Η νύχτα κρύα και σκοτεινή.
Το αυστηρό στερέωμα, αδιάφορο.
Ο χρόνος κυλά ανώνυμος.
Στις φυλλωσιές μικρά πουλιά,
απροστάτευτα την ώρα της καταιγίδας…
Η αυστηρή νομοτέλεια ξαποσταίνει δίπλα τους,
το σύμπαν γέρνει με στοργή πάνω τους.
Δικά του τέκνα είναι αυτά
που χωρούν σε μια τρυφερή παλάμη;
Ησυχάζει η νύχτα και δαμάζει τα θεριά της.
Το καντήλι των αστεριών της τρεμοπαίζει.
Τα πουλιά, σιωπηλά, απορούν...
Πώς βρεθήκαν αγκαλιά με την πλάση,
ν’ αγναντεύουν τον άνεμο
με τ’ άστατα ξέφτια του να ιδρώνει και να ’ρχεται;
Χιλιάδες πουλιά στους γαλάζιους ουρανούς.
Η χαρά τους στα τέλεια φτερουγίσματα,
ο ρυθμός στα εξαίσια κελαηδήματα!
Η ύπαρξή τους, ύμνος,
νόμος ειρήνης του Δημιουργού…
Αγγελιοφόροι του Θεού,
ευαγγελίζονται νέες μέρες.
Ποιος ποτέ κατάλαβε την κυριαρχία τους;
Χορευτές των ανέμων με την πλάση χορεύτρια,
γητευτές των αγγέλων με τη νιότη πλανεύτρα.
Αναπάντεχη νίκη του απροστάτευτου πλήθους,
ποιος τους έδωσε χάρη να ορίζουν τους ουράνιους κήπους;
Οι μικροί απροστάτευτοι, οδηγοί των αιώνων,
τα γλυκά τιτιβίσματα, μουσική των απέραντων χρόνων.
Οι ανέσπερες νύχτες νικημένες λουφάζουν,
τα πουλάκια στους κόρφους των κλαδιών τις διατάζουν.
Αρμονία και σύστημα η δομή των τυφώνων,
τα πουλιά τούς ξεκλήρισαν απ’ τις άκρες των κόσμων.
Ας κοιμούνται ανέμελα οι ουρανοί και η γη,
τα πουλιά τ’ απροστάτευτα είναι μοναδικοί στρατηγοί.
Στρατιώτες κατάφρακτοι με τους ύμνους ασπίδες,
ο στρατός τους απέραντος σε στεριές και σε θάλασσες.
Η ζωή δεν τα νίκησε και ο θάνατος όχι.
Η ελπίδα τους άσπιλη και η θλίψη μια στείρα.
Αργυρή η σελήνη τους και μικρά ράμφη τη σκίζουν,
πορφυρά και τ’ αστέρια τους με σκιρτήματα μύρια.
Πώς πληρώνουν το μέλλον μας με τα γρόσια της λάμψης,
πώς μυρώνουν τα όνειρα με ολόλευκες μέρες;
Η ψυχή τους, αετόπουλο, φτερουγίζει στα ύψη,
κυνηγάει εξαπτέρυγα, στεφανώνει παιδιά.
Οι ουρανοί οι απόρθητοι, καταγάλανοι μύθοι,
τα ρυάκια τους ξάστερα στη σιωπή του καιρού.
Ορμηνεύουν την άνοιξη κι ερμηνεύουν το φως,
η σοφία τους, ύστερο καταστάλαγμα χρόνων.
Ταπεινά τα περάσματα της ζωής της μαγεύτρας,
περπατάει αρχόντισσα σιωπώντας σαν ψεύτρα.
Τα γλυκά τιτιβίσματα κελαηδούν ταπεινά,
μυστικά παναιώνια και ειρήνη γεμάτα.
Μπαινοβγαίνουν οι άγγελοι σε εξαίσιους κήπους,
τα κλωνιά τους παγγέμιστα καρδερίνες και ήχους.
Ευτυχία ανείπωτη σ’ ουρανούς και σε γη,
την ακούν όσοι έμαθαν να μιλούν στη σιωπή.
Ηρεμία, αρχόντισσα των απέραντων χρόνων,
εργασία αστείρευτη του καιρού του σοφού!
Πώς γιορτάζουν αμάλαγες οι αγέννητες ώρες;
Τι χαρά ανεξάντλητη καθορίζει το μέλλον;
Η ψυχή μας ελεύθερη καβαλά τ’ αεράκι,
κελαρύζει την άνοιξη, τη δροσιά τραγουδά.
Η καρδιά μας απέραντη και με ύμνους γεμάτη,
η σιωπή κατακέντητη και τα δώρα λαμπρά.
Ας γευτούμε ολόψυχα την ωραία ειρήνη,
ας πλυθούμε στις κρήνες της, ο καιρός περιμένει.
Μυρεψός κι ασυγκράτητος, λεπτουργός τρυφερός,
πώς λατρεύει την ύπαρξη, πώς εργάζεται φως;
Τα πουλάκια γαλήνια μες σε φούχτες ζεστές,
αναπαύουν εξαίσια παμμυρίους ανθρώπους.
Και ο κόσμος τους ήρεμος, δίχως ήχους πανώριους,
η σιωπή κυριάρχησε στους απέραντους δρόμους.
Ηρεμία ατάραχη, ηρεμία γλυκιά,
τα νερά σου τα ήπια, μια μεγάλη αγκαλιά.
Ας γευτούμε τη χάρη σου επιτέλους κι εμείς.
Ας γιορτάσουμε ήσυχοι
την ανάσταση της δικής μας ψυχής…
Ιωάννα Αθανασιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου