Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι (Juliusz Słowacki, 4 Σεπτεμβρίου 1809 – 3 Απριλίου 1849) ήταν Πολωνός ποιητής και δραματουργός. Ανήκει μαζί με τον Άνταμ Μιτσκιέβιτς και τον Ζίγκμουντ Κρασίνσκι στην τριάδα των βάρδων του Πολωνικού Ρομαντισμού
«Ο τάφος του Αγαμέμνονα».
Εισαγωγή, μετάφραση, επίμετρο: Δημήτρης Χουλιαράκης. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2006, σελ. 43.
Το ποίημα αποτελείται από 32 στροφές εξάστιχων σε δωδεκασύλλαβο ρυθμό, χαρακτηριστική επιλογή των ρομαντικών ποιητών του 19ου αιώνα. Αν προσπαθήσουμε να αναδύσουμε τη βασική θεματική του Τάφου του Αγαμέμνονα, θα επιμέναμε σε δύο άξονες: ο πρώτος, τοπιογραφικός και προσιτός στον ποιητή – αφηγητή, είναι αυτός της αργείας γης και του μυκηναϊκού τοπίου που, μέσω υποκειμενικών συνειρμών, μεταλλάσσεται σε εικόνες που διασταυρώνουν από την μια πλευρά ιστορικά γεγονότα και τόπους της αρχαίας Ελλάδας και από την άλλη μυθικά πρόσωπα ή χώρους.
Ο δεύτερος άξονας, η ανάμνηση της Πολωνίας, που αν και επίσης τοπιογραφικός, ξεφεύγει από την εγγύτητα του ποιητή, καταλήγει σε μία μεγάλη ιδέα, στο όραμα της επανάστασης και της απελευθέρωσης κατά το πρότυπο των αγώνων του ελληνικού έθνους. Κατ΄επέκταση, όλο το ποίημα, βασιζόμενο στην ασύμμετρη ζεύξη μεταξύ υπόδουλης Πολωνίας και επικής ηρωικής Ελλάδας, μοιάζει να είναι ένα όνειρο, μία φευγαλέα σκέψη, που ο ποιητής εμπνέεται χάρη στην κοινωνία του με τον κόσμο των Μυκηνών.
Αναπαράγοντας με ένα τελείως προσωπικό τρόπο τον ενδοσκοπικό αρνητισμό που διακήρυτταν οι Ρομαντικοί ποιητές, τον επονομαζόμενο και «κακό του αιώνα», ως ψυχική κατάσταση αναταραχής, απόγνωσης και μη ικανοποίησης βαθύτερων οραμάτων και προσδοκιών, ο Τάφος του Αγαμέμνονα ξεκινά με την επίκληση του λυρικού ποιητή στη Μούσα και την επίσκεψή του στο μακάβριο θέαμα του τάφου του Αγαμέμνονα. Το ποίημα παίρνει τις διαστάσεις μίας προσωπικής εξομολόγησης κατευθείαν βγαλμένης από την καρδιά.
Μέσα σε ένα μεσογειακό τοπίο, διχοτομημένο σε ζωή, που εκφράζεται μέσα από τη μυρωδιά της ρίγανης και το τραγούδι των γρύλων, και σε θάνατο, που εκφράζεται από την επίκληση στη γενιά των Ατρειδών, ο ποιητής θέλοντας συμβολικά να υπονοήσει την υποδούλωση των Πολωνών, στέκεται σιωπηλός μπροστά στη δόξα και την περηφάνια που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη. Και όμως, οι αναμνήσεις, τα φαντάσματα μοιάζουν να ανασταίνονται, ενώ η ελπίδα, με τη μορφή λύρας της έμπνευσης του Ομήρου, αποκτά επική ορμή, λίγο πριν σβήσει και ρίξει τον αφηγητή σε κατάσταση σιωπής.
(απόσπασμα)
Φανταστικά συγκερασμένο το λαγούτο,
Ας συνοδεύει τον πικρό και μαύρο λογισμό’
Ότι να, μπήκα στου Αγαμέμνονα τον τάφο,
Και στον υπόγειο θόλο, από τον Ατρειδών
Το τρομερό το αίμα ραντισμένον, στέκω σιωπηλός.
Αποκοιμήθηκε η καρδιά, μα ονειρεύεται. Μαράζι που ‘χω εντός μου!
Ω! μακρινά π’ ακούγεται τούτη η άρπα η χρυσή,
Που μόνο τον παντοτινό αχό της αγροικάω!
Είναι σπηλιά των δρυϊδών από μεγάλα βράχια,
Οπού ‘ρχεται στ’ ανοίγματα ο αέρας να στενάξει
Και της Ηλέκτρας έχει τη λαλιά – λευκαίνει
ετούτη το πανί Κι από τις δάφνες αποκρίνεται: Μαράζι που ‘χω εντός μου!
Εδώ πάνω στις πέτρες, με την εργατική Αράχνη
Καυγαδίζει το αγέρι και της τσακίζει τον ιστό’
Εδώ μοσκοβολάνε μες στις καμένες ράχες τα θυμάρια λυπημένα’
Εδώ ο άνεμος το σταχτερό σωρό των ερειπίων μόλις ζώσει,
Τους σπόρους κυνηγάει των λουλουδιών – κι αυτά τα χνούδια
Παν και μες στον τάφο σάμπως ψυχές πλανιούνται.
Εδώ ανάμεσα στις πέτρες τα τζιτζίκια των αγρών,
Κρυμμέν’ από τον ήλιο που στους τάφους πάνω στέκει,
Σα να ‘θελαν σιωπή να μου επιβάλουν,
Τερετίζουν. Της Ραψωδίας η φρικαλέα η επωδός
Είν’ το τερέτισμα αυτό, που ακούγεται στους
τάφους – Είν’ αποκάλυψη, είναι ύμνος, τραγούδι της σιωπής.
Ω! είμαι σιωπηλός, όπως εσείς Ατρείδες,
Που η στάχτη σας κοιμάται φυλαγμένη απ’ τα τζιτζίκια.
Ούτε η μικροσύνη μου εμένα τώρα με ντροπιάζει,
Μήτε οι λογισμοί σαν τους αητούς ζυγιάζονται.
Βαθιά είμαι ταπεινός και σιωπηλός
‘δω, στο μνημείο αυτό, της δόξας, του φονικού, της ξιππασιάς.
Στου τάφου απάνω το θυρί, στο γείσο του γρανίτη
Μες στο λιθένιο τρίγωνο βγαίνει μικρή βαλανιδιά,
Τη φύτεψαν σπουργίτια ή περιστέρια,
Και με τα μαύρα φυλλαράκια πρασινίζει,
Και στο μνημείο το σκοτεινό τον ήλιο να ‘μπει δεν αφήνει’
Έκοψα από το μαύρο θάμνο ένα φύλλο.
Δεν τον προστάτεψε πνεύμα κανένα μήτε ξωτικό,
Κι ούτε μες στα κλωνιά γόγγυσε κάποια οπτασία’
Μόνο του ήλιου φάρδυνε το πέρασμα,
Και πρόστρεξε χρυσός στα πόδια μου να πέσει.
Νόμισα στην αρχή πως τούτη οπού περνά
Η λάμψη, ήταν χορδή από του Ομήρου την Άρπα,
Και άπλωσα το χέρι στα σκοτάδια,
Να την αδράξω, να την τεντώσω και όπως τρέμει
Να τήνε κάνω να βουρκώσει, να τραγουδήσει, να κακιώσει
Πάνω στο μέγα τίποτα των τάφων και στο βουβό
Σωρό της τέφρας: όμως μέσα στο χέρι μου
Τούτη η χορδή τρεμόπαιξε κι έσπασε δίχως βόγκο <…>
(Ο τάφος του Αγαμέμνονα, μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης, Γαβριηλίδης, 2006)
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου