ΤΑ ΚΑΠΕΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Jeanne Hebuterne a la Cloche by Modigliani

ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ - ΡΕΚΒΙΕΜ

Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς, γιατί οχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείς
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος πού ‘χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.

(19 Αυγούστου 1939, σπίτι Φοντάνκα, μετάφ: Άρης Αλεξάνδρου


Woman In Hat  by Lanie Loreth


Γεώργιος Βιζυηνός -
Ο φιλομαθής πτωχός

Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ' αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ' ὀρφανὸ καὶ ξένο!...
κι' ἀγράμματο θὰ μένω!

Τοῦ κάκου λέν – Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -

Τοῦ κάκου. Γιατὶ 'κεῖνοι 'κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ 'μένα τὸ καϋμένο...
μ' ἔχει λησμονημένο!

Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.

Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριά
καὶ μ' ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!

Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδί
οἱ ἄλλοι, κι' ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ 'πεθάνουν
κι' ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν. ( Απόσπασμα)




Edward Hopper – Summertime

Νότης Γέροντας -  Η τελευταία Ωδή

Ξέφυγα από την ωδή. Όπως δραπέτης που περνά τα σύνορα
Σε είδα στην Πανεπιστημίου με μια ομπρέλα να κοιτάς το μαύρο σύννεφο
Ήθελα να σου πω δυο λόγια μονάχα δυο λόγια
Είχες το στόμα σου κλειστό σαν έκλειψη της σελήνης
Κι όμως μπορώ να μιλώ με τους μουγγούς
Κι ήταν πανσέληνος με ένα μαύρο σύννεφο
Ξέφυγα από την ωδή γιατί δε θέλω να ορίσω άλλο τα πράγματα
Τα πράγματα πρέπει να αγκαλιάζονται μέσα στη σιωπή
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι βρύση που μιλά
Μην ανοίγεις το στόμα σου γιατί θα μπει αέρας
Άφησε το στόμα σου κλειστό στη λάμψη του σκοταδιού
Γιατί αλλάξαμε δρόμο μουγγοί
Κι όμως εγώ θα μιλήσω
Μην ανοίξεις το στόμα σου
Τα δόντια τρομάζουν τα πουλιά στα δέντρα
Κι ύστερα προχωρήσαμε στα Εξάρχεια
Οι κλούβες ήταν φιλικές
Και τα πηλίκια ανέμιζαν στον αέρα σαν χαρταετοί
Μόνο μια λέξη θα πω
Δε θα ορίσω τίποτα
Η ποίηση είναι άγγιγμα ή φιλί
Και η πλατεία ήταν στρωμένη άμμο
Ξεβράκωτοι πια οι νεκροί
Βάζαν οινόπνευμα αντί για αντιηλιακό
Και η Στουρνάρη ήταν σύμπλεγμα νησιών
Κι έστριβαν τα υπερωκεάνεια από την Πατησίων
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι σύννεφο που μιλά
Άνοιξε την ομπρέλα σου
Και μίλα
Ακουμπώντας το στόμα σου
Στη βρεγμένη άμμο
Έξω από τον Κάβουρα
Με κοκταίηλ από αίμα
Αφού ο δρόμος είναι μεγάλος
Κι αφού προσπεράσουμε τα υπερωκεάνεια
Στο πρώτο φαστφουντάδικο
Θα μοιραστούμε το ίδιο χώμα
Κι άνοιξε την ομπρέλα σου
Γιατί τώρα βρέχει
Και μου μιλάς.



The Hat by Loretta Fasan


Νάνσυ Δανέλη - Το καπελάκι σου

Θυμάμαι μια εκδρομή
σε μια απέραντη μακρινή παραλία.

Από βραδύς στρωματσάδα στη βεράντα
κι αχάραγα μικροί μεγάλοι
με λαχτάρα

τα παιδιά πλατσουρίζανε στα νερά
οι μεγάλοι στα όνειρα
εσύ
με το τσαλακωμένο ψάθινο καπέλο
με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη
με το βλέμμα βυθισμένο
στη γραμμή του ορίζοντα

να πασχίζει να το διαπεράσει
εκείνο το ρόδινο σύνορο
κάποιου κόσμου
αλλιώτικου

- άλλωστε τόσες και τόσες φορές έλεγες
θα πάρω το καπελάκι μου-

είχε πάει απόγευμα κι ακόμα ήσουν εδώ

με το παλιό σου ψάθινο καπέλο
μ΄εκείνα τα πονεμένα μάτια
βαδίζοντας κουρασμένα
στον κίτρινο κάμπο
στα χαμηλά σπίτια
στα φλεγόμενα τοπία της καρδιάς
ρωτώντας
πού να χάθηκαν
οι ψυχές των παλαιών ημερών
να πήραν το καπελάκι τους κι εκείνες

κι έπεφτε σιγά-σιγά η νύχτα όταν
ο αέρας πήρε το καπέλο σου.

Απόμεινες να το κοιτάς
να φεύγει χωρίς εσένα.

Στο βάθος ήξερες πως
πάντα υπάρχει ένας δρόμος
να φύγει κανείς
έστω και δίχως καπέλο

έστω και δίχως επιστροφή.



Berthe Morisot, Summer day, 1879


ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ - ΕΚΤΕΛΕΣΗ


Από χρόνια τα καπέλα των νεκρών στόλιζαν
τους τοίχους των σπιτιών

Με τέτοιες εικόνες προχωρούσε η ζωή
Με τις μνήμες καρφωμένες στις πέτρες
για να μην χαθούν

όπως οι παλιές φωτογραφίες
Οι νεκροί εξαφανισμένοι
δίχως όνομα και ετυμηγορία
Ασήμαντοι εχθροί της στατιστικής
Και οι νέοι διώκτες
που 'ρχονται
βγαλμένοι απ' τα ψέματα της ιστορίας
στέλνουν
μυστικά τους δημίους
το έργο ν' αρχίσουν
Θα πάρουν
κι άλλους θανατοποινίτες
που δεν θα 'χουν όνομα κι αυτοί
(χιλιάδες καθημερινά)
Το μόνο που θα απομένει
είναι τα καπέλα τους
κρεμασμένα
στους τοίχους
άλλων μακρινών
χωμάτινων σπιτιών


https://tovivlio.net/

Self-portrait with grey felt hat - Vincent van Gogh


Δημήτρης Χ. Φωτόπουλος - Βίνσεντ

Με το βλέμμα του Βίνσεντ,
το πυρρόχρωμο γένι
και πουκάμισο κουμπωμένο ως το μήλο του Αδάμ,
κοιτάζω τον άλλον στον καθρέφτη.
Με καπέλο ενίοτε ψάθινο.
Ούτε ίχνος χαμόγελου στα μαρμάρινα μάτια του
εξόν τα ρούχα, κάτι κουρέλια κρεμασμένα
και πίνακες στους μπλε τοίχους του μικρού δωματίου.
Κι απέξω, τα μαύρα πουλιά,
στον αγρό ο σπορέας,
και τ’ αστέρια τούφες χρυσές.
Οι νύχτες που επιστρέφουν ουρλιάζοντας
ασελγούν στα αυτιά μου
και αθροίζονται στις ωδίνες του νου.
Και πάλι ο θόλος ψηλά να χορεύει μαινόμενος.
Αυτός ο επίπεδος ουρανός
ποτέ δεν θα είναι ο δικός μου.

 https://diastixo.gr/


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου