κι έφερε ένα φιλί απ' τη στεριά την αντικρινή
Πέταξαν δυό πουλιά κι ήρθαν και χτίσανε μια αγκαλιά
και μες στο δειλινό τραγούδι σκόρπισαν σιγανό
Κι άνοιξε η αγκαλιά, κι άνοιξ' η θάλασσα η γαλανή
κι έσμιξ' η ακρογιαλιά με τη στεριά την αντικρινή
Ρόδισε η ανατολή, ξύπνησ' η μέρα μες στην καρδιά
κι έφυγε το πουλί να φέρει μήνυμα και φιλί
Πέταξε το πουλί, πάει στη στεριά την αντικρινή
κι άνοιξε η αγκαλιά, ρόδισε η ανατολή !
Αλέξης Αλεξόπουλος
Των ενθουσιασμών
Ελαφρά καλοκαίρια
Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις
Που αγγίζουνε
Θ' αδειάσουμε τη στάμνα
Θα γίνουμε γλαυκοί
Δωρητές του πελάγους.
Η ψυχή μου ένα σμήνος
μυριάδων πουλιών
που τ' αλώνιζε η θύελλα.
Όσα διασώθηκαν
βρήκαν το δέντρο τους.
Φτερούγισαν κι έμειναν
μέσα στις λέξεις.
Nικηφόρος Βρεττάκος
(αφιερωμένο στον Μιχάλη Πιερή)
«Ατσάραντοι και λιάροι κι’ αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;
Πού είναι ο κοκκινολαίμης;
Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;
Πού είναι ο Μολοχτός κι’ ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι’ ο Καλαμοκανάς;
Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι’ οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι’ οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι’ οι χαλκοκουρούνες;
Πού είναι
ο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι’ ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι’ ο καράπαπας;
Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;
Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;
Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;»
(Από το περιοδικό «Οροπέδιο», Καλοκαίρι 206)
Τα πουλιά θα πετούν
Και τα δέντρα θ’ ανθίζουν
Δε θα μπορούν ανίερα χέρια
Να σταματήσουν την άνοιξη
Να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια
Αυτούς πού πιστεύουν ακόμα
Πώς είναι τ' όνειρο δυνατό .
Τάκης Βαρβιτσιώτης
σαν τα πουλιά που λιγοστέψαν
κι ούτε που μένουν, χάνονται
το ίδιο απρόσμενα όπως ήρθαν.
Μού ’ρχεται δύσκολο να καραδοκώ
με δίχτυα, ξόβεργες, απόχες
μες στη συμφόρηση των δρόμων
μήπως για μια στιγμή περάσουν.
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών
μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται∙
προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.
Άφησα μια νότα
να μου ξεφύγει
απ’ το βιολοντσέλο της ψυχής μου
της μπόρας και της αυγής μου.
Και η νότα πέταξε σαν περιστέρι
στον κόσμο μέρα μεσημέρι
κι όπως ήτανε λευκό σαν σύννεφο
κι έλαμπε σαν αστέρι μέρα μεσημέρι
το είδε μια ξεναγός και του έδειξε τους τόπους
του έκρυψε όμως τους ανθρώπους.
Γύρισε τότε ενθουσιασμένο
στο παράθυρο το ανοιγμένο
ξανάγινε νότα
κι εγώ τότε έπαιξα τραγούδι, για τους τόπους.
Ήτανε όμορφο πολύ
αλλά του έλειπε η ψυχή
«μάτια μου εσένα ήθελα να δω
κι ας μην έβλεπα τους τόπους».
Αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
που ταξιδεύουν με τη σοφία αστροναύτη
που σχηματίζουν νι κι ευθείες γραμμές
και άλλα σχήματα αρμονικά στην κίνηση,
αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
που πρώτα γνώρισαν την αρμονία
και την ενότητα του κόσμου,
πώς ο χρόνος κυλά μέσα στο σύμπαν
και παίρνει και φέρνει τη ζωή,
αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
που έρχονται να πιουν νερό
και να γευτούν πράσινο χόρτο,
ξέρουν να φέρνουν με τον ερχομό τους
λίγη χαρά
και λίγη θλίψη
να δίνουνε με το φευγιό τους
υπογραμμίζοντας το πέρασμα του χρόνου.
Αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
κινούν το χρόνο και τις εποχές,
κινούν τη γη, ομορφαίνουν τη ζωή
και ξυπνούνε την κυνηγημένη ελπίδα.
Αυτά τα ωραία αποδημητικά πουλιά
μην τα πυροβολείτε.
Γιώργος Μολέσκης, από τη συλλογή Μες στη ροή, 2009
που ξαφνικά,
σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα,
σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
και το αισθάνομαι κοντά μου;
Ποτέ νομίζω δε θα μάθω ―
κι ίσως, να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα.
NIKOΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
κράτησα στη χούφτα μου ένα πληγωμένο πουλί
πού είχε αφεθεί στο έλεός μου
και με κοίταζε επίμονα σαν κάπου να μ’ είχε ξαναδεί,
και με κοίταζε περίλυπα
χωρίς μια τόση δα κίνηση φτερούγας,
χωρίς μια τόση δα κίνηση ποδιού.
Ούτε που θυμάμαι.
Μπορεί, μάλιστα, ποτέ να μην έγινε αυτό
κι όμως το βλέμμα του μ’ ακολουθεί χρόνια τώρα,
μπορεί να μην έγινε
κι όμως το νιώθω χρόνια τώρα στη χούφτα μου
να μη χάνει ευκαιρία να με κοιτάξει
να καραδοκεί μόλις ανοίξω τη χούφτα
να με κοιτάξει.
γλάρε μου βραδυνέ που φεύγεις - πλοίο,
μετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρα μου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πήγαινεις συ... Εγώ εκπεσμένο αλαργινό
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω,
ένα βιβλίο, ένα φωσάκι -και πονώ-
μια καμαρούλα - αδέλφι μου υψωμένο.
Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά
στο χούμα δω που βρέθηκαν οι καημοί μου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά μου τα μαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί μου.
Κι από ακοντά (μην απορείς και μη ρωτάς)
σιγά θα φύγω έχω δουλειά γλάρε μου - πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς
σαν νάσαι το ανοιγμένο μου βιβλίο...
Γιάννης Σκαρίμπας - Ο ΓΛΑΡΟΣ
Poetry: Yannis Skaribas (Chalkida 1893-1984)
Literary translation: Aris Adanis
Farewell, there, high, to the sky,
my winged brother. While you fly
I nestle in my room, at night
writing a book, in candle light.
Shadows around, evil and illegal,
my dearest friend, white seagull
and I have so much work to do,
but I long to fly away with you.
I am so busy with my tiny life
and on the dusty ground, my strife.
But, lucky me! Time I steal to look
and watch you fly, in… my book.[]
Μετάφραση : Άρις Αντάνης,
22 Ιουνίου 2021
Τζων ΑΣΜΠΕΡΥ - Αν τα πουλιά ήξεραν
Φέτος είναι καλύτερα.
Και τα ρούχα που φορούν
στον γκρίζο χέρσο ουρανό μας
πιθανότητα αλλαγής δεν υπάρχει
γιατί τα αληθινά κομμάτια είναι εδώ.
Ήμουν λοιπόν ευτυχής
που η ομίχλη μ’ έφερε σε σένα
απροσδιόριστο καλοκαιρινό πράγμα
φαγωμένο από τη θλίψη
και πέρασμα – εκεί που είσαι.
Έτοιμος ο τροχός να γυρίσει ξανά.
Όταν θα ΄χεις φύγει θα φωτίσει
η σκιά των αχτίνων να πνίξει την αναχώρησή σου
εκεί που πένθιμες καμπάνες του καλοκαιριού
κουβεντιάζουν με τη γινομένη αυγή.
Υπάρχει εντέλει κάτι σαν υπόσχεση
στην υπόθεση του καιρού που περιμένει.
Μάθαμε να μην κουραζόμαστε
ανάμεσα στα φετινά φανάρια του ύπνου
όμως κάποιος πληρώνει – καμία διαφάνεια
δεν μας σκλήρυνε πριν σε μακριές αποβάθρες σιωπής
και φράχτες κατανοήσεως, δύσκολα περνώντας
απ’ το ΄να μάθημα στο άλλο
κι η ψυχρότητα της συνέπειας της ζωής μας,
ευλάβεια στον κίνδυνο τον άσπιλο.
Ένα φύλλο θα ‘χε φτιάξει
την ταραχή της ατμόσφαιρας
όμως εκεί ψηλά πάνω απ’ την κοιλάδα
σκόρπια σύννεφα που μόλις έπληξαν τα βράχια
κι αυτός που ενέχεται
στα ηλιόλουστα χωράφια να παρελαύνει αργά
όχι μόνο σα να μην υπήρχε κίνδυνος κανένας
αλλά και σαν να ήταν τα πουλιά μέσα στον κόλπο.
(Σύγχρονοι αμερικάνοι ποιητές, επιλογή Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούρκ, εκδ. Ύψιλον)
να χαμηλοπετούνε
Θα' ναι γιατί ενός σεβντά
λαβωμαθιές βαστούνε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου