Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (γαλλ. Marguerite Yourcenar) (8 Ιουνίου 1903 – 17 Δεκεμβρίου 1987) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας και ποιήτρια, μια από τις κορυφαίες λογοτεχνικές μορφές της Γαλλίας του εικοστού αιώνα. Η σημασία της συνεισφοράς της στη λογοτεχνία αναγνωρίστηκε μέσα από πολυάριθμες διακρίσεις, με κυριότερη την αναγόρευσή της ως μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας το 1980. Ήταν η πρώτη γυναίκα που κατέκτησε παρόμοια θέση.
Η Γιουρσενάρ γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Ήταν κόρη του Γάλλου αξιωματικού Μισέλ Κλεινεβέρκ ντε Κρεγιενκούρ ( Michel Cleenewerck de Crayencour), και της Βελγίδας Φερνάντ ντε Καρτιέ ντε Μαρσιέν (Fernande de Cartier de Marchienne), η οποία πέθανε δέκα μέρες μετά τη γέννα. Η Μαργκερίτ ντε Κρεγιενκούρ (γαλλ. Marguerite de Crayencour), όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, μεγάλωσε σε ένα εύπορο και πνευματικό περιβάλλον, με δασκάλους κατ' οίκον. Απέκτησε από νωρίς πλατιά παιδεία, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη κλίση στα Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά. Δημιούργησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γιουρσενάρ με αναγραμματισμό του πραγματικού επωνύμου της (Crayencour) όταν εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, Le jardin des chimères (Ο κήπος των χιμαιρών), σε ηλικία 16 ετών.
Σπούδασε και έζησε στην Ευρώπη μέχρι το 1942, οπότε εγκαταστάθηκε μόνιμα στις ΗΠΑ, στο νησί Μάουντ Ντέζερτ της πολιτείας Μέιν. Έμεινε εκεί σε ένα παλιό ξύλινο σπίτι μέχρι το τέλος της ζωής της. Έζησε σχεδόν σαράντα χρόνια μαζί με την φίλη και σύντροφό της, Γκρέις Φρικ. Η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας ήταν το θέμα του πρώτου μυθιστορήματός της Αλέξης ή σπουδή του μάταιου αγώνα με ήρωα έναν νεαρό που παρά τον γάμο του δεν καταφέρνει να καταπνίξει τις ομοφυλοφιλικές επιθυμίες του.
Το 1951 εκδόθηκε το μυθιστόρημα Αδριανού απομνημονεύματα, το οποίο συνέγραφε σχεδόν επί δέκα χρόνια. Το έργο αυτό γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους κριτικούς. Το βιβλίο έχει την μορφή αποχαιρετιστήριου γράμματος από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό, στον διάδοχό του, Μάρκο Αυρήλιο και αποτελεί ένα μακρύ διαλογισμό πάνω στην ιδέα της εξουσίας, της αυτοκρατορίας, της διακυβέρνησης και του έρωτα. Ένα μεγάλο μέρος του έργου αφιερώνεται στη σχέση του Αυτοκράτορα με τον Έλληνα νέο Αντίνοο. Διακρίνεται από το ψυχολογικό του βάθος και την ακριβή αναπαράσταση της ελληνιστικής Ρώμης.
Ιδιαίτερα στενή ήταν η σχέση της Γιουρσενάρ με την Ελλάδα και η αγάπη της για τον Ελληνικό πολιτισμό. Επιμελήθηκε την ανθολογία ελληνικής ποίησης Το στεφάνι και η λύρα και εξέδωσε το δοκίμιο Κριτική παρουσίαση του Κ. Π. Καβάφη. Ήταν φίλη της Ιωάννας Χατζηνικολή, η οποία εξέδωσε τα βιβλία της στα Ελληνικά, και διατηρούσε σχέσεις μεταξύ άλλων και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Η Ελλάδα ήταν ένας από τους αγαπημένος προορισμούς των αναρίθμητων ταξιδιών της.
Το 1980 η Γαλλική Ακαδημία έσπασε την παράδοση 345 ετών και δέχτηκε την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ως την πρώτη γυναίκα ανάμεσα στους σαράντα «αθανάτους». Η Γιουρσενάρ ταξίδευε ακατάπαυστα σε όλο τον κόσμο σχεδόν μέχρι τον θάνατό της, σε ηλικία 84 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Βιβλιογραφία
Το σύνολο σχεδόν του συγγραφικού έργου της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή σε μετάφραση της Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή:
Alexis (Αλέξης, 1929)
La nouvelle Eurydice (Η νέα Ευρυδίκη, 1931)
Πίνδαρος (1932)
Denier du rêve Ο οβολός του ονείρου (1934, αναθεωρημένο 1958-1959)
Feux (Φωτιές, 1936)
Διηγήματα της Ανατολής (1938)
Les Songes et les Sorts (Τα όνειρα και οι μοίρες, 1938)
Le Coup de grâce (Η χαριστική βολή, 1939)
Mémoires d’Hadrien (Αδριανού Απομνημονεύματα, 1951)
Électre ou la Chute des masques (Ηλέκτρα ή πέφτουν οι μάσκες, 1954)
Présentation critique de Constantin Cavafy 1863-1933, suivie d'une traduction intégrale des ses Poèmes (Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη με μετάφραση όλων των ποιημάτων του, 1958) σε μετάφραση Γ. Π. Σαββίδη
Sous bénéfice d'inventaire (Επ' ωφελεία απογραφής, ελλην. τίτλος "Με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης", 1962)
Œuvre au noir (Έργο σε μαύρο, ελλην.τίτλος : Η Άβυσσος, 1968)
Θέατρο Ι και ΙΙ (1971)
"Le Labyrinthe du monde" (Ο Λαβύρινθος του κόσμου)
*Souvenirs pieux (Ευλαβικές αναμνήσεις, 1974)
Archives du Nord (Αρχεία του Βορρά, 1977)
Quoi ? L'Éternité (Τί; Η αιωνιότητα, 1988)
La Couronne et la Lyre (Το στεφάνι και η λύρα, ανθολογία αρχαίων ελληνικών ποιημάτων, 1979)
Mishima ou la Vision du vide (Μισίμα ή το όραμα του κενού, 1980)
Με ανοιχτά τα μάτια (1981)
Anna, Soror (1981)
Comme l'eau qui coule (Σαν το νερό που κυλάει, 1982)
Le Temps, ce grand sculpteur (Η σμίλη του χρόνου, 1984)
Le Tour de la prison (Ο γύρος της φυλακής, 1991)
"Σήμερα το πρωί κατέβηκα στο γιατρό μου Ερμογένη, που μόλις γύρισε στην Έπαυλη ύστερα από ένα αρκετά μακρόχρονο ταξίδι στην Ασία. Έπρεπε να εξεταστώ νηστικός. Κλείσαμε ραντεβού για τις πρώτες πρωινές ώρες. Ξαπλώθηκα σ' ένα κρεββάτι, αφού πρώτα γυμνώθηκα απ' το μανδύα κι' απ' το χιτώνιό μου. Σ' απαλλάσσω από λεπτομέρειες δυσάρεστες τόσο για σένα όσο και για μένα κι' από την περιγραφή του κορμιού ενός ανθρώπου, προχωρημένου στα χρόνια, που ετοιμάζεται να πεθάνει από υδρωπικία της καρδιάς. Ας πούμε μόνο πως έβηξα, πως ανάπνευσα και κράτησα την ανάσα μου σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ερμογένη, αναστατωμένου άθελά του από την τόσο γρήγορη εξέλιξη του κακού, κι' έτοιμου να ρίξει το φταίξιμο στο νεαρό Ιόλα που με φρόντιζε στην απουσία του". (Απόσπασμα από το βιβλίο)
Η Γιουρσενάρ μέσα από τον βίο του πιο "Έλληνα" από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ακυρώνει τον χρόνο που μας χωρίζει από τον ήρωά της. Όταν αναγνωρίζουμε, σαν φλέβα στο σώμα του βιβλίου της, αναφορές στη σάρκα ("αυτό το άλικο σύννεφο που έχει για αστραπή του την ψυχή"), στην ηδονή, στην ηθική, στην ευτυχία, στην αυτοχειρία, στα παρατημένα νεκροταφεία της μνήμης όπου κείνται, δίχως τιμές, νεκροί που πάψαμε ν' αγαπάμε, δεν ακούμε τη Γιουρσενάρ. Ούτε τη φανταζόμαστε σκυφτή να ψάχνει στις βιβλιοθήκες ή να επινοεί ευφυολογήματα για να ζωηρέψει τον ήρωα. Είναι ο Αδριανός που γράφει. Για να μας υπενθυμίσει, μέσα από ένα λόγο πυκνό, χυμώδη και λυτρωτικό, τη θέση του ανθρώπου που κάποτε, απογυμνωμένος από τον εγωισμό, τις αδυναμίες και τις ψευδαισθήσεις της νεότητας, θα κληθεί ν' αντιμετωπίσει τον θάνατο και να αναλογιστεί τον τρόπο που διαχειρίστηκε το μυστήριο της ζωής. (Γιώργος Καρουζάκης, Ελευθεροτυπία, 12/8/2010)
Τα "Απομνημονεύματα του Αδριανού", η μυθιστοριοποιημένη αυτοβιογραφία του πρώτου ρωμαίου ελληνιστή αυτοκράτορα, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο άφθαρτο και πολύτιμο. Εξισορροπεί ανάμεσα στον έρωτα και τη δικαιοσύνη, στην Ιστορία και το συναίσθημα, στον διαλογισμό και στο πάθος. Από όλους τους χαρακτήρες της Γιουρσενάρ, ο Αδριανός είναι ο πιο θαυμαστός. Ο Αδριανός είχε ό,τι ονειρεύτηκε: άντρες, γυναίκες, πολέμους, ειρήνη, την Ελλάδα, τη Ρώμη. Υπήρχε στον Αδριανό η ύψιστη εκλέπτυνση του Ελληνισμού, ο γοργά επερχόμενος μετα-ρωμαϊκός κόσμος. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Τα Νέα, 30/7/2012)
Αποσπάσματα
«...το ανθρώπινο πνεύμα μισεί να δεχθεί πως βρίσκεται στα χέρια της τύχης, πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα περαστικό προϊόν συμπτώσεων που δεν κυβερνάει κανένας Θεός, που προπαντός δεν κυβερνάει το ίδιο. Κάθε ζωή, ακόμα και η πιο ταπεινή, περνάει ένα μέρος της αναζητώντας τους λόγους της ύπαρξης της, τα σημεία απ’ όπου ξεκίνησε, τις πηγές. Ήταν η αδυναμία μου να τις ανακαλύψω που μ’ έκανε μερικές φορές να στραφώ προς μαγικές ερμηνείες, που με έκανε να ψάξω μέσα στα παραληρήματα του απόκρυφου για να βρω αυτό που δε μου έδινε η ανθρώπινη αίσθηση. Όταν όλοι οι πολύπλοκοι υπολογισμοί αποδεικνύονται ψεύτικοι, όταν οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν έχουν τίποτα να μας πούνε πια, είναι νόμιμο να στρεφόμαστε προς την άσκοπη φλυαρία των πουλιών ή προς το μακρινό αντίβαρο των άστρων.» (σ. 37)
«Τα νέα της σαρματικής επιδρομής φτάσανε στη Ρώμη πάνω που πανηγύριζε το δακικό θρίαμβο του Τραϊανού. Αυτή η γιορτή, που ’χε πολλές φορές αναβληθεί, διαρκούσε οκτώ μέρες τώρα. Τους είχε πάρει ένα χρόνο σχεδόν να φέρουν από την Αφρική κι από την Ασία τα άγρια θηρία που θα σφάζονταν ομαδικά μέσα στην αρένα. Η σφαγή δώδεκα χιλιάδων θηρίων, το μεθοδικό φονικό δέκα χιλιάδων μονομάχων, έκανε τη Ρώμη ένα χαμαιτυπείο θανάτου. Εκείνο το βράδυ βρισκόμαστε στην ταράτσα του Αττιανού μαζί με το Μάρκιο Τύρβα και τον οικοδεσπότη μας. Η φωταγωγημένη πολιτεία ήταν φρικτή μέσα στη θορυβώδικη χαρά της.» (Σελ 84)
«Τα ίχνη από τα εγκλήματά μας ήταν ακόμα ορατά παντού. Τα τείχη της Κορίνθου όπως τα είχε ρημάξει ο Μόμμιος, τα βάθρα στα βάθη των αδύτων γυμνά ύστερα από την αρπαγή των αγαλμάτων που διοργάνωσε στο σκανδαλώδες ταξίδι του ο Νέρωνας. Η φτωχεμένη Ελλάδα εξακολουθούσε να ζει μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα σκεπτικής χάρης, φωτεινής αιθρίας, σοφής ηδονής. (…) Η ελαφριά περιφρόνηση των Ελλήνων, που δεν έπαυα ποτέ να αισθάνομαι κάτω από τις πιο θερμές τιμές τους, δε με πρόσβαλλε. Την εύρισκα φυσική. Όποιες κι αν ήταν οι αρετές που με ξεχώριζαν απ’ αυτούς, ήξερα πως θα έμενα πάντα λιγότερο εύστροφος από ένα ναύτη της Αίγινας, λιγότερο σοφός από μια χορταρού της Αγοράς.» ( Σελ. 94-95)
«Δεχόμουνα τον πόλεμο σαν ένα μέσο που θα έφερνε την ειρήνη, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αρκούσαν γι’ αυτό, ακριβώς όπως ένας γιατρός παίρνει την απόφαση να καυτηριάσει αφού πρώτα δοκιμάσει όλα τα βότανα. Είναι τόσο περίπλοκα τα ανθρώπινα, που η ειρηνική ηγεμονία μου θα είχε, κι αυτή, τις πολεμικές περιόδους της, όμοια με τη ζωή ενός μεγάλου καπετάνιου, που θέλει δε θέλει, έχει κι αυτή τα ειρηνικά της διαλείμματα.» (σ.120)
«Η εξαιρετική ευγένεια μου, στην οποία τα χυδαία πνεύματα διέκριναν μια μορφή αδυναμίας, δειλίας ίσως, φαινόταν τώρα σαν το λείο και στιλπνό θηκάρι της δύναμης. Με εξεθείαζαν που δεχόμουνα τόσο υπομονετικά τις αιτήσεις, που επισκεπτόμουν συχνά τα στρατιωτικά νοσοκομεία, που είχα μια φιλική οικειότητα με τους συνταξιούχους απόμαχους. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δε διέφερε από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκα σ’ όλη μου τη ζωή τους δούλους μου και τους γεωργούς του κτήματος μου. Καθένας από εμάς έχει περισσότερες αρετές απ’ όσες νομίζουμε, αλλά μόνο η επιτυχία τις φέρνει στο φως, ίσως γιατί τότε περιμένουν να μας δουν να παύουμε να τις εξασκούμε. Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα παραξενεύονται που κάποιος κοσμοκράτορας δεν είναι ανόητα άπονος, φαντασμένος ή σκληρός, ομολογούν τη χειρότερη αδυναμία τους.» (σ. 126-127)
«Όλοι οι λαοί που χάθηκαν ως τα σήμερα, χάθηκαν από μιαν έλλειψη γενναιοδωρίας. Η Σπάρτη θα επιζούσε πολύ περισσότερο, αν είχε κάνει τους είλωτες να ενδιαφερθούν για την επιβίωσή της. (…) Επιμένω: το πιο απόκληρο από τα πλάσματα, ο σκλάβος που καθαρίζει το βόρβορο των πόλεων, ο λιμασμένος βάρβαρος που περιτριγυρίζει τα σύνορα, πρέπει να έχουν το συμφέρον να δουν τη Ρώμη να διαρκεί. Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα της αλλάξουν το πολύ πολύ όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτε να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μια ηλίθια ικανοποιημένη από τον εαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θα υποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και την ηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθος των βαρβάρων για τον πόλεμο. Απ’ αυτή τη δουλεία του πνεύματος ή της φαντασίας του ανθρώπου, εξακολουθώ να προτιμώ την πραγματική δουλεία μας.» (σ.140)
«Μερικοί άλλοι άνθρωποι είχαν διασχίσει τη γη πριν από μένα. Ο Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας, καμιά δωδεκαριά σοφοί και αρκετοί τυχοδιώκτες. Ήταν η πρώτη φορά όμως που ο ταξιδιώτης ήταν ταυτόχρονα και αφέντης, απόλυτα ελεύθερος να δει, να μεταρρυθμίσει, να δημιουργήσει. Ήταν η τύχη μου, και αντιλαμβανόμουνα πώς θα μπορούσαν να περάσουν αιώνες προτού να ξανασυμπέσει να ταιριάξουν τόσο ευτυχισμένα ένα λειτούργημα, μια ιδιοσυγκρασία, ένας κόσμος. Και τότε κατάλαβα πόσο προνομιούχος είναι ένας άνθρωπος που είναι νέος, που είναι μόνος, πολύ λίγο παντρεμένος, δίχως παιδιά, δίχως σχεδόν προγόνους, ο Οδυσσέας χωρίς άλλη Ιθάκη από εκείνη που έχει μέσα του. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σου κάνω μιαν ομολογία που δεν την έχω κάνει σε κανέναν. Ποτέ μου δεν είχα το συναίσθημα ότι ανήκω απόλυτα σε κάποιο μέρος, ούτε και σε αυτή την πολυαγαπημένη μου Αθήνα, ούτε στη Ρώμη καν. Ξένος παντού, δεν ένιωθα ιδιαίτερα αποξενωμένος από κανέναν τόπο.» (σ.149)
«Κατάληγα να το βρίσκω φυσικό, αν όχι δίκαιο, ότι έπρεπε να χαθούμε. Τα γράμματα μας εξασθενούνε. Οι τέχνες μας αποκοιμιούνται. Ο Παγκράτης δεν είναι Όμηρος. Ο Αρριανός δεν είναι Ξενοφώντας. Όταν προσπάθησα ν’ αποθανατίσω στην πέτρα τη μορφή του Αντίνοου, δε βρήκα Πραξιτέλη. Οι επιστήμες μας βαδίζουνε σημειωτόν από την εποχή του Αριστοτέλη και του Αρχιμήδη. Η πρόοδος της τεχνολογίας μας δε θ’ αντέξει στις φθορές ενός μακροχρόνιου πολέμου. Η φιληδονία μας μάς κάνει ν’ αηδιάζουμε την ευτυχία. Τα ημερότερα ήθη, οι πιο προοδευτικές ιδέες αυτού του τελευταίου αιώνα, είναι έργα μιας ελάχιστης μειοψηφίας ωραίων πνευμάτων. Η μάζα, παραμένει αγράμματη, άγρια όταν μπορεί, οπωσδήποτε εγωίστρια και στενόμυαλη, και όλα δείχνουνε πως θα μείνει πάντα τέτοια. Πάρα πολλοί αχόρταγοι έμποροι και τελώνες, πάρα πολλοί δύσπιστοι συγκλητικοί πάρα πολλοί κτηνώδεις κεντυριώνες έχουν εκθέσει προκαταβολικά το έργο μας.» (σ. 284)
Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Αδριανού Απομνημονεύματα, μτφ. Χατζηνικολή Ιωάννα, Εκδ. Χατζηνικολή, 8η έκδοση.
Τα περισσότερα από τα παραπάνω αποσπάσματα βρέθηκαν στο roadartist.blogspot.gr/
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου