Νικολά Πουσέν ( 15 Ιουνίου 1594 - 19 Νοεμβρίου 1665 )

 

The Empire of Flora, 1631 


Ο Νικολά Πουσέν (Nicolas Poussin, 15 Ιουνίου 1594 - 19 Νοεμβρίου 1665) ήταν Γάλλος ζωγράφος, ο σημαντικότερος του κλασικού γαλλικού μπαρόκ, αν και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στη Ρώμη. Γεννήθηκε κοντά στην πόλη Λεζ Αντελύ της βορειοδυτικής Γαλλίας το 1594 και πέθανε το 1665 στη Ρώμη. Εκτός από τα δύο χρόνια που υπηρέτησε ως αυλικός ζωγράφος του Λουδοβίκου ΙΓ΄ στο Παρίσι, έζησε και εργάστηκε στη Ρώμη.

Ο Πουσσέν, αν και ήταν γιος φτωχών αγροτών, απέκτησε επιμελημένη μόρφωση. Το ενδιαφέρον του για την τέχνη αφυπνίστηκε από τον ζωγράφο Κεντέν Βαρέν (Quentin Varin, 1570 – 1634) το 1612. Έφυγε για τη Ρουέν και μετά για το Παρίσι, όπου γνώρισε την τέχνη της ώριμης ιταλικής Αναγέννησης μέσα από τα χαρακτικά αντίγραφα έργων του Ραφαήλ. Μετά από μια περίοδο μεγάλης φτώχειας, εγκαταστάθηκε το 1624 στη Ρώμη, με τη βοήθεια του Ιταλού αυλικού ποιητή της Μαρίας των Μεδίκων Τζανμπατίστα Μαρίνο, ο οποίος παρήγγειλε στον Πουσσέν να φιλοτεχνήσει μια σειρά μυθολογικών σχεδίων για την εικονογράφηση των «Μεταμορφώσεων» του Οβιδίου.

Κατά το διάστημα της παραμονής του στη Ρώμη (1624 – 1640), ο Πουσσέν γνωρίστηκε με σημαντικές προσωπικότητες της Ρώμης. Μέσω του γραμματέα του καρδιναλίου Μπαρμπερίνι, τον Κασιάνο νταλ Πότσο, ο Πουσσέν έγινε ένθερμος θαυμαστής του αρχαίου ρωμαϊκού πολιτισμού και της κλασικής τέχνης. Το 1630, ο Πουσσέν νυμφεύθηκε με την κόρη ενός Γάλλου ζαχαροπλάστη στη Ρώμη, την Αν-Μαρί Ντυγκέ, με την οποία έζησε μέχρι το θάνατό της, δίχως να κάνουν παιδιά.

Μεταξύ των ετών 1638 και 1639, τα επιτεύγματα και η εκτίμηση της τέχνης του Πουσσέν στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Ρώμης τράβηξαν την προσοχή της γαλλικής βασιλικής Αυλής. Ο υπουργός του Λουδοβίκου ΙΓ΄ καρδινάλιος Ρισελιέ προσπάθησε να πείσει τον Πουσσέν Να επιστρέψει στο Παρίσι και να γίνει μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Ζωγραφικής και Γλυπτικής. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, ο Πουσσέν υποχώρησε στις συνεχείς πιέσεις του Ρισελιέ και του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄και στα τέλη του 1640 επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές και ονομάστηκε «πρώτος ζωγράφος του βασιλιά».

Σύντομα, λόγω της μεγαλομανίας και της αλαζονικής συμπεριφοράς του, ο Πουσσέν άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα με τους υπουργούς του βασιλιά και τους Γάλλους καλλιτέχνες. Οι δημιουργίες του δεν απέσπασαν τους αναμενόμενους επαίνους και τον Σεπτέμβριο του 1642, απογοητευμένος και ταπεινωμένος, εγκατέλειψε το Παρίσι και για δεύτερη φορά εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Κατά την περίοδο αυτή, ο Πουσσέν έζησε ως «καλλιτέχνης – φιλόσοφος», απέκτησε πολλούς θαυμαστές, προς τους οποίους διατύπωνε τις ιδέες του για τη ζωή και την τέχνη.

Από το 1660 και μετά, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας και στις αρχές του 1665 έπαψε να ζωγραφίζει. Πέθανε το φθινόπωρο του ίδιου έτους και ενταφιάστηκε στον Σαν Λορέντζο ιν Λουτσίνα, την εκκλησία της ενορίας του στη Ρώμη.

Καλλιτεχνική εξέλιξη

Ο Πουσσέν έζησε σε μιαν εποχή άνθησης της τέχνης του Μπαρόκ, όταν οι καλλιτέχνες ακολουθούσαν το γενικό ρεύμα του ρωμαϊκού μπαρόκ, με σκοπό να διακριθούν στη γενική τάση της εποχής. Αντίθετα, ο Πουσσέν, εμπνεόμενος από το μεγαλείο των έργων του Μαντένια και του Ραφαήλ, επιδίωξε να ξεπεράσει την τεχνοτροπία της μόδας και να ανανεώσει την αισθητική φιλοσοφία της εποχής του.

Τα πρώιμα έργα του Πουσσέν είναι εμπνευσμένα από την παλαιά Διαθήκη, την Καινή Διαθήκη και τη μυθολογία, αντλώντας τη θεματολογία του από τις βιβλικές περιγραφές και την αρχαιότητα. Αργότερα, στράφηκε σε μια τεχνοτροπία, βασισμένη στη σπουδή των ανθρώπινων παθών, όπου κυριαρχεί το γυμνό ανθρώπινο σώμα και επιβεβαιώνει το νέο αισθητικό προσανατολισμό του. Σε ορισμένους πίνακες με θρησκευτικό περιεχόμενο χρησιμοποιεί αρχιτεκτονικά στοιχεία και αστική σκηνογραφία, εμπνευσμένα από τον Πάολο Βερονέζε. Την τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Πουσσέν φιλοτέχνησε μια θαυμαστή σειρά πινάκων με τον τίτλο «Οι Τέσσερις Εποχές» (1660 – 1664, Μουσείο του Λούβρου), που αποτελεί ένα είδος πνευματικής διαθήκης του καλλιτέχνη.


Νύμφη που ιππεύει σάτυρο, 1626 

Κέφαλος και Ηώς, 1630 

Άκις και Γαλάτεια, 1628 

Η έμπνευση του ποιητή, 1629 

Παρνασσός, 1632 

Η Αρπαγή των Σαβίνων, 1634 

Η λατρεία του Χρυσού Μόσχου, 1634, 

Θρίαμβος του Βάκχου, 1636 

Et in Arcadia ego (Οι Βοσκοί της Αρκαδίας), 1639 

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου