Το ελεύθερο πουλί κάνει άλμα
στην πλάτη του ανέμου
και αιωρείται κατεβαίνοντας
μέχρι την άκρη του ρεύματος
βουτά τα φτερά του
στις πορτοκαλιές ηλιαχτίδες
και τολμά να διεκδικήσει τον ουρανό
Μα ένα πουλί που πηγαινοέρχεται
μες στο στενό κλουβί του
σπάνια μπορεί να δει πέρα
από τα κάγκελα της οργής
τα φτερά του είναι ψαλιδισμένα και
τα πόδια του δεμένα
έτσι ανοίγει το στόμα του και τραγουδά
Το φυλακισμένο πουλί τραγουδά
με έναν φοβισμένο σκοπό
για πράγματα άγνωστα
μα επιθυμητά από καιρό
και η μελωδία του ακούγεται
στο μακρινό βουνό
γιατί το φυλακισμένο πουλί
τραγουδά την ελευθερία
Το ελεύθερο πουλί στοχάζεται άλλο ένα αεράκι
τους αληγείς ανέμους να περνούν απαλά μέσα από δέντρα που στενάζουν
τα παχιά σκουλήκια να το περιμένουν σε ένα λιβάδι καθώς χαράζει
και αποκαλεί τον ουρανό δικό του.
Μα ένα φυλακισμένο πουλί στέκει πάνω από τον τάφο των ονείρων
Η σκιά του ουρλιάζει πάνω στου εφιάλτη την κραυγή
τα φτερά του είναι ψαλιδισμένα και
τα πόδια του δεμένα
έτσι ανοίγει το στόμα του και τραγουδά
Το φυλακισμένο πουλί τραγουδά
με έναν φοβισμένο σκοπό
για πράγματα άγνωστα
μα επιθυμητά από καιρό
και η μελωδία του ακούγεται
στο μακρινό βουνό
γιατί το φυλακισμένο πουλί
τραγουδά την ελευθερία.
(Μετάφραση: Χριστίνα Λιναρδάκη)
“Ω σκοτάδι φυλακής, πίσσα οι τέντες σου.
Το σκοτάδι μας αρέσει.
γιατί μετά τις σκοτεινές ώρες της νύχτας
θ’ ανατείλει η αυγή της περηφάνιας.
Ο κόσμος, μ’ όλη του τη μακαριότητα, θα ξεθωριάσει,
όσο εμείς θα χαριζόμαστε στο Θεό.
Ένα αγόρι μπορεί ν’ απελπίζεται μπροστά σ’ ένα πρόβλημα,
αλλά εμείς ξέρουμε πως ο Θεός έχει σχέδιο.
Ακόμα κι αν τα δεσμά σφίγγουν και φαίνονται αδιάρρηκτα
θα συντριβούν.
Εκείνοι που επιμένουν θα κερδίσουν τον σκοπό τους.
Εκείνοι που επιμένουν να χτυπούν την πόρτα θα μπουν μέσα.
Ω κρίση δυνάμωσε!/ Κοντεύει να ξημερώσει.”
(Τα ποιήματα είναι από το «Ποιήματα από το Γκουαντάναμο», εκδ. Πύλη)
[Στη φυλακή να μη μετράς τις μέρες.
Καθώς θα βλέπεις να στενεύει λίγο –λίγο το προαύλιο
το καλύτερο απ’ όλα είναι να μικρύνεις και τα δικά σου βήματα.
Είναι προτιμότερο να μη δίνεις σημασία στις ειδήσεις.
Οι παρασημοφορίες οι μεταστάσεις βουλευτών οι εκλογές
επιδρούνε ίσως στη ροή του χρόνου
όσο το θαλασσόβρεχτο βραδυνό αγέρι
στις λυχνίες των ανθρακωρύχων.
Αν πάλι δεν μπορείς να ζήσεις δίχως την ελπίδα
στήριξε τ’ όνειρό σου στους σεισμούς.
Αυτοί-όλα συμβαίνουν-μπορούν να σου χαρίσουν
τ’ όμορφο ταξίδι
μιας μεταγωγής.]
“Με Τι Μάτια Τώρα Πια”
Ποιήματα 1941-1971
Εκδόσεις Νεφέλη (1971) 2000
13.12.43
Θυμᾶσαι ποὺ σοῦ 'λεγα
Ὅταν σφυρίζουν τὰ πλοῖα μὴν εἶσαι στὸ λιμάνι.
Μὰ ἡ μέρα ποὺ ἔφευγε ἤτανε δικιά μας
καὶ δὲ θὰ θέλαμε ποτὲ νὰ τὴν ἀφήσουμε
Ἕνα μαντήλι πικρὸ θὰ χαιρετᾶ τὴν ἀνίατου γυρισμοῦ
Κι ἔβρεχε ἀλήθεια πολὺ κι ἤτανε ἔρημοι οἱ δρόμοι
Μὲ μιὰ λεπτὴν ἀκαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οἱ ἄνθρωποι τόσο λησμονημένοι -
Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι;
Κι ἕσφιγγα τὰ χέρια σου Δὲν εἶχε τίποτα τ᾿ ἀλλόκοτο ἡ κραυγή μου.
Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε
Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες
Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν
Ξεχνοῦσες τὰ δάκρυα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκὰ πανιὰ π᾿ ἀνεμίζονται.
Ἴσως δὲ μένει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ αὐτὸ νὰ θυμόμαστε.
Μὲς στὴν ψυχή μου σκιρτᾶ τὸ ἐναγώνιο Γιατί,
Ρουφῶ τὸν ἀγέρα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης
Χτυπῶ τοὺς τοίχους τῆς ὑγρῆς φυλακῆς μου
καὶ δὲν προσμένω ἀπάντηση
Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς
καὶ τῆς θλίψης μου.
Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.
Μας βασανίσανε φριχτά. Ματώσαν τα κορμιά μας.
Σύντροφε εσύ, όπου μπορείς και χαίρεσαι το φως
σκέψου για μας όπου κοντεύει να σαλέψει ο νους μας
και που το φως το βλέπουμε σα μια χλωμήν αχτίνα.
Πονάει στο πέτρινο κρεβάτι η πληγωμένη σάρκα
και η αηδία μάς κρατεί απ’ τ’ άθλιο συσσίτιο.
Πονούν κεφάλι και κορμί, πονούνε τα πνεμόνια
κι οι δήμιοί μας καρτερούν τον σίγουρο χαμό μας.
Εμείς κρατούμε. Το κορμί μονάχα μάς παιδεύει.
Αδέρφια – εσείς βοηθείστε τους αυτούς πόχουνε πιάσει.
Άδεια στο σπίτι απόμεινε και παγωμένη η σόμπα.
Στη χύτρα – λαχανόφυλλα που μάζεψε η γυναίκα,
όσα πετούνε γιατί πια κανείς δεν τ’ αγοράζει.
Μονάχα αυτά. Και τα παιδιά μας κλαίνε και πεινάνε.
Χτυπούν την πόρτα. Είναι ξανά η γριά γειτόνισσά μας
που λίγο λάδι δάνεισε και το ζητάει πίσω.
Φτάνει ο χειμώνας, παγωνιά και πείνα, φτάνει ο χάρος.
Αδέρφια εσείς βοηθείστε τους αυτούς πόχουνε πιάσει.
Συλλογιστείτε τούτα δω τα βρώμικα κελιά μας
και την αρρώστια που αγρυπνάει και μας παραμονεύει.
Στείλτε σαπούνι και φαΐ, στείλτε μας λίγα ρούχα,
βιβλία στείλτε μας εσείς κι ας είναι και ηλίθια,
γιατί εδώ μέσα ατέλειωτες είναι οι νυχτιές κι οι μέρες
και της ζωής ατέλειωτη – χωρίς χαρά – η λαχτάρα.
Βοήθα αν είσαι λεύτερος, αν είσαι εργάτης βόηθα.
Σύντροφε εσύ σαι η Κόκκινη Βοήθεια, όπου κι αν είσαι
κι αυτοί που πιάστηκαν – εσύ προσμένουν να βοηθήσεις.
Εμείς πιστοί παλεύουμε. Πιστοί στην επανάσταση
και δεν πεθαίνουμε ποτέ, χρειάζεται η ζωή μας.
Τον ιδρωτά μας, το πετσί μας θέλουν οι τυράννοι
και το μυαλό μας να σκοτώσουν θέλουν οι χαφιέδες.
Μα ως ότου λείψει της κλεψιάς ο κόσμος και της πείνας,
ως ότου από τις φυλακές θα πέσουν τα λουκέτα,
όπου χτυπάει το σφυρί κι αστράφτει το δρεπάνι,
εμείς δεν τα σταυρώνουμε τα χέρια υποταγμένοι.
Ζήτω – και πάλι – τα Σοβιέτ, τα Λαϊκά Συμβούλια.
Αδέρφια εσείς βοηθείστε τους αυτούς πόχουνε πιάσει.
Είναι έργο του Μιχαήλ Γλυκά, γνωστού λόγιου της εποχής των Κομνηνών. Γράφτηκε περίπου το 1159 και απευθυνόταν προς τον Μανουήλ Α’ Κομνηνό. Ο Γλυκάς φυλακίστηκε (άδικα σύμφωνα με τη δική του γνώμη) και γι’ αυτό έγραψε μέσα από τη φυλακή το συγκεκριμένο ποίημα ως μια έκκληση προς τον αυτοκράτορα για αποφυλάκισή του.
Χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι το εξής:
Της φυλακής η κάκωσις, η τσίκνα*, το καρβούνιν,
εγώ το εξεύρω μοναχός, εμέναν καίει μόνον,
μόνος εγώ δαμάζομαι κ' εγώ την πείραν έχω.[. . .]
Η φυλακή και ο θάνατος και χείρων του θανάτου·
η φυλακή και κάμινος και χείρων της καμίνου·
οίαν αν είπης κόλασιν, παχυμερώς κολάζει,
παχυμερώς στενοχωρεί και θλίβει και δαμάζει·
η θλίψις δε της φυλακής, η μέριμνα, η ανάγκη
πολυμερής, πολύτροπος, πολυειδής, ποικίλη.
Καθ' ώραν φθάνει ο θάνατος, καθ' ώραν αποθνήσεις·
χωρίς θαλάσσης πνίγεσαι, χωρίς πυρός εξάπτεις,
μέλη και μέλη τέμνεσαι* και δίχα* μαχαιρίου·
ουκ έναι πόνος πούποτε* να μη σε κατακρούση.
*τσίκνα: φωτιά, εδώ: στενοχώρια, συμφορά
*μέλη και μέλη τέμνεσαι: διαμελίζεσαι, κόβεσαι σε κομμάτια
*δίχα: δίχως
*πούποτε: πουθενά, κάπου
σ. 42-43
http://e-logotexnia.gr/
Μίκης Θεοδωράκης - Μια φυλακή
Καλλιτέχνης: Μωραΐτης Θανάσης
Άλμπουμ: Διόνυσος
Συνθέτης: Θεοδωράκης Μίκης
Στιχουργός: Θεοδωράκης Μίκης
Μια φυλακή, πώς μας φτάσαν ως εκεί,
μια φυλακή, η ζωή μου φυλακή.
Χωρίς ποινή, πώς μας φτάσαν ως εκεί
και δικαστή, η ζωή μου φυλακή.
Στου Μακρυγιάννη πριν προλάβεις να μιλήσεις,
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε,
μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό,
να σκεφτόσουνα θαρρείς πόσο λίγο η μέρα κράτησε…
Μες στις πλατείες ένας ένας καθισμένοι,
τη μοναξιά μας τη γραμμένη,
τη σφράγισες με βλέμμα μελαγχολικό,
ποιος θα πει το μυστικό στη ζωή μας τη χαμένη.
Βαρέθηκα τα γύρω μου βιβλία και τα πολλά μου τα τετράδια
τους τοίχους που τριγυρίζουνε την κάμαρά μου
θέλω να ακινητήσω με λόγια από μπετόν.
Οι τοίχοι ζουν στριφογυρίζουν γύρω γύρω στην κάμαρά μου
οι τοίχοι ζουν στριφογυρίζουν ως βαθιά μέσα στο μυαλό μου
οι τοίχοι ζουν δεν αφήνουν τα λόγια μου ν’ απλώνουνε κλαριά
τα κλαδεύουν και μένουν πίσω τα φτώματα των ρημάτων μου
μαραμένες υπάρξεις ξαπλωμένες σε αχαράκωτο χαρτί
τη μυρουδιά τους δεν την ακούει ούτε το φως της λάμπας
σκιάζει όσα λέω κάτω από πέτρες
τα τείχη ζουν ενώ εγώ ζω μεσ’ σε τοίχους
μ’ ανατριχιάζει το άγγιγμά τους
ο αιώνιος καλπασμός τους μου στεφανώνει τον ίλιγγο
μπορεί να ήσαν πιο όμορφα ακίνητα στάσιμα
αλλ’ είναι αλήθινά άμα τρέχουνε με ταχύτητα φωτός
από την Εδέμ και πέρα ως τα τώρα και πιο πέρα δυστυχώς.
Πιο γοργά από τα λόγια ασκώνονται τα τείχη
φράζουν το μελάνι και κάνουν λίμνη τη μαύρη επιφάνεια των λέξεων
ενώ έπρεπε να κυλάει με την ορμή του καταρράχτη
πλημμυρώντας με νότες βυρωνικές τους κρυμμένους μεσ’ σε όγκους δεσποτικούς
συθέμελα γκρεμίζοντάς τους
τώρα πια δεν μπορεί ο ποιητής να οραματίζεται από Βαστίλλιες που πέφτουν
δάση ολόκληρα από πύργους στολίζουν ακόμα τους βυθούς
μεγάλων ατάραχων νερών με τις άγκυρες της απελπισιάς
αρίθμητες φυλακές υψώνονται από την Αμερική στου Σιγκ-Σιγκ τα βράχια
ως την γαλάζια θάλασσα της Ελλάδας στου Ιτζεδδίν τη βάση
κι από τον Τάμεση κι από τον Δούναβη και το Βιστούλα
κι από τις λαγούνες στα βενετικά κανάλια
ζεστός ακόμα φτάνει ο αχνός των στεναγμών
καλλιεργημένων στα θερμοκήπια της ελευθεριάς.
Μέσα σε φημισμένους τοίχους πολλά σαπίζουν κάτυγρα κορμιά
που είσαι Χριστέ μου σ’ αυτό το άφτονο νερό
που δαχτυλιδώνει τόσες φυλακές
να δώσεις το σκούρο χρώμα των χτυπημένων κορμιών;
μόνο σε νυφικά φαγοπότια δεν αξίζει το μεθύσι των θαυμάτων
δε θέλουμε κρασί αλλά μαύρο μελάνι και λόγια κόκκινα
απ’ αυτά βαμμένα το χαρτί ασ’ το να πιεί τους πόθους εκείνων
που η κάθε συλλαβή ριμάρει με πέτρα
άσε να γκρεμιστεί η ομοιοκαταληξία με τρελή αλλά βαθιά ανθρώπινη ματιά
κι ο ψαλμός αυτός λεύτερα πια ανύποπτα ας φυτρώσει
σε αγκώνες δρόμων όπου ο αγέρας αψηφώντας τους τοίχους
τη μυρουδιά των λουλουδιών θα φέρει μακριά
μακριά ως τους άσπαρτους κήπους.
Δεν ήρθεν όμως η μεγάλη ημέρα
και με μηχανή τα κάτεργα ξακολουθούν και ζώνουν φιδίσια τείχη τη γη
καρπό φαρμακωμένο με δεσμωτήρια
από φυλακή σε φυλακή σέρνουν τα τραίνα τους καταδίκους
και σταματούν σε στάσεις του κόσμου
που πελασγικά εχτές και σιδερένια τώρα τρίζουν τους πόθους μας.
Από τις πυραμίδες τάφοι για τις ελπίδες των δούλων
από τους κρεμαστούς κήπους όπου άνθη αγκαθωτά μοσχοβολούν
για τους σκλάβους τα αγκάθια
απ’ τα παλάτια της Ρώμης φυλακές γι’ αυτούς που μένουν όξω
απ’ τα Μακρά Τείχη από της Κίνας τα μουράγια
ανεβαίνει σα βοή τεράστια το παράπονο των κολασμένων-
και σήμερις στον πόλεμο κάτου απ’τη γη
και στη θάλασσα πελώριοι τοίχοι προσφέρουνε νέα δάκρυα
με κλάματα αδιάκοπα σκεπάζουν τον ουρανό οι τοίχοι
οι τοίχοι της Βαβέλ που συμπληρώνουν τα κυπαρίσσια του Νέου Κόσμου
φύλακες κοιμητηριού όπου η φτωχολογιά ζει θρονιασμένη σε ηλεχτρική καρέκλα
κι από τις άπιστες εκείνες κορφές αναβλύζει τώρα η φωνή του Ζέφυρου
τραγουδεί με μάρμαρα προπυλαίων σε πλήχτρα σύγχρονης οικοδομής
απίθανες ιστορίες-τα έργα των ανθρώπων δούλοι της πέτρας
μας λέει πως τη σηκώσανε ψηλά με πόνο
για να ν’ ανασάνει λεύτερα στους αιθέρες του χρόνου
ενώ οι σκλάβοι ποιητές της φυσούνε το χτικιό στο βραδί τους δρόμο.
Για δέτε πως τρέχουν τρέχουν οι τοίχοι
σπούνε τον ορίζοντα πλημμυρούν τη γη
φάμπρικες παλάτια θέατρα μουσεία αποθήκες κλινικές
Λόντρα Ρώμη Πεκίνο Τόκιο μού ’ναι αδιάφορο
τρέχουν τρέχουν οι τοίχοι
με ρόδες από δολλάρια και βενζίνη της Μοσσούλης
και κάνουν λαδιές-στάδια εργατικής πορείας
σπάνιο το θέαμα διεθνική η συνάντηση
άραγες θα προφτάσει το τραγούδι μου ν’ανάψει τις καρδιές
προτού στους τοίχους του γραφείου μου φυτρώσει η μούχλα
η μούχλα της φυλακής
της φυλακής που κλείνει τα κορμιά
ή της άλλης της πιο φριχτής με τους τοίχους της απελπισιάς;
γράφω τόσο πολύ σιγά κι οι διαβαστές προφέρουν τόσο άσκημα τις ιδέες
που φοβούμαι μην κουραστώ να δω τους άλλους ακόμα να σταθμεύουν.
Όχι της φυλακής οι τοίχοι
τα λόγια μου δεν θα κρατήσουν
ο αγέρας θα πάρει τα χαρτιά μου
θα τα πετάξει στους δρόμους
θα τα σκορπίσει
και μακριά αν ζήσουν απ’ την ψυχή μου
κι εγώ γυμνός αν μείνω
θα’χω μια φωνή τη γροθιά μου.
Αντώνης Κηπουρός - ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΝΟΥ
Αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Τη φυλακή που έχω φτιάξει
Θα βλέπω άλλον ουρανό
Που θα ‘χει λέει άλλη λάμψη
Δεν θα με κυνηγά η σκιά
Αυτός ο πρώτος φύλακάς μου
Οι κόρες θα ‘ναι ανοιχτές
Για να ρουφούν όλο τον ήλιο
Δεν θα ξεραίνεται η ματιά
Και δεν θα θέλει τόσα δάκρυα
Θα μάθουνε τα μάτια μου
Τον ήλιο σαν φεγγάρι
Αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Θα ‘θελα να με περιμένεις
Να δω μέσα στα μάτια σου
Αν ξέρεις πού πηγαίνεις
Να δω τα τόσα κρίματα
Άμα τα ‘χεις ξορκίσει
Η πέτρα που χορτάριασε
Αν θα ξανακυλήσει
Ναπολέων Λαπαθιώτης - Στη φυλακή με κλείσανε
Στη φυλακή με κλείσανε
οι δυνατοί του κόσμου,
κι έσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
να ρθω σε σένα, φως μου!
Τα σίδερα λυγίσανε,
από το βογγητό μου,
και στέρεψαν για να διαβώ,
κι οι ποταμοί του δρόμου...
Και σαν τρελός σε γύρεψα,
μα συ δεν εφαινόσουν!
Και πικραμένος, γύρισα
να με ξανακλειδώσουν.
Τάσος Λειβαδίτης - Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
16. | Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα. | ||
17. | Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο. | ||
18. | Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα; | ||
19. | Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει, | ||
20. | έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του. | ||
21. | Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός. | ||
22. | Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί. | ||
23. | Και ξημέρωσε. Και βράδιασε. | ||
24. | Ημέρες σαράντα. | ||
25. | Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του. | ||
26. | Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της. | ||
27. | Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας. | ||
28. | Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά. | ||
29. | Εις τους αιώνας των αιώνων. http://ebooks.edu.gr/ Debtors Prison by Andrew Howat |
- Η ηλικία είναι η σκόνη της ζωής επάνω μας
κάθε που σμίγουν τα κορμιά σηκώνεται σαν σύννεφο τριγύρω,
μας στριφτοτυλίγει και μας πνίγει
τι άλλο απ’αυτό θα μάθουμε ποτέ
γιατί λοιπόν τρομάζουμε μπρος σ’ένα γερασμένο πρόσωπο;
- Τρομάζουμε όχι γι’αυτό που κάποτε υπήρξαμε
αλλά γι’αυτό που δεν υπήρξαμε
Ναζίμ Χικμέτ, αρκαντάς. Συγκάτοικε της κόλασης.
Σ’ άκουσα που βόγκηξες εψές για την Ελλάδα.
Ήταν νύχτα ώρα πικρή. Κι ο βόγκος ακούμπησε στο στήθος μας.
Ήταν η ώρα που δέναμε τις πληγές μας.
Κι ανασηκώσαμε τον επίδεσμο για να σ’ ακούσουμε.
Να σ’ ακούσουμε –απ’ το μικρό μπουντρούμι της Σταμπούλ-
Να βογκάς μες σ’ όλα τα μπουντρούμια του κόσμου.
Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω.
Τώρα που μου στένεψαν τον κόσμο.
Τώρα που γεύτηκα της αλυσίδας τη σκουριά.
Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω:
Πως στο δεξί βραχιόλι της χειροπέδας μου
αισθάνομαι το χέρι το δικό σου.
Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου.
Μας έφτασε απρόσμενα το γράμμα σου εδώ χτες βράδυ.
Σαν ένα πουλί που έφυγε απ’ το κλουβί του.
Σαν ένα χέρι που ανέβηκε από τα κύματα.
Το διαβάσαμε, ριγώντας συλλαβιστά,
κάτω απ’ το γιαταγάνι του μισοφέγγαρου.
Και πήραμε τον όρκο:
Να σου κεντήσουμε στο ρούχο
τη στάμπα του Μακρονησιώτη.
Και να σε κράξουμε επίτιμο μάρτυρα και συντοπίτη μας.
Η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ, Ναζίμ.
Γκρεμότοπος που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα.
Και πάνω του σαλεύουμε ολόρθοι σκελετοί.
Πώς ήρθε και μας βρήκε το χαρτί σου;
Εδώ δεν άραξε άλλο τίποτε, ποτές –
παρά μονάχα οι δήμιοι κι οι βοριάδες.
Πώς βρήκε τη στράτα το χαρτί σου;
Αυτό που γίνηκε στον τόπο μου, αρκαντάς,
δεν εματάγινε ποτές, αλλού, στη σφαίρα,
κι ουδέ μιλιέται, ουδέ γροικιέται. Μοναχά
τούτο σου λέω, Ναζίμ: Τα μωρά,
τα μωρά που δεν έκλαψαν ποτέ γι’ άλλον κανένα
παρά για τον ίδιο τους τον εαυτό.
Τα μωρά έβαλαν από τις κούνιες τους το μοιρολόι,
για τα μεγάλα πάθη των γονιών τους.
Τούτο μονάχα σου λέω, αρκαντάς. Και θα ‘θελα να ξεφωνίσω.
Μα το κερί μου γέρνει στο σαμαντάνι το κεφάλι του,
και κλαίει για τον εαυτό του.
Τώρα καληνύχτα, Ναζίμ. Κι αύριο που θα φέξει,
Κι εγώ θα ξεντυθώ τα σίδερα,
θα ‘ρθω να σε βρω.
Θα πάρω το βαπόρι της γραμμής.
και θα ‘ρθω στη Σταμπούλ να σ’ ανταμώσω.
Και συ, θα δεις απ’ το κατάστρωμα το μαντήλι μου
και θ’ ανέβεις να με καλωσορίσεις.
Και τότε, θα πιαστούμε αδελφικά
και θα σεργιανίσουμε στα χώματα που γεννήθηκα.
Κι αν έχεις μάνα. Αν έχεις μάνα, αρκαντάς,
θα σκύψω να της φιλήσω το χέρι,
που ‘φερε στη ζψή τον αδελφό που μου ‘λειπε.
Κι αν έχεις αδελφό,
θα του ζητήσω να μου δανείσει τ΄ όνομά του.
Κι αν έχεις γιο.
θα βάλω στη χούφτα του το χέρι της κορούλας μου.
Κι αν δεν έχεις τίποτα ...
αν δεν έχεις τίποτα, αρκαντάς, τίποτα.
Τότες θα σου δείξω τα Τουρκάκια.
που ιδρώνουν στο μουράγιο/
Μ’ έναν ίδρο συγγενικό.
Τις μητέρες που ανεβαίνουν λυπημένες τον ανήφορο.
Τα παιδάκια που ξυλιάζουν έξω απ’ τις βιτρίνες.
Θα σου δείξω τις χιλιάδες μητέρες, τους αδελφούς –
και τα παιδιά μας.
Και θα δώσουμε μαζί τον όρκο της Ακοίμητης Οργής:
Πως δεν θα γελάσουμε ποτές, αν δεν γελάσουνε μαζί μας.
Πως δεν θα τραγουδήσουμε ποτές,
αν δεν τελειώσουνε τα δάκρυα του κόσμου.
Μα τώρα, συχώρα με, αρκαντάς. Σιμώνει ο σκοπός.
Και το κερί μου πέθανε στην πέτρα του. Ψηλά η ζωή!
Σε χαιρετώ με την ιαχή της Μακρόνησος.
Ο αδελφός σου
Μενέλαος Λουντέμης.
Το χειρότερο δεν είναι
που μ’ έκλεισαν σ’ αυτή τη φυλακή
και πήραν τα κλειδιά κι έφυγαν,
μα που δεν ξέρω ως πού φτάνει η φυλακή μου,
που δεν ξέρω το περίγραμμά της,
για να κάνω επιτέλους
σαν άνθρωπος κι εγώ
μιαν απόπειρα αποδράσεως.
Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί
Μα τι να γράψω;
Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
παράξενο και πήζει το μελάνι
Μέσ’ από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα
(Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου, 5 Ιουνίου 1971 – Μετά ξυλοδαρμό)
2.[ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ]
Ψυχή φυλακισμένη στο κορμί
Κορμί φυλακισμένο στη ζωή
Ζωή φυλακισμένη μεσ’ στο Χρόνο
Πνεύμα π’ απ’ όποια φυλακή κι αν βγει
σε φυλακή πάλι θα πέσει
Κι είναι μονάχα το κορμί π’ αγάπησε τη φυλακή του
Πώς να μην έρθει ο θάνατος λοιπόν;
Prison Paintings by the Turkish artist Gülsün Karamustafa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου