ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ (23 Ιουλίου 1911 – 27 Ιανουαρίου 1980)

 

Ο Στρατής Τσίρκας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηαντρέα από παρατσούκλι του πατέρα του), γιος του Κώστα Χατζηαντρέα και της Περσεφόνης το γένος Σταμαράτη, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στο Κάιρο. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια. Γύρω στο 1917 γράφτηκε στην Αμπέτειο Σχολή, στο εμπορικό τμήμα, από όπου αποφοίτησε το 1928. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου για ένα χρόνο και από το 1929 ως το 1939 σε μια εταιρεία βάμβακος στην Άνω Αίγυπτο, αρχικά ως λογιστής και στη συνέχεια ως διευθυντής των εκκοκιστηρίων. Το 1933 πέθανε ο πατέρας του από φυματίωση. Το 1935 εντάχτηκε στην αντιφασιστική οργάνωση Ligue Pacifiste και ίδρυσε μαζί με τον Θεοδόση Πιερίδη την Αντιφασιστική Πρωτοπορία. Το 1937 παντρεύτηκε την Αντιγόνη Κερασσώτη, με την οποία ταξίδεψε στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Γαλλία και την Ελλάδα και απέκτησε ένα γιο τον Κώστα (γενν.1957). Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου πήρε μέρος (ανάμεσα στους Μπέρτολντ Μπρεχτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούντα και άλλους) στο Β’ Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Πολέμου και του Φασισμού στο Παρίσι και έγραψε μαζί με τον Χιούς τον όρκο στον Λόρκα, που προωθήθηκε από τον Λουί Αραγκόν και υπογράφτηκε από σαράντα συγγραφείς. Από το 1939 ως το 1963 έζησε στην Αλεξάνδρεια και εργάστηκε ως διευθυντής βυρσοδεψείου (έφυγε για λίγους μήνες το 1942 όταν ο Ρόμμελ απείλησε την πόλη). 
Το 1943 έγινε καθοδηγητικό στέλεχος του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η γνωριμία του με το Γιώργο Σεφέρη. Το 1961 διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε., καθώς αρνήθηκε να αποκηρύξει το έργο του Η Λέσχη, που είχε εκδοθεί λίγο νωρίτερα. Το 1963 έφυγε για την Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έγινε μέλος του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Το 1969 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. εσωτερικού και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στη σύνταξη του αντιδικτατορικού τόμου 18 Κείμενα με το διήγημα Αλλαξοκαιριά. Συμμετείχε επίσης στον τόμο Νέα Κείμενα (1970) και στα Νέα Κείμενα2. Πέθανε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο σε ηλικία 69 χρόνων από ανεύρυσμα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Έλλην - αργότερα όργανο του ΕΑΣ -, Κυπριακά Γράμματα, Ελεύθερα Γράμματα, Αλεξανδρινή Λογοτεχνία, Πάροικος, Φωνή, Επιθεώρηση Τέχνης, Αυγή, Ταχυδρόμος, Συνέχεια. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Βιογραφίας για το έργο του Ο Καβάφης και η εποχή του (1959) και Βραβείο Κριτικών και Εκδοτών της Γαλλίας (1972 για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες). Ο Στρατής Τσίρκας τοποθετείται ανάμεσα στη μεσοπολεμική και μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής πεζογραφίας και το έργο του συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τη γενέτειρά του, στις οποίες πήρε ενεργό μέρος. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1927 με μεταφράσεις των Μυσσέ, Χάινε και Σίλλερ στα περιοδικά Μπουκέτο και Οικογένεια και τη δημοσίευση του πρώτου του πεζογραφήματος με τίτλο Το Φεγγάρι στο περιοδικό Παναιγυπτία. Το 1930 δημοσίευσε το πεζογράφημα Μεσημεριάτικο στο περιοδικό Πρωτοπορία και το πρώτο του ποίημα, με τίτλο Pot pouri , στο περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε με τον Κ.Π. Καβάφη. Το 1937 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Φελλάχοι, όπου υπέγραψε για πρώτη φορά με το όνομα Στρατής Τσίρκας. Ως το ξέσπασμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ασχολήθηκε με την ποίηση και το διήγημα. Γνωστός έγινε κυρίως μετά την έκδοση της βιογραφίας Ο Καβάφης και η εποχή του και της μυθιστορηματικής τριλογίας Ακυβέρνητες Πολιτείες, που δίχασαν τους κριτικούς και λογοτεχνικούς κύκλους και προκάλεσαν ζυμώσεις στο χώρο της αριστερής διανόησης. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. http://www.ekebi.gr/




ΒΙΝΤΕΟ -"Εποχές και Συγγραφείς": Στρατής Τσίρκας






ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ - ΤΡΙΛΟΓΙΑ 

Οι "Ακυβέρνητες Πολιτείες" απαρτίζονται από τρεις τόμους: "Η λέσχη" (1961), "Αριάγνη" (1962), "Η νυχτερίδα" (1965). Η δράση τοποθετείται αντίστοιχα στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια. Ένα μυθιστόρημα που τιθασεύει αριστοτεχνικά μια χειμαρρώδη ιστορική ύλη, δίνοντας ανθρώπινη φωνή στο έπος και στο δράμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ώρα που κρινόταν το μέλλον των λαών και παίχτηκε στα ζάρια η τύχη της Ελλάδας. Χάρη σε ποικίλες αναδρομές, η τριλογία ζωντανεύει και προγενέστερες περιόδους, από τον Μεσοπόλεμο, τον χλωρό παράδεισο της εφηβείας με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα κάποιων ηρώων, ως την παλιά Αίγυπτο, ανακαλώντας μνήμες προγόνων. Το έργο κορυφώνεται με την εξέγερση του Στρατού και του Στόλου, το κίνημα του Απρίλη 1944 και τη δραματική καταστολή του, ενώ, με τον επίλογο του γ΄ τόμου, μεταφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη μετά τον Εμφύλιο, το 1954, όπου ακούγεται ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ για τους χαμένους αγωνιστές.
Ωστόσο, ο Τσίρκας δεν έγραψε χρονικό, αλλά έργο τέχνης. Ιστορική ακρίβεια και φαντασία σπάνια δένονται σ' ένα τόσο αρμονικό σύνολο. Κινώντας στιβαρά μεγάλους όγκους, καταγράφει ευαίσθητα τις απηχήσεις των γεγονότων στη συνείδηση και στις σχέσεις των ανθρώπων, πλάθοντας ολοζώντανες μορφές που θα μείνουν στο πάνθεον των μυθιστορηματικών ηρώων. Πολιτικές μηχανορραφίες, αχαλίνωτες φιλοδοξίες μέσα στη δίνη του πολέμου, αλλά και ωραία όνειρα και περίσσευμα ανθρωπιάς και γενναιότητας δίνουν το στίγμα των "Ακυβέρνητων Πολιτειών", όπου ο έρωτας, κυρίαρχος, τυλίγει και ξετυλίγει το νήμα μιας συναρπαστικής πλοκής. Παράλληλα, με την πολυφωνία της αφήγησης και άλλες νεωτερικές τεχνοτροπίες, ο συγγραφέας κατορθώνει να συγχωνεύσει τον μοντερνισμό με την παράδοση. Ένα μεταιχμιακό έργο, που σφράγισε τα ελληνικά γράμματα σ' αυτό τον "σύντομο 20ό αιώνα". (Χ.Π.)



Η ΛΕΣΧΗ - Απόσπασμα 

«Από τη μέρα που έπαψα τις σχέσεις με τις κομμένες κεφαλές (τις ακούω μόνο μέσα στον ξυπνό εφιάλτη μου), είμαι σαν πελαγωμένος. Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Πασχίζω από κάπου να πιαστώ. Η ζωή μου σκόρπισε σαν τα κεχλιμπάρια που τους κόπηκε η κλωστή. Δεν έχει συνοχή μήτε βάρος. Άλλοτε σκέψεις και πράξεις περπατούσαν μαζί, για τον ίδιο στόχο. Ζούσα γυρισμένος τα μέσα έξω, αυτό ναι, αλλά ήμουν εγώ, σουλουπωμένος άνθρωπος. Από πού ερχόμουν και πού πήγαινα, το ήξερα. Δεν είχα ψευδαιστήσεις. Ήμουν σαν πετραδάκι μέσα σ’ ένα μωσαϊκό «εν τω γίγνεσθαι». Αυτό μου θυμίζει το λόγο που μου πέταξε μια κομμένη κεφαλή όταν σηκώθηκα να φύγω: «Από δω και πέρα είσαι ένα σκατωμένο πετραδάκι». Πού είναι το σωστό; Κι αφού έχω δίκιο, γιατί να νιώθω σα...»

(Κέδρος, 1961, σελ. 27-28)  http://www.kedros.gr/





ΑΡΙΑΓΝΗ  - Απόσπασμα

 Η ΑΡΙΑΓΝΗ (1962) είναι το δεύτερο από τα τρία βιβλία που αποτελούν το μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (1911-1980). Τα άλλα δυο είναι: Η Λέσχη (1960) και Η νυχτερίδα (1965). Η δράση εκτυλίσσεται. διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία: ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης, ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί στην Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερής οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Οι πολιτικές συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των παροικιών, καθώς και το κοσμοπολίτικο κλίμα της Μέσης Ανατολής κυριαρχούν στο μυθιστόρημα.
Στο απόσπασμά μας ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και φιλοξενείται στο σπίτι μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, που ο γιος τους Μιχάλης είναι φίλος του. Η Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που έχει πλάσει ο Τσίρκας.

- Ώστε τραυματίας του Αλαμέιν* είπε ο Διονύσης που η παρουσία του Σταμάτη τον έκανε ομιλητικό.
- Όχι ακριβώς, είπε ο ξένος. Ήταν ένα ηλίθιο ατύχημα στην Κυρηναϊκή. Πήγα και χώθηκα κάτω από τις βόμβες που άδειαζε ένα γερμανικό μεταγωγικό από το φιλιστρίνι του. Δεν ήμουν καν σε υπηρεσία.
- Σα να λέμε παράσημο γιοκ.
- Παράσημο; Μήτε το σκέφτηκα. Εσείς τι πήρατε για τη σφαίρα που φάγατε;
- Α, σου το 'πε ο Μιχάλης;
- Και είναι μάλιστα πολύ περήφανος.
Η Αριάγνη σήκωσε τους ώμους, αλλά δεν είπε τίποτα.
- Φαίνεται πως η μάνα έχει άλλη γνώμη, παρατήρησε πειραχτικά ο Σταμάτης.
- Η μάνα σου για πολλά πράγματα έχει αλλόκοτες γνώμες.
Η Αριάγνη δε μίλησε. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το Νίκο και τον πήγε στην πόρτα. Εκεί γονάτισε για να του φορέσει το παλτό.
- Καλά που δεν ήμουν με τους απεργοσπάστες όταν πληγώθηκα, είπε ο
Διονύσης κοροϊδευτικά. Θα 'μαστε στα χωρίσματα από τότε.
- Μα ποια είναι η διαφορά σας; ρώτησε ο ξένος.
- Την απεργία εγώ την οργάνωσα. Ήταν κανένα χρόνο μετά που τέλειωσε ο άλλος πόλεμος. Δούλευα σ' ενός Ελβετού, ζαχαροπλαστείο και μπαρ με δυο υποκαταστήματα. Όλα τα χρόνια του πολέμου κέρδιζε λεφτά με τη σέσουλα. Όταν άρχισαν να φεύγουν οι στρατοί, σκέφτηκε να κάνει οικονομίες. Σιγά σιγά, δίχως να το καταλάβουμε, μας έβαζε δίπλα για βοηθό κι από έναν ιθαγενή. Αυτοί, καταλαβαίνεις, γομάρια, ό,τι και να τους δώσεις σου λένε κι ευχαριστώ. Να μη στα πολυλογώ του το 'βαλα κοφτά. Μουσιού Ζακέ, του λέω, εδώ δεν είναι αστεία, παίζεται το ψωμί των παιδιών μας. Αν ως το Σάββατο δε διώξεις τους αραπάδες, την Κυριακή θ' απεργήσουμε. Την Κυριακή μαζευτήκαμε έξω από το κεντρικό, γκαρσόνια, σερβιτόροι, μπάρμεν,μαιτρ-ντ' οτέλ, Γραικοί και Ιταλοί. Είχε φέρει ο καλός σου αστυνομία κι έζωσε το κατάστημα. Μέσα, μαζί του, είχε μείνει μόνο ένας Γραικός, ένας Θωμάς, όνομα και πράμα, ευνοούμενός του. Βγήκε ο μπαγάσας στην πόρτα και μου φώναξε: «Διονύση, έλα στα συγκαλά σου, εδώ θα χυθεί αίμα». Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο Συνδικάτο να δούμε τι θα κάνουμε. Πέρασαν έτσι τρεις μέρες. Ο Ελβετός πήρε σβάρνα τα μπερμπερίνικα καφενεία και προσλάμβανε μαύρους. Και τώρα; είπαμε. Μαζευτήκαμε πάλι μπρος στο κεντρικό και φωνάζαμε: Προδότη, παραδόπιστε, σουνετεμένε! Ένας Ιταλός, είχε φέρει μαζί του μια κάμα, καλαμπρέζικη: «Αβάντι φρατέλλι Κριστιάνοι» λέει και προχωράει καταπάνω στους χωροφύλακες. Βγήκε πάλι ο Θωμάς με το πιστόλι του Ελβετού στο χέρι. Οι δικοί μας κώλωσαν. Εγώ, το Θωμά τον ήξερα καλά. Του είχα βαφτίσει ένα παιδί και την πρώτη μέρα της απεργίας μού τον είχε στείλει τ' αφεντικό για να μ' αγοράσει. Λέω μέσα μου: Μπα, δε του πάει η καρδιά να τραβήξει. Και προχώρησα. Μόνος μου. Τότε μου την έφεξε στο μερί κι έπεσα κάτω.
- Δεν προσπαθήσατε να τραβήξετε στην απεργία και τους μπερμπερίνους; ρώτησε ο ξένος.
- Να τους κάνουμε τι; Για να τους ανοίγουμε τα μάτια; Και τι νόημα θα είχε τότε;
- Πώς φαίνεσαι πως έρχεσαι απ' έξω, είπε ο Σταμάτης. Εδώ δεν είναι Ελλάδα. Ο ντόπιος θέλει κουρμπάτσι για να σε φοβάται, αλλιώς χάθηκες.
- Για σταθείτε, είπε ο ξένος. Μπορεί να είμαι καινουριοφερμένος, μα την ιστορία του εργατικού κινήματος στον τόπο σας θαρρώ πως την ξέρω. Δεν είναι στα 1899 που κατέβηκαν οι τσιγαράδες του Βαφειάδη και του Μελαχροινού, Αραπάδες κι Ευρωπαίοι μαζί και την κέρδισαν την απεργία; Και στα 1911 πάλι οι τσιγαράδες στην Αλεξάντρεια δε νίκησαν, επειδή αρνήθηκαν να χωριστούνε σε ντόπιους κι Ευρωπαίους;
- Στα 1911 δεν είχα ακόμα γεννηθεί, έκανε χωρατεύοντας ο Σταμάτης.
- Κυρά, είπε ο Διονύσης στην Αριάγνη. Τι τον αγριοκοιτάς έτσι; Σωστά λέει το παιδί. Κι ύστερα άλλο τσιγαράς κι άλλο γκαρσόνι. Οι τσιγαράδες είναι, πώς να το πω, εργάτες, χέρια. Τ' αφεντικό δε σε ρωτάει αν είσαι ψηλός, κοντός, κακοσούσουμος, ξέρεις γλώσσες, έχεις τρόπους. Μετράει με τη χιλιάδα και σε πληρώνει. Ενώ το γκαρσόνι είναι άλλο πράμα: Πληρώνει πρόσωπο, με καταλαβαίνεις;
- Και πώς τελείωσε η απεργία; ρώτησε ο ξένος.
- Με συμβιβασμό. Ήρθε στο νοσοκομείο και με βρήκε κάποιος Μίστερ Μπράουν, της Μυστικής.Για να γλιτώσει το Θωμά, κατάλαβες, να μη του κάνω μήνυση. Τα έξοδα και τα μεροκάματα τα 'παιρνε απάνω του τ' αφεντικό. Μ' αυτόν λοιπόν το Μίστερ Μπράουν το δουλέψαμε το ζήτημα και βρήκαμε λύση. Οι μπερμπερίνοι δε θα παύανε, μόνο θα μπαίνανε κάτω από τις διαταγές των γκαρσονιών. Εμείς θα τους προσλαμβάναμε, εμείς θα πλερώναμε, εμείς θα τους παύαμε όταν δεν μας έκαναν. Φυσικά και τα πουρμπουάρ τους εμείς τα εισπράτταμε. Τ' αφεντικό δεν είχε πια να κάνει τίποτα μαζί τους. Ήταν δικοί μας υπηρέτες.
- Σπουδαίο κεφάλι αυτός ο Μπράουν, είπε ο ξένος.
- Το γελάς; Και βέβαια ήταν σπουδαίος. Απόδειξη πως η λύση του βαστάει ως σήμερα. Φυσικά, στα καφενεία που οι ιδιοχτήτες τους είναι αραπάδες δεν ανακατευόμαστε. Αλλά ποιος Ευρωπαίος πηγαίνει στα καφενεία τους; Μόνο κάτι ξεπεσμένοι.
- Και στο συνδικάτο δεν τους δέχεστε;
- Ποτέ. Αλλά μάθανε και κάνανε τώρα το δικό τους. Κάτι νεοτεριστές μάλιστα, σαν το γιο μου το Μιχάλη, λένε πως πρέπει να γίνει συγχώνεψη. Μα όσο ζει ο Διονύσης ο Σαρίδης τέτοιο πράμα δε θα το δουν.
- Αυτά είναι μεγαλοϊδεατισμοί, έκανε ο Σταμάτης ανάβοντας τσιγάρο.
Η Αριάγνη αμίλητη τράβηξε από μπρος του το άδειο πιάτο, τον έσπρωξε με τον αγκώνα για να της κάνει τόπο, έβαλε το πιάτο στην άκρη του τραπεζιού, και με την κόψη της παλάμης σκούπιζε μέσα τα ψίχουλα.
- Εσύ, Κυρά, τι λες; την πείραξε ο Διονύσης.
Η Αριάγνη τον κοιτούσε με τα μαύρα μάτια της και δεν έλεγε τίποτα.
Μάτια που σε κοιτούνε και δε σαλεύουνε. Μάτια που μαλώνουνε. Η βροχή δυνάμωσε κι ο κόσμος σκοτείνιασε. Το παιδί με την προβιά. Θα του κόψει τουλάχιστο να χωθεί σε καμιά πόρτα για να μη βρέχεται; Αχ, παιδί μου Σταμάτη, αχ Καλλιόπη και Ουρανία, αχ κύρη τους εσύ που τους τα έμαθες αυτά. Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω. Θα 'θελα να μη ζω. Να μη δούνε τα μάτια μου. Θα έρθει μέρα. Βλέπω κόσμο να στριμώχνεται στις προκυμαίες με βουνά γύρω τους τις βαλίτσες και τους μπόγους και τα στρώματα.* Και πίσω τους τάφοι γονιών, προγόνων, τάφοι μικρών παιδιών αφημένοι στο έλεος του Θεού. Δίχως καντήλι, δίχως έναν κουβά νερό να ξεδιψάσουν τα κόκαλά τους. Κι όλο το μόχθο, τις γιορτές, τις αγκούσες,  πενήντα, ογδόντα, εκατό χρόνων, να θαρρείτε πια πως τις παίρνετε μαζί σας γιατί καρφώσατε όπως όπως μέσα σε σανιδένια μπατάλικα σεντούκια τα έπιπλα και το ρουχισμό και τα σκεύη σας και τίποτε θυμητικά μικροπράγματα. Και θα νομίζετε πως μια και κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε σταθήκαν μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε. Γιατί θα τα ζεσταίνουν άλλα χνώτα, άλλα βλέμματα, άλλες φωνές. Μη χάνεστε κι ακούστε που σας λέω. Μια ζωή που έζησες, την έζησες, δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα σε ήλιους και βροχές, μέσα σ' ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μένουν πίσω σου και θα τ' αναζητάς. Θα τριγυρίζετε σαν άταφοι νεκροί που ζητούν ένα λάκκο να πέσουν μέσα να ξεκουραστούν. Και τα γουμάρια και το κουρμπάτσι θα βρίσκονται πίσω σας μίλια και σεις πια μήτε θα τα θυμόσαστε. Εγώ, θα λέτε, να ξεραθεί το στόμα μου αν είπα ποτέ τέτοιο λόγο. Μα τον είπατε, είναι γραμμένος στον αέρα, πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μέσα στις φυλλάδες που βγάζατε. Και τούτοι οι άνθρωποι, όσο πονετικοί κι αν είναι, πώς θέτε να τον ξεχάσουνε; Θα τον θυμούνται και θα σας τον θυμίζουνε και σεις θα μετανοιώνετε πικρά. Γι' αυτό σας λέω μη, μη όσο είναι καιρός.
 Θα λέτε: μάνα, και τούτη τη λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα είναι τσουκαρισμένο στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με τα χρόνια, γι' αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτιμής. Αυτού μέσα έπλυνα τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα. Πώς θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που αγοράζεις κόβοντας απ' το ψωμί σου, το καμαρώνεις, το προστατεύεις, γαντζώνεσαι πάνω του. Και το κουβαλάς, απ' το ισόγειο της Μπαλάξα  στο μονόροφο του λαβύρινθου  με τα πολλά καφασωτά κι από κει εδώ, κι από δω ποιος ξέρει πού, με τα μυαλά που πηγαίνετε. Ακούς εκεί, γουμάρια! Δεν τη θυμάστε φαίνεται τη λεκάνη γεμάτη ως τη μέση με το αίμα της Ουρανίας. Τη θυμάστε; Ήτανε νύχτα του Οχτώβρη, ζεστή. Το κοριτσάκι από τ' απόγεμα, σα γύρισε από το σκολειό, παραπονιόταν: Ένα βάρος, μαμά, στο κεφάλι μου. Τη βάλαμε κάτω και πλάγιασε νωρίς. Θατανε εννιά, θάτανε δέκα; Ο ποδηλατάς κάτω είχε στήσει το τάβλι στο φως της ασετυλίνης κι έριχνε μόνος τα ζάρια για να γυμνάζεται. Μαμά, φωνάζει η Ουρανία, έλα να δεις. Είχε ανοίξει η μύτη της, τα μαξιλάρια κόκκινα, το νυχτικό της έσταζε. Δεν είναι τίποτε, είπαμε, θα ξεθυμάνει ο πονοκέφαλος. Μα το αίμα έτρεχε βρύση, φέραμε το κοριτσάκι στο αντρέ, φέραμε τη λεκάνη και πιάσαμε τα ξίδια και τα μπαμπάκια. Σκύψε, παιδί μου, μέσα, όχι, όχι, καλύτερα πίσω το κεφάλι σου. Τι γάζες, τι μαντίλια γέμισε. Βρε Μιχάλη, λέω του μεγάλου, η βάρδια του πατέρα σου ακόμη δεν τελείωσε. Πετάξου σ' ένα τηλέφωνο και πες του να φέρει αμέσως γιατρό. Γιατρό, νύχτα, στο σπίτι; Έβαλε τα κλάματα ο Σταμάτης και πίσω του το Καλλιοπάκι. Η Ουρανία ήτανε σαν το πανί, σκυμμένη πάνω απ' τη λεκάνη, δεν ήθελε πια να γέρνει πίσω, γιατί το αίμα κατέβαινε στο στομάχι της και την αναγούλιαζε. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Πάει, το χάνω το παιδί, λέω μέσα μου. Βαστάτε της το κούτελο, τους λέω και πάω στα εικονίσματα. Έπεσα χάμω και χτυπούσα το κεφάλι στο πάτωμα. Παναγίτσα μου, έλεγα, όχι αυτό, είναι αθώο και τ' αγαπάει τόσο τα γράμματα. Και στο ράψιμο είναι καλό και τ' αδέρφια της τα πονάει κι είναι η αδυναμία του κύρη της. Μαμά, μου φωνάζουνε, τα χέρια της πάγωσαν. Κι ο Μιχάλης ξεχρόνιζε. Κι έφτασε κάποτε και νόμισα πως έφτασε ο Μεσσίας. Μα τι μου λέει; Ο πατέρας δεν πήγε απόψε καθόλου στη δουλειά. Ω, συμφορά, ω, ανάθεμα σ' αυτόν που έβγαζε τις τράπουλες. Κάνω έτσι κι όταν είδα τη λεκάνη γεμάτη στα μισά, μου ήρθε σαν τρέλα. Μπα, λέω, αδύνατο τόσο αίμα να είναι του παιδιού, θα 'χε τελειωσει. Αυτό είναι ξινισμένο κρασί απ' τη νταμιζανίτσα του μπαλκονιού. Το παιδί χάνεται, Αριάγνη! Άνοιξα τα παράθυρα. Σώστε, χριστιανοί, το χάνω μέσα από τα χέρια μου, φωνάζω. Από κάτω, κάτι μου λέγανε. Σκύβω, ήταν ο Γιούνες μ' εκείνο το σερσέμη τον πιανίστα το Γερμανό και χάζευαν το τάβλι του ποδηλατά. -Ομ Μεχάλη, τρέχει τίποτα;- Βρε Γιούνες, του λέω, σώσε, το παιδί μου τελειώνει. Ώσπου να το πω ήταν απάνω. Πλατς, πλατς χτυπούσαν τα γυμνά του πόδια στα πέτρινα σκαλοπάτια. Μια και δυο τη σήκωσε στα χέρια και δρόμο κάτω. Πίσω ο Μιχάλης με το παλτουδάκι της, για να τη σκεπάσει. Ξοπίσω τους εγώ με τις παντόφλες και τη νυχτικιά. Πού την πάει; Τρέχα με σαν τρελοί και δεν τον προφταίναμε. Κι από πίσω μας ο μαχαλάς ξεσηκωμένος να ρωτάει: Μα τι γίνηκε, φονικό; Ποιος είχε καιρό να τους εξηγήσει. Όταν φτάσαμε στη Μπουστάνι, τον χάσαμε. Αριστερά, πήρε την Νταουαουίν, μας λέει ένας περαστικός. Κατάλαβα, την πήγαινε στο φαρμακείο που διανυχτέρευε, αντίκρυ στο σαράι του Πασά. Την είχαν κιόλας ξαπλωμένη στο μουσαμαδένιο κρεβάτι. «Ψυχραιμία, κυρία μου», έλεγε ο φαρμακοποιός. «Μην κάνετε έτσι. Τώρα θα φτάσει ο γιατρός. Ευτυχώς κατοικεί από πάνω μας. Πήγε να τον φωνάξει. Μα πού το βρήκατε τέτοιο θηρίο; Κοιτάξτε πώς την έσπασε την πόρτα μου. Αφού τον είδα και του φώναξα έρχομαι, ήταν ανάγκη να την κλωτσήσει; Ποιος θα πληρώσει τώρα τα τζάμια;»
 Με το γιατρό άλλο ζήτημα. Τον κατέβασε με τις πυτζάμες. Και τον κρατούσε από το σβέρκο μπας και του φύγει. Μα εκεί το παράκαμνε. Γιατί ο γιατρός ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Μικροκαμωμένος, με μούσι, μιλούσε φαρσί τα ελληνικά, αν κι ήτανε Σαμλής ή κάτι τέτοιο. - Βρε, Γιούνες, του λέω, κατέβασε τα χέρια σου απ' το γιατρό, δεν ντρέπεσαι; - Ομ Μεχάλη, μού κάνει, άσε με να τελειώσω τη δουλειά κι ύστερα δείρε με.
 Έτσι το σώσαμε το κοριτσάκι. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι με τ' αμάξι που μας έφερε ο Γιούνες, και την πλαγιάσαμε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε, είδα τη λεκάνη πάνω στο τραπέζι: Θε μου, είπα, αυτό είναι το αίμα του παιδιού μου, πώς να το χύσω στο νεροχύτη; Μα κι αυτό το έκανα κι όταν γύρισε ο κύρης της, ξημερώματα πια, το σπίτι ήτανε συγυρισμένο κι όλα τα παιδιά κοιμόντουσαν σα να μην είχε γίνει τίποτα. - Το γουμάρι, του κάνω, ο ξιπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. - Ποιος, τι; Κι όταν του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; - Κι άφησες αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;
 Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί σας; Τίποτα!


Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ - Απόσπασμα 

Μα το χλωρό παράδεισο των παιδικών ερώτων, τον ξαναφέρνουν άραγε παράπονα και δάκρια;
Κι ύστερα; Μηδέν. Εκεί σταμάτησε η προσπάθεια, η μόνη, να μεταφράσεις κάτι που νόμιζες, που νομίζεις ακόμα, πως αντιλαλεί με τ’ αναφιλητά μιας χαμένης αθωότητας. Τι σε σταμάτησε; Η γεύση του μάταιου; Ήταν στυφό να ξαναζείς με το μυαλό αυτό που δε γινόταν πια να νιώσεις με τα δάχτυλα. Ένα σπουργίτι, ζεστό μέσα στην ιδρωμένη παλάμη και λίγο τρεμουλιάρικο, βαθιά κάτω από τη μαύρη φανέλλα της παράδοξης μεταμφίεσης. Τα νυχτοπούλια κράζαν αθέατα πότε δω πότε εκεί, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Η καρδιά της, το άγριο ποδοβολητό, το κυνηγητό, που την παράδοσε ξεπνοϊσμένη μέσα στο σκοτάδι, ν’ αντιστέκεται, να σε τραβάει πάνω της κι αμέσως να σε σπρώχνει πίσω. Κι εσύ, παιδί, αδέξιος. Κι εκείνη να τινάζεται, να ξεσπάει σε κάθε κρωξιά.
Και τώρα τι· με την πέννα στο χέρι μέσα στο έρημο σπίτι σου· τι σκαλίζεις, τι σκάβεις, πού γυρεύεις να βγεις; Όλα εδώ, είπες· εδώ πληρώνονται. Σάματις αυτός ο έσχατος εξευτελισμός του Τόνη να σε παρηγορεί γιατί πολύ πόνεσες, γιατί πολύ τον ζήλεψες. Και είναι δίκαιο να ρωτιέσαι τώρα ποιος έφταιξε, ποια μοίρα, ποια σύμπτωση, ή μήπως η ανατροφή; Και πώς ο Τόνης, που ξεκίνησε με τόσα προσόντα, να καταντήσει αυτού, ποιος φταίει, αν έφταιξε κανείς. Και τούτο: Ποιος βγήκε κερδισμένος απ’ τους δυο σας τέλος πάντων; Τι να την κάνεις την ανθρωπιά σου, τα βιβλία, τις πίπες, τους πίνακες, τους δίσκους; Την ατσαλάκωτη αξιοπρέπεια, το χαίρει βαθυτάτης εκτιμήσεως παρά τη αλεξανδρινή κοινωνία; Για κείνον ξημεροβραδιαζόταν κουλουριασμένη μέσα στα φύλλα, για κείνον ξέσκιζε τα μάγουλά της μέσ’ στο μεγάλο φως του καλοκαιριού, για κείνον εσακάτεψε τα ωραία της νιάτα. Αυτά, όσο και να μην τους έδοσε ποτέ του μιας δεκάρας σημασία, κανείς δεν του τα παίρνει, για κείνον έγιναν. Πάνε πόσο, τρία χρόνια που τον είδες την τελευταία φορά; Πότε τορπίλισε ο Μουσολίνι την «Έλλη»; Ξέρεις, του είπες, φαίνεται πως μπορούμε να μάθουμε πού κάθεται η Τάδε. Α, ρε φιλόσοφε, σου κάνει, ακόμα το θυμάσαι κείνο το μαυροτσούκαλο;
Κι ήταν ωραίος, άλλοτε. Σαν ημίθεος μοιάζει εκείνο τ’ αξέχαστο καλοκαίρι, δυο χρόνια μετά την Καταστροφή. Ο ήλιος του απογέματος χρυσώνει τα μαλλιά του και το χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι. Τα πόδια του ως απάνω στα μεριά ψημένα μαύρα από τους ήλιους και τη θάλασσα. Μπλε κοντομάνικο πουκάμισο, χακί παντελονάκι σπορ, ζώνη προσκοπική, και σάνταλα. Σου χαμογελάει, σίγουρος πως δεν είσουν άξιος να βρεις μια θέση παρά στην άκρη του τελευταίου βαγονιού. Κι ύστερα σηκώνει το χέρι και σου φωνάζει: Παράσχο! Κι εσύ ξεχνάς τι σχεδίαζες τέσσερις ώρες μόνος μέσα στο τραίνο και ξεφωνίζεις: Τόνη, Τόνη, εδώ! Πολύ τον αγαπάς, δεν κρύβεται. Πρώτος σου ξάδερφος, είσαστε σχεδόν συνομίληκοι, σε περνά κανένα χρόνο, εκείνο το καλοκαίρι έκλεινες τα δεκατέσσερα.
[…]
[πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η Νυχτερίδα. Μυθιστόρημα, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1965, σ. 57-59]

ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου