Μάτση Χατζηλαζάρου ( 17 Ιανουαρίου 1914 - 16 Ιουνίου 1987)


Η Μαρία (Μάτση) Λουκία Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914. Παππούς της ήταν ο Περικλής Χατζηλαζάρου, πρόξενος της Αμερικής που έλαβε ενεργό μέρος στα γεγονότα του Μαΐου 1876 στη Θεσσαλονίκη υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα της Ελληνοχριστιανικής Κοινότητας απέναντι στη βαρβαρότητα του τουρκικού όχλου της πόλης. Η Μάτση, αφού γνώρισε την οικονομική καταστροφή και τις συνέπειές της, και αφού για κάποια διαστήματα, έζησε στη νότια Γαλλία και στην Ιταλία, επανέρχεται στην αγαπημένη της Θεσσαλονίκη. Το 1934 χάνει και τους δύο γονείς της μέσα σε 6 μήνες. Δοκιμάζεται ψυχικά με τρεις αποτυχημένους γάμους εκ των οποίων ο τρίτος το 1939 με τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο. Στην ποίηση εμφανίζεται το 1944 με το ψευδώνυμο «Μάτση Ανδρέου». Κατά την περίοδο 1948-1957 και ενώ βρίσκεται με υποτροφία στο Παρίσι, δημοσιεύει ποιήματά της και στα Γαλλικά και συζεί για δύο χρόνια με τον φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη. Το 1958 επέστρεψε στην Ελλάδα και πέθανε στις 16 Ιουνίου 1987. 


[Πηγή για το βιογραφικό: εφημερίδα Μακεδονία | 

Ποιητικές συλλογές:

«Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης» (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου)
«Δύο Διαφορετικά Ποιήματα» (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), περιοδικό «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945
«Cinq Fois», εκδ. GLM, Παρίσι, 1949 (με έξι χαλκογραφίες του Javier Vilató)
«Chants Populaires des Grecs» (ελληνικά λαϊκά τραγούδια μεταφρασμένα στα Γαλλικά), εκδ. GLM, Παρίσι, 1951
«Κρυφοχώρι», εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951 (με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató)
«La Frange de Mots (Τα λόγια έχουν κρόσσια)», εκδ. GLM, Παρίσι, 1954
«Έρως Μελαχρινός», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1979 (με μια χαλκογραφία του Javier Vilató)
«7 Χ3. Εφτά γραπτά στα ελληνικά - sept textes en français - seven writings in English», τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1984
«Το δίχως άλλο. Αντίστροφη αφιέρωση - dédicace à rebours», τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1985
«Μάτση Χατζηλαζάρου: Ποιήματα, 1944-1985», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1989

Μεταφράσεις:
«Αποσπάσματα από τον Πίνδαρο» (Ισθμιόνικος Α', Νεμεόνικος ΣΤ') [μεταφρασμένα στα Γαλλικά], περιοδικό «Mercure de France», Ιανουάριος-Απρίλιος 1956
«Εύκολο» (ποιήματα Paul Eluard, φωτογραφίες Man Ray), τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1987 https://www.translatum.gr/


Ναύπλιο - Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Εμπειρίκο.


[Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;]
Στην Σ.Χ.

Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ’ναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.
Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο
κι ένα κόκκινο – ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε.
Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο
τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου – ίσως τη δούνε,
ίσως την ακούσουνε.
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι – τότε ίσως του
δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε.
Αν είχα τη φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε
θα μου ’φτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικό μου διάβα.
Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,
και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνονται σκιές μας,
και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν
την καρδιά μας;
Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν’ απλώσω πάνω σε μιαν άμμο δροσερή,
το βλέμμα μου θε να χάσω μες στ’ ανεξάντλητο γαλάζιο της
δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε να ’ναι
οι αναπνοές και οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή,
Έρωτα, Έρωτα.

Από τη συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), έκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου)


❃    ❃    ❃    ❃
Αραπιά

[Ενότητα Έρως μελαχρινός]

Ωχ! τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά
και βάλσαμο της νύχτας.
Απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες στ’ απαλότερο φιλί.
«Θέλω να πάω στην Αραπιά
που μ’ έχουνε συστήσει
σε μια μεγάλη μάγισσα
τα μάγια να μου λύσει.»
Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε μπρος σ’ ένα όραμα ξανθό.
Θέλω να χορέψω, φούσκωμα και φύσημα τρυφερής κουρτίνας,
μην απελευθερωθεί από το παράθυρο.
Θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο.
Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο.
Ναι, άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη της ρεματιάς,
μια χειραψία φίλων συνοδοιπόρων και συναγωνιστών,
λίγα κρόσσια που πέφτουνε στο μέτωπο ενός Κρητικού,
τα γόνατα μιας κοπέλας όταν βγαίνει στη θάλασσα
τη βραχνή φωνή του έρωτα,
ένα αυλάκι αίμα μιας μάχης για τον ήλιο,
κι ένα ασημένιο κουτάλι λαμπερό, στην άκρη των χειλιών του βρέθηκε ένα χθεσινό μου δάκρυ.

Από τα Δύο Διαφορετικά Ποιήματα (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), περιοδικό «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945


άσμα

[Ενότητα Έρως μελαχρινός]

Σήμερα νομίζω
τελευταία φορά
θα σε τραγουδήσω γιατί
εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή γιατί
ένα Ζήτω με ψηφία
και λίγες πούλιες
μαύρες ή τριανταφυλλιές
μες στο χρώμα τής αρένας
δε σπαρταράνε βέβαια όπως
η δράση
η σάρκα
που είσαι
όταν μου μαθαίνεις την ξένη πόλη
κατάκαρδα
είπα τι χρειάζεται
και λέω δεν πειράζει
δεν πειράζει πετάμε όλα τα λόγια
όπως να ’ναι
η αγάπη
ξεντύνει τα κορμιά
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
με κλείνεις
με στολίζεις φυτά
και τα περιποιέσαι
με μυρίζεις
με διψάς
με κρατάς
ξαφνικά
με λύνεις
και γελάω ακόμα ακόμα
πάμε ερχόμαστε μες στα κρύα και τις ζέστες και τις σκόνες που
μετά λασπώνουνε κι έχουνε για νήμα τα φύλλα τού φθινόπωρου
άνοιξη αντικριστήκαμε τότες που ζητούσα να πεθάνω
γνωρίσαμε από κείνη την ημέρα
χρόνους και χώρους πολλούς
με αντικείμενα
με ορέξεις
με δάση με άγριες φράουλες
με ζωγραφική
εσύ αγγίζεις τα όρια που χρωματίζουνε τα πράγματα 
και τα ονόματά τους και τη φθορά τους
τι άλλο
είναι ο κύκλος
από την ίριδα του ματιού σου
ακτίνα μελαχρινή
ριπή
της ορμής
τι άλλο
είναι η ύπαρξή μου
από μια νέα σφαίρα
με τα έπιπλα
με τη φύση
όταν μ’ αγαπάς
μικρή εικόνα στρογγυλή
μες στην ίριδα του ματιού σου
είμαι
σ’ ένα δωμάτιο ασβεστωμένο
κοντά στη θάλασσα
άσπρο το αλάτι της
ξεραίνει άγκυρες μόλους σκοινιά
αισθάνουμαι τον ήλιο μαύρο
και τα μάτια σου
άλλοτε είμαι
λαχανιασμένη
σκύβω το πρόσωπο
χιονίζει δυνατά
ό,τι οριζόντιο φέγγει κατάλευκο
μονάχα λίγα κάθετα μαυρίζουν πάλι
και η ίρις τού ματιού σου
που με ζυγιάζει έχει μαγικές αξίες
κουκκίδα είναι αϊτού πέταμα
και διαγράφει πράξεις
τοπία
ή ζωές
έτσι θυμάμαι
τι σχήματα αφήνει
όποιος ξεριζώνει δέντρα
και όποιος χτίζει γιοφύρια
γιατί εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα 
που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή γιατί
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
χαμογελάς
και μου τάζεις
κάτι γοβάκια
από δέρμα μανταρινιού
μου σιγοψιθυρίζεις καιρούς
σαν άγρια άλογα
λίμνες βαθιές στρώνεις χάδια
ρίχνεις παράξενα ζάρια
με δυο γαρίφαλα αίμα της καρδιάς σου
φυτρώνουν τα λόγια
ανάμεσα μια νυχτερίδα
στα σμιγμένα φρύδια
με τη σελήνη
τι είναι ο ύπνος τι είναι ο ύπνος
και το βλέμμα σου
είναι πάντα σήμερα το βλέμμα σου
με μένα

Από τη συλλογή Κρυφοχώρι, εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951 (με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató)


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου