James Abbott McNeill Whistler - Portrait of the Artist's Mother
Ό,τι ακούς ,δεν είναι και η αλήθεια
Μια φορά κι έναν καιρό σ ’ένα όμορφο χωριό
ζούσε μια «κακιά» γριά,
έτσι λέγαν στα παιδιά!
Και τρεις μέρες με βροχή που δεν βγήκε στην αυλή,
είπε ένα μικρό παιδί θα’τανε δε θα’τανε δέκα παρά κάτι:
«εγώ θα πάω στη γριά να τη δω από κοντά»,
που θα’τανε δε θα’τανε ενενήντα παρά κάτι.
«Όχι» του είπε η μαμά του ,και πλησίασε κοντά του,
« η γριά κόσμο δεν θέλει και εσένα τι σε μέλλει
που δε βγήκε με βροχή στη δική της την αυλή;
Το τι κάνει μια γριά αυτό δε σε αφορά!»
«Μα δε βγαίνει ,δεν ακούω γεροντίστικη φωνή
πίσω από τη μεγάλη τη γυρόχτιστη αυλή;
Και στ’ αλήθεια, μια φορά δεν την είδαμε πώς είναι,
μήπως δεν είναι κακιά κι είναι μια καλή γιαγιά;
Είμαι περίεργος θα βγω και θα πάω να τη δω.
και θα βάλω μια φωνή στο σπίτι της να με δεχτεί!»
Μια και δυο ο μικρός μας φίλος πήγε που λέτε παιδιά
για να δει από κοντά ,τι να κάνει η γριά,
που του λένε είναι κακιά.
Βάζει κάτω απ’ τη μπλούζα κι ένα βάζο με γλυκό
μήπως ήταν άρρωστη, για αρρωστικό.
Η μαμά του κάθε χρόνο έκανε βάζα γλυκά,
φράουλα και κερασάκι, βύσσινο και καρπουζάκι,
ντοματάκι και τζιτζίφι και αρίδα κολοκύθι.
Έκανε πολλά να έχει, τους επισκέπτες να κερνάει
και σε άλλον που αρρωστούσε ένα βάζο να του πάει.
Κι ο μικρός μας φιλαράκος μόλις έφτασε μπροστά
εις την πόρτα της γριάς, τρεις φορές χτυπάει το ρόπτρο
τρεις φορές φωνάζει« θειά», μα κανείς δεν απαντάει
άφαντη είναι η γριά!
Περιμένει και φωνάζει και την πόρτα δοκιμάζει
να ανοίξει προσπαθεί.
Υπομένει κι επιμένει και η πόρτα η μαγκωμένη,
να ’σου, ανοίγει μοναχή,
και μπαίνει ο φίλος στην αυλή!
Να η γριά ,καθότανε μόνη και μοναχή της
μπροστά στην πόρτα του σπιτιού κι έλιαζε την ψυχή της,
την «παγωμένη» της ψυχή που ήθελε τόσα να πει.
Την πλησιάζει με χαρά ,
πάνω στην πλάτη ακουμπά το παιδικό του χέρι.
Σκύβει στο αφτί και της μιλεί :«τι κάνεις έξω στην αυλή;»
«Παιδάκι μου, αγγελούδι μου, μόνη και μοναχή μου
έχασα και τον άντρα μου ,έχασα το παιδί μου.
Εδώ κανείς δε μου μιλεί
και δέκα χρόνια μοναχή, μες στην απαντοχή μου,
μόνο ένας έρχεται εδώ και φέρνει την τροφή μου
κι ό,τι αφορά τη ζήση μου, εκείνος με προσέχει
για ό,τι και να χρειαστώ εκείνος μόνο τρέχει.
Σκέφτομαι και πικραίνομαι γιατί πρέπει να ζήσω
αφού δεν βλέπω άνθρωπο, λίγο να του μιλήσω.
Κι εσύ πώς ήρθες τώρα δα, το ξέρουν οι δικοί σου
γιατί φωνάζουν στα παιδιά:«μακριά απ’ εκείνη τη γριά ».
«Όχι γιαγιά ήρθα κρυφά, γιατί η μαμά μαλώνει
και σου ‘φερα λίγο γλυκό που το ‘χει για αρρωστικό».
«Βοήθαμε τώρα να μπω μέσα στο σπιτικό μου,
μου φαίνεται πώς σήμερα ήρθες για το καλό μου».
Κάθισε στο τραπέζι της κι έσπρωξε στο παιδί
φωτογραφίες μπόλικες και του είπε να τις δει.
Κι όπως κοιτούσε το παιδί γεμάτο απορία,
με έκπληξη εστάθηκε σε μια φωτογραφία.
«Ποιος είναι αυτός ο κύριος γιαγιά ,πες μου ποιος είναι;»
«Είναι ο άντρας μου αυτός, που έφυγε από μικρός
γιατί οι γονείς τον διώξανε
κα ύστερα από χρόνια
μ ’έφερε εδώ σε μια γωνιά σε τούτο το σπιτάκι
και πήγε πάλι μακριά ,χωρίς απόκριση καμιά
και μόνο όταν πέθανε μου’ρθε το ραβασάκι» .
«Αυτόν, τον έχουμε κι εμείς σε μια φωτογραφία ,
είναι της γιαγιάς μου ο αδερφός
που έφυγε, χρόνια πολλά, κάτω στην Αυστραλία».
Και σαν ακούστηκε η φωνή της μάνας, αγριεμένη
είπε:«γιαγιάκα μου καλή ,φεύγω,
με περιμένει η μάνα μου,
θα ανησυχεί η «καημένη»,
και θα’ρθω πάλι να σε δω, μόλις θα βρω το χρόνο …»
Κι εκείνη του αποκρίθηκε:
Είναι η κακία αγόρι μου που μας γεμίζει πόνο!
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος, συγγραφέας, ποιήτρια, κριτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου