Μωροί, υπέρμαχοι της στασιμότητος, φονεύσετε αν θέλετε τον καινοτόμον. Αλλά να ξεύρετε ότι ο φόνος του καινοτόμου είναι η εγκαινίαση των αρχών του. Πειστική διά σας απόδειξη ο φόνος του καινοτόμου Ιησού.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ “ΙΔΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ”
Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811 - 24 Ιουλίου 1901) ήταν αξιόλογος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος από την Κεφαλλονιά. Αφορίστηκε από την Εκκλησία εξ αιτίας των σατιρικών βελών του κατά των κληρικών.
Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι και συγκεκριμένα στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία. Από τη φύση του ήταν ενα σπινθηροβόλο πνεύμα, άνθρωπος ιδιαίτερα ανήσυχος, έξυπνος και ετοιμόλογος. Υπήρξε έντονα σατιρικός και αμετακίνητος στις απόψεις του, παραδίδοντας έργα που έρχονται σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις της εποχής του. Το γεγονός ότι δε δίσταζε να εκφράζει ελεύθερα και ανεπηρέαστα τις απόψεις του στηλιτεύοντας την υποκρισία, αποτέλεσε την κύρια αιτία για τη φυλάκιση, τους διωγμούς και τους αφορισμούς που υπέστη κυρίως από την εκκλησία αλλα και από τους διάφορους θιγόμενους της εποχής του.
Έζησε ολόκληρη τη διαδικασία της Ενωσης με την Ελλάδα, και μάλιστα αγωνίστηκε σκληρά με την πέννα του ενάντια στα πιστεύω των ριζοσπαστών για άνευ όρων παράδοση των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα. Διέμεινε κατά τη διάρκεια των διωγμών του ανά περιόδους στην Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο και το Λονδίνο, ενώ τα τελευταία του χρόνια βρέθηκε στο Αργοστόλι.
Ως γόνος πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων, σπούδασε νομικά στο Παρίσι, όμως το επάγγελμα του νομικού το εξάσκησε μόνο όταν είχε οικονομική ανάγκη. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος. Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή και εύπορη οικογένεια του νησιού, με την οποία απέκτησε δύο γιους και εφτά κόρες.
Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο «Λύχνος», καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής. Στις 2 Μαρτίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, στην αγγλοκρατούμενη τότε Κεφαλονιά, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο λόγω του βιβλίου του «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» και φυσικά το βιβλίο. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1856)[1]. Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μαρτίου 1856 αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη.
Κυριότερα έργα
*’ Στιχουργήματα’’,(1872)
* Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς,(1872)
* Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες’’,(1874)
* Ποιήματα και ανέκδοτα,(1884)
* Οι καταδρομές μου εξαιτίας του «Λύχνου»,(1888)
* Απόκριση στον αφορισμό,(1908)
* Αυτοβιογραφία,(1912)
Πέθανε στο Αργοστόλι, όπου διέμενε μετά από τους διωγμούς που υπέστη, στις 24 Ιουλίου 1901, αλλά το έργο του παραμένει διαχρονικό έως σήμερα. Όσοι το έχουν μελετήσει αντιλαμβάνονται ότι ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε ιδιαίτερα μπροστά για την εποχή του και σήμερα, όσα αυτός είχε προβλέψει και επιθυμούσε είτε αλλάξει είτε να εμποδίσει, έχουν κατά κανόνα επαληθευτεί.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Α - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
i) ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΘΥΣΙ
Το πολιτικό μεθύσι μ’ έζησε και θα με ζήσει
μ’ ενθουσιάζει, με τραβάει και ζιζάνια μου φυσάει,
κι είναι μέθη αγαπητή που μου ευφραίνει την ψυχή.
Θέλω επιρροή στον Τόπο. Τήνε θέλω μ’ ό,τι τρόπο.
Να μπορώ να μεταθέτω δικαστάς, και να διαθέτω
θέσες στους ευνοϊκούς μου, και να διώχνω τους εχθρούς μου.
Θέλω να ‘χω κι εξουσία, πέτε τήνε και μανία,
μα γι’ αυτήνε ξεψυχώ θέλω να κυριαρχώ.
Τι τη θέλω τη ζωή αν δεν έχω επιρροή;
Τι την θέλω την Πατρίδα, χωρίς εξουσίας ελπίδα;
Να με δει εξουσιαστή η Πατρίδα, και ας χαθεί.
Λυτρωτή της να με κράξει, και, στο Διάολο, ας βουλιάξει.
Εμέ η δόξα μου να ζήσει, και το Έθνος ας ψοφήσει.
Τση εξουσίας το μεθύσι ως κ’ εκειό το θέλει η φύση
κι αν η φύση μας το θέλει, σαν το θέλω, τι σας μέλλει
ηθικοδιδάσκαλοί μας; Μήπως οι αντιπρόσωποί μας
ή όσοι άλλοι κυριαρχούνε άλλο μέτρο αυτοί βαστούνε;
Όλοι παν τον ίδιο δρόμο, με τον εδικό μου νόμο,
και σκουντρούνε τον πλησίον τους όλοι, για το μεγαλείον τους.
Ω θρησκεία σεβαστή, έλα βόηθα μου κι εσύ,
ν’ ανεβώ στην Εξουσία. Έλα, έλα, βόηθησέ με
και στον όχλο σύστησέ με δωσ’ μου βάιο ναν το βάλω
κια μ’ εκείνο να προβάλω χριστιανός λειτουργημένος
κι έτσι να ‘μαι ψηφισμένος, εις την πρώτη εκλογή,
για οποιαδήποτε Αρχή. Γιατί εγώ σε προσκυνώ,
και με ζήλο σε ακλουθώ για την μόνη επιθυμία
ν’ αξιωθώ την Εξουσία.
Τσ’ εξουσίας το μεθύσι, ως κ’ εκειό το θέλει η φύση.
Είναι η φύση που το θέλει κι ό,τι πείτε δε με μέλλει.
ii) Ἡ ἄνοιξη
Ἐδῶναι, ἐδῶναι, ἐπλάκωσε.
Γυναῖκες μαζωχτεῖτε.
Ὀμπρός, συναπαντῆστε τη
Ὀμπρὸς νὰν τὴ δεχτεῖτε.
Νά, νἄρχεται ἡ γλυκιὰ Ἄνοιξη
Λουλουδοστολισμένη,
Ἀπάνου σ᾿ ἕνα γαΐδαρο
Ἀντρίκια καθισμένη.
Κι ὀπίσωθέ της τρέχουνε
Κοπάδια γκαριστάδες,
Ὅλοι ζουρλοὶ ἀπὸ τὸ αἴσθημα,
Ὅλοι ζεστοὶ ἐραστάδες.
Κλοτσοῦν᾿ τετραποδίζοντες
Καὶ κλαῖν᾿ ὂχ τὴ χαρά τους,
Καὶ ζωντανὴ στὰ μάτια τους
Θωρεῖς τὴ βουρλισιά τους.
Καὶ ὁλόθερμα γκαρίζοντες
Τσὴ χάρες της πολλὴ-ὥρα,
Τὴ φέρνουνε ἀλοτρίγυρα
Νὰν τήνε ἰδῇ ὅλ᾿ ἡ χώρα.
Καὶ αὐτὴ στὸ δρόμο ἐρχόμενη,
Φυσώντας ἀέρα χλιόνε
Γιομίζει ζέστα ἀπάντεχα
Τσὴ πόρτες τῶν σπητιῶνε.
Ὥστε καψιόνει ἡ νηόνυφη
Στὸ χλιούτσικο ἀγεράκι,
Κι ενδύνεται ἀλαφρότερο
Λινὸ φορεματάκι.
Καὶ ᾿βγαίνει καὶ δροσίζεται,
Καὶ βλέπεις τὸ αἴσθημά της,
Ποῦ ἀκούει νὰν τῆς ἐδρόσισε
Ὁ ἀγέρας τὴν καρδιά της.
Ἄχ! Ἄνοιξη, γλυκιὰ Ἄνοιξη!
Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,
Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώριστα
Σερνικοθυλίκωνε!
Ἂν ἐσὺ τώρα ἐγύριζες
Κι ἀλλοῦ τὰ βήματά σου,
Πόσους στὸν κάμπο ἀκόλουθους
Ἤθελε εἰδεῖς κοντά σου!
Ναί, κι ἦθε᾿ εἰδεῖς ποὺ οἱ γέροντες
᾿Σὰ δὲ ᾿μποροῦν᾿ νὰ ἐλθοῦνε,
Μένουν᾿ ξοπίσω, κι ἄδικα
Τοὺς νηοὺς κατηγοροῦνε.
Καὶ δὲ ᾿θυμόντ᾿ ὅσα ἔκαναν
Κι ἐκεῖνοι στὸν καιρό τους,
Ὄντις ἀκούανε δύναμες
Ζεστὲς εἰς τὸν ἑαυτό τους.
Μὰ ἔτσ᾿ εἶν... τώρ᾿ ἂς τ᾿ ἀφήσωμε.
Νά, ἰδέτε τί κακὸ
Χωριατοποῦλες ὤμορφες
Ποὺ κάνουνε χορό.
Ἂχ Ἄνοιξη, ἂς γυρίσωμε
Σ᾿ ἐκεῖνες τὸ ποδάρι,
Μὰ βάστα τοῦ γαϊδάρου σου
Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι.
Νά, ἰδέτες ποὺ ἀγκαλιάζουνται
ἡ πουλιὸ νηότερεςτους,
Κι ἀμπόνουνται, καὶ πέφτουνε
Καὶ φαίνουντ᾿ οἱ ὠμορφιές τους.
Ἂχ Ἄνοιξη, βαστηόσουνε
Ἀπάνου στὸ σαμάρι,
Καὶ τράβαε τοῦ γαϊδάρου σου
Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι.
Ἄνοιξη, γλυκιά μου Ἄνοιξη,
Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,
Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώριστα
Σερνικοθηλυκῶνε!...
iii) Σοβαρὰ κάποια
1851 Λονδίνο
Εἰκώνα ἀγαπητὴ τῆς γυναικός μου,
Τώρα ἔλα καν᾿ ἐσὺ στὴ συντροφιά μου.
Κατοίκα πάντα μέσα στὴν καρδιά μου,
Καὶ φύλαμε ὂχ τσὴ πλάνεσες τοῦ κόσμου.
Ἐσὺ γιὰ ῾μὲ Προστάτης Ἄγγελός μου,
Ἄμεμπτα φύλαε τὰ πατήματά μου
Καὶ προτοῦ σκοτισθοῦν᾿ τὰ λογικά μου,
Πρόλαβε, τρέξε σὺ καὶ λάμψε ἐμπρός μου.
Ναί, τὸ φῶς σου ᾿ξυπνάει τὴν ἀρετή μου,
Καὶ πιστόνε σ᾿ ἐσένα μὲ βαστένει.
Γιατὶ τόσο σ᾿ αἰσθάνομαι ᾿δική μου,
Τόσο μὲ τὴ ψυχή μου ζυμωμένη,
Ποῦ δὲν ἠξέρω πλέον στὴ διαλογή μου
Πῶς νὰ σὲ ῾πῶ: γυναίκα μου ἢ ψυχή μου.
i) Ιδού ο άνθρωπος
Ο δοκησίσοφος
Ο δοκησίσοφος έλαβε από τη φύση του το χάρισμα του να έχη μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του, δια τας γνώσεις του. Ο δε τοιούτος και ζη μεγάλος με τη φαντασία του, έως ότου η περίστασες του το επιτρέπουνε, έως ότου απαντήματα με ανυπομόνους δεν τον εχθέτουνε σε δυσάρεστα ξεγελάσματα.
Καλά γεμάτος από την ιδέα του, και συνηθισμένος ακολούθως να μιλή ως από καθέδρας δια πράγματα που κάπως εννοεί, ξεθαρρεύει αγάλι΄ - γάλι, και απλώνεται να φλυαρή με τον ίδιον διδαχτικόν τρόπον και δια πράγματα εις τα οποία δεν έχει διόλου γνώριση.
Ότι δε η μεγάλη ιδέα του εαυτού του φυσικώ τω λόγω τόνε φέρνει στη φλυαρία, ευκόλως ημπορεί να εννοηθή· επειδή, αφού έφθασε να πείση τον εαυτόν του ότι είναι κάτοχος μιας σπανίας νοημοσύνης, μιας σωστότητος κρίσεως αλανθάστου, ενός πνεύματος οπού από λίγο εννοεί πολύ... από τότε δεν αμφιβάλλει πλέον ότι τον φθάνει ν΄ απαντήθηκε κάπου και να ομίλησε με τον Αραγγό, δια να μπορή να εξηγή τες περιοδείες των κομήτων· να εχαιρετήθηκε με τον Βίσμαρκ, δια να ημπορεί να αποφθέγγεται στα πολιτικά· να επισκέφθηκε το Παρίσι, δια να εξευγενίσθηκε· να είδε τη Σμύρνη, δια να γνωρίζη την Ασία· ότι έχει γνώσες ανώτερες από τους άλλους· ότι ακολούθως είναι άνθρωπος με βάρος· και έτσι, εκεί κοντά σοφός και αλάνθαστος να νομίζη ότι μπορεί να μιλή από καθέδρας δια κάθε πράγμα.
Εις την διεξαγωγήν όμως της δοκησισοφίας του, απαντά κάθε τόσο χάσματα εις τα οποία και αυτή του η οίηση πρέπει να σταματήση. Φιλονεικώντας τότε με άλλους, και αντιπαθώντας να ομολογήση αμάθειαν, ριψοκινδυνεύει να περάση το χάσμα δια πηδήματος, εις το οποίον ενδέχεται και να πέση μέσα.
— Ναι, κύριε Χ, αλλά σεις βέβαια θα γνωρίζετε με πόσην επιτυχίαν ο Dnieper καταπολεμεί αυτά τα οποία πρεσβεύετε.
— Α, τον Dnieper εγώ τον εδιάβασα απ΄ αρχής έως τέλους· αλλά τα επιχειρήματά του είναι σαθρά.
— Έχετε υπομονήν, κ. Χ, αλλά ο Dnieper δεν είναι συγγραφεύς. Είναι ποταμός εις την Ρωσίαν.
Και ιδού ο δοκησίσοφος εις την ξυλόγατα!...-
πηγή φωτογραφίας ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου