Γεννήθηκε το 1792 στο Φηλντ Πλέις κοντά στο Χόρσαμ του Σάσεξ και βρήκε το θάνατο από πνιγμό στη θάλασσα στα ανοικτά του Λιβόρνο το 1822 σε ηλικία 30 ετών. Δεύτερη σύζυγός του ήταν η γνωστή συγγραφέας Μαίρη Σέλλεϋ. Ήταν πρωτότοκος γιος του, από το 1815, βαρωνέτου Τίμοθυ Σέλλεϋ, ο οποίος ήταν ένας από τους πλουσιότερους γαιοκτήμονες. Από το 1804 ως το 1808 σπούδασε στο Ήτον και τον Οκτώβριο 1810 άρχισε να φοιτά στο Γιουνιβέρσιτυ Κόλλετζ της Οξφόρδης όπου συνδέθηκε με στενή φιλία με έναν συμφοιτητή του και μετέπειτα βιογράφο του, τον Τόμας Τζέφερσον Χογκ. Διακρίνονταν και οι δύο για την εκκεντρικότητα τους και συμμερίζονταν τους ίδιους ενθουσιασμούς. Ένιωθαν ευτυχισμένοι με τις σπουδές τους και υπήρξε για αυτούς μεγάλο πλήγμα η αποβολή τους από το κολλέγιο όταν επέδειξαν απείθεια αρνούμενοι να απολογηθούν για ένα φυλλάδιο τους με τίτλο : "Η αναγκαιότητα του Αθεϊσμού" (The Necessity of Atheism), το οποίο έστειλαν σε επισκόπους, αρχιεπισκόπους και διευθυντές κολλεγίων.
Ο πρώτος του γάμος ήταν με τη Χάριετ Γουέστμπροουκ και έγινε στο Εδιμβούργο στις 29 Αυγούστου 1811 με την οποία απέκτησαν μια κόρη, την Ιάνθη, και έναν γιο τον Τσαρλς Μπυς. Τον Μάιο του 1814 και ενώ ο πρώτος του γάμος καρκινοβατούσε, ο Σέλλεϋ γνώρισε την κόρη του πνευματικού του μέντορα, φιλοσόφου Ουίλιαμ Γκόντγουιν, Μαίρη Γκόντγουιν (μετέπειτα Σέλλεϋ) με την οποία κατέφυγε για ένα εξάμηνο στην Ελβετία και Γαλλία και μετά από πολλές δυσκολίες και περιπέτειες ξεκίνησαν να ζουν μαζί από το 1815. Αξίζει να σημειωθεί πως το παράνομο ζεύγος συνοδευόταν από τη δεύτερη γυναίκα του Γκόντγουιν Κλερ Κλαίρμοντ ενώ ο Πέρσι την ίδια εποχή με επιστολές του, καλούσε την Χάριετ να αποτελέσουν μαζί με τη Μαίρη μια "συντροφιά αγάπης". Την ίδια εποχή κατάφερε να ξεπληρώσει τα χρέη του από κληρονομιά που του άφησε ο παππούς του Σερ Μπυς Σέλλεϋ. Στα 1816 αφού απέκτησε με την Μαίρη έναν γιό με το όνομα Ουίλιαμ (πέθανε τριών ετών) μετακόμισε σε μια εξοχική κατοικία στην Γενεύη όπου γνώρισε τον Λόρδο Βύρωνα με τον οποίο θα αναπτύξουν μια βαθιά και μακρόχρονη φιλία με περιπλοκές, όπως το γεγονός ότι η Κλαίρη Κλαίρμοντ (δεύτερη γυναίκα του πεθερού του) γέννησε την Αλέγκρα, κόρη του Λόρδου Βύρωνα. Την ίδια χρονιά (1816) αυτοκτονεί η επίσημη σύζυγός του Χάριετ, γεγονός που τον συγκλονίζει, όμως 15 ημέρες μετά νυμφεύεται τη Μαίρη. Την ίδια εποχή έχει αναπτύξει φιλία με τον Τζέημς Χένρυ Λη Χαντ ο οποίος θα τον στηρίξει σημαντικά, ως ποιητή. Την επόμενη χρονιά (1817) θα αποκτήσει το δεύτερο παιδί με την Μαίρη, την Κλάρα (πεθαίνει την ίδια χρονιά) ενώ αργότερα (1820) θα αποκτήσει και τρίτο παιδί τον Πέρσυ Φλόρενς (το μόνο παιδί που επιζεί).
Κύκλος της Πίζας και τραγικός επίλογος
Η Κηδεία του Σέλλεϋ από τον Louis Édouard Fournier (1889); Στην Εικόνα από τα δεξιά προς τα αριστερά είναι, Trelawny, Hunt and Byron
Κυρίως για λόγους υγείας, ο Σέλλεϋ θα αρχίσει ένα οδοιπορικό στις πόλεις της Ιταλίας ξεκινώντας από τη Ρώμη συνεχίζοντας στη Φλωρεντία και καταλήγοντας στην Πίζα, από την οποία εξορμούσε συχνά στο Λιβόρνο και στη Λούκκα. Στην Πίζα δημιουργήθηκε ο κύκλος της Πίζας ένα ρεύμα επιφανών Άγγλων, Ιρλανδών, και Ελλήνων (μεταξύ αυτών ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, στον οποίον ο Σέλλεϋ αφιέρωσε το δράμα του Hellas) και ο Λόρδος Βύρων. Τέλος θα εγκατασταθεί στη βίλα Κάζα Μάνι στο Σαν Τερέντσο απέναντι από το Λέριτσι στον κόλπο της Σπέτσια. Τον Ιούλιο μετέβη με το ιστιοφόρο του που είχε το όνομα Δον Ζουάν, στο Λιβόρνο να υποδεχθεί τον Λη Χαντ, όμως ένα μπουρίνι στην επιστροφή ανέτρεψε το σκάφος του, με αποτέλεσμα να πνιγεί. Η σορός του αποτεφρώθηκε στην παραλία παρουσία του Χαντ, του Μπάυρον και του Τρελώνυ. Μετά τον θάνατο του η Μαίρη Σέλλεϋ αφιέρωσε την ζωή της στην ταξινόμηση, διατήρηση και έκδοση των έργων του με αρκετά προβλήματα όπως την απαγόρευση της έκδοσης τους από τον πατέρα τού Πέρσι μέχρι το 1839.
Ο Πέρσι Σέλλεϋ από τη νεαρή του ηλικία διακρινόταν για τη λεπτότητα του συναισθηματικού του κόσμου την πρωτοτυπία και επαναστατικότητα των ιδεών του. Αυτά τα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με την εξαίρετη κυριαρχία του στα εκφραστικά του μέσα, τού προσέδωσαν ιδιαίτερη θέση στην Αγγλική Λογοτεχνία. Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στα ιδεώδη της ειρήνης της αδελφοσύνης και της αγάπης. Τα ιδεώδη του ήταν συχνά πολύ προωθημένα, όπως η υποστήριξη του αθεϊσμού, ενώ υπήρξε αναμφισβήτητα φιλέλλην.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Αλκυόνες και γύπες
Φύγετε, φύγετε απ’ εδώ, ούτε στιγμή να μείνετε,
σεις, αλκυόνες, της γλυκιάς ενθύμησης πουλιά!
Σ’ άλλη καρδιά πιο ήσυχη ζητήσετε φωλιά·
η ρημασμένη μου καρδιά φωλιά σας πια δεν γίνεται.
Για λούλουδα της άνοιξης μην της κρυφομιλάτε·
με καλοκαίρι ψεύτικο δεν την ξαναγελάτε.
Μια που την παρατήσατε και σ’ άλλα μέρη πήγατε,
γιατί ξαναγυρίσετε; Να φύγετε, να φύγετε!
Σεις, σαρκοφάγα όρνια, σεις, αχόρταγα πουλιά,
που χτίζετε στου μέλλοντος τους πύργους τη φωλιά,
θα βρείτε ελπίδες άρρωστες, ελπίδες μου χαμένες,
χαρές μου που πεθαίνουνε, χαρές μου πεθαμένες,
να μπήγετε το νύχι σας, το ράμφος σας το κοφτερό,
να τρώτε, να χορταίνετε, να τρώτε για πολύν καιρό.
Μετάφραση: Δημ. Στάης
Το σύννεφο
Στα διψασμένα φέρνω εγώ λουλούδια τη βροχούλα
τη δροσερή, απ’ τις θάλασσες κι απ’ τα ποτάμια· φέρνω
στα φύλλα, καθώς γέρνουνε στα μεσημεριανά τους
ονείρατα, τον απαλό τον ίσκιο. Απ’ τα φτερά μου
ξεχύνονται οι δροσοσταλιές που τα γλυκά ξυπνάνε
μπουμπούκια, καθώς γέρνουνε, νανουρισμένα επάνω
στης μάνας των να κοιμηθούν τα στήθια, που έχει στήσει
χορό στον ήλιο γύρωθε. Τινάζω το δικράνι
του χαλαζιού π’ ορμητικά το χώμα μαστιγώνει
και δίνω κάτασπρη θωριά στους πράσινους τους κάμπους
κι ύστερα πάλι το διαλώ και σε βροχή το ρίχνω,
και μ’ ένα γέλιο προχωρώ κι αντιπερνάω βροντώντας.
Και κάτωθέ μου στα βουνά σκορπίζω εγώ το χιόνι,
και τα μεγάλα πεύκα τους στενάζουν φοβισμένα
κι είναι για μένα ολονυχτίς το προσκεφάλι το άσπρο,
ότα κοιμούμαι γέρνοντας στην αγκαλιά του ανέμου.
Η αστραπή, ο πιλότος μου, στων ουρανίων μου θόλων
τους πύργους κάθεται αψηλά, κι εκεί από κάτω, μέσα
σ’ ένα σπηλιάρι είν’ η βροντή διπλοφυλακισμένη,
κι ουρλιάζει κι αγωνίζεται μες στα τινάγματά της.
Πάνω από χώρες, ωκεανούς, ανάρια-ανάρια πάντα,
οδηγητής μου στέκεται αυτός μου ο τιμονιέρης,
’τί τον τραβά η αγάπη του για τα στοιχειά όπου πέρα
στης πορφυρένιας θάλασσας σαλεύουνε τα βάθη.
Πάνω από ρυάκια, από ψηλά βουνά, πάνω από λόφους,
όπου κι αν ονειρεύεται το Πνεύμα όπ’ αγαπάει
πως μένει, κάτω από βουνά ή ποτάμια κι εγώ ωστόσο
απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού το χαμογέλιο παίρνω
τη θέρμη, κι αυτός γύρωθε σκορπίζει τη βροχούλα.
Η ματωμένη ανατολή, με τα μετέωρα μάτια,
τα φλογισμένα της φτερά τα διάπλατα ανοιγμένα,
πηδάει πάνω στη ράχη μου την ταξιδεύτρα τότες
που της αυγής το λαμπερό τ’ αστέρι ξεψυχάει
όπως καθίζει ένας αητός για μια στιγμή στην άκρη
κάποιου βουνίσιου κι αψηλού που απ’ το σεισμό αργοτρέμει
βράχου, μες στων ολόχρυσων φτερών του τις ανταύγειες.
Κι όταν από τη θάλασσα τη φλογισμένη κάτω,
θε ν’ ανασαίνει τις ορμές τις διάπυρες η δύση
γεμάτη από έρωτα κι από γαλήνης πόθο,
κι ο πορφυρένιος, δειλινός μαντύας θε να ’χει απλώσει
από τα βάθη τ’ ουρανού ψηλά, με διπλωμένες
φτερούγες ξεκουράζομαι, μες στην αιθέρινή μου
φωλιά, και τη γαλήνη αυτή μιας περιστέρας έχω,
που μ’ απλωμένα τα φτερά θερμαίνει τα μικρά της.
Η κόρη εκείνη, με το φως που είναι γεμάτη το άσπρο,
η στρογγυλή, που οι άνθρωποι, τήνε καλούν σελήνη,
φεγγόβολη στο δώμα μου γλιστράει το πουπουλένιο,
στρωμένο απ’ του μεσονυχτιού τις απαλές τις αύρες·
κι όπου, το βήμα που πατάν τ’ αθώρητά της πόδια,
και στους αγγέλους μοναχά είν’ ακουστό, το φάδι
της ντελικάτης στέγης μου ραγίσει το κι ανοίξει,
ξοπίσω φανερώνουνται και λάμπουνε τ’ αστέρια·
κι εγώ γελώ που βλέπω τα σαν μελισσοκοπάδι
πολύχρυσο να τριγυρνάν και να τραβούνε πέρα,
όταν πλαταίνω τ’ άνοιγμα της ανεμοχτισμένης
της τέντας μου, ώσπου οι θάλασσες κι οι ποταμοί οι γαλήνιοι
κι οι λίμνες, απ’ των αστεριών το φως και της σελήνης
θε να στρωθούνε, μοιάζοντας με τ’ ουρανού κορδέλες
που από τα ύψη πέσανε, περνώντας από μένα.
Του ήλιου δένω το θρονί με ζώνη φλογισμένη,
και με κορδέλα γύρωθε το θρόνο της σελήνης
τυλίγω μαργαριταριών· των ηφαιστείων θαμπώνω
το φως, και τ’ άστρα τρέμουνε και κολυμπούνε, όταν
οι ανέμοι τη σημαία μου απλώνουνε φυσώντας.
Από ’να κάβο σ’ άλλονε, απέραστη απ’ του ήλιου
το φως, πάνω απ’ τη θάλασσα, που η τρικυμία τη δέρνει,
σαν γέφυρα είμαι κρεμαστή, σαν στέγη όπου κολόνες
τα κορφοβούνια την κρατάν. Το θριαμβικό το τόξο
π’ ακολουθώ διαβαίνοντας με χιόνι, ανεμοζάλη
και με φωτιά, σαν τα στοιχειά τ’ ανέμου είναι δεμένα
στο θρόνο μου, είναι το λαμπρό το ουράνιο τόξο που έχει
μυριοχρωμάτιστη θωριά· η σφαίρα η φλογισμένη
τα χρώματα του τ’ απαλά ψηλάθε εκέντησέ τα,
όταν η γη από κάτω της γελούσε η νοτισμένη.
Είμαι της γης και του νερού η θυγατέρα κι είμαι
βυζασταρούδι τ’ ουρανού, διαβαίνω από τους πόρους
τ’ ωκεανού κι απ’ της αχτής τους πόρους· πάντ’ αλλάζω,
μα να πεθάνω αδύνατο είναι για μένα ωστόσο.
Γιατ’ ύστερα από τη βροχή, χωρίς καμιά κηλίδα,
όταν ο θόλος τ’ ουρανού γυμνός απλώνει κι όταν
οι ανέμοι κι οι φεγγοβολιές των ηλιαχτίνων πάλι
αντάμα ξαναχτίζουνε το θόλο τον αιθέριο
και το γαλάζιο, σιωπηλά γελώ προς το δικό μου
το ίδιο κενοτάφιο, κι απ’ της βροχής τα σπήλια
σαν το παιδί απ’ την κοιλιά της μάνας του, σαν φάσμα
μέσ’ από τάφο υψώνομαι και τον γκρεμίζω πάλι.
Μετάφραση: Κώστας Παπαδάκης