Αιμίλιος Ριάδης (13 Μαΐου 1880 - 17 Ιουλίου 1935)

 

Ο Αιμίλιος Ριάδης (13 Μαΐου 1880 - 17 Ιουλίου 1935) είναι από τους σημαντικότερους συνθέτες της Ελληνικής Εθνικής Σχολής και αξιόλογος ποιητής. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χάινριχ Κου ή Χου και χρησιμοποίησε αρχικά το ψευδώνυμο Αιμίλιος Χ. Ελευθεριάδης, το οποίο μετέπειτα άλλαξε σε Αιμίλιος Ριάδης. Γεννήθηκε το 1880 και πέθανε το 1935 στην Θεσσαλονίκη.

Ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη τις σπουδές του στο πιάνο και στα θεωρητικά ως μαθητής του Δημητρίου Λάλλα (μαθητή του Βάγκνερ), τις οποίες και ολοκλήρωσε στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών Μονάχου το 1910. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, έζησε στο Παρίσι όπου μελέτησε με τον Γκυστάβ Σαρπαντιέ και τον Μωρίς Ραβέλ. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη διορίστηκε αρχικά ως καθηγητής πιάνου και μετά το 1918 ως υποδιευθυντής του ΚΩΘ, όπου και παρέμεινε έως τον θάνατό του. Το 1923 του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Τέχνης και Επιστήμης.

Ο Ριάδης και το τραγούδι (ληντ)

Τα τραγούδια του Ριάδη αποτελούν συμπυκνωμένα αριστουργήματα και αυτός είναι ο λόγος που συχνά παρομοιάστηκε με τον Ούγκο Βολφ και τον Μοντέστ Μουσσόργσκυ. Έγραψε περίπου 200 σειρές τραγουδιών, στα οποία ο ίδιος έχει γράψει και τους στίχους, ανέκδοτα και τυπωμένα. Από τα ανέκδοτα, εκτός από τον "Βιβλικό Χορό" και τα "Ελληνικά Τραγούδια" που έχουν τίτλο, υπάρχουν 12 σε δική του ποίηση, 6 σε ποίηση Γρυπάρη, 7 σε ποίηση Βαλκλέρ, 3 σε ποίηση Ερεντιά, 3 σε ποίηση Π. Ρονσάρ και 2 σε ποίηση Πωλ Φορ.

String Quartet No.1 in G/ Κουαρτέτο Εγχόρδων Αρ.1 σε σολ

Εργογραφία

Σκηνικά Έργα: "Γαλάτεια", "Ο πράσινος δρόμος", "Σαλώμη", "Εκάβη", "Ο Ρικές με το τσουλούφι".
Μουσική Δωματίου: "Νανούρισμα σε λα ελάσσονα", "Δύο Σονάτες για τσέλο και πιάνο", "Δύο σονάτες για τέσσερις", "Δύο κουαρτέτα εγχόρδων".
Για Ορχήστρα: "Επίκληση στην Ειρήνη", "Αγροτική Συμφωνία", "Οι τρεις χοροί ρωμέικοι", "Εγκώμιο στον Ραβέλ", "Μακεδονικές Σκιές".
Θρησκευτικά Χορωδιακά Έργα: "Ιερά Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου", "Μικρά Δοξολογία", "Χριστός Ανέστη", "Ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής"

Τυπωμένα
"Chansonette Orientale"
"Γιασεμιά και Μιναρέδες"
"Ράικα"
"Η οδαλίσκη"
"Νανούρισμα"
"Πέντε Μακεδονικά Τραγούδια"
"13 Μικρές ελληνικές μελωδίες"
"12 ελληνικά και 3 αλβανικά δημοτικά τραγούδια"
"5 χορευτικά τραγούδια"
"2 χορευτικά τραγούδια"
"9 μικρά ρωμέικα τραγούδια"
"3 μοιρολόγια"

Ποιητικές Συλλογές

1907: "Σκιαί και Όνειρα",
1920: "Το Πέρασμα των 2 Αγαπημένων", το "Μακεδονικόν Ημερολογίον" και "Μία Ιστορία της Μουσικής".


Νανούρισμα/ Lullaby for violin and piano (1908)

ΠΟΙΗΜΑ -   Το τραγοῦδι τοῦ Κούνβαρ

Βέβαια, μάγια καὶ γητιὲς θάρριξες, Γκόη,
κι ὅλα τὰ σαραγκὶ καὶ τὰ σαντούρ,
ὕμνο γιὰ σένα ὁλημερὶς βαροῦν ἢ μοιρολόϊ,
γύρω καὶ μέσα στὴν Ἀνανταπούρ.—

Καὶ ξεγελᾶν τὸν Κούνβαρ ποῦ στ’ ἀχνάρια τους, καβάλλα
πάνω σὲ κάτασπρον ὁλόχρυσον ἐλέφα,
ἔρχεται μὲ ζουρνάϊ γλυκό, μ’ ἀλύγιστη πάλα,
ταμποῦρι τὴν ἀποθυμιὰ νὰ στήση, χρυσογνέφα,

ἀγνάντι σου ἢ μάχη ἢ σκοπό... Γι’ αὐτό, τ’ ἀσκέργια,
ὅπλα βαστᾶνε τὰ μισὰ καὶ τ’ ἄλλ’ ἀκολουθᾶνε
μὲ βίνες, μὲ ρεμπάμπ, μὲ σαραγκὶ στὰ χέργια
κι’ ἀνέμου σάλαγο σὲ πεύκων κλώνια, πᾶνε...

Μέσα στὴν πόλι Ἀνανταποὺρ κλαγγὴ πολέμου κλώθει
κ’ οἱ πόρτες της κατάκλειστες στοῦ Κούνβαρ τὸν ἐλέφα.
Ντο, ρέ, φα—κι’ ὅσο σίμωνε βογγίνα ὀχτροῦ—ντο, ρέ, φα,
σηκώθηκε σὰ κορνιαχτό, βουὴ λαοῦ, μελισσολόϊ,
καὶ πέφτει ὡς τρίζουνε πορτιὰ μὲ τ’ ἀτσαλένιο μάνταλο
καὶ σειοῦνται τὰ μουράγια
στοῦ Κούνβαρ τὰ προστάγματα, τοῦ Μαχαράγια.
Κι’ ὡς βγῆκ’ ὁ ἥλιος τοῦ χαμοῦ ἀπάνω της κι’ ἁπλώθη,
ἀχτίνες ξαφνικοῦ κακοῦ, τὰ βέλη σποῦν ὁλοῦθε.
Μὰ πρὶ στὰ αἵματα βαφῆ χρυσοπλεμμένο σάνταλο,
πάνω ἀπ’ τὶς τρικυμιὲς γλυκόφωτο ἄστρο,
βιαστικὰ ἐπρόβαλε στὶς πολεμίστρες τὶς ψηλές,
—καὶ ποῦ μποροῦσε ἀλλοῦθε;—
φεγγοβολῶντας πέρα ἀπὸ ψυχὲς
ἢ μάτια... Ἡ Γκόη!..
Κ’ ἔτσι, δὲν πάρθηκε τὸ κάστρο.

Πέφτει ὡς τόσο ἡ χλαλοή, σκορποῦν οἱ θρῆνοι,
κ' οἱ δυό, ὁ ἕνας τους στὸν ἄλλο μνήσκει ἀντίκρα.
Κι' ὤ! τραγωδίας ξύπνημα καὶ Θάνατε καὶ Πόθε!
Τραγοῦδι, ποῦ χτυπᾶς βαρειὰ στὰ τείχια πέρα, δῶθε
σὰ μιᾶς ἀνάβρας ξέσπασμα ἢ σὰ μιᾶς ζήσης τέλος—
Στὶς πολεμίστρες ἀμίλητη πομένει πάντα Ἐκείνη,
στὸ σαϊτόχορδο ἔχοντας τ' ἀνθρωποχτόνο βέλος,
κι' ὅλα βαρειὰ σὰν ἔρωτας φαντάζουν, κι' ὅλο πίκρα!
Κ' ἔτσι, καταμεσῆς ἀπ' τὰ πιστὰ τ' ἀσκέργια,
ἤχοι ἀνάλαφροι, πνοὲς ἀπ' τὰ παιγνίδια βγαίνουν.

Ἴδιο τραγουδιστὸ φῶς φεγγαριοῦ ἡ ραβανάστρα,
πάνω σὲ λόγια ποὺ λυγοθυμᾶν στὰ χείλια καὶ πεθαίνουν,
κι’ ἡ Γκόη, ἀγήτευτη δὲ μνήσκει πειὰ στ’ ἄπαρτα κάστρα.
Τὸ νοιώθει, καὶ σὰ ν’ ἄρχιζε σουρμένο μοιρολόϊ,
τ’ αὐτιά της κλεῖ ἀργὰ- ἀργὰ μὲ τὰ δυὸ χέργια,
καὶ τῶν χεργιῶν τ’ ἀνέβασμα αὐτό, χαμοῦ ἦταν σημεῖο...
Κι’ ὅμως, δὲν πάρθηκεν ἡ Γκόη.

Τώρα, σὲ μιά, ὁ γυρισμός, ψυχὴ παληκαρίσια,
δίνει ὁράματα μορφιᾶς ἀσάλευτης γι’ ἀγῶϊ.
Σὰ φλόγα τώρ’ ἀκοίμητη τὸν παραδέρνει αὐτόνα,
ἄλλος διπλὸς πρωτόφαντος, στεῖρος ἢ πλάστης πόνος,
Ἕνας, αὐτῆς π’ ἀντίκρυσε κ’ ἕνας δικός του, δύο.
Περιπλοκάδα ὁ στρατός, κεντᾶ τὴ στράτα ἴσια.
Κ’ οἱ περπατιάρικες στιγμὲς ποὺ ροβολᾶν μπροστά του,
σὲ κόσμους ξένους δείχνουν του, πὼς παραδέρνει μόνος.
Κι’ ἔτσι, σκιὲς ἀπέραντες, σὲ ἰδανικὴ μιὰ χλόη
ἁπλώνουνται στό αἰθέριό του αυτὸ βασίλεμμά του,
τ’ ἀγνάντεμά τους.. ὁ χαμός... τ’ ὄνειρο τ’ ὥνα.
Ἔχε γειά, Γκόη.


5 Χορευτικά Τραγούδια / 5 Dance Songs (lieder)

ΠΕΖΟ - ΠΩΣ ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΩ

— Εἶναι καιρὸς πειὰ νὰ μάθης κολύμπι...

Αὐτὰ μοὔλεγε καὶ μοῦ ξανάλεγε μ’ ὅλη τὴ χαριτωμένη ἀπερισκεψία τῶν σαρανταπέντε της χρονῶν, ἡ θείτσα Βαγγελούδα ὅπως τὴ φωνάζαμε, μιὰ ἀνύπαντρη ἐξαδέλφη τὴς μάνας μου.

Σωστὰ καὶ ἅγια τὰ λόγια της, ἐξὸν ἀπὸ κεῖνο τὸ «πειὰ» τὴς στερεότυπης φράσης της, ποὺ δὲν εἶχε καθόλου τὸν τόπο του στὴν κουβέντα, γιὰ τὸν λόγο πῶς τότε δὲν θάμουνα παραπάνω ἀπὸ ἕξη χρονῶ.

Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, ὅσο ἀπίστευτο κι’ ἄν φαίνεται τὸ πρᾶγμα, εἶχα τὴν ἰδέα πῶς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, ἀπὸ τότε ποὺ θὰ εἶχα γεννηθεῖ, τ’ ἄκουα ταχτικὰ αὐτὸ τὸ «νὰ μάθης πειὰ κολύμπι» δηλαδὴ κάθε καλοκαῖρι, ὅταν μ’ ἄλλα λόγια ἡ ἐξαδέλφη τὴς μάνας μου κατέβαινε ἀπ’ τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Μακεδονίας γιὰ δυὸ τρεῖς μῆνες νὰ μᾶς ἰδῆ καί, μιὰ ποῦ εἴχαμε τὴ θάλασσα στὴν αὐλή, νὰ κάνη καὶ τὰ τριάντα της μπανάκια, ποὺ κατὰ τὴ συνήθειά της διπλασιάζονταν καὶ ἐτριπλασιάζονταν.

Γιατὶ ἡ θεία μου εἶχε τὴν λατρεία τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ, τοῦ ὡραίου μαβιοῦ νεροῦ, ποὺ τὴς χάριζε τὸν ἀπέραντο παλμὸ τῶν πλατειῶν ὠκεανῶν, τὸν παλμὸ κάθε θάλασσας, κάθε πελάου κι’ ὅλης μαζὶ τὴς οἰκουμένης...

Σὰν ἔφτανε ἀπ’ τὸ τραῖνο σπίτι μας, προτοῦ ἀκόμα σβύση ἡ ἴδια λαχτάρα ποὺ τὴν ἔκανε νὰ μᾶς ἁρπάξη καὶ νὰ μᾶς σφίγγη ἀχόρταγα στὴν ἀγκαλιά της, ἔτρεχε γραμμὴ στὴν κουζίνα κι’ ἀπὸ ἐκεῖ βρισκόνταν μ’ ἕνα πήδημα στὴν αὐλή, καί, νάτην μπροστὰ στὸ γιαλό... Κι’ ἀφοῦ μὲ τὰ πολλὰ χόρταινε πειά, γυρνῶντας κατὰ μέ, μοῦ πέταγε, χωρὶς νὰ σκεφθῆ πῶς στὸ μεταξὺ εἶχε μεσολαβήση χειμῶνας, τὴν καθιερωμένη ἀπερίσκεφτή της φράσι...

Τὴν ἀγαποῦσα κι’ ἐγώ τὴ θάλασσα μὲ παιδιάστικον ἐνθουσιασμό, ἴσως ὄχι ὅλως διόλου ἀπηλλαγμένον κάποιας λαιμαργίας γιὰ τὰ ὡραῖα της μύδια, στρείδια καί, ἴσως πολὺ περισσότερο γιὰ τὰ καβούρια, τὰ χτενάκια, τὶς δυσπερίγραπτες πίνες καί, πρὸ πάντων, γιὰ τοὺς ἀχινούς της... Θεέ μου! τοὺς ἀχινούς Χώρια ὅμως ἀπὸ δαῦτα, τρελλαινόμουν νὰ ξαπλώνουμαι ὁλόγυμνος πάνω στὴν ἥσυχη ἀκρογιαλιά, μὲ τὸν κοσκινισμένο ἀπ’ τὶς μανίες τοῦ Κυρίου χλιαρὸ ἄμμο καὶ νὰ δέχουμαι στὸ πρόσωπο, τὸ κατάβρεγμα ἀπ’ τὰ διάφαια κυματάκια, ποὺ φάνταζαν μέσα μου σὰ χαμόγελα τοῦ ἀπέραντου μαγευτικοῦ πελάου, τὴς ἀπέραντης νεανικῆς ὠμμορφιᾶς ἀθάνατος κατοπτρισμός.

Ἔτσι ἔννοιωθα τὴ θάλασσα ἐγώ.

Ὁμολογῶ πῶς τὰ βαθειὰ νερὰ δὲν ἦσαν καθόλου τοῦ γούστου μου. Αὐτὸ θἆταν βέβαια ἡ αἰτία ποὺ θάμαζα τόσο πολὺ τὴ θείτσα Βαγγελούδα πού, μὲ τὸ κεφάλι χωμένο μέσα σ’ ἕναν κοῦκον ἀπὸ καραβοπάνι, τραβοῦσε στ’ ἀνοιχτά, μὲ μεγάλα, ὅλο θάρρος, ἀνοίγματα τῶν γερῶν της μπράτσων, φυσώντας σὰν ἄντρας καὶ σὲ λιγάκι φαινότανε σὰ μιὰ μικρούλα ἔμψυχη τάπα, ποὺ χοροπηδοῦσε χαρούμενα, πάνω στὴν ἀτέλειωτη γοητεία τοῦ πελάου.

Ἔτσι ἔνοιωθε τὴ θάλασσα ἡ θειά μου!

Κ’ ἐγώ, ἄχ! ἐγώ... Ὅσες φορὲς ἔκανε τὸ μπάνιο της, τὴν ἀκολουθοῦσα μόνο ὡς τὸ γόνατο μέσα στὸ νερό, τὸ πολὺ ὡς τὴ μέση. Ποῦ, νὰ χωθῶ πάρα μέσα. Κι’ ὅμως, μιὰ φορὰ ὡς τόσο, ξεγελάστηκα δὲ ξέρω πῶς, καὶ χώθηκα στὴ θάλασσα ὡς τὸ λαιμό Μὰ πετάχθηκα ἀμέσως στὰ ριχά, γιατὶ μοῦ φάνηκε πὼς κάποια δύναμι τεράστια, ἀπρόσωπη, ἀόρατη καὶ δολερή, προσπαθοῦσε μὲ τρόπο νὰ μὲ γραπώση ἀπ’ ὅλο μου τὸ κορμὶ καὶ νὰ μὲ ρουφήξη, γλούπ, ἀμέσως μέσα στὰ σκοτεινὰ της βάθια... Θυμᾶμαι μάλιστα μὲ πόσο κόπο κατώρθωσα νὰ ξεφύγω γιὰ νὰ ξαναύρω πάλι τὴν ἀμμουδιά μου μὲ τὰ διάφανα κυματάκια, ποὺ τόσο μοιάζανε μὲ τὸν κεντημένο γῦρο τῶν μεδουσῶν...

«Δὲ θὰ μάθης νὰ κολυμπᾶς» ἄκουα τώρα τὴ φαντασία μου, ποῦ ἔπαιρνε τὰ χοντρὰ λυγίσματα τὴς φωνῆς τῆς θειᾶς μου.

«Δὲ θὰ μάθης νὰ κολυμπᾶς...» Πολὺ καλὰ λοιπόν. ... Στὸν κόρακα λοιπόν... Ναῖσκε λοιπόν. Δὲν θὰ μάθαινα νὰ κολυμπῶ. Τὶ θέλεις ἄλλο! Αὐτὰ ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου Κι’ ὅμως, ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, σὰ μιὰ δύναμι γλυκειά, ἀκαθόριστη, ἀπρόσωπη καὶ πειστικιά μὲ τραβοῦσε δυνατὰ τὸ βαθύ, τὸ γαλάζιο νερό.

Θ’ ἄθελα κ’ ἐγὼ στὸ κάτω τὴς γραφῆς, νὰ δοκίμαζα γιὰ δυὸ στιγμές, τὶ εἶδος τρομάρα ἤτανε αὐτὴ ποὺ ἔδιδε τὸ εὐλογημένο αὐτὸ βαθὺ νερό... Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιαστῆ.

Δίπλα, ὁ γείτονάς μας κὺρ Δημητρὸς ὁ Σιαρέφας, Θεὸς σχωρέστονε, εἶχεν ἀποφασίση νὰ μολώση τὴ θάλασσα καμμιὰ πενηνταριὰ μέτρα βάθος. Εἶχε μάλιστα βάλη καὶ τὴ οχετικὴ σκαλωσιά, ἕνα πρᾶγμα σὰ πρωτόγονη ἐξέδρα στὸ νερό, δηλαδὴ μερικὰ ἁπλὰ παλούκια ποὺ δένονται τὸ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο μὲ σανίδια. Κ’ ἔτσι τὸ λοιπό, ἕνα μεσημέρι, χωρὶς νὰ μὲ πάρη κανένας μυρουδιά ἀνέβηκα ἀπάνω σ’ αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο πρᾶμμα καί, περιπατῶντας ἕνα-ἕνα τὰ σανίδια στὸ μάκρος τους, ἔφτασα ὡς τὴ μέση.

Ἐκεῖ κοντοστάθηκα λιγάκι, μὰ λὲς νὰ φοβήθηκα νὰ γυρίσω πίσω, λὲς καὶ μ’ ἔσπρωχνε κάποιος δαίμονας, ἔφτασα στὴν ἄκρηα πατώντας τὸ τελευταῖο σανίδι, καὶ τότε γιὰ πρώτη βολὰ ξεθάρρεψα νὰ ρίξω τὸ μάτι μου κάτω στὸ βαθὺ μαβὶ νερὸ ποὺ μαύριζε ὅλο κακοὺς σκοπούς, στὸ βάθος.

Τρομάρα μου! Τὶ ἀφάνταστο βάθος!. Βέβαια στὴν πραγματικότητα δὲν θἆταν περισσότερο ἀπὸ δυὸ τρεῖς ὀργυιὲς νερὸ τὸ πολὺ-πολύ. Ἐμένα ὅμως μοὔκανε τὴν ἐντύπωσι ἑνὸς ἀτέλειωτου κατεβάσματος. Σωστὸς ἀναποδογυρισμένος οὐρανός!

Κι’ ἀμέσως σὰ νὰ τὴν εἶχα παραγγελιά, ἔτρεξεν ἡ προκομμένη μου σκέψι νὰ μοῦ σερβίρη ὅλα τὰ τρομερὰ καὶ φοβερὰ ἐκεῖνα θαλάσσια τέρατα ποῦ τἄβλεπα τόσο συχνὰ στό... τηγάνι.

Χρυσόφες. ἀγριομπαρμπούναρους, γοβίδια! Κι’ ὅλα αὐτὰ μ’ ὀρθάνοιχτο καὶ μ’ αἱμοβόρο στόμα καὶ μὲ γουρλωμένα τὰ γυάλινα καὶ χωρὶς ἔκφρασι μάτια τους, ἕτοιμα νὰ μὲ χάψουν. Κι’ ὅπως ἔκανα νὰ γυρίσω πίσω νά! τὸ σανίδι ξεκαρφώνεται, σηκώνεται ὄρθιο καί... μπλούμ, ἐγώ, μέσ’ στὰ βαθειὰ νερὰ μὲ τὸ μαῦρο φόντο, περιτριγυρισμένος ἀπὸ χίλια, μύρια μάτια ψαρίσια, γουρλωμένα καὶ χωρὶς ἔκφρασι.

Πρῶτα πρῶτα πῆγα γραμμὴ ὡς τὸν πάτο χωρὶς νὰ πατήσω, πρᾶγμα ποὺ ἐπαύξησε τὴν τρομάρα μου, ἔπειτα βγῆκα στὴν ἐπιφάνεια σχεδὸν ἀμέσως, ἀφοῦ θὰ κατάπια κάνα δυὸ γουλιὲς ἅρμη—ὅλα αὐτά σὲ μερικὰ δευτερόλεφτα — καὶ χωρὶς νὰ καταλάβω κ’ ἐγώ τὸ τὶ καὶ πῶς, ἄρχισα μὲ ἀφάνταστη ἀπελπισία καὶ δύναμι, νὰ κουνῶ χέρια καὶ πόδια, ὅπως εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κουνᾶ τὰ μπροστινά του ποδαράκια ἕνα σκυλάκι ποὺ ρίξανε στὸ γιαλό.

Οὔτε δράκαινες πειά, οὔτε ἀγριοχρυσόφες... Ἡ ζωὴ μονάχα. Ἡ ζωή!.. Κ’ ἔτσι ἀκατάπαυτα, κουνῶντας τὰ τέσσερα μου μέλη σὰν τὸ σκυλάκι, τραβοῦσα μὲ πολλὴ παληκαριὰ ἐμπρός, δηλαδὴ πίσω κατὰ τὴ στεργιά. Κι’ ὅταν τέλος βγῆκα ἔξω μὲ κάποια τρεμούλα στὰ γόνατά μου, ἤμουν ἀνάλαφρος σὰν πουλάκι, σὰ νὰ εἶχε φύγη ἀπὸ πάνω μου ὅλο τὸ βάρος τὴς θάλασσας, μαζῆ μὲ τὸ φόβο τοῦ βαθιοῦ νεροῦ. Ἤξερα πειὰ νὰ κολυμπῶ! Ναῖσκε, θείτσα Βαγγελοῦδα, ἤξερα πειά, ἤξερα... Κ’ ἔμαθα στὸ λεφτό, ἀφοῦ τυρανίστικα τόσο μὲ τὴν ἀποθυμιὰ νὰ μάθω.

Ἀλλοίμονον ὅμως ἄν συνέβαινε τὸ ἐναντίο τὸ καλοκαιριάτικο ἐκεῖνο γιόμα. Χωρὶς νἄπαιρνε κανένας μυρουδιά, τὸ πτωματάκι ἑνὸς παιδιοῦ ἕξη, ἑφτὰ χρονῶ, θὰ κυλιόνταν στὴν ἄκρηα σὰν κἄποιου συμμαθητῆ μου Θωμᾶ Μάντουκα, ἐνῶ θὰ μουρμούριζαν μὲ μακρόσυρτη εἰρωνεία τ’ ἀγαπημένα μου τὰ κυματάκια: Εἶναι καιρὸς - μὲ πολλὰ σσ— εἶναι καιρὸςςςς νὰ μάθηςςςς νὰ κολυμπᾶςςςς...

Ἃπλωσα ὡς τόσο τὰ βρεγμένα μου ρουχαλάκια στὸν ἥλιο καὶ ξαναδοκίμασα τὸ πείραμα κἄνα δυὸ βολὲς ἀκόμα, ξεκινῶντας ὅμως αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ τὰ ρηχά.

Κι’ ἀφοῦ βεβαιώθηκα πειὰ πὼς ἦταν ἀλήθεια, πὼς ἤξερα κολύμπι, κατάπια τὴ χαρά μου καὶ δὲν εἶπα σὲ κανένα τίποτες.

Τὴν ἄλλη τὸ πρωΐ. ἡ καϋμένη ἡ θείτσα μου δοκίμασε νὰ μὲ τραβήξη ὡς τὸ γόνατο στὴ θάλασσα. Ποῦ, ὅμως ἐγώ! Φωνές, κακό... Δὲν ἔρχομαι καὶ δὲν ἔρχομαι!.. Εἶδε κι’ ἀπόειδεν ἡ γυναῖκα καὶ μ’ ἄφησε στ’ ἀκρογιάλι. Μόλις ὅμως ἔκανε πὼς τραβοῦσε στ’ ἀνοιχτά, νἆμαι κ’ ἐγώ ξοπίσω της χωρὶς νὰ πάρη κάβο... Τέλος, κάποια στιγμή, καθώς πήγαινε ξέγνοιαστη, γυρνῶντας τὸ κεφάλι της, εἶδε νὰ τὴν ἀκολουθᾶ κἄτι σὰ δελφίνι καὶ κόντεψε νὰ τὴς ἐρθῆ λιποθυμιὰ ἀπ’ τὸ φόβο...

Μπρέ!.. Μοῦ φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή... Πίσω γρήγορα!..
Μὰ ποῦ νὰν τἀκούσω πειὰ αὐτά...
Ω! γοητεία τοῦ μαβιοῦ, βαθιοῦ νεροῦ!


Homage a Maurice Ravel, piano suite/ Εγκώμιο στον Μωρίς Ραβέλ (1925?)















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου