθρώπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία»1 με ένα γκροτέσκ χιούμορ. Το θέμα της «μάσκας» του προσώπου βρίσκει την κορύφωσή του στο θέατρο του Πιραντέλλο∙ η πάλη ανάμεσα στο πρόσωπο και τη μάσκα του οδηγείται, διά μέσου την άφταστης συγγραφικής δεξιοτεχνίας του, σε εκβάσεις σπαρακτικές: «Όταν αντικρίζουμε τον εαυτό μας, έλεγε ο ίδιος, η ομαδική συνέπεια είναι ένας ασυγκράτητος θρήνος. Ο θρήνος αυτός αποτελεί το θέατρό μου». Κι όμως, από το θέατρό του δε λείπει το έλεος για τους ήρωές του. Στα έργα του τον απασχολεί η ματαιότητα των επιδιώξεων του ανθρώπου και η αδυναμία του να κατανοήσει ολοκληρωτικά και αντικειμενικά μια προσωπικότητα. Τα πλέον αντιπροσωπευτικά της γραφής του είναι τα Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, Ερρίκος ο Δ΄, Να ντύσουμε τους γυμνούς, Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.
Τα έργα του Πιραντέλλο θα μπορούσαμε να τα κατηγοριοποιήσουμε ως εξής: α) η ιλαροτραγωδία του ερωτικού τριγώνου, β) η μάσκα και το πρόσωπο, γ) οι ηθογραφίες στη σικελική διάλεκτο και δ) τα συμβολικά έργα.
Ο Λουίτζι Πιραντέλλο δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στην Ελλάδα. Ο ίδιος, ωστόσο, θαύμαζε τη χώρα μας, ως πατρίδα του θεάτρου. Σε συνέντευξή του που είχε παραχωρήσει στον Κώστα Ουράνη, λέει σχετικά: «Την Ελλάδα τη φέρνω μέσα μου. Το πνεύμα της παρηγοράει και φωτίζει την ψυχή μου. Μπορώ μάλιστα να σας πω ότι, χωρίς να ‘χω πάει, την ξέρω. Είμαι από τη Σικελία, από τη Μεγάλη Ελλάδα, κι υπάρχει πολύ από την Ελλάδα στη Σικελία. […] Άλλωστε […] είμαι ο ίδιος ελληνικής καταγωγής. Το όνομά μου είναι Πυράγγελος. Το Πιραντέλλο δεν είναι παρά η φωνητική παραφθορά του: Πιραντζέλο, Πιραντέλλο…».

Η αρχαία ελληνική τραγωδία έχει παίξει, όπως ο ίδιος διατείνεται, σημαντικό ρόλο στο έργο του Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα: «…το έχω συλλάβει σαν ελληνικό κλασσικό έργο. Έβαλα σ’ αυτό το Χορό […] Ο Χορός στο έργο μου είναι οι ηθοποιοί. Κορυφαίος του Χορού είναι ο διευθυντής του θεάτρου. Και τα «έξι πρόσωπα» είναι τα τραγικά πρόσωπα του έργου […] Θα ‘θελα να κατέβαινα κάποτε στην Ελλάδα, για να παρουσιάσω εγώ ο ίδιος, στον τόπο της τραγωδίας, τα «Έξι πρόσωπα» σαν αρχαία τραγωδία…»2.

Στην Ελλάδα η πρόσληψη του έργου του Σικελού δραματουργού είναι εκτεταμένη: από το 1914, οπότε πρωτοπαρουσιάστηκε έργο του, μέχρι σήμερα έχουν παρουσιαστεί 27 από τα 44 έργα του σε 103 παραστάσεις. Αρχικά η κριτική και το κοινό διχάζονται όσον αφορά το νεοφερμένο συγγραφέα: οι παραστάσεις του επισύρουν επικριτικά σχόλια ή θριαμβευτικούς επαίνους. Με την πάροδο όμως των ετών, οι θεατράνθρωποι αποδέχονται τον Πιραντέλλο ως μείζονα συγγραφέα.
Η υποδοχή του ξεκινά το 1914 με την παράσταση του έργου του Η μέγγενη, από το θίασο της Κυβέλης. Την ευθύνη για την πρώτη εκείνη παρουσίαση έργου του Πιραντέλλο φέρει ο Τηλέμαχος Λεπενιώτης, ένας από τους «μύστες» της Νέας Σκηνής του πρωτοπόρου σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Αξίζει να αναφερθεί, πως η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα εκτός Ιταλίας, στην οποία παρουσιάζεται έργο του βραβευμένου με Νόμπελ σικελού συγγραφέα.

Τα χρόνια που ακολουθούν, κύριος φορέας του έργου του στη χώρα μας, θα είναι ο Σπύρος Μελάς, ο οποίος συστήνει στο ελληνικό κοινό τα κυριότερα έργα του, ενώ στις παραστάσεις του καθιερώνεται η Ελένη Παπαδάκη ως η σημαντικότερη ελληνίδα πιραντελλική ηθοποιός. Τις μετέπειτα δεκαετίες οι μορφές που θα κυριαρχήσουν στη σκηνοθεσία έργων του Λουίτζι Πιραντέλλο θα είναι αυτές του Καρόλου Κουν και του Δημήτρη Μυράτ, ο οποίος μάλιστα θα τιμηθεί το 1983 με το βραβείο για «τον καλύτερο πιραντελλικό σκηνοθέτη εκτός Ιταλίας», ενώ κατεξοχήν ερμηνευτής σε έργα του Ιταλού συγγραφέα θα είναι και ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. 
Σοφία Ιορδανίδου - Δημοσιογράφος , Σύμβουλος Επικοινωνίας
 


ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ 


i.ΕΞΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 


Το πιο διάσημο και ριζοσπαστικό έργο του Ιταλού συγγραφέα, γράφτηκε το 1921 και άνοιξε νέους δρόμους στο σύγχρονο ευρωπαϊκό δραματολόγιο.
Σε ένα θέατρο ο θίασος ετοιμάζει παράσταση και ξαφνικά εμφανίζονται τα έξι μέλη μιας οικογένειας, δημιουργήματα κάποιου συγγραφέα που ξεκίνησε να γράφει ένα θεατρικό έργο αλλά δεν το τελείωσε ποτέ. Αυτά τα έξι πρόσωπα ζητάνε από τον θιασάρχη να ανεβάσει έργο με θέμα τη δική τους ζωή, οπότε να αποκτήσουν και πλήρη θεατρική υπόσταση. Ο Πιραντέλλο πραγματεύεται τις έννοιες "μάσκα" και "πρόσωπο", "σύμβαση" και "αλήθεια", "ύπαρξη" και "οντότητα" για να δείξει την εντυπωσιακή αντίθεση τους.

Στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, οι θεατές παρακολουθούν τις πρόβες ενός θιάσου όταν ξαφνικά εισβάλλουν στο θέατρο έξι χαρακτήρες οι οποίοι ζητούν από τον σκηνοθέτη να αναλάβει να γράψει την ιστορία τους και να την ανεβάσει. Οι χαρακτήρες ζητούν επίμονα να τους δοθεί ζωή, να τους επιτραπεί να αφηγηθούν την ιστορία τους. Για το σκοπό αυτό ο καθένας τους παρουσιάζει την ιστορία, ειδωμένη όμως από τη δική του οπτική γωνία. Ο Πιραντέλο περιγράφει πώς συνέλαβε την ιδέα του έργου στην εισαγωγή της έντυπης έκδοσής του: μια άκαρπη προσπάθεια για ένα έργο που σταμάτησε να γράφει όταν συνειδητοποίησε ότι έχει στενοχωρήσει ήδη τους αναγνώστες του με εκατοντάδες και εκατοντάδες ιστορίες. "Γιατί να τους στενοχωρήσω τώρα με τη διήγηση των θλιβερών εμπλοκών αυτών των έξι δυστυχισμένων;" Οι χαρακτήρες, εντούτοις, ήδη υπάρχοντες στο μυαλό του, λέει ο ίδιος: "ήταν πλάσματα του πνεύματός μου, αυτοί οι έξι ζούσαν ήδη μια ζωή που ήταν δική τους κι όχι δική μου πια, μια ζωή που δεν ήταν στη δύναμή μου να τους αρνηθώ πλέον."

Χαρακτήρες

Ο Πατέρας - Είναι παντρεμένος αρχικά με Τη Μητέρα και επιμένει να στείλουν το γιο μακριά για να ζήσει στη εξοχή. Ύστερα, είπε Στη Μητέρα να παντρευτεί ένα άλλο άτομο που αισθάνθηκε ότι αγάπησε περισσότερο. Αργότερα, δημιουργεί σχεδόν σχέση με την προγονή του (Την Κόρη) έως ότου παρεμβαίνει Η Μητέρα. Όταν μαθαίνει ότι ο δεύτερος σύζυγος Της Μητέρας πέθανε, φέρνει αυτή, Το Γιο, Την Κόρη, Το Κορίτσι, και Το Αγόρι πίσω για να ζήσουν μαζί του.

Η Μητέρα - Αρχικά παντρεμένη με Τον Πατέρα, ερωτεύεται έναν από τους υπαλλήλους του και φεύγει με αυτόν με εντολή Του Πατέρα. Έχει τρία παιδιά, Το αγόρι, Το Κορίτσι, και Την Κόρη με το δεύτερο σύζυγο και έχει Το Γιο με Τον Πατέρα.

Ο Γιος - Ο γιος Του Πατέρα και Της Μητέρας. Για να τον κάνει πιο δυνατό, Ο Πατέρας τον στέλνει μακριά στην εξοχή για να ζήσει με μια παραμάνα όταν είναι μωρό. Επομένως, μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει τους γονείς του και τους αντιπαθεί. Αντιπαθεί επίσης την θετή οικογένειά του, μην θεωρώντας τους μέρος της οικογένειας.

Η Κόρη - η εύψυχη κόρη Της Μητέρας και του δεύτερου συζύγου της. Απασχολείται από την Μαντάμ Πάτσε και ύστερα από "δύο μήνες ορφανή", δημιουργεί σχεδόν ένα δεσμό με Τον Πατέρα. Αναφέρεται ότι το σκάει από το σπίτι αργότερα στην ιστορία. Σύμφωνα με την ίδια, πήγαινε στο συγγραφέα της ιστορίας συνεχώς, προσπαθώντας να τον κάνει να τελειώσει την ιστορία.

Το Αγόρι - το μεσαίο παιδί και μόνος γιος Της Μητέρας από το δεύτερο σύζυγό της. Αντιπαθείται από Την Κόρη, η οποία νομίζει ότι είναι ηλίθιος. Δεν μιλά ποτέ κατά τη διάρκεια του έργου. Στο τέλος του παιχνιδιού, αυτοκτονεί πυροβολώντας το κεφάλι του με ένα περίστροφο.

Το Κορίτσι- η νεώτερη κόρη Της Μητέρας και του δεύτερου συζύγου της. Είναι η συμπάθεια Της Κόρης. Αναφέρεται μια φορά ότι ονομάζεται Ροζέτα. Δεν μιλά ποτέ κατά τη διάρκεια του έργου. Στο τέλος του έργου, πνίγεται σε μια λιμνούλα μέσα στην οποία έπαιζε, αν και Ο Γιος προσπαθεί να την τραβήξει έξω.

Η Μαντάμ Πάτσε - εργοδότρια της μητέρας και (πιό πρόσφατα) Της Κόρης. Διευθύνει ένα κατάστημα - οίκο ανοχής. Εμφανίζεται μόνο για ένα μικρό διάστημα στο έργο, όταν Η Κόρη και Ο Πατέρας εκτελούν μαζί τη σκηνή τους στο κατάστημα. Μιλά με ένα ιταλο-ισπανικό ύφος.

Ανάλυση

Το έργο αφιερώνει πολύ χρόνο στο να εκθέσει τους περιορισμούς του θεάτρου ως μέσο αφήγησης. Έτσι το έργο μπορεί να θεωρηθεί απλά ως μια άσκηση στην πολυεξερευνημένη σήμερα σφαίρα του μεταθεάτρου. Όμως ερευνά μεγαλύτερα ερωτήματα που προσδιορίζουν την ύπαρξη και υποδηλώνει ευθύνες σύμφυτες με τη δημιουργικότητα.

Το έργο πρωτοανέβηκε στη σκηνή το 1921 από την Compagnia Di Dario Niccomedi στο θέατρο Valle της Ρώμης με ανάμεικτη υποδοχή. Το κοινό χωρίστηκε σε υποστηρικτές και αντιπάλους του έργου, με τους δεύτερους να φωνάζουν: "Τρελοκομείο! Τρελοκομείο!" Ο συγγραφέας, που ήταν παρών στην παράσταση με την κόρη του Λιέτα, αναγκάστηκε ούτε λίγο ούτε πολύ να φυγαδευτεί από το θέατρο μέσω μιας βοηθητικής εξόδου, προκειμένου να αποφύγει το πλήθος των αγανακτισμένων αντιθέτων. Το ίδιο δράμα, εντούτοις, σημείωσε μεγάλη επιτυχία όταν παρουσιάστηκε στο Μιλάνο



                                        


ii. ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΕΤΣΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ 


Μυστήριο καλύπτει τη συμπεριφορά του κρατικού υπαλλήλου Πόνζα που έχει μετακομίσει με τη γυναίκα του και την πεθερά του σε μια άλλη πόλη, μετά από μια καταστροφή στον τόπο όπου εργαζόταν. Εντύπωση προκαλεί στον προϊστάμενο αλλά και στο περιβάλλον του –που ζει και αναπνέει για το κουτσομπολιό- ότι ο Πόνζα αναγκάζει τις δύο γυναίκες να ζουν χωριστά και τις απαγορεύει να συναντώνται μεταξύ τους. Όταν ο Πόνζα και η πεθερά του καλούνται για εξηγήσεις από τον προϊστάμενο και τον νομάρχη, οι απαντήσεις περιπλέκουν το μυστήριο, αφού ο καθένας έχει την δική του εκδοχή για την πραγματικότητα. https://www.n-t.gr/

....Τι είναι το έργο; Ενα παιχνίδι ανάμεσα σε αλήθειες και ρόλους, ένα παιχνίδι που επιβεβαιώνει την ανάγκη μας να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας κυρίως αλλά και τους άλλους. Υπάρχει μία πραγματικότητα;
Ο Πιραντέλο τοποθετεί τη δράση σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, με τους ήρωες να προσπαθούν να αποδείξουν - ο καθένας για τον εαυτό του - την αλήθεια των αντιφατικών ιστοριών τους προκειμένου να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους. Με τον Πόντσα στον κεντρικό ρόλο, τη γυναίκα του και την πρώην πεθερά του, ο Πιραντέλοδημιουργεί αυτό το τρίγωνο στο οποίο βασίζεται για να ξεδιπλώσει τις σκέψεις και τις απόψεις του. Το «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» είναι μια σάτιρα ιδιοφυής και ποιητική μαζί, σκληρή και αδύναμη, σαρωτική αλλά και γεμάτη οίκτο για την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει τα αληθινά κίνητρα ακόμη και των δικών του πράξεων.
Στην πλοκή του έργου ο Πόντσα, ένας κρατικός υπάλληλος που έχει μετακομίσει με τη γυναίκα του και την πεθερά του σε μια άλλη πόλη, προκαλεί το ενδιαφέρον του περιβάλλοντός του και γεννά κουτσομπολιά με τον τρόπο που ζει μαζί με τις δύο γυναίκες. Ετσι, όταν ο ίδιος και η πεθερά του καλούνται για εξηγήσεις από τον προϊστάμενο και τον νομάρχη, οι απαντήσεις περιπλέκουν το μυστήριο, αφού ο καθένας έχει τη δική του εκδοχή για την πραγματικότητα.http://www.tovima.gr/

Ο Πιραντέλλο στον πρόλογο του έργου του γράφει: " Νομίζω πως η ζωή είναι μία πολύ θλιβερή φάρσα. Γιατί έχουμε μέσα μας -χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πως, γιατί κι από που- την ανάγκη να εξαπατούμε αδιάκοπα τον εαυτό μας, δημιουργώντας μία πραγματικότητα (μία για τον καθέναν και ποτέ την ίδια για όλους) που κάθε τόσο αποδεικνύεται ότι είναι μάταιη και φανταστική. Όταν ένας άνθρωπος ζει, ζει και δεν φαίνεται. Λοιπόν, κάντε έτσι ώστε να φαίνεται, δείξτε τον την ώρα που ζει υπό το κράτος των παθών του. Βάλτε μπροστά του έναν καθρέφτη. Τότε ή μένει κατάπληκτος από την όψη του ή στριφογυρίζει τα μάτια του για να μην δει τον εαυτό του ή έξω φρενών φτύνει την εικόνα του ή οργισμένος δίνει μία γροθιά για να την καταστρέψει. Κι αν έκλαιγε δεν μπορεί πια να κλάψει. Κι αν γελούσε δεν μπορεί πια να γελάσει άλλο. Μια φορά, κάτι δυσάρεστο θα είναι το αποτέλεσμα. Αυτό το δυσάρεστο είναι το Θέατρό μου. "

Οι ήρωες του Πιραντέλλο έχουν κοινό θέμα τους μία ιλαροτραγική αιώρηση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία.
«Θα μπορούσες να πεις πως τα έργα του είναι μεγαλειώδεις φάρσες», έγραψε ο Μάριος Πλωρίτης, που μετέφρασε τους διαλόγους στο«Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» το 1966 »και το γελοίο ζευγαρώνει με το σπαρακτικό. Και τα δύο μαζί ενωμένα και αχώριστα, κραυγάζουν την αγωνία του ανθρώπου ανάμεσα στη θλιβερή εσωτερική του πραγματικότητα και στο εύθραυστο απατηλό προσωπείο του».

To έργο, το οποίο είναι εμπνευσμένο από το διήγημα ‘’Η κυρία Φρόλα και ο κύριος Πόντζα, ο γαμπρός της’’, ανέβηκε για πρώτη φορά στις 18 Ιουνίου 1917 στο θέατρο Olimpia του Μιλάνο από τον θίασο του Βιρτζίνιο Τάλλι.

Η υπόθεση

Ο Λαμπέρτο Λαουντίζι, πρωταγωνιστής της υπόθεσης στο «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε», ενέχει την ματιά του συγγραφέα για τα πράγματα. Ακονισμένο πνεύμα, θυμώνει εύκολα αλλά έπειτα γελάει κι αφήνει τους άλλους να κάνουν του κεφαλιού τους, διασκεδάζοντας με το θέαμα της ανθρώπινης βλακείας. Βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού της αδερφής του, της οποίας ο σύζυγος είναι γενικός γραμματέας του Νομάρχη (πρόσωπο υψηλά ιστάμενο στην τοπική κοινωνία). Τόσο η αδερφή του όσο κι η κόρη της είναι αναστατωμένες με την υποτιθέμενα προσβλητική συμπεριφορά που τους επέδειξε η νέα τους γειτόνισσα. Πρόκειται για μία ηλικιωμένη κυρία που εγκατέστησε ο -άρτι αφιχθείς στην πόλη- γαμπρός της στο διπλανό διαμέρισμα. Οι δύο γυναίκες δοκίμασαν από περιέργεια να την προσεγγίσουν αλλά η γειτόνισσα τυπικά και ψυχρά απέφυγε να ικανοποιήσει την περιέργειά τους (σχετικά με την ζωή της, τον γαμπρό και την κόρη της, που αποτελούν τα νέα πρόσωπα μία κλειστής κοινωνίας που διψάει για κουτσομπολιό). Αδερφή και ανηψιά εξηγούν στον Λαουντίζι ότι η κατάσταση «τις αφορά» καθώς ο γαμπρός καθημερινά παίρνει την πεθερά του, την πηγαίνει στο σπίτι του (παράξενο που δεν μένουν μαζί) για να συναντήσει την κόρη της και σύζυγό του. Όμως η ηλικιωμένη γυναίκα αδυνατεί να ανέβει τα 100 σκαλοπάτια της οικίας του κι έτσι τραβάει ένα σκοινί που είναι συνδεμένο στο μπαλκόνι της κόρης της. Η κόρη βγαίνει και κοιτάζει την μητέρα εκ του μακρόθεν, συνομιλούν για λίγο και με ένα καλαθάκι που ανεβοκατεβαίνει ανάμεσά τους ανταλλάσσουν επιστολές. Ο γαμπρός -παρών και παρατηρητής- μόλις ολοκληρωθεί η κατ’ επίφασιν επίσκεψη επιστρέφει την πεθερά του στο διαμέρισμά της.
Και καθώς «η κοινή γνώμη» απαιτεί εξηγήσεις για αυτές τις ιδιόρυθμες συμπεριφορές, η αδερφή του Λαουντίζι ζήτησε από τον άντρα της να θέσει το θέμα στον ίδιο τον Νομάρχη, καλώντας τον να επιπλήξει την ηλικιωμένη γυναίκα και να την υποχρεώσει (τόσο την ίδια όσο και τον γαμπρό της) να παράσχουν εξηγήσεις. Ο Λαουντίζι αναφωνεί έκπληκτος:
Όλα τούτα είναι κατάχρηση εξουσίας, καθαρή τυραννία. Ασχολείστε γιατί δεν έχετε τι άλλο να κάνετε..
Εν τούτοις, το αίτημα πράγματι φτάνει στον Νομάρχη και σύντομα η μυστηριώδης γειτόνισσα (κυρία Φρόλλα) σπεύδει να δώσει εξηγήσεις. Αρχικά υπαινίσσεται ότι ο γαμπρός της είναι ένας εξαιρετικά ταλαιπωρημένος αλλά και ευαίσθητος συνάμα άνθρωπος. Το χωριό του καταστράφηκε πρόσφατα κι έχασε όλους τους συγγενείς του. Έκτοτε κρεμάστηκε κυριολεκτικά στον μοναδικό δικό του άνθρωπο: την γυναίκα του. Η κ. Φρόλλα λέει ότι και η ίδια δεν έχει λόγο να μην κατανοεί την ανάγκη του ζεύγους να μένει μόνο του. Εξάλλου, λατρεύει την κόρη της και αποφάσισε να αρκεστεί σ’ αυτήν την ιδιόρυθμη επικοινωνία, που επινόησε ο γαμπρός της για να την βλέπει.«Λατρεύει την κόρη μου, λέει η συμπαθής γυναίκα, και την θέλει αποκλειστικά δική του. Ακόμη κι η αγάπη της για την ίδια της την μητέρα θέλει (ο γαμπρός) να φτάνει
σε μένα διαμέσου εκείνου».
Η ομήγυρης ξαφνιάζεται από την εξήγηση. Τα σχόλια αρχίζουν. «Είναι εγωιστής, τρελός, τύραννος, απάνθρωπος». Η γυναίκα αποχωρεί από την σκηνή ενώ σε λίγο ο υπηρέτης αναγγέλλει μία αιφνίδια επίσκεψη: ο γαμπρός της (ο Πόνζα) ζητάει ακρόαση. Εμφανίζεται κάθιδρος και ταραγμένος. Καμία συνάρτηση με την εικόνα του «τέρατος» που ήδη είχαν όλοι στο νου τους. Εξηγεί στα γρήγορα το «δράμα» του. Η πεθερά του είναι τρελή. Η κόρη της πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια, λέει ο Πόνζα και ο ίδιος παντρεύτηκε πρόσφατα την δεύτερη σύζυγό του. Όμως εξακολουθούσε να συντηρεί την πρώην πεθερά του συγκλονισμένος από το δράμα της. Ώσπου εκείνη ξαφνικά, βλέποντας την δεύτερη γυναίκα στο πλευρό του Πόνζα την «ταύτισε» με την κόρη της. Έτσι συνήλθε από την βαριά της κατάθλιψη και το ζευγάρι δέχτηκε να ενισχύσει την «φαντασίωση» που έκανε την ηλικιωμένη γυναίκα ευτυχισμένη και πάλι, από λύπηση και μόνο. Και επινόησαν όλη αυτή την τελετουργία για μία σύντομη και του εκ του μακρόθεν επικοινωνία.
Η ομήγυρης συγκλονίζεται. Τι δράμα! Τι άνθρωπος! Τι καλοσύνη! Ο Πάνζο εισπράττει τους επαίνους και αποχωρεί. Όμως στη σκηνή εισβάλλει και πάλι η πεθερά του: Ξέρω, σας είπε ότι είμαι τρελή, λέει ευθαρσώς. Και συνεχίζει με συμπάθεια: ο καημένος, όταν παντρεύτηκε την κόρη μου τον έπιασε ένα είδος τρέλας ερωτικής. Κάποτε κόντεψε να την πνίξει. Η κόρη μου χρειάστηκε να νοσηλευθεί σε κλινική. Την φυγαδεύσαμε στα κρυφά. Και μετά τον έπιασε μία φρενιασμένη απελπισία. Νόμιζε πως η γυναίκα του πέθανε. Ντύθηκε στα μαύρα. Έκανε χίλιες τρέλες και δεν καταφέραμε να του ξεκολλήσουμε αυτή την έμμονη ιδέα. Τόσο, που ένα χρόνο μετά, όταν η κόρη μου γιατρεμένη και ανθηρή επέστρεψε κοντά του, δεν θέλησε να την αναγνωρίσει. Για να τον κάνουμε να την ξαναπάρει αναγκαστήκαμε με την συνενοχή μερικών φίλων να σκηνοθετήσουμε ένα δεύτερο γάμο».
Η ομήγυρης ξανά ανάστατη. «Μα τότε είναι πράγματι τρελός». Το νέο αβίαστο συμπέρασμα.
Ο Λαουντίζι στέκεται ανάμεσά τους και τους λέει γελώντας δυνατά: «Κοιταζόσαστε όλοι στα μάτια ε; Λοιπόν, ποιά είναι η αλήθεια;».
Έρευνες αρχίζουν για επίσημα έγγραφα που θα τεκμηριώσουν ποιά ιστορία είναι αληθινή. Κάποτε ο Αστυνόμος φέρνει ένα και μοναδικό χαρτί, που όμως δεν φωτίζει αρκούντως την υπόθεση. «Για μένα η πραγματικότητα δεν βρίσκεται μέσα σ’ αυτά τα έγγραφα -λέει πάλι ο Λαουντίζι, αλλά στην ψυχή αυτών των δύο ανθρώπων και δεν μπορώ να ελπίζω πως θα φτάσω στο βάθος αυτής της ψυχής. Δεν μου μένει λοιπόν παρά να πιστέψω όσα μου λένε, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν αποδείξεις. Τις αποδείξεις που ζητάτε τις κατέστρεψαν οι ίδιοι μέσα στην ψυχή τους. Θα χωρέσει αυτό στο μυαλό σας καμία φορά;»

Η σκηνή αδειάζει. Ο Λαουντίζι μένει μόνος και κατευθύνεται σε έναν καθρέφτη. Γελάει κατάμουτρα στον εαυτό του και μετά τον ρωτά: «Δεν μου λες αγαπητέ, ποιός από τους δυo μας είναι τρελός; Εγώ λέω πως εσύ είσαι κι εσύ μου ανταποδίδεις το χτύπημα. Ας είναι, ας μην επιμείνουμε. Εδώ μεταξύ μας, ξέρουμε δα μία χαρά τι είμαστε κι οι δύο. Α, αν είμαστε μονάχοι στον κόσμο δεν θα είχαμε καμία δυσκολία. μα υπάρχουν βλέπεις κι οι άλλοι, αυτό είναι το κακό. Δεν σε βλέπουν με τον ίδιο τρόπο που σε βλέπω εγώ, μ’ εννοείς;. Και ξέρεις τι καταντάς να είσαι γι’ αυτούς; Ένα φάντασμα. Κι ωστόσο, δες τι ανόητοι που είναι οι άνθρωποι. Νάτοι τώρα φρενιασμένοι από την περιέργεια κυνηγάνε να τσακώσουν τους άλλους. Σαν να ήταν δυνατόν να τσακώσουν ένα φάντασμα…»

Ο Νομάρχης αποφασίζει να επιληφθεί προσωπικά του θέματος. Καλεί σε κατ’ αντιπαράστασιν εξέταση πεθερά και γαμπρό. Κι οι δύο έχουν επιχειρήματα. Κι οι δύο επιτείνουν τις υποψίες. Όλοι πλέον διψούν για την .. αλήθεια. Κι όλο μπερδεύονται και δυσκολεύονται να βγάλουν συμπέρασμα για το ποιός την λέει και ποιός της κρύβει. Ο Λαουντίζι προτείνει -εδώ που φτάσαμε- να ακούσουν και την περιβόητη σύζυγο του Πόνζα και κόρη της κυρίας Φρόλλα. Η γυναίκα «προσάγεται» στη σκηνή. Μαυροφορεμένη και με βέλο στο πρόσωπο.

– Τι άλλο μπορεί να θέλετε απ’o μένα, ύστερα από όσα μάθατε; τους ρωτά.
– Την αλήθεια, επιμένει καίτοι συγκινημένος ο Νομάρχης.
– Τι την αλήθεια; Η μόνη αλήθεια είναι αυτή. Είμαι πραγματικά η κόρη της κυρίας Φρόλλα και η δεύτερη σύζυγος του Πόνζα.
Νέο ξάφνιασμα στο ακροατήριο της.
– Πως αυτό; ρωτούν εν χορώ όλοι.
– Μα ναι, αναφωνεί η γυναίκα. Και για μένα δεν είμαι καμία, καμία.
Για μένα, είμαι εκείνη, που νομίζουν οι άλλοι.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/

 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου