Στον ορεινό όγκο της ζωής υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, οτιδήποτε και αν τους συμβαίνει το αντιμετωπίζουν με δύναμη ψυχής, θετικότητα στη σκέψη, αισιοδοξία, ελπίδα, χαμόγελο, χιούμορ. Που να οφείλονται άραγε τα στοιχεία αυτά; Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ; Μήπως οι άνθρωποι αυτοί βιώνουν τη ζωή τους με κάποια προνόμια και για αυτόν τον λόγο δεν έχουν παράπονα; Μήπως η τύχη τους συντροφεύει πάντοτε με αποτέλεσμα να μη γνωρίσουν την απογοήτευση, το κλάμα, τον πόνο; Απαντώ μονολεκτικά, ΟΧΙ. Οι άνθρωποι αυτοί, δεν διαφέρουν από εσάς, δεν διαφέρουν από εμένα. Και σε αυτούς τους ανθρώπους, όπως σε όλους άλλωστε, η ζωή, επεφύλαξε και επιφυλάσσει, διάφορες καταστάσεις και γεγονότα η εξέλιξη των οποίων είναι αντίθετη προς τις προσδοκίες τους. Οι άνθρωποι αυτοί όμως, έχουν εκείνο το χαρακτηριστικό γνώρισμα αντίδρασης για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος, το οποίο, ξεχωρίζει από την αντίδραση άλλων ανθρώπων όσον αφορά την αντιμετώπιση της ίδιας κατάστασης ή του ίδιου γεγονότος. Τα άτομα αυτά έχουν μάθει να αποδέχονται τη ζωή με όσες αναποδιές αυτή φέρνει. Μη ξεχνάμε πως η ζωή δεν είναι περσικό χαλί. Είναι αρκετά ρεαλιστές τα άτομα αυτά και γνωρίζουν να αφαιρούν την δραματική ένταση που επιφέρει μία κατάσταση, σκληρή πολλές φορές, έχουν δε, την ικανότητα να βλέπουν μακριά και να μην κάνουν σημειωτόν σε οτιδήποτε δυσάρεστο λαμβάνει χώρα στη ζωή τους. Όχι με άρνηση στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος που τους συμβαίνει αλλά με αποδοχή. Και μάλιστα συνειδητή αποδοχή γι’ αυτό που προέκυψε χωρίς να έχει σημασία ο χρόνος, για κάτι που προήλθε από υπαιτιότητα δική τους ή ακόμα από κάποιο γεγονός το οποίο απλά έχει συμβεί και δεν υπήρχε η δυνατότητα ή η θέληση να ελεγχθεί.
Ένα από τα μηνύματα που αποστέλλει η εποχή μας σήμερα είναι αυτό της αποδοχής. Εντούτοις, υπάρχει μία μεγάλων διαστάσεων διαφορά, μεταξύ της συναίσθησης από εμάς τους ίδιους της πληροφορίας που λαμβάνουμε και της σε βάθος γνώσης της αλήθειας. Επειδή λοιπόν η εποχή μας χαρακτηρίζεται και ως η εποχή της πληροφορίας, γινόμαστε αποδέκτες αυτών, τις οποίες βεβαίως αφομοιώνουμε αργά και μάλιστα τις περισσότερες φορές αυτές που μας αφορούν, σκοπίμως τις παρουσιάζουμε με ψευδή ή αλλοιωμένη μορφή, τις προσαρμόζουμε στα θέλω μας και κατόπιν αντιδρούμε. Η πράξη μας αυτή, όμως, είναι λάθος διότι δεν βασίζεται στην δια ζώσης εμπειρία αλλά στο άκουσμα.
Ο Osho (Bhagwan Shree Rajneesh), 1931 – 1990, Ινδός πνευματικός δάσκαλος – γκουρού είπε το εξής: «Η γνώση είναι ζωντανή όταν την γνωρίσεις ο ίδιος σαν άμεση εμπειρία. Αλλιώς εάν την γνωρίσεις από άλλους, τότε δεν είναι γνώση αλλά απλά μνήμη».
Τι είναι όμως η αποδοχή και κατά πόσο σχετίζεται με τον συμβιβασμό;
Θεωρώ πως μεγάλος αριθμός ανθρώπων καθώς και μερικοί αναζητητές ταυτίζουν την αποδοχή με τον συμβιβασμό. Η αφετηρία των δύο αυτών εννοιών είναι διαφορετική και δεν κινούνται στο ίδιο μονοπάτι.
Αποδοχή είναι η αναγνώριση - παραδοχή του εαυτού μας όπως ακριβώς είναι, χωρίς κριτική και χωρίς δικαιολογίες γι’ αυτό που είναι, καθώς και η αποδοχή της διαφορετικότητας των άλλων. Τα δύο αυτά επίπεδα επηρεάζουν το ένα το άλλο, προσδιορίζοντας έτσι, τον τρόπο αντίδρασής μας.
Το νόημα του εαυτού εμπεριέχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ατόμου, ήτοι τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του, τις αναμνήσεις του, τις αντιδράσεις του καθώς και τις δικές του αξίες. Ο εαυτός διακρίνεται σε τρεις ουσιαστικές συνιστώσες: α) Στην αυτογνωσία, η επίγνωση δηλαδή του εαυτού μας και η αυτοεκτίμηση γι’ αυτόν. β) Στον κοινωνικό εαυτό, δηλαδή ο κοινωνικός ρόλος τον οποίο υιοθετούμε και εφαρμόζουμε τόσο στο περιβάλλον μας όσο και στις σχέσεις μας και γ) Στον κυρίως εαυτό ο οποίος έχει άμεση σχέση με την λήψη των αποφάσεων και την μετέπειτα αντίδραση μας. Οι τρεις αυτές συνιστώσες δεν αποτελούν ένα σταθερό – κοινό σύνολο σε όλους διότι ο εαυτός για τον κάθε ένα άτομο ξεχωριστά είναι διαφορετικός, είναι μοναδικός, ο δε τρόπος αντίδρασης μας και επηρεάζεται από τον τρόπο δράσης του περιβάλλοντός μας αλλά και επηρεάζει αυτό. Επομένως το σύνολο αυτό αλλάζει ανάλογα με τις εμπειall;aρίες και με ποιον τρόπο γίνεται η διαχείρισή τους.
Για να πραγματοποιηθεί η αποδοχή θα πρέπει να γνωρίζει κάποιος τι είναι αυτό που πρόκειται να αποδεχθεί. Τη γνώση αυτή μας την προσφέρει, η πρώτη από τις τρεις πιο πάνω αναγραφόμενες συνιστώσες, η αυτογνωσία, η οποία δεν διδάσκεται αλλά και ούτε τη μαθαίνει κάποιος παρακολουθώντας σεμινάρια και ακούγοντας ομιλίες. Η αυτογνωσία αποτελεί μία συνεχή προσπάθεια από το άτομο προκειμένου αυτό γνωρίσει σε βάθος τον εαυτό του. Είναι μία διαρκής παρατήρηση του εαυτού κατά την οποία πρώτα διαπιστώνονται οι αρνητικές πλευρές αυτού (ελαττώματα) και στη συνέχεια οι θετικές (προτερήματα). Το ουσιώδες δε είναι, να αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως ακριβώς είναι, πρωτίστως με τα ελαττώματά του και δευτερευόντως με τα προτερήματά του, τα δε, δύο αυτά στοιχεία είναι και η αλήθεια μας. Για κανέναν λόγο όμως δεν πρέπει να προβάλλουμε δικαιολογίες και να ασκούμε κριτική γι’ αυτό που είμαστε. Όσο αποδεχόμαστε περισσότερο τον εαυτό μας, τόσο εισερχόμαστε βαθύτερα στην αυτογνωσία. Η αυτοαποδοχή επομένως, η σπουδαιότητα της οποίας έχει ιδιαίτερο βάρος, με την αυτογνωσία αποτελούν τις δύο όψεις του νομίσματος. Είναι δύο έννοιες που συνυπάρχουν και η μία συμπληρώνει την άλλη.
Αυτοαποδοχή σημαίνει ότι γνωρίζω τον εαυτό μου σε βάθος, γνωρίζω πολύ καλά τι επιθυμώ κατά το πέρασμά μου στη ζωή. Στις επιδιώξεις μου δεν είναι να αλλάξω τον άλλον αλλά επιδίωξη και επιθυμία μου είναι να είμαι ο εαυτός μου.
Το άτομο όσο εισέρχεται βαθύτερα στο εσωτερικό του και αναγνωρίζει τα ελαττώματά του, κατανοεί ευκολότερα αυτά. Αποδέχεται επομένως την δική του αλήθεια, την οποία θεωρεί ιερή, καθ΄ όλο το εξελικτικό του στάδιο στο ταξίδι της ζωής. Συνεπεία αυτού, την ίδια κατανόηση θα επιδείξει όταν βρεθεί αντίκρυ με την αλήθεια των άλλων. Συνεπώς από τη στιγμή που αποδεχόμαστε χωρίς κρίση και χωρίς δικαιολογίες τη δική μας αλήθεια τότε είμαστε σε θέση να αποδεχθούμε και την αλήθεια των άλλων χωρίς να ασκήσουμε ουδεμία κριτική. Ακριβέστερα, από τη στιγμή που έχουμε την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τη δική μας αλήθεια και όπως είναι ιερή αυτή για μας, το αυτό συμβαίνει και με την αλήθεια των άλλων. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω το εξής: Ναι, αποδεχόμαστε πως ο οποιοσδήποτε έχει τη δική του αλήθεια, αυτό όμως δεν σημαίνει πως αυτή πρέπει να καταπιέζει τη δική μας. Φυσικά, εννοείται και το αντίστροφο.
Στη ζωή δυστυχώς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις, σκληρές πολλές φορές, οι οποίες μας δυσκολεύουν, μας αναστατώνουν, μας μπλέκουν σε μπελάδες κι ολότελα μας ξεβολεύουν. Οι περιπτώσεις πολλές. «Εμείς γι’ αλλού τραβήξαμε, γι’ αλλού, κι’ αλλού η ζωή μας πάει» λέει σε ένα τραγούδι του ο Α. Καλογιάννης. Ποιόν δρόμο όμως θα πρέπει να ακολουθήσουμε, αυτόν του συμβιβασμού ή της αποδοχής;
Η αποδοχή με τον συμβιβασμό είναι δύο έννοιες οι οποίες μεταξύ τους αντιτίθενται. Με τον συμβιβασμό, όσο και αν αυτός είναι απαραίτητος στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, υπό ορισμένες προϋποθέσεις βέβαια, δεν παύει η ψυχή μας να είναι σκοτεινή, ιδίως όταν συμβιβαζόμαστε υπό καταπίεση. Μέσα μας υπάρχει ο σπινθήρας που κάποια στιγμή θα φέρει την ανάφλεξη και τότε το ξέσπασμα θα είναι βίαιο συνεπεία των καταπιεσμένων συναισθημάτων μας. Στερεί επομένως ο συμβιβασμός τη σύνδεση με τον εαυτό μας.
Αφού πρώτα αποδεχτούμε τον εαυτό μας έτσι ακριβώς όπως είναι, τότε είναι βέβαιο πως θα ακολουθήσει και η αποδοχή του οποιουδήποτε ατόμου του περιβάλλοντός μας γι’ αυτό που είναι. Δεν πρέπει όμως ποτέ να ανεχτούμε από το άτομο αυτό να επιχειρήσει να περιορίσει το «χώρο» μας που είναι ο δρόμος μας στη ζωή δηλ. οι φίλοι μας, τα ενδιαφέροντά μας κλπ και να μας επιβάλει το δικό του. Και γιατί δεν πρέπει να το ανεχτούμε; Γιατί γνωρίζουμε ποιοι είμαστε και επίσης γνωρίζουμε πως αν μετατραπούμε σε οτιδήποτε άλλο πέραν από αυτό που πραγματικά είμαστε, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα βυθιστούμε στην άγνοια και στο σκοτάδι. Επομένως, να αγωνιστούμε γι’ αυτό που πιστεύουμε, να αγωνιστούμε με κάθε τρόπο να πάρουμε αυτό που πιστεύουμε ότι μας αξίζει, πάντα όμως σεβόμενοι την αλήθεια του άλλου και χωρίς να επιχειρήσουμε να αλλάξουμε το δρόμο του άλλου.
Θεωρώ πως είναι απαραίτητο να βάλουμε όρια στον εαυτό μας. Η οριοθέτηση αυτή αποτελεί επακόλουθο της αυτογνωσίας και της αυτοαποδοχής. Όποιος λοιπόν επιχειρήσει να παραβιάσει αυτά τα όρια, τότε πρέπει να μας βρει απέναντι. Όταν αφήνουμε τους άλλους να καταστρατηγούν τα όρια μας δεν είναι μεγαλοψυχία αλλά έλλειψη σεβασμού προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Έλλειψη σεβασμού για τον εαυτό του έχει μόνο ο άνθρωπος ο οποίος στερείται αυτογνωσίας και αυτοαποδοχής. Βέβαια υπάρχουν φορές που ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις άλλοτε ήπιες και άλλοτε σκληρές, όπου δυσκολευόμαστε να προασπίσουμε τα όρια μας. Καταστάσεις που μας δημιουργούν στο εργασιακό μας περιβάλλον ο ίδιος ο εργοδότης, ο προϊστάμενος, οι συνάδελφοι, καταστάσεις που βιώνουμε στο περιβάλλον που ζούμε από τους γονείς, από τα παιδιά μας, καταστάσεις που μας δημιουργούν τα άτομα που επιλέξαμε να μας συντροφεύουν. Όλοι οι παραπάνω, εκμεταλλευόμενοι είτε την εξουσία τους, είτε τη δύναμή τους είτε το υποτιθέμενο κύρος τους, έχουν την τάση ή τη θέληση να μας ορίσουν τα δικά τους θέλω. Κάτω από αυτές τις συνθήκες φτάνουμε στο σημείο να κάνουμε τους πιο μεγάλους συμβιβασμούς διότι υπάρχει ο κίνδυνος - απειλή της απόλυσης, της απόρριψης, του χωρισμού καθώς και άλλες συνέπειες που δεν μας είναι επιθυμητές και προκαλούν δυσαρέσκεια. Στις περιπτώσεις αυτές, φρονώ πως η λύση είναι η αποδοχή και όχι ο συμβιβασμός. Ας ζυγίσουμε την οποιαδήποτε κατάσταση και να σκεφτούμε κατόπιν σε βάθος κάθε πιθανή κατάληξη και να αναρωτηθούμε: Αξίζω να βιώνω μία κατάσταση που με καταπιέζει; Αξίζω να ζω σε ένα περιβάλλον όπου δεν με σέβονται; Αξίζω να είμαι η μαριονέτα των γονιών μου, των παιδιών μου, του ατόμου που με συντροφεύει, χάνοντας έτσι τη ζωή μου; Η πιθανή απάντηση μάλλον θα είναι αρνητική, δηλαδή ΟΧΙ. Στο σημείο αυτό ακολουθεί η επόμενη ερώτηση: Αυτό που μου αξίζει για να ζήσω πως μπορώ να το πραγματοποιήσω; Οι πιθανές απαντήσεις είναι: α) Να βρω άλλη εργασία, β) Να σταματήσω να είμαι μαριονέτα και να χωρίσω, εγκαταλείποντας γονείς, παιδιά και σύντροφο λέγοντας να πορευτούν σε νέο δρόμο. Στη συνέχεια ακολουθεί η πιο ουσιώδης ερώτηση: Αξίζει να χάσω τα όποια οφέλη που μου προσφέρει η κατάσταση που βιώνω και να αναζητήσω κάτι άλλο; Όπως η διαδικασία ανεύρεσης άλλης εργασίας ενδεχομένως με λιγότερα χρήματα; Όπως η απώλεια των όποιων καλών στοιχείων που προσφέρει το άτομο που με συντροφεύει; Όπως η μη συνεύρεση με τους γονείς και τα παιδιά; Αν η απάντηση είναι θετική, δηλαδή ΝΑΙ, το θέμα είναι απλό: Προχωράμε. Αν η απάντηση είναι αρνητική, δηλαδή ΟΧΙ, το θέμα πάλι είναι απλό, αποδεχόμαστε ότι συνειδητά επιλέξαμε να παραμείνουμε στην ίδια κατάσταση διότι δεν θελήσαμε να χάσουμε τα όποια παρεχόμενα οφέλη. Από τη στιγμή δε, που συνειδητά έχουμε επιλέξει να παραμένουμε σε μία κατάσταση γνωρίζοντας όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής τα οποία μας επηρεάζουν, αυτόματα συμβαίνει ως συνέχεια η αποδοχή της επιλογής μας. Συμβαίνει και το εξής σημαντικό όμως: Τα προβλήματα ταυτόχρονα χάνουν την αίγλη τους και δεν μας ενοχλούν. Γιατί να συμβαίνει όμως αυτό; Γιατί πρώτοι εμείς είμαστε αυτοί που αποδεχόμαστε την διαμορφούμενη κατάσταση και συνειδητά πλέον έχουμε επιλέξει να βρισκόμαστε σε αυτήν και όχι να μας την επιβάλλουν. Αν αυτή την απλή πρακτική την εφαρμόσουμε σωστά είναι βέβαιο πως θα μας αλλάξει τη ζωή. Μπορούμε δε να την εφαρμόζουμε σε οποιαδήποτε άλλη δυσάρεστη κατάσταση που θα βρεθεί στο δρόμο μας.
Με τον συμβιβασμό βρισκόμαστε συνεχώς σε ένα παράπονο, σε γκρίνια που τελικά μας επιφέρει ασθένεια διότι διαρκώς μέσα μας υπάρχει θυμός, πικρία και πολλά άλλα επιζήμια συναισθήματα επειδή νιώθουμε ότι είμαστε θύματα των άλλων, ότι μειώνουμε διαρκώς τον εαυτό μας και ότι κάποιος άλλος μας παραβιάζει κατ΄εξακολούθηση.
Ας απορρίψουμε επομένως τον συμβιβασμό ο οποίος μπορεί μεν να είναι μία καλή ομπρέλα, κι αυτό μόνο όταν επέρχεται από συνειδητή επιλογή και όχι υπό καταπίεση, δεν είναι όμως στέγη όπως είναι η αποδοχή. Ας επιλέξουμε την αποδοχή που είναι το κλειδί του θαλάμου της ηρεμίας, της γαλήνης, της ισορροπίας. Μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι αν δεν έχουμε τα παραπάνω; Επιλέγοντας δε την αποδοχή, μόνο καλό κάνουμε στον εαυτό μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου