Ο Μίνως Ζώτος (1905–1932) ήταν Έλληνας ποιητής.
Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1905 στο Νεοχώρι Μεσολογγίου, όπου και παρακολούθησε τα πρώτα του σχολικά μαθήματα. Στη συνέχεια, παρακολούθησε τα μαθήματα του Σχολαρχείου στο Αιτωλικό και του Γυμνασίου στο Μεσολόγγι. Το 1922 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ με τη συμβολή του Μιλτιάδη Μαλακάση διορίστηκε ταμίας του Δήμου Αθηναίων.
Οι σπουδές του δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ μιας και είχε αρχίσει να ασχολείται με τη συγγραφή ποιητικών έργων. Γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, η οποία αποτέλεσε έρωτα της ζωής του, το 1928. Μετά τον θάνατό της το 1930, η υγεία του επιβαρύνθηκε. Για τον λόγο αυτό επέστρεψε στη γενέτειρά του το φθινόπωρο του 1932, ωστόσο πέθανε από φυματίωση στις 17 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
Εργογραφία
Η πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση έγινε το 1923 με τη δημοσίευση ποιημάτων στο περιοδικό Μούσα. Στη συνέχεια δημοσίευσε ποιήματα και σε άλλα περιοδικά, όπως τα Βίγλα (Μεσολόγγι), Νεοελληνική Τέχνη, Νέα Εστία και Ελληνική Επιθεώρησις μεταξύ άλλων. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, ενώ έγραψε και μερικά κριτικά άρθρα και μετέφρασε λογοτεχνικά έργα στα ελληνικά. Τοποθετείται στους νεώτερους εκπροσώπους της μεσοπολεμικής ποίησης επηρεασμένος από τα ρεύματα του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού αλλά και το έργο των Μιλτιάδη Μαλακάση και Κώστα Καρυωτάκη. Στα έργα του χρησιμοποιεί κυρίως λυρική και ρομαντική γραφή. Τα έργα του ήταν τα εξής:
Βήματα, 1929
Αφιέρωμα, 1930
Άπαντα, επιμέλεια Κ. Σ. Κώνστας, 1972 (εκδόθηκε μετά τον θάνατό του)
Την πιο παραστατική εικόνα του Ζώτου εκείνα τα χρόνια, τη δίνει ο Γιώργος Κοτζιούλας στο άρθρο που αφιέρωσε στον ποιητή και που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ρυθμός ένα χρόνο μετά τον θάνατό του: «Κοντό ανάστημα, πρόσωπο μελαχρινό, ωραία μαλλιά. Το μάτι τού γλύκαινε πιο πολύ την ήμερη όψη, μα κι’ έκοβε μαζί, διαπεραστικό. Φοριόταν πάντα του καλά και συχνά γύριζε ξεσκούφωτος. Είχε κέφι σχεδόν αδιάκοπο, μιλούσε και χαριτολογούσε ολωσδιόλου αβίαστα, κι’ όσο γι’ απαγγελία ποτέ δεν κουραζόταν να λέει ποιήματα, κουβέντιαζε μ’ ευκολία και χάρη, σωστός τεχνίτης του λόγου, κι’ ήταν ευχαρίστηση να τον ακούς, καθώς μάλιστα σπάνια θα τον έβλεπες ερεθισμένο. Σύχναζε ταχτικά στα καφενεία. Μαγερειό δεν άλλαζε – ήταν ανοικονόμητος, και με όλο το μισθό που έπαιρνε έμενε ολοένα χρεωμένος. Δεν πήγαινε σε διαλέξεις, ούτε σ’ εκδρομές. Προτιμούσε τα φιλολογικά κέντρα των νέων –όταν υπήρχαν– και τις λέσχες των καλλιτεχνών, όπου βρίσκονται το περισσότερο κυρίες […]. Η ποίηση όμως τον είχε αφοσιωμένο της πιστό. Απ’ όλα τ’ αφηρημένα ονόματα που μοιράζουνται τη λόξα μας, μονάχα εκείνη κυβερνούσε την ψυχή του. Αυτό το τέρας που λέγεται φιλολογία αμφιβάλλω αν απομύζησε τόσο αίμα απ’ την καρδιά άλλων ομοτέχνων του. Άλλοι μπορεί να τύπωσαν περσότερα βιβλία, να δούλεψαν την τέχνη μ’ εφόδια μεγαλύτερα, να γέρασαν και ν’ άσπρισαν απάνου σε χειρόγραφα. Ο Ζώτος, αν δεν έχει να παρουσιάσει πολύχρονη εργασία και τίτλους πολυσήμαντους, δεν πέρασε όμως ούτε μέρα χωρίς να δώσει μια σκέψη του στην ποίηση. Την αγαπούσε με το πάθος των νεανικών του χρόνων, με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση, και ας μην είχε να περιμένει ανταπόδοση ικανή…».
Δύο άγνωστοι
Στην αίθουσα, που λίγο πριν το γέλιο αντιλαλούσε,
χώρια καθένας, έμειναν στερνοί μονάχα δύο·
εκείνη τάχα εδιάβαζε σκυμμένη ένα βιβλίο
κι αυτός βαριά στα χέρια του την κεφαλή ακουμπούσε.
Μίλημα δεν εξύπνησε τη σιγαλιά κανένα·
μα ενώ ήταν ξένοι και κοινό δεν είχαν τίποτε άλλο
παρά, ο καθένας άλλονε, τον πόνο τον μεγάλο
στραφήκαν και κοιτάχτηκαν βουβά κι απελπισμένα.
Ώρα πολλή κοιτάζονταν βουβά, κατάματα έως
που υψώσανε με απόγνωση τα χέρια ξάφνου αντάμα·
τότε κι οι δύο αναλύθηκαν στα δάκρυα και στο κλάμα·
Κι αυτή ήταν νέα κι ωραία κι αυτός επίσης νέος κι ωραίος.
(Μίνου Ζώτου Άπαντα, επιμέλεια Κ.Σ. Κώνστας, Αθήνα, Εκδ. Κοινότητος Νεοχωρίου
Παραχελωίτιδος, 1972)
ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη.
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι,
Μια γλύκα θηλυκιά.
Είναι βαθιά σιωπή˙ ο ηδονικός
Κάματος αναπαύει πια τα γύρω
Χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μύρο
Κι η ζέστα της σαρκός.
Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη;
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει
Τον άγρυπνο φρουρό.
Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά
Κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου,
Κι απ' τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου
Και μέλπει σιγανά:
«Γλυκιά που είν' όλα εκεί! σε μυστική
συνένωση, να λέμε και να λέμε,
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με,
σελήνη ερωτική».
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Η πλάση απ' την αγάπη αποκαρώθη.
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι,
Μια ζέστα θηλυκιά.
Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΑΣΤΟΥ
Από παιδάκι αθόρυβα τη χάρη της δουλεύω·
στον έρωτά της τον κρυφό τη νιότη μου ασωτεύω,
μα κάποτε θα μου δοθεί το δώρο που γυρεύω.
Κι αν είναι και τα μάτια μου να ιδούν το ωραίο της σώμα
με κάνα Φαύνο ή Σάτυρο να κυλιστεί στο χώμα
θα πνίξω το παράπονο και θα προσμένω ακόμα.
Μα κάποτε, όταν έφηβος ωραίος κι εγώ θα γίνω,
το ερωτικό τραγούδι μου θ’ ακούσει και το θρήνο
και ξαφνιασμένη, τρυφερά θα με καλέσει: Μίνω…
Α! θ’ αγαπήσει κάποτες η δέσποινα κι εμένα
και μ’ ένα από τα χείλη της φιλί τ’ αγαπημένα
τη μυστικιά της ομορφιά θα εμπιστευτεί σ’ εμένα…
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη.
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι,
Μια γλύκα θηλυκιά.
Είναι βαθιά σιωπή˙ ο ηδονικός
Κάματος αναπαύει πια τα γύρω
Χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μύρο
Κι η ζέστα της σαρκός.
Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη;
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει
Τον άγρυπνο φρουρό.
Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά
Κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου,
Κι απ' τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου
Και μέλπει σιγανά:
«Γλυκιά που είν' όλα εκεί! σε μυστική
συνένωση, να λέμε και να λέμε,
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με,
σελήνη ερωτική».
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Η πλάση απ' την αγάπη αποκαρώθη.
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι,
Μια ζέστα θηλυκιά.
Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΑΣΤΟΥ
Από παιδάκι αθόρυβα τη χάρη της δουλεύω·
στον έρωτά της τον κρυφό τη νιότη μου ασωτεύω,
μα κάποτε θα μου δοθεί το δώρο που γυρεύω.
Κι αν είναι και τα μάτια μου να ιδούν το ωραίο της σώμα
με κάνα Φαύνο ή Σάτυρο να κυλιστεί στο χώμα
θα πνίξω το παράπονο και θα προσμένω ακόμα.
Μα κάποτε, όταν έφηβος ωραίος κι εγώ θα γίνω,
το ερωτικό τραγούδι μου θ’ ακούσει και το θρήνο
και ξαφνιασμένη, τρυφερά θα με καλέσει: Μίνω…
Α! θ’ αγαπήσει κάποτες η δέσποινα κι εμένα
και μ’ ένα από τα χείλη της φιλί τ’ αγαπημένα
τη μυστικιά της ομορφιά θα εμπιστευτεί σ’ εμένα…
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου