Ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη Νεγρεπόντη (την κριτικό, γνωστή με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος) |
Περαστικές
Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
Η Αγάπη
Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;
"απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.
Οι νέες των επαρχιών - 1968
Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
Τις επαρχίες τα χλωμά και κρύα δειλινά
Όταν πίσω απ’ το τζάμι τους κοιτάν στηλά στο δρόμο
Κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά
Πότε θα’ρθεί πότε θα’ρθεί τα γαλανά
Βασίλεια της χίμαιρας μ’ ερωτικά ανοιγμένη
Την αγκαλιά κι ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη
Αχ και γιατί τόσο πολύ ν’ αργεί; Τι περιμένει;
Όπου ανταλλάσσουν καρτ ποστάλ – «Ιδίως τοπία κι άνθη»
Και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
Με κάποιον νέον που μ’άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
Κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία
ΔΕΙΛΙΝΑ ΠΕΝΘΗ
Την ώρα που το σούρουπο το φθινοπωρινό
καθίζει εφιαλτικό, ψυχρό στην πολιτεία,
που οι καμπάνες, μακρυνές, καλούν σ' Εσπερινό
κι απλώνεται στις κάμαρες μια νεκρική ησυχία,
ο νους μου πάει στους γέροντες και στα ορφανά παιδάκια,
που ως την ψυχή τους κάθεται το παγερό σκοτάδι,
στις πόρνες όπου βγαίνουνε και παίρνουν τα σοκάκια,
άθλιες μέσα στη βροχή και μόνες μεσ' στο βράδυ∙
σ' εκείνους που δε γνώρισαν ποτές την ευτυχία,
στους έρημους και μοναχούς στη μαύρη πολιτεία,
στους νοσταλγούς κάποιας ζωής που πια είναι περασμένη∙
και πιότερο στους άρρωστους που λυώνουν στα κρεβάτια
και που, θαμποί κι αμίλητοι, στηλώνουνε τα μάτια
στην πόρτα τους, σα ν' άκουσαν Κάποιος σιγά να μπαίνει…
Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φως στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου – και σ' το στέλνω πίσω!
Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θύρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.
Κι αν απ' τα βύθη ενός ληθάργου
βγήκα, σ' εσένα το χρωστάω,
σ' εσένα τους χυμούς που νοιώθω
τη νέα γλώσσα που μιλάω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου