ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΑΡΙΝΑ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΥ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 


 Ο γιος της μητέρας γης

Κι όπως είχαμε βραδιάσει στου λογισμού τ’ άκαρπο ηλιοβασίλεμα
-καθώς και σαφέστατα ο ψαράς τ’ ουρανού
μάζευε πεφταστέρια στην ποδιά της θαλάσσης
με μοναδικό όνειρο το βάδισμα στα κύματα-σ’ ένα βράχο εμφανίστηκε η φωνή.
Λυπήθηκα τον αγέρα που σιώπησε ντροπιασμένος, την άγια πυρκαγιά του θεού
πάνω στο πεσμένο φύλλο που μόνιασε με την λύπη,
καθώς το λίπασμα έσερνε το φθινόπωρο,
τα δάκτυλα λυπήθηκα οπού γιόμισαν αίμα την άρπα αυτού του ημίθεου
που δεν ήξερε ακόμα την αχίλλειο πτέρνα.
Η φωνή σήκωσε την αμμουδιά,
μυριάδες κόκκοι άρχισαν να μας χτυπούν στο πρόσωπο,
πήρε τις βάρκες από τον λιμένα και τις έσπρωξε στο διάσελο,
όρμησε στα δένδρα κι έπεσαν οι καρποί στα χέρια των ερώτων,
κοκκίνησε το όνειρο να μην το φθάνουν γλάροι
κι ίσιωσε τον ορίζοντα στην καμπύλη της ακεραιότητας του σύμπαντος.
Ο γιος της μητέρας γης, ο ποιητής με την σάρκα της φλεγομένης ψυχής,
με την ψυχή της φλεγόμενης σάρκας,
με το χώμα της υψίστης γενναιοδωρίας των ολίγων,
ο γιος της αύρας με την λευκότητα του μετώπου της τίμιας γέννας.
Αυτός ο δάσκαλος της αποκαλύψεως του άλφα και του ωμέγα..

*Στον Δημήτρη Ιατρόπουλο


🌼

 Κανείς δεν περιμένει


Στις σκέψεις σου κατέπεσαν ωχροί και δακρυσμένοι
δυό άγγελοι μακάριοι χωρίς φτερά και γνώση..
Ήταν που είχε η νυχτιά στο σύθαμπο να δώσει
το κύμα να σου μαρτυρά πως ζύγωσε να νιώσει
το έρμο τούτο χέρι σου π' αλάργεψε και πάει..
Σαν μιάν καμπάνα που γροικά τον έρωτα και σπάει
σε ερημιά και σε θανή στου βράχου την αγρύπνια..
Μικρή ζωή, πικρή πνοή, αφτέρουγη και μόνη
πώς να μετρήσει το πρωί την θάλασσα και την ζωή
μ’ αγγέλους μαρτυρία..
Λογάριασε τα μάτια σου στους ουρανούς που σπούνε,
λογάριασε τον όλεθρο βαθιά που κατοικούνε
και πέτα γοργοφτέρουγος στον ήχο
για να φτάσεις την άπατρι ελπίδα σου
π’ άφησες φιμωμένη..
Κανείς δεν περιμένει να του ματώσεις για να πει
στα λόγια να μιλούνε, άκου, πώς σε ακούνε, αυτοί
που πίσω άφησες και σιωπηλά πώς σβηούνε..

🌼

Στην σελήνη

Δεν ήθελες να μιλήσεις για τους καιρούς,
εξάντλησες το πάθος σου στην νοηματική,
περιέπαιξες την άνοιξη και δήλωσες μνησίκακη..
Ήσουν πάντα ένας πρόλογος, αδαής Σελήνη ντυμένη με φως νυχτερινό..
Έλα να περπατήσουμε στην άκρη της πολιτείας,
να σπείρουμε ανάσες στα έρημα σκαλιά
ν’ αγγίξουμε το πέρας με την σάρκα των λέξεων..
Γονυπετής ουρανός και μαυροΐσκιωτοι μπαξέδες,
σημύδες με φυλλώματα ασημιά, αχανείς εκτάσεις,
λειτουργικά σκεύη σε λάθος χέρια, μιά εξουσία μας κοιτά αμήχανα..
Πού έκρυψες τον ήλιο;
Βγήκε ο θεός σεργιάνι κι έκλεψε το παράθυρο,
δεν βλέπω πια τ’ αστέρια,
παρανομώ με χλεύη και κλέβω ένα ξέφτι γαλάζιο
να το ράψω στον κόρφο του βουνού,
να σύρει την κορφή του εδώ να,
ν’ ανέβω αψηλά να πιάσω την άρια στα κόκκινα μονοπάτια..
Ξεμείναμε εδώ, εξόριστοι στης κάμαρης το ξοδεμένο κλάμα..

🌼

Τρία τέρμινα

Οι σκαπανείς τραβήξαν κατά τον νότο,
μιά ομήγυρις με φτηνά και τρύπια καπέλα,
με τα χέρια σβολιασμένο χρυσάφι
απ’ του παραδείσου την αναζήτηση,
με μάτια γιομάτα φέγγος
απ’ της λάμπας το καπνισμένο γυαλί..
Σκιάσανε τα πρώτα σύγνεφα του πρώιμου δειλινού
και καθώς η ξενιτιά δεν έχει συνείδηση,
σκέφτηκαν να ψάλλουν τον δίφθογγο ύμνο,
σαν από παλιά χαμένοι και υπόδουλοι,
σαν από παλιά ορφανοί κι αποδιωγμένοι..
«Μην αναστενάζεις δίχρωμο πουλί,
μάθαμε τους φθόγγους της πληγής στην εξορία..
Έχουμε χιλιόμετρα εμπρός
αλφάβητο να φτιάξουμε, ν´ αλλάξουμε πορεία..»
Θέλησαν στο γιόμα πάνω του φεγγαριού
κόκκινους καρπούς να φάνε,
να ραγίσουν το ήμαρτον να το κάνουν ξόδι για το καντήλι..
Το λάδι λιγοστό στις παρενθέσεις
κι οι υποθέσεις καρνάγια που γεννούν κουκουβάγιες.
Μην κοιτάτε το άκρο της πόλεως,
τρία τέρμινα καρτερούμε να ορθώσουμε τα τείχη..
Είμαστε μιά παλινδρόμηση θρασύτατη
κι ο ευνούχος του φεγγαριού συνοδός
δεν μας επέτρεψε το ταξίδι στα χρυσά ενώτια της θεάς..
Στο πλατύγυρο του καπέλου διάστημα
κατά περιόδους κι εναλλάξ φυλάμε σκοπιά
κι οι υπόλοιποι, όσοι αντέχουν, προετοιμάζονται
για την σφαγή που θ´ ακολουθήσει στις διηγήσεις..
Οι σκαπανείς τράβηξαν κατά τον νότο κι οι παραμυθάδες κατά τον βοριά..

🌼

Τα θλιμμένα παραμύθια

Τα θλιμμένα παραμύθια κείνα που τρέχουν στο δρομάκι,
στο δρομάκι της πόλης που σκέπασε η πείνα,
στο δρομάκι που σιώπησαν τα λιγοστά τα δένδρα,
επάγωσαν, μαρμαρωμένες φιγούρες, σκιές ακίνητες..
Απόκαμαν τα δένδρα,
τί μύθο να σαλέψουν στ' απότιστα κλαδιά;
Ραγισμένα ρείθρα, ψυχές ραγισμένες,
σαν σταφύλια που σταφίδιασαν κρεμασμένα
και αφρόντιστα στο σπίτι που χτύπησε ο θάνατος..
Έχει τόσον θάνατο απόψε, όσα αστέρια έχει ο ουρανός..
Και τα παραμύθια να κυλούν στην κατηφόρα,
έτσι ορφανά, χωρίς παιδιά, με τρομαγμένους ήρωες
και με γλώσσες γεμάτες πύον και αίμα.
Εθέριεψεν ο πόνος και η πόλη απαρηγόρητη,
βάφει την ζωγραφιά μου μαύρη.
Τόσο μαύρο ολούθε, τόση απόγνωση
στων παραμυθιών την ετοιμοθάνατη υπόσχεση.
Καθώς κατηφορίζει ο ήρωας, βάζω την τελεία.
«Τέλειωσες, φίλε μου», του λέω
«Μείνε ακίνητος, ως τα δένδρα να σαλέψουν.
Ίσως, αύριο ροβολήσεις σε έναν άλλον κόσμο.»

🌼

Ένας δίαυλος κι ένα κιάλι

Κι έφτασε η ώρα να λειάνουμε τ’ αστέρια,
να τροχίσουμε τον λεηλατημένο καιρό,
με μιάν απαστράπτουσα λύπη,
ωσάν τ’ αμύγδαλα που άνθη είναι
και τα πρόκαμε ο αγέρας
και πεθάναν έτσι άτονα και παραπονεμένα..
Κι αν οσμιστείς τις κρίσεις μεγαλείου, πάντα το σύμπαν θα καταριέσαι,
έτσι εχθρικό, με την συμπάθεια μέσα στο τσάι
να σου γνέφει ωκεανούς,
κι εκείνο να σου μουρμουρά μ’ έπαρση πόσο μικρός να είσαι..
Δεν κατέβαλα καμιά προσπάθεια,
μούχλιασα μες στα νερά των αρχουσών πελαγίσιων δρόμων
και τα δάχτυλά μου ανομοιόμορφα
μούλιασαν να κλέβουν στιγμές κυμάτων.
Κι εσείς, αγαπητοί μου, να ορίεσθε
που μοναχά ένας δίαυλος σας απέμεινε κι ένα κιάλι,
να ψάχνετε την Ιθάκη,
να θαρρείτε, αφελείς παρατρεχάμενοι,
πως ωρίσθη ο προορισμός σας
και να αφαιρείτε μοίρες κι εξάντες,
να σπρώχνεστε στις ουρές των ταμείων
να σας ξεπληρώσει η ποίηση το διάφορο..
Κι όλο να μετράτε τα κέρδη
στην υπουλία της διάγνωσης πως το λιμάνι εφάνη..
Μικροί κι ενταφιασμένοι παράγοντες
επέτρεψαν στον νεκροθάφτη να σας βάψει το καπάκι γαλανό..
Κι ουδείς ψυχανεμίσθηκε πως Ιθάκη δεν υπάρχει..
Μονάχα εις και ταπεινός ξεσκέπασε το ψέμα..
Πτωχοί μου και ανάγωγοι, πτωχοί και επηρμένοι
τ’ άλογο δεν έχει πια φτερά
κι ο Πήγασος εμάκρυνε στην χώρα της κραυγής..
Μην λυπάσθε,
υπάρχει πάντα η δυνατότητα να ορίσετε νέα Ιθάκη..
Κι εγώ θα φροντίσω να σας απομακρύνω τον ορίζοντα..

🌼

Στου δωματίου την θλίψη

Το φως γέρνει σαν κλέφτης κάτω απ’ τις γρίλιες,
λωρίδες ολάκερες το πάτωμά μου βάφουν φωτεινό,
η ελπίδα ξέφυγε,
σιωπά τον θάνατό της προσμένοντας,
χαραγμένη στον υπόκωφο της ζωής μου σπαραγμό.
Στου χάρτη το απέραντο ποτάμι
να πολεμήσω τα νερά, να ξεριζώσω δέντρα
και να φυτέψω μιάν καρδιά στα βάθη του χειμώνα.
Πόση η θλίψη και μετρά της απουσίας τα βουβά
τα χνάρια του πολέμου..
Τα σύγνεφα εδιάβηκαν και οι σταγόνες πάψαν,
έμεινε μοναχά η κραυγή περαστικών του δρόμου.
Μακρινές φωνές παιδιών και προσμονές μανάδων
γράφουν στης μέρας το λοιπό την ίδια ιστορία.
Αλήθεια πού απόμεινες στην πλώρη ξεχασμένος;
Εδώ ο κόσμος ο γερτός καμπούρες φορτωμένος.
Και τα πολλά φορτώματα δεν άντεξα ποτέ μου.
Λαός γυρνά, λαός κοιτά, λαός και αποδιώχνει.
Και εγώ τ' απομεσήμερου να ομιλώ του θέρους.
Έβρεξε και η τροχιά άλλαξε του φωτός..

🌼

Απαγγελίες

«Ω, για ιδείτε την υγρή εξαίσια μορφή, την θλιβερή και μόνη,
με χέρια σταυρωμένα στην σιωπή να μαρτυρά τους χρόνους,
τους χρόνους που επόθησε να ζήσει σαν Ιθάκη,
να τον περάσουν θάλασσα, να τον περάσουν κύμα,
να είναι μία εντύπωση του θέρους αλγεινή,
να είν’ ο μαύρος ουρανός να δέχεται τ’ αστέρια
και να θυμώνει που και που με την βαριά μορφή,
ενός θεού π’ εξέλειπεν, που μόνον τον αφήκε..»

🌼

Το κυρίως θέμα

Ξενυχτήσαμε,
λιλιπούτειες εισαγωγές στο κυρίως θέμα
κι οι ανθοφόροι ορίζοντες σκεπασμένοι με την ομίχλη.
Κάποτε ο νους προστρέχει ικέτης,
οι αμυγδαλεώνες στο μύρο της κολάσεως
ψάχνουν ένα παράδεισο κρεμασμένο στο χάος,
τα κόμματα, οι τελείες κι όλα τα σημεία της στίξης δεν ωφελούν,
μακάριοι στα εκτελεσμένα τοπία οι εκτελεστές
και τα θύματα μόνιμα σε μιάν πλάνη.
Αν εισέλθετε στην εποχή του κουράγιου,
προσμετρήσετε την άγονη γραμμή.
Εκεί κατοικούν τ' άφωνα ψάρια που εκτελέστηκαν στα δίχτυα,
μην βάλετε ως πρόσημο την ερημία,
γιατί θα είστε συνένοχοι..
Μετά τιμής, η εκτελεσθείσα..

🌼

Το θάμα της πατρίδας

Μυρωδάτες διακυμάνσεις στα τρυφερά σου χείλη,
στα όψιμα τρισεύγενα πελάγη των ματιών σου
μία θαλασσινή μυρτιά να πλέκει ακρογιάλια,
μονάχη να αναζητάς το θείο μες στο βιός σου..
Σύγνεφα στα πόδια σου για να πατείς στα βράχια
κι αλκυονίδες στα μαλλιά για να πετάς στην σκόνη
και μύριες λέξεις να ηχούν στα χείλη σου επάνω
στα άλαλα μηνύματα που σου 'στειλε ο θεός σου..
Και βράδιασε τόσο νωρίς στα κάρβουνα σου χέρια
κι έκαψες για να ζεσταθείς και λάμψη και αστέρια,
τα χρόνια σου που τριγυρνούν, τον κάματο, το κλάμα,
την όψη την ανήλιαγη, το θάμα της πατρίδας..

🌼

Στον Lee

Υποπέσαμε στο αδίκημα της κραυγής, Lee
κι ο καπετάνιος της ερημίας μας αχόρταγος κι εμπαθής
ξύρισε τα ηλιοβασιλέματα,
απαγόρευσε τις τραγιάσκες,
έδεσε τ’ άλογα μες στην παράνοια των ονείρων
και μας επέβαλε την αρχοντιά της άστεγης ζωής..
Κι εσύ, Lee Jeffries, κάπου στην Αμερική
με τα γδαρμένα πρόσωπα στις εκτάσεις των ινδιάνων,
με την ευημερία των χάλκινων ορέων με τις λαξευμένες προτομές
μετράς το σέντσι στην παλάμη των σταφυλιών
κι ορκίζεσαι στα πορτοκάλια
πως οι άγνωστοι θα γίνουν γνωστοί..
Κι έτσι βαδίζει η ζωή σαν ξέφρενο χρηματιστήριο
που εξέπεσε των αξιών χορεύοντας στην λασπουριά
τον χορό της βροχής
με κείνο το ξέπνοο του επιθανάτιου ρόγχου..
Βυθίσου, Lee, η κραυγή θα ξεχειλίσει..
Τόσα και τόσα απογεύματα σε διέταξαν να γίνουν αίμα
στο άσπρο και στο μαύρο σου σοκάκι..
Κοιμήσου, Lee, ίσως αύριο να γίνεις έγχρωμος..

🌼

Ανάδοχοι λυγμοί


Εκείνο τον ήλιο θυμάσαι;
Με την λεμονιά να μοσχοβολά στο κάλεσμά σου;
Με κείνην την πασχαλιά την λευκή στο στήθος, θυμάσαι;
Κι εγώ στο σκαμνάκι ν’ αγναντεύω το χαμογέλιο των ονείρων..
Άκουσα την περπατησιά σου στα βότσαλα του ποταμού,
με εκείνην την παλιά φθαρμένη βαλίτσα να φεύγεις πέρα μακριά
και πάγωσε η γειτονιά μες στην ανάμνησή σου..
Κι ήσουν η τελευταία μου χαρά..
Άγγελος στο χώμα των ανθρώπων..

*Στην νονά μου, στην δεύτερη μητέρα μου Κονδυλία Σολδάτου



Πίνακας : Vladimir Kush ~ "Diary of Discovery"
Από https://vladimirkush.com/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου