[Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;]
Στην Σ.Χ.
Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ’ναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.
Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο
κι ένα κόκκινο – ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε.
Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο
τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου – ίσως τη δούνε,
ίσως την ακούσουνε.
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι – τότε ίσως του
δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε.
Αν είχα τη φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε
θα μου ’φτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικό μου διάβα.
Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,
και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνονται σκιές μας,
και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν
την καρδιά μας;
Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν’ απλώσω πάνω σε μιαν άμμο δροσερή,
το βλέμμα μου θε να χάσω μες στ’ ανεξάντλητο γαλάζιο της
δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε να ’ναι
οι αναπνοές και οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή,
Έρωτα, Έρωτα.
Από τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), έκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου)
[Ενότητα Έρως μελαχρινός]
Ωχ! τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά
και βάλσαμο της νύχτας.
Απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες στ’ απαλότερο φιλί.
«Θέλω να πάω στην Αραπιά
που μ’ έχουνε συστήσει
σε μια μεγάλη μάγισσα
τα μάγια να μου λύσει.»
Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε μπρος σ’ ένα όραμα ξανθό.
Θέλω να χορέψω, φούσκωμα και φύσημα τρυφερής κουρτίνας,
μην απελευθερωθεί από το παράθυρο.
Θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο.
Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο.
Ναι, άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη της ρεματιάς,
μια χειραψία φίλων συνοδοιπόρων και συναγωνιστών,
λίγα κρόσσια που πέφτουνε στο μέτωπο ενός Κρητικού,
τα γόνατα μιας κοπέλας όταν βγαίνει στη θάλασσα
τη βραχνή φωνή του έρωτα,
ένα αυλάκι αίμα μιας μάχης για τον ήλιο,
κι ένα ασημένιο κουτάλι λαμπερό, στην άκρη των χειλιών του βρέθηκε ένα χθεσινό μου δάκρυ.
Από τα Δύο Διαφορετικά Ποιήματα (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), περιοδικό «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945
άσμα
[Ενότητα Έρως μελαχρινός]
Σήμερα νομίζω
τελευταία φορά
θα σε τραγουδήσω γιατί
εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή γιατί
ένα Ζήτω με ψηφία
και λίγες πούλιες
μαύρες ή τριανταφυλλιές
μες στο χρώμα τής αρένας
δε σπαρταράνε βέβαια όπως
η δράση
η σάρκα
που είσαι
όταν μου μαθαίνεις την ξένη πόλη
κατάκαρδα
είπα τι χρειάζεται
και λέω δεν πειράζει
δεν πειράζει πετάμε όλα τα λόγια
όπως να ’ναι
η αγάπη
ξεντύνει τα κορμιά
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
με κλείνεις
με στολίζεις φυτά
και τα περιποιέσαι
με μυρίζεις
με διψάς
με κρατάς
ξαφνικά
με λύνεις
και γελάω ακόμα ακόμα
πάμε ερχόμαστε μες στα κρύα και τις ζέστες και τις σκόνες που
μετά λασπώνουνε κι έχουνε για νήμα τα φύλλα τού φθινόπωρου
άνοιξη αντικριστήκαμε τότες που ζητούσα να πεθάνω
γνωρίσαμε από κείνη την ημέρα
χρόνους και χώρους πολλούς
με αντικείμενα
με ορέξεις
με δάση με άγριες φράουλες
με ζωγραφική
εσύ αγγίζεις τα όρια που χρωματίζουνε τα πράγματα
τι άλλο
είναι ο κύκλος
από την ίριδα του ματιού σου
ακτίνα μελαχρινή
ριπή
της ορμής
τι άλλο
είναι η ύπαρξή μου
από μια νέα σφαίρα
με τα έπιπλα
με τη φύση
όταν μ’ αγαπάς
μικρή εικόνα στρογγυλή
μες στην ίριδα του ματιού σου
είμαι
σ’ ένα δωμάτιο ασβεστωμένο
κοντά στη θάλασσα
άσπρο το αλάτι της
ξεραίνει άγκυρες μόλους σκοινιά
αισθάνουμαι τον ήλιο μαύρο
και τα μάτια σου
άλλοτε είμαι
λαχανιασμένη
σκύβω το πρόσωπο
χιονίζει δυνατά
ό,τι οριζόντιο φέγγει κατάλευκο
μονάχα λίγα κάθετα μαυρίζουν πάλι
και η ίρις τού ματιού σου
που με ζυγιάζει έχει μαγικές αξίες
κουκκίδα είναι αϊτού πέταμα
και διαγράφει πράξεις
τοπία
ή ζωές
έτσι θυμάμαι
τι σχήματα αφήνει
όποιος ξεριζώνει δέντρα
και όποιος χτίζει γιοφύρια
γιατί εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα
έξω από κάθε γραφή γιατί
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
χαμογελάς
και μου τάζεις
κάτι γοβάκια
από δέρμα μανταρινιού
μου σιγοψιθυρίζεις καιρούς
σαν άγρια άλογα
λίμνες βαθιές στρώνεις χάδια
ρίχνεις παράξενα ζάρια
με δυο γαρίφαλα αίμα της καρδιάς σου
φυτρώνουν τα λόγια
ανάμεσα μια νυχτερίδα
στα σμιγμένα φρύδια
με τη σελήνη
τι είναι ο ύπνος τι είναι ο ύπνος
και το βλέμμα σου
είναι πάντα σήμερα το βλέμμα σου
με μένα
Από τη συλλογή Κρυφοχώρι, εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951 (με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου