ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ
Θα μπορούσα ώρες ολόκληρες να ρουφώ
την αναπνοή σου αμίλητος ακούγοντάς σε
να μιλάς σαν ήχος βροχής σε λουλούδι
για θέματα αδιάφορα. Τόσο λίγο καταλαβαίνει
ο ένας τον άλλον, αλλά, ξέρεις, φθάνει
να βλέπω τό χέρι σου νά γυρνά
μια σελίδα βιβλίου μισοφωτισμένο απ’ τή λάμπα
ή την πλάτη σου να σκεπάζει την κάμαρα
και να σωπαίνω. Ο χρόνος έφερε
αυτό το απροσδόκητο μέσα μου:
σ’ έλαμψε τίμια και τώρα σε νιώθω
σαν πράσινη φωτιά να μεγαλώνεις.
Αθόρυβα που πατά η νύχτα, προνοητική
για ό,τι αφέθηκε ανεκπλήρωτο η ανείπωτο.
ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΤΡΕΧΕΙ ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΡΟΧΗ
Κάθε που τρέχει πράσινη βροχή στις δάφνες
κι αλλάζουν φορεσιές αθόρυβα τα δέντρα
ρίχνοντας φλούδες και ψιθύρους στο βαθύ νερό,
μετράω τον χρόνο να γλιστρά στα δάχτυλά μου.
Ώρες που εφυγαν, με πρόσωπα μισοφωτισμένα
που αγάπησα, ριγμένα σαν πέτρες στο βυθό της θάλασσας.
(Ο πρίγκιπας των κρίνων, 1964)
ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟ
Φίλησέ με ξανά και μίλα μου- πάει καιρός
που δε με φίλησε κανένας, όπως γίνεται
με τους συφιλιδικούς ή με τούς γέρους-
ξέρεις εσύ, όπως παλιά πού ανέβαινε ή ψυχή
στα χείλη και γιόμιζε τό στόμα μας σάλιο,
πικραμύγδαλο και κείνο τόν ήχο μες στή γλώσσα μας
τόν υπόκωφο σαν το κρυφό νερό κάτω απ’ τα φύλλα,
που διάλεγε η καρδια να πει τα όσα ανομολόγητα.
Έτσι- τώρα βάλε τα χέρια σου στο στήθος
καθώς το συνηθίζεις κι άσε με να σε κοιτάω
ντροπαλά, βαρύς απ’ το δαφνόφυλλο και το φιλί σου.
(Το δωμάτιο, 1977)
ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ
Μέχρι πριν λίγο άκουγα μόνο
το φάγωμα τής καρδιάς μου απ’ τα ποντίκια
σώπαινα καθώς σαλεύαν τα χέρια τους
τα τέρατα πού είχε θρέψει η ερημιά μου,
όλα τα πρόσωπα τα χιλιάδες
πού είχ’ αγκαλιάσει, είχα σκοτώσει.
Μέχρι πριν λίγο τα χέρια πού άγγιζα
ήταν κρύα, σαν πόμολο μιας πόρτας
πού σού αρνήθηκε ψωμί και πενταροδεκάρες
(τί άλλο ζήτησα ο φτωχός; σαν τα σκυλιά
τού δρόμου πού ακολουθάνε όποιον λάχει
κυρίως θέλοντας να δώσουν παρά να πάρουν)
ξανά όμως σήμερα όπως χαιρετούσες
όπως ανάσαινες
ακούστηκε μες στο μυαλό μου πυροβολισμός,
ένα λουλούδι πού άνοιγε, πρώτη τού Μάρτη,
και πάλι -πώς μπορεί να ξαναγίνονται θάματα;
ή βρύση πού άνοιξε ατό πλαϊνό διαμέρισμα
μού θύμισε πως κάποιος πίνει νερό
ερωτεύεται
βάζει τα χέρια του στα βλέφαρα τού άλλου
και πια τίποτα
μόνο έρωτας
είναι ωραίος ό ύπνος
ή νύχτα μερώνει τα δαιμονικά της
κορίτσια αγόρια ανεβοκατεβαίνουν σκάλες¬-
μη με κοιτάς στα μάτια μόνο
αυτό ήταν το πρώτο μου φιλί
άλλο δεν έδωσα, δεν έχω μνήμη, δε θυμάμαι,
όταν ο Άδης επιτρέπει την έξοδο
δεν έχουμε όνομα, δε ρωτάμε,
φίλησέ με πάλι να μάθω τα χείλια μου
χάιδεψε τις φλέβες μου όπως πριν
για ν’ αποκτήσω χέρια
βάφτισέ με
πες μου ποιος είμαι.
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου