ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Μια οπτασία "


Alla Tsank  art

Η ζωή τα φέρνει όλα μπροστά ή ο νους, φτιάχνοντας και χαλώντας, καταλήγει σε εικόνες αλλοτινές ,σε μια οπτασία που σε συνεπαίρνει;

Κι εγώ περπατώ ξανά στο ερημωμένο πλακόστρωτο ,λίγα μέτρα από τη θάλασσα και γύρω μου στοιχειώνουν θαρρώ, εκείνοι οι καιροί με τις πολλές ωραίες εικόνες, με τα ωραία πράσινα πάρκα, με τις πανέμορφες μονοκατοικίες και με τους ανθρώπους.

Κάθισα στο πρώτο φθαρμένο παγκάκι. Αισθάνθηκα άβολα.

Μέσα στην ερημιά και την απογύμνωση, μέσα στη μυρωδιά που αποπνέει το καυτό τσιμέντο, δεν μπορείς να καθίσεις παραπάνω από λίγα λεπτά ,όσο να ανακουφιστείς από την κούραση.

Προχώρησα προς το άλσος. Ευτυχώς, τώρα το παγκάκι στη σκιά, με δέχτηκε ευχάριστα. Μόνο του και μόνη μου. Απίθωσα στα γόνατα το βιβλίο, ένα από αυτά τα μυθιστορήματα, που σε ταξιδεύουν ανάμεσα σε εκείνα και σε τούτα τα χρόνια, που ο συγγραφέας του, εντέχνως προσπαθεί να ερμηνεύσει παλιές και νέες συμπεριφορές, οι οποίες όμως δεν μπορεί παρά να συγκρούονται.

Ξεκουράστηκα και το δροσερό μαϊστράλι ,μ' έκανε να ανοίξω τη σελίδα όπου σταμάτησα, για να σταματήσω ξανά λίγο πιο κάτω, όταν άρχισαν να εμπλέκονται ζωές ,αισθήματα, ο φόβος της αποτυχίας, η επιθετικότητα, η μοναξιά.

Καθώς το έκλεινα, μια μέλισσα κάθισε στο ωραίο άνθος, της μιας και μοναδικής Αλθαίας. Έβγαζε ένα βόμβο ικανό να με κάνει να την παρατηρήσω. Εκεί αφέθηκα στην απόλαυση της στιγμής.Κι όταν σήκωσα τα μάτια «είδα» τις κυρίες που έβγαιναν τα απογεύματα στο πεζοδρόμιο με τα καρεκλάκια τους για να κουβεντιάσουν, να αστειευτούν εκεί, μεταξύ καφέ και γλυκού του κουταλιού. Και η υδροφόρα περνούσε να υγράνει το χώμα του μεσημεριού ,να κατακάτσει η σκόνη, να έρθει η μυρωδιά της νοτισμένης γης, μαζί με εκείνη της γαζίας και να θες πραγματικά να ζήσεις την απόλαυση.

Ποτέ και πουθενά δεν βρίσκω εκείνο τον αέρα της νιότης μου. Παντού τσιμέντο και πολυκατοικίες, Παντού σιδερόφρακτες είσοδοι και κλειδαμπαρωμένες αυλές.

Πού πήγαν οι δεντροστοιχίες, η γειτονιά και προπαντός οι γείτονες! Πού πήγαν τα όμορφα παρτέρια, και αργότερα, τα ωραία καφέ της πλατείας, που όσο έπεφτε ο ήλιος τόσο ανέβαινε η κίνηση.

Πού πήγαν τα ταπεινά γεροντάκια, τα ζευγαράκια των ηλικιωμένων που απολάμβαναν τη «σεράνο» τους στο ζαχαροπλαστείο και πού πήγαν τα ζαχαροπλαστεία!

Στοιχειώνουν όλα τώρα μέσα μου, από την έντονη ανάγκη να ζήσω το τότε ,τις εικόνες τις μοναδικές, που σου πρόσφεραν ομορφιά,ηρεμία,απόλαυση.

Έτσι τώρα, θαρρώ βλέπω τον κύριο Γιάννη, να βγαίνει βόλτα με την καλοδιατηρημένη κυρία του, η οποία στο δεξί χέρι κρατούσε την τριγωνική γυαλιστερή άσπρη τσάντα και το αριστερό περασμένο στο, λυγισμένο στον αγκώνα, χέρι του .

Και ναι ,από εικόνα σε εικόνα θα ακολουθήσω το ρεύμα της καθόδου για να παρατηρήσω τις παρέες να συζητούν κάτω από το φωτεινό βλέμμα του φάρου που δείχνει το παρόν του, κυρίως το βράδυ μέχρι πέρα στο Θρακικό, στη Σαμοθράκη.

Παραδίπλα, ακούω το μοιρολόι του ποταμιού, που σκεπάστηκε απ’ άκρου εις άκρον, χάριν της ανάπτυξης, όπου βουβάθηκαν τα βατράχια και χάθηκε κάθε μορφή χλωρίδας και πανίδας .

Τώρα, μπροστά μου ένας κύριος, γύρω στα εβδομήντα, γυμνάζεται έντονα στα όργανα που έχει τοποθετήσει ο δήμος. Ιδροκοπά. Παλεύει να ζήσει όπως έλεγε η γιαγιά μου. Αλλά πού είναι οι άλλοι; Μόνοςτου. Φαίνεται σαν να ξεκλέβει χρόνο από κάποια υπηρεσία, που θα του έχει ανατεθεί. Εγγόνια να τα πω; Δεν ξέρω. Πού πήγαν τα καλοντυμένα ζευγάρια, που βολτάριζαν στην παραλία ,στη λεωφόρο. Πάει και η λεωφόρος δεν απόμεινε παρά ένας δρόμος που εξυπηρετεί αλλά δεν συγκινεί πλέον, με τις τόσες παρεμβάσεις.

Δρόσισε αρκετά. Έφυγε ο κύριος ,πέταξε και η μέλισσα φορτωμένη γύρη. Κι εγώ μετά την οπτασία πρέπει να επιστρέψω στο κλουβί μου.

Στο σπίτι μου εννοώ. Θα μπω, θα κλειδαμπαρώσω ,θα ανάψω και κανένα εξωτερικό φως ,θα καθίσω στον καναπέ-τι να λέει άραγε κι αυτός- θα ανοίξω την τηλεόραση και θα ακούω ώρες ποιος σκότωσε, ποιος παρενόχλησε, ποιος έκλεψε ,ποιος έφερε τα πάνω κάτω.

Δεν θα ακούσω τίποτα ευχάριστο, ούτε καν για καμιά αύξηση. Κι αν ακούσω, από την άλλη θα μου βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό: ή μεταβιβάζεις το ακίνητό σου ή πληρώνεις!

Κάθε μέρα πληρώνω σε χρήμα ,σε φόβο, σε παράξενες συμπεριφορές, σε κίνδυνο και κινδυνολογίες σε αισθήματα, σε αποστασιοποίηση, σε ερήμωση, σε υπανάπτυξη ,σε μοναξιά.

Και πάλι ,ας έχω τα μάτια ανοιχτά και στην καρδιά αγάπη

Κι ας με πληγώνουν γύρω μου τα μίση και τα πάθη!

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός,πολιτευτής












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου