Το λιόγερμα, με βρήκε να παλεύω με τους φράχτες.
Πυκνοϋφαμένη αρματωσιά από καλάμια και σύρματα
έσφιγγε πάνω της τον όγκο των νερών.
Έκλεινε κενά των αγρών το κοκκινόχωμα,
ρουσφέτια συντήρησης της νύχτας το πρόσωπο.
Έφτιαξε μια χορωδία καλλικέλαδων πετούμενων ο Ιούνης.
Ένα σμάρι ευχές η νοσταλγία.
Τις ανέβασε στο σκαρί των αναμνήσεων κι έβαλε πλώρη
για τα λιμάνια του παρελθόντος.
Ένα καφέ ζήτησε η ανάσα. Ίσα να βρει το δρόμο
προς τη θάλασσα.
Το δειλινό, πλήρως εξουσιοδοτημένο,
έκανε περατζάδα στις θύμησες.
Στα σοκάκια που έπαιζε παλιές μελωδίες
η λατέρνα και η φυσαρμόνικα.
Πιο κει, κρατούσε τσίλιες το γραμμόφωνο.
Παραπέρα, μελαμψή ακροβάτης η νύχτα
έκανε ασκήσεις εξουσίας στα φουσάτα του πέλαγου.
Αμμοστόλιστα μουράγια, μελαγχολικά καταστρώματα,
τατουάζ στης ελπίδας τα χρώματα, το λυκαυγές.
Όσο κι αν περίμενα, δεν με αναγνώρισε το μπλε.
Τα καθίσματα γύρω απ’ το μόλο, πιασμένα.
Κλειστά των αλμυρικιών τα παραθυρόφυλλα.
Κι εκείνες οι ρίζες που θήλαζαν αλμύρα,
ενήλικα βράγχια γινήκαν στων χρόνων το πέρασμα.
Κι απλώθηκαν. Πέταξαν μάτια θαλασσινά
πάνω από ναυάγια, ανεμώνες του πάθους
σ’ αναμονής περιγιάλια.
Το τραγούδι των σειρήνων πήγε για ύπνο.
Δάγκωσε τα χείλη το χτυποκάρδι του φευγιού.
Του αιμάτου η ανάσα, χτύπησε συνθηματικά
το κουδούνι του πατρογονικού.
Ταυτότητα ζητούσε ο ελεγκτής χρόνος.
Οδό κι αριθμό μόνιμης κατοικίας ο πόλισμαν.
Άστεγος δήλωσα. Όλη μου η προίκα,
ένα αλμανάκ με εικόνες της θάλασσας
κι ένα μέτρο γαλανό αποτύπωμα το αντίο που άφησα.
Ενήλικες φωνές και νιότη ισορροπούν τα φτερά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου