νου εκείνες οι παλιές
καμπάνες
στης γειτονιάς τα σκοτεινά
δρομάκια τα στενά, που μ’
έφερναν το χάραμα των Χριστουγέννων
στην ορθρινή εκκλησιά.
Ο αυγερινός τον έφεγγε
τον δρόμο του
χειμώνα Το φόρεμά μου
κόκκινο
βελούδο γιορτινό
Και φόραγα και το παλτό
μου το μπεζ το
καμιλό.
Η χαραυγή κάπου εκεί
στου ουρανού την
άκρη το φώτιζε το σκοτεινό
το ερημικό το μονοπάτι.
Τα έλουζε όλα κάποια πάχνη
άυλη, ξένη, μακρινή
που κάπως μου φαινότανε
ετύλιγε και τη δική μου
παιδική, αμέριμνη ψυχή.
Τους δρόμους τους εγνώριζα
καλά ήταν εκεί που
έπαιζα
με τ’ άλλα συνομήλικα
παιδιά της γειτονιάς
μου. Μύρια τ’ αστέρια τα ’βλεπα
στον θόλο τ’ ουρανού
ψηλά καθώς τον δρόμο έπαιρνα
να βγω στην ορθρινή εκκλησιά.
Κάποιο απ’ όλα έλεγα
θα ’ναι και το δικό μου
Εκεί θα ζει ο πρωτοστάτης
ο φύλακάς μου, ο άγγελός μου.
καλά ήταν εκεί που
έπαιζα
με τ’ άλλα συνομήλικα
παιδιά της γειτονιάς
μου. Μύρια τ’ αστέρια τα ’βλεπα
στον θόλο τ’ ουρανού
ψηλά καθώς τον δρόμο έπαιρνα
να βγω στην ορθρινή εκκλησιά.
Κάποιο απ’ όλα έλεγα
θα ’ναι και το δικό μου
Εκεί θα ζει ο πρωτοστάτης
ο φύλακάς μου, ο άγγελός μου.
Λιβάνι να ’φερνα; Τα σμύρνα,
τον χρυσό; Δεν ξέρω.
Ίσως να πήγαινα εκεί
μονάχη μου, για να τα έβρω.
Θυμάμαι ακόμα τη μαγεία
στη μισοάδεια σκοτεινή εκκλησία.
Γέροι, μητέρες και παιδιά
προσμέναν όλοι στη σειρά
τον νεογέννητο Χριστό
μες στην καρδιά να πάρουν.
Και έβγαινα λαμπρή, κοινωνημένη
κρατώντας το αντίδωρο
στο ένα μου χέρι. Είχε χαράξει ο
ουρανός μα τ’ άστρα λάμπανε
δειλά ακόμα
στ’ ουρανού τ’ αχνό, το ρόδινο το χρώμα.
Τα περιστέρια σεργιανούσαν στα σκαλιά
την πρωινή, ανέμελη χαρά τους
και τα τρελά, τα φλύαρα τα τιτιβίσματά τους.
Κι εκεί, πιο κάτω στα μαρμάρινα σκαλιά
τον έβλεπα να περιμένει
κάθε χρονιά τον κουλουρά.
Να μου πουλά σουσαμωτό, λαχταριστό
των Χριστουγέννων μου το
πρωινό
φρέσκο απ’ τον φούρνο και ζεστό.
24 Δεκεμβρίου 1995
Από τη Συλλογή Attica
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου