Ο ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ ( 14 Ιουνίου 1928 – 9 Οκτωβρίου 1967 ) ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ

 " Ο Τσε ήταν κάτι ανάμεσα σε αθλητή και σε ασθματικό· ενάλλασσε τον Στάλιν με τον Μπωντλέρ, την ποίηση με το μαρξισμό"

Φιντέλ Κάστρο
πηγή 


O Τσε και η ποίηση

Ο Ερνέστο Γκεβάρα, κατά τη διάρκεια της ζωής του, ήταν αδηφάγος αναγνώστης ποίησης. Υπάρχουν εκατοντάδες ανέκδοτα που το επιβεβαιώνουν. Ήταν ένα πάθος που ανακάλυψε στην εφηβεία, μια περίοδο συνεχών κρίσεων άσθματος, όταν ο Τσε, υποχρεωμένος να υπομένει πολλές ώρες ακινησίας, έβρισκε στα βιβλία ένα συγγενικό κόσμο όπου μπορούσε να καταφεύγει. Οι πρώτοι του έρωτες ήσαν ο Πάμπλο Νερούδα και τα Άνθη του Κακού του Μποντλέρ, που παραδόξως τα διάβασε στα γαλλικά. Σε ηλικία 15 ετών είναι η σειρά του Βερλέν και του Αντόνιο Ματσάδο. Πέρα από την ανακάλυψη του Γκάντι που τον εντυπωσιάζει βαθιά, οι φίλοι του τον θυμούνται να απαγγέλλει Νερούδα, αλλά και ισπανούς ποιητές.

Το 1952, σε ηλικία 24 ετών, και ενώ βρίσκεται στη Μπογκοτά, ο Τσε κάνει τη γνωριμία ενός κολομβιανού ηγετικού στελέχους του φοιτητικού κινήματος. Μιλάνε για πολιτική, λογοτεχνία, και ο Τσε ισχυρίζεται ότι έχει αποστηθίσει όλα τα ποιήματα του Νερούδα. Ο κολομβιανός φοιτητής τον προκαλεί αρχίζοντας να απαγγέλλει κάποιο ποίημα του Νερούδα και σταματά. Ο Γκεβάρα συνεχίζει χωρίς δισταγμό: «...μπορώ να γράψω απόψε τους πιο λυπημένους στίχους/ Να γράψω για παράδειγμα…» και συνεχίζει. Κάπου δύο χρόνια αργότερα, από μια μεξικάνικη φυλακή, θα έγραφε στους γονείς του: «Εάν για έναν οποιοδήποτε λόγο, παρόλο που μου φαίνεται απίθανο, δεν θα μπορούσα πλέον να γράψω και τα πράγματα πήγαιναν προς το χειρότερο, δεχτείτε αυτές τις γραμμές σαν αποχαιρετισμό, όχι δραματικό αλλά ειλικρινή. Διέσχισα τη ζωή αναζητώντας την αλήθεια μου μέσα από χιλιάδες εμπόδια, και τώρα, που βρίσκομαι πλέον σε αυτό το δρόμο, με μία κόρη που θα συνεχίσει την πορεία μου, έχω κλείσει τον κύκλο μου. Στο εξής δεν θα θεωρήσω το θάνατό μου σαν αποτυχία. Ίσως, όπως ο Χικμέτ, «Στον τάφο θα φέρω μονάχα / την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού». […]


Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στη Σιέρα Μαέστρα, ο Τσε κατόρθωσε να οργανώσει ένα δίκτυο επαφών, ικανό να μπορεί να στέλνει στο βουνό τα βιβλία του Χοσέ Μαρτί, τις ποιητικές συλλογές του Χοσέ Μαρία Ερέδα, του Χερτρούδες ντε Αβεγιανέδα, του Γκαμπ­ριέλ δε λα Κονθεπθιόν και του Ρούμπεν Νταρίο. Ανάμεσα σ’ αυτά έβλεπες και τη βιογραφία του Γκέτε από τον Εμίλ Λούντβιχ, που διάβασε (όπως φαίνεται σε φωτογραφία), ξαπλωμένος σε μια καλύβα από κλαδιά, σκεπασμένος με κουβέρτα και καπνίζοντας ένα τεράστιο πούρο.
Τον Ιούνιο του 1961, όταν ήταν Υπουργός Βιομηχανίας της νικηφόρας επανάστασης, ο Τσε αποκάλυπτε στον Ίγκορ Μαν, κατά τη διάρκεια συνέντευξης: «γνωρίζω τον Νερούδα απέξω, και στο κομοδίνο μου έχω τον Μποντλέρ, τον οποίο διαβάζω στα γαλλικά». Ο Γκεβάρα είχε προσθέσει ότι από τα ποιήματα του Νερούδα αγαπούσε πιο πολύ «Το ερωτικό άσμα στο Στάλινγκραντ». Η Αλέιδα Μάρτς, η σύντροφός του, θυμάται: «διάβαζε όλες τις ώρες, σε οποιαδήποτε ελεύθερη στιγμή, ανάμεσα σε δύο συσκέψεις, ή στη διάρκεια των ταξιδιών του».

Ο Τσε ως ποιητής

Ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν μόνο δεινός αναγνώστης. Όλη τη ζωή ερωτοτροπούσε με την ποίηση ως δημιουργός, την είχε πλησιάσει και είχε απομακρυνθεί, αντιμετωπίζοντάς την με απόλυτο σεβασμό. Ποτέ δεν αισθάνθηκε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα των προσπαθειών του και πιστεύοντας ότι οι στίχοι του δεν είχαν μεγάλη αξία, δεν θέλησε ποτέ να τους δημοσιεύσει.
Είναι πιθανόν να έγραφε ποίηση σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας του και της πρώτης νιότης του, όμως τα λίγα κείμενα που γνωρίζουμε σήμερα γράφτηκαν μεταξύ του 1954 και του 1956 στη Γουατεμάλα και το Μεξικό. Πρόκειται για ποιήματα ενός ατόμου σε μεταβατική περίοδο, γοητευμένου από το απέραντο σύμπαν (που κατά κάποιον τρόπο τον περίμενε) και από τα προκολομβιανά ερείπια. Το 1955 ο Τσε έγραφε: «Η θάλασσα με καλεί με το φιλικό της χέρι/ το λιβάδι μου – μια ήπειρος – / ανοίγει απαλό και ανεξίτηλο / σαν κωδωνοκρουσία στο δειλινό». Θα επιστρέψει με τα ίδια θέματα σε ένα άλλο ποίημα: «Βρίσκομαι μόνος απέναντι στην αμείλικτη νύχτα / με το ελαφρό άρωμα των εισιτηρίων / η Ευρώπη με φωνή παλιού κρασιού / πνοή ξανθής σάρκας, μουσειακά αντικείμενα. / Με το χαρούμενο κουδούνισμα των νέων χωρών / βρίσκομαι μπροστά στις συγκρούσεις / που έφερε το τραγούδι του Μαρξ και του Ένγκελς».
Όταν ασκούσε την ιατρική στο Μεξικό, ο Τσε χρειάστηκε να θεραπεύσει μια γυναίκα ονόματι Μαρία, με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα εξαιτίας του άσθματος. Θεωρώντας την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσε η γυναίκα αυτή και το φρικτό θάνατό της σαν προσωπική προσβολή, ο Γκεβάρα έγραψε ένα ποίημα: «Γριά Μαρία, πρόκειται να πεθάνεις / θέλω να σου μιλήσω σοβαρά /η ζωή σου ήταν γεμάτη αγωνίες / δεν είχες εραστή, ούτε υγεία ούτε χρήματα / μόνο την πείνα είχες να μοιραστείς...».
Είναι πιθανόν ότι συνέχισε να γράφει στίχους κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του, αλλά κανείς δεν τους γνωρίζει.

Διαβάστε περισσότερα H προσωπική ανθολογία του Τσε


Ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Φιντέλ Κάστρο στην Αβάνα, 1961.


Hasta la poesía de la revolución − Ο Τσε και η ποίηση

Τα ποιήματα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς από την Μποτίλια Στον Άνεμο . Ξαναδουλεμένα και σχολιασμένα, υπό τον γενικό τίτλο Ο ΤΣΕ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ παρουσιάστηκαν στη μεγάλη εκδήλωση στο σινέ Αλκυονίς, που διοργάνωσε η New Starγια τα 89 χρόνια από τη γέννηση του Κομαντάντε, στις 14 Ιουνίου 2017.

Τα ποιήματα των Κορτάσαρ, Μπενεδέτι, Δάλτον και Γκιγιέν μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας.


TΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ -  ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ


Το πρώτο ποίημα, Τραγούδι για τον Φιντέλ, ανήκει στον Τσε. Γράφτηκε στο Μεξικό, πιθανόν τον Ιούνιο του 1956, στο ράντσο που είχαν νοικιάσει οι επαναστάτες για την εκπαίδευσή τους, ή τον Ιούλιο στη φυλακή Μιγκέλ Σουλτς, από όπου στις 6 του μήνα, ο Τσε γράφει στους γονείς του:
«Ένας νεαρός Κουβανός ηγέτης με προσκάλεσε να προσχωρήσω στο κίνημά του, που αφορά την ένοπλη απελευθέρωση της πατρίδας του. Εγώ, φυσικά, δέχτηκα»[…] «Όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα σχέδιά μου, θα σας πω ότι το μέλλον μου είναι συνδεδεμένο με την απελευθέρωση της Κούβας. Ή θα θριαμβεύσω με αυτήν ή θα πεθάνω εκεί». Και πιο κάτω «Από δω και στο εξής δε θα θεωρούσα το θάνατό μου λόγο μεγάλης απογοήτευσης, αλλά, όπως λέει κι ο Χικμέτ: Το μόνο που θα πάρω μαζί μου στον τάφο / θα είναι η θλίψη ενός ατέλειωτου τραγουδιού».
Ορισμένες πηγές δίνουν ως ημερομηνία γραφής του ποιήματος την επομένη της επιστολής (7 Ιουλίου 1956). Σε αυτό συνηγορούν άλλωστε και οι ομοιότητες του ποιήματος με την επιστολή (υπογραμμίσεις).
Στις 25 Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς θα ξεκινήσουν με το κότερό τους για την κρίσιμη αναμέτρηση με την αθανασία.


Πάμε λοιπόν,
φλογερέ προφήτη της αυγής
για τα κρυφά αποκομμένα μονοπάτια
Πάμε να ελευθερώσουμε αυτόν τον πράσινο αλιγάτορα που τόσο αγαπάς.

Πάμε λοιπόν
τους εξευτελισμούς να αντιμετωπίσουμε
οπλισμένοι με τα εξεγερμένα αστέρια του Μαρτί
κι ας πάρουμε όρκο πως μας περιμένει ο θρίαμβος ή που το θάνατο θα βρούμε.

Όταν θα πέσει η πρώτη ντουφεκιά και θα σκιρτήσει
μες στον παρθενικό της ύπνο η ζούγκλα απ’ άκρη σ’ άκρη,
εκεί, στο πλάι σου, αποφασισμένους μαχητές
λογάριαζε κι εμάς.

Όταν η φωνή σου στους τέσσερεις ανέμους αντηχήσει
γι’ αγροτική αλλαγή, δικαιοσύνη, ψωμί και λευτεριά,
εκεί, στο πλάι σου, με μια φωνή,
λογάριαζε κι εμάς.

Κι όταν θα φτάσεις στου ταξιδιού το τέρμα
στην κρίσιμη αναμέτρησή σου με τον τύραννο
εκεί, στο πλάι σου, προσμένοντας την τελευταία μάχη,
λογάριαζε κι εμάς.

Τη μέρα που το κτήνος θα γλείφει την πληγή
απ’ της εθνικοποίησης το βέλος που θα ρίξεις,
εκεί, στο πλάι σου, με την καρδιά αγέρωχη,
λογάριαζε κι εμάς.

(Μη φανταστείς ότι μπορεί να κόψουν την ορμή μας
αυτοί οι στολισμένοι ψύλλοι που παριστάνουν το στρατό·
ένα τουφέκι χρειαζόμαστε, τις σφαίρες τους κι ένα βράχο.
Τίποτ’ άλλο).

Κι άμα το δρόμο μας το σίδερο θα κόψει,
το μόνο που ζητάμε είν’ ένα σάβανο από τα δάκρυα της Κούβας
για να σκεπάζει τ’ αντάρτικα κουφάρια μας,
καθώς θα διασχίζουν την αμερικάνικη ιστορία.
Τίποτ’ άλλο.
Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Δεκεμβρίου 2016

Che Guevara Portrait by Arun Sivaprasad

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ - ΘΛΙΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ

(Από τη συλλογή Το Τέλος Του Κόσμου, 1969)

Εκείνοι που έζησαν αυτή την ιστορία, το θάνατο και την ανάσταση της πεθαμένης μας ελπίδας,
αυτοί που τον αγώνα διάλεξαν κι είδαν να ξεδιπλώνονται σημαίες, ήξεραν
πως οι πιο αθόρυβοι ήταν οι αληθινοί μας ήρωες, κι αυτοί που καπηλεύτηκαν
τις νίκες ήταν οι φαφλατάδες με τα παχιά τα λόγια και τα σάλια τους.

Κούνησε το κεφάλι του ο λαός:
και γύρισε ο ήρωας στη σιωπή του.
Μα μαυροφόρεσε η σιωπή, ώσπου κι εμείς βουλιάξαμε στο πένθος, σαν έσβησε απάνω στα βουνά η πυρκαγιά κι η δόξα του Γκεβάρα.
O Κομαντάντε είναι νεκρός, σ’ ένα φαράγγι σκοτωμένος.

Κανείς δεν βρήκε λέξη για να πει.
Κανείς δεν έκλαψε στα ινδιάνικα χωριά.
Κανείς δεν χτύπησε καμπάνες.
Κανείς δεν σήκωσε ντουφέκι, και πήρανε την επικήρυξη αυτοί που ο δολοφονημένος κομαντάντε είχε πάει για να τους σώσει.

Τι να συνέβη, συντετριμμένος συλλογιέμαι, με τούτα τα γεννούμενα;
Και η αλήθεια δεν ειπώθηκε, σκεπάστηκε όμως σε μια κόλα από χαρτί αυτή η δυστυχία η ασήκωτη.
Μόλις που είχε χαράξει ο δρόμος και ήταν για μας η ήττα του
μια τσεκουριά που γκρέμισε τη στέρνα της σιωπής.

Η Βολιβία γύρισε στην έχθρα της, στους διαβρωμένους γοριλάνθρωπους, μες στην αγιάτρευτή της φτώχεια,
και τότε σαν τρομαγμένες μάγισσες, οι λοχίες της ντροπής, οι δολοφόνοι στρατηγίσκοι,
κρύψαν καλά καλά το σώμα του αντάρτη, λες και τους έκαιγε ο νεκρός.
Κατάπιε η άγρια ζούγκλα τα μονοπάτια, τα οράματα, κι εκεί που άλλοτε διάβαιναν οι αποδεκατισμένοι άντρες
τώρα οι γλυσίνες ρίζωσαν, με πράσινη φωνή μοιρολογούν κι αθόρυβα στις φυλλωσιές τ’ άγριο ελάφι επιστρέφει.

(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015)


ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ - ΤΣΕ

ΕΙΧΑ έναν αδερφό.
Δεν ειδωθήκαμε ποτέ
αλλά δεν έχει σημασία.

Είχα έναν αδελφό
που τράβαγε μες στα βουνά
όσο εγώ κοιμόμουν.

Αγάπησα τον τρόπο του
και πήρα τη φωνή του
ελεύθερη όπως το νερό.
Κάποιες φορές περπάτησα
μαζί με τη σκιά του.

Δεν ειδωθήκαμε ποτέ
αλλά δεν έχει σημασία.
Ο αδερφός μου έμενε ξάγρυπνος
όσο εγώ κοιμόμουν.
Ο αδερφός που μου ’δειχνε
πίσω απ’ τη μαύρη νύχτα
το διαλεχτό του αστέρι.
Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 4 Ιουνίου 2016


Painting by Alexander Schäd from Germany

ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΙ - ΓΕΜΑΤΟΙ ΟΡΓΗ, ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΕΝΟΙ

Προχωράμε,
αποκρούοντας επιθέσεις. 

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

ΈΤΣΙ είμαστε
γεμάτοι οργή
συγκλονισμένοι
αν και αυτό το φονικό
ήταν παράλογα προβλέψιμο

νιώθω ντροπή κοιτάζοντας
τους πίνακες
τις πολυθρόνες
τα χαλιά
ακόμα και να πάρω ένα μπουκάλι απ’ το ψυγείο
και να χτυπήσω τα τρία παγκόσμια γράμματα του ονόματός σου
στην παγωμένη γραφομηχανή
εκείνη που ποτέ
ποτέ δεν ήταν άλλοτε
τόσο η ταινία της χλωμή

και που κρυώνω ντρέπομαι
μα και που πάω κοντά στη σόμπα όπως συνήθως
και που πεινάω και τρώγω
αυτό το τόσο απλό 
και που ανοίγω το πικάπ ν’ ακούσω κάτι στη σιωπή
ιδίως ένα του Μότσαρτ κουαρτέτο

νιώθω ντροπή για τις ανέσεις μου
και ντρέπομαι για το άσθμα μου
όταν εσύ κομαντάντε σωριάζεσαι
από τις σφαίρες θερισμένος
υπέροχος
λαμπρός

είσαι η συνείδησή μας η διάτρητη

λένε πως σ’ έκαψαν
μα ποια φωτιά
μπορεί να κάψει το καλό
τα καλά νέα
αυτή την οργισμένη τρυφερότητα
που έγινε μεταδοτική
μέσα απ’ το βήχα
κι απ’ τις λάσπες

λένε πως αποτέφρωσαν
όλη σου τη ζωή
εκτός από ένα δάχτυλο


μα είναι αρκετό το δρόμο να μας δείξει
το κτήνος να δικάσει και με τη στάχτη του
να σφίξει πάλι τη σκανδάλη


έτσι είμαστε
γεμάτοι οργή
συγκλονισμένοι
βέβαια με τον καιρό αυτή η βαριά
κατάπληξη
θα υποχωρήσει
θα μείνει
σκέτη η οργή

είσαι νεκρός,
είσαι ζωντανός,
είσαι πεσμένος καταγής
είσαι ένα σύννεφο
είσαι βροχή,
είσαι αστέρι

όπου κι αν είσαι
αν είσαι
αν έρχεσαι

μπορείς εντέλει
να ανασάνεις ήσυχος
και να γεμίσεις τα πνευμόνια σου ουρανό

όπου κι αν είσαι
αν είσαι
αν έρχεσαι
κρίμα που δεν υπάρχει και θεός

μα θα υπάρξουν άλλοι
σίγουρο πως θα υπάρξουν άλλοι
άξιοι να σε υποδεχτούνε
κομαντάντε.

Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 6 Ιουνίου 2016

 Che Guevara - Dominique Capocci

ΡΟΚΕ ΝΤΑΛΤΟΝ - ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΤΣΕ

Ο ΤΣΕ ο Ιησούς Χριστός
αιχμαλωτίστηκε
μετά από την επί του όρους ομιλία του
(στο βάθος των πολυβόλων το κροτάλισμα)
από ρέιντζερς Βολιβιανούς κι Εβραίους
κατ’ εντολή γιάνκηδων εκατόνταρχων
Τον καταδίκασαν Γραμματείς και Φαρισαίοι ρεβιζιονιστές
με τον Καγιάφα Μόνχε εκπρόσωπό τους
ο Πόντιος Μπαριέντος ένιπτε τας χείρας του
μιλώντας στους αμερικανούς στρατιωτικούς
πίσω απ’ την πλάτη του λαού που μασουλούσε φύλλα κόκας
και ούτε καν η εναλλακτική για έναν Βαραββά
(ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν σ’ εκείνους που εγκατάλειψαν το αντάρτικο
και άνοιξε στους ρέιντζερς το δρόμο)
Ύστερα φόρεσαν στο Χριστό Γκεβάρα
ένα στεφάνι αγκάθινο κι έναν ζουρλοχιτώνα
και μια ταμπέλα για εμπαιγμό κρεμάσαν στο λαιμό του
ΙΝΒΙ: Ιδανικός Νοηματοδότης των Βασανισμένων απ’ τον Ιμπεριαλισμό
Κατόπιν του φόρτωσαν το σταυρό πάνω απ’ το άσθμα του
και τον καρφώσαν με ριπές από Μ-2
του έκοψαν το κεφάλι και τα χέρια
κι έκαψαν ό,τι απόμεινε ώσπου να γίνει στάχτη
και να σκορπίσει με τον άνεμο.
Κατά συνέπεια δεν έμεινε άλλος δρόμος για το Τσε
παρά ν’ αναστηθεί
και στα αριστερά να στέκει των ανθρώπων
ζητώντας τους ν’ ανοίξουνε το βήμα
εις τους αιώνες των αιώνων
Αμήν.
(Από τη συλλογή Παράνομα Ποιήματα, 1980)

Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015

Διαβάστε περισσότερα : http://www.katiousa.gr/


Art Sketch by Kim Wang

Νικολάς Γκιγιέν - 4 Ποιήματα για τον Τσε

ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

ΟΠΩΣ του Σαν Μαρτίν το τιμημένο χέρι
με του Μαρτί το αδερφικό το χέρι σμίγει
κι ως τα νερά στον κάμπο ο Πλάτα ξετυλίγει
και με του Κάουτο τα νερά ζωή έχει φέρει,

έτσι ο Γκεβάρα, ο γκάουτσο, φωνή γενναία,
με τον Φιντέλ τ’ αντάρτικό αίμα του έχει δέσει,
κι όταν η νύχτα μας τρισκότεινη είχε πέσει
φαρδιά η παλάμη του μας κράτησε παρέα.

Ανίκητος. Από φαρμάκι, από θηρίο,
κι από λερή σκιά θανάτου, και μαχαίρι,
που μόνο η μνήμη η βάρβαρη δεν θα αποφύγει.

Σε μια λαμπρή ψυχή ενώθηκαν οι δύο,
όπως του Σαν Μαρτίν το τιμημένο χέρι
με του Μαρτί το αδερφικό το χέρι σμίγει.

Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος, Οκτ. 2015
Νικολάς Γκιγιέν, Ιανουάριος 1959


CHE GUEVARA

COMO si San Martín la mano pura
a Martí familiar tendido hubiera,
como si el Plata vegetal viniera
con el Cauto a juntar agua y ternura,

así Guevara, el gaucho de voz dura,
brindó a Fidel su sangre guerrillera,
y su ancha mano fue más compañera
cuando fue nuestra noche más oscura.

Huyó la muerte. De su sombra impura,
del puñal,del veneno,de la fiera,
sólo el recuerdo bárbaro perdura.

Hecha de dos un alma brilla entera,
como si San Martín la mano pura
a Martí familiar tendido hubiera.
Guillen Nicolás, Enero 1959


Ο Ερνέστο Γκεβάρα σε ηλικία 37 ετών στο Κονγκό1965.

ΤΣΕ ΚΟΜΑΝΤΑΝΤΕ

ΚΙ ΑΣ έπεσες
το φως σου μένει πάντοτε μεσούρανα.
Άλογο καμωμένο από φωτιά
καλπάζει με το αντάρτικο άγαλμά σου
μες στους ανέμους και τα σύννεφα
της Σιέρρας.
Κι αν σώπασες, δε σώπασε η φωνή σου.
Κι αν σ’ έκαψαν,
κι αν σ’ έχωσαν βαθιά κάτω απ’ το χώμα,
κι αν έκρυψαν τη στάχτη σου
σε κοιμητήρια, σε δάση και τυρφώνες,
δε θα μας εμποδίσουν να σε βρούμε,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

ΓΕΛΑΕΙ σαρδόνια
η Βόρεια Αμερική. Μα ξάφνου
στριφογυρνάει πάνω σε κείνο το στρώμα
από δολάρια. Το γέλιο της
μια παγωμένη μάσκα τώρα,
και το γιγάντιο σώμα σου από μέταλλο
ανυψώνεται, διασκορπίζεται,
σαν ντάβανος κεντρίζει τους αντάρτες,
και το τρανό όνομά σου λαβωμένο
απ’ τους στρατιώτες
λάμπει μέσα στ’ αμερικάνικα σκοτάδια,
σαν ένα πεφταστέρι
στη μέση μιας απαίσιας γιορτής.
Εσύ, Γκεβάρα, το ’ξερες,
μα από σεμνότητα δεν το ’πες
για να μην καυχηθείς,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

ΕΙΣΑΙ παντού. Στον Ινδιάνο
τον από χαλκό και όνειρα πλασμένον.
Κι είσαι στη μαύρη
εξεγερμένη, τρικυμισμένη λαοθάλασσα,
στου πετρελαίου τον εργάτη και του νίτρου

και στη φριχτή εγκατάλειψη
της μπανανοφυτείας, και στης μεγάλης
πάμπας το πετσί
και στο αλάτι και στη ζάχαρη, και στις
φυτείες του καφέ,
εσύ, φιγούρα αναδυόμενη απ’ το αίμα σου
καθώς σωριάστηκες,
και ζωντανός, όπως δεν σε ήθελαν,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

Η ΚΟΥΒΑ σ’ έχει αποστηθίσει. Πρόσωπο
με τη φωτεινή γενειάδα. Και χρώμα ελιάς και φίλντισι στο δέρμα του άγιου νέου.
Φωνή ακλόνητη, που δίνει διαταγές
μα δεν προστάζει,
μια προσταγή συντροφική, μια φιλική
διαταγή,
σκληρή και τρυφερή, οδηγητή και
σύντροφου.
Σε βλέπουμε καθημερνά υπουργό,
καθημερνά στρατιώτη, καθημερνά
άνθρωπο απλό, και δύσκολη
η κάθε μέρα.
Κι άδολος είσαι σαν παιδί
σαν ένας άντρας άδολος,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

ΠΕΡΝΑΣ με την ξεθωριασμένη, σκισμένη,
τρύπια σου στολή της μάχης.
Στη ζούγκλα σήμερα, σαν άλλοτε
στη Σιέρα. Μισόγυμνο
το δυνατό σου στέρνο, του λόγου και του
τουφεκιού,
ένας τυφώνας πύρινος, κι αμάραντο
τριαντάφυλλο.
Χωρίς ανάπαυλα.
Γεια σου Γκεβάρα!
Μα πιο καλά για να στο πω, εκεί
στο αμερικάνικο φαράγγι:
Περίμενέ μας. Θα φύγουμε μαζί σου.
Θέλουμε
να πεθάνουμε για να ζήσουμε όπως
πέθανες εσύ,
να ζήσουμε όπως ζεις εσύ,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος, Οκτ. 2015
Νικολάς Γκιγιέν,
8 - 15 Οκτωβρίου 1967


CHE COMANDANTE

NO porque hayas caído
tu luz es menos alta.
Un caballo de fuego
sostiene tu escultura guerrillera
entre el viento y las nubes
de la Sierra.
No por callado eres silencio.
Y no porque te quemen,
porque te disimulen bajo tierra,
porque te escondan
en cementerios, bosques, páramos,
van a impedir que te encontremos,
Che Comandante,
amigo.

CON sus dientes de júbilo
Norteamérica ríe. Mas de pronto
revuélvese en su lecho
de dólares. Se le cuaja
la risa en una máscara,
y tu gran cuerpo de metal
sube, se disemina
en las guerrillas como tábanos,
y tu ancho nombre herido
por soldados
ilumina la noche americana
como una estrella súbita, caída
en medio de una orgía.
Tú lo sabías, Guevara,
pero no lo dijiste por modestia,
por no hablar de ti mismo,
Che Comandante,
amigo.

ESTÁS en todas partes. En el indio
hecho de sueño y cobre. Y en
el negro
revuelto en espumosa muchedumbre,
y en el ser petrolero y salitrero,
y en el terrible desamparo
de la banana, y en la gran pampa de
las pieles,
y en el azúcar y en la sal y en los
cafetos,
tú, móvil estatua de tu sangre como
te derribaron,
vivo, como no te querían,
Che Comandante,
amigo.

CUBA te sabe de memoria. Rostro
de barbas que clarean. Y marfil
y aceituna en la piel de santo joven.
Firme la voz que ordena
sin mandar,
que manda compañera, ordena
amiga,
tierna y dura de jefe
camarada.
Te vemos cada día ministro,
cada día soldado, cada día
gente llana y difícil
cada día.
Y puro como un niño
o como un hombre puro,
Che Comandante,
amigo.

PASAS en tu descolorido, roto,
agujereado traje de campaña.
El de la selva, como antes
fue el de la Sierra. Semidesnudo
el poderoso pecho de fusil
y palabra,
de ardiente vendaval y lenta
rosa.
No hay descanso.
¡Salud, Guevara!
O mejor todavía desde el hondón
americano:
Espéranos. Partiremos contigo.
Queremos
morir para vivir como tú has
muerto,
para vivir como tú vives,
Che Comandante,
amigo.
Nicolás Guillen,
8 - 15 de Οctubre de 1967


Ο Ερνέστο Γκεβάρα στη Βολιβία λίγο πριν το θάνατο του, 1967


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου