ΒΑΣΙΛΗΣ Ι. ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ "Η μάντρα απέναντι" Διηγήματα

 

Συγγραφέας ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Ι ΒΑΣΙΛΗΣ
Τίτλος Η ΜΑΝΤΡΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Εκδόσεις 24 ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ετος Κυκλοφορίας Νοέμβριος 2021
Σελίδες 180
Διαστάσεις 14x21
Είδος Βιβλίου Πεζογραφία
ISBN: 978-618-201-3120


ΠΕΡΙΛΗΨΗ - ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

«Η Μάντρα απέναντι» είναι μια συλλογή διηγημάτων που παρακολουθεί τη σκοτεινή και αθέατη πλευρά τού ψυχισμού των ηρώων της. Ιχνηλατεί τα αίτια και τις βαθύτερες δυνάμεις που ορίζουν τις συμπεριφορές και τις αποφάσεις τους.

Άλλοτε η μάντρα αυτή είναι μέσα τους ως φόβος, αναστολή, βόλεμα, ηθικός φραγμός και άλλοτε ορθώνεται αμείλικτη μπροστά τους, στημένη εκεί από τις κοινωνικές σταθερές που τους παγιδεύει.

Οι αντιδράσεις των ηρώων ποικίλουν, η συνειδητοποίηση του ορίου μερικές φορές γίνεται καθήλωση και άλλες πρόκληση υπέρβασης. Η μοίρα και το μοιραίο εναλλάσσονται.

Η μάντρα είναι το όριο, η διαρκής δοκιμασία του ψυχισμού μας, που μπορεί να μας θεώσει ή να μας στείλει στη κόλαση.Η ίδια μάντρα.

Τελικά, μήπως όλη η πορεία της ζωής μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα συνεχές δίλημμα, σε μια μάντρα απέναντι;

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 



Ο Βασίλης Ι. Παπαμιχαλόπουλος γεννήθηκε το 1958 στα Λεχαινά της Ηλείας όπου και έζησε ως το 1971. Φοίτησε στη Σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού Κύμης, στη Σχολή Λογιστών ΤΕΙ Πειραιώς, στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας, και μετεκπαιδεύτηκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στην Ειδική Αγωγή.
Έχει εργαστεί στις παραπάνω ειδικότητες και έχει διδάξει στην Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Μεταλυκειακή βαθμίδα εκπαίδευσης.
Έχει εκδώσει:
1. « AB IMO PECTORE» Ποιήματα 1975 ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
2. «¨Ένα Χωριό γράφει την Ιστορία του – Κατσίγκρι- Άγιος Αδριανός» Τοπική ιστορία- Λαογραφία 2002 ΕΚΔ. ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
3. «Γωνία Διοπτεύσεως» Ποιήματα 2005 ΕΚΔ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
4. «Του έρωτα» Ποιήματα 2012 ΕΚΔ. ΑΠΑΡΣΙΣ
5. «Εν καταδύσει» Ποιήματα 2012 ΕΚΔ. ΑΠΑΡΣΙΣ
2. «Η σταγονούλα που φοβόταν το νερό». Παιδικό. ΕΚΔ. 24 γράμματα.



ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ  - Η ΜΑΜΑ

Παράξενο παιδί ο Πέτρος. Από μικρός, κολλημένος πάνω μου. Μωρό, με το που τον άφηνα στην κούνια, πλάνταζε στο κλάμα. Δεν μπορούσα να τον ηρεμήσω με τίποτα. Όλη η πολυκατοικία στο πόδι. Ο άλλος, μες στη γκρίνια και τις βλαστήμιες. «Κάν’ το να σκάσει, θα το πετάξω από το παράθυρο, το μούλικο», μου φώναζε και κουκουλωνόταν για να μην τον ακούει.

Αγκαλιά και πέρα δώθε στα δωμάτια. Κάποια στιγμή, δεν άντεχα άλλο. Έτοιμη να λιποθυμήσω από την εξάντληση. Τον έπαιρνα μαζί μου στο κρεβάτι. Μόνο έτσι ησύχαζε κάπως. Ο άλλος, πάλι νεύρα. Δεν βολευόταν με τίποτα. Στο τέλος, άρπαζε το μαξιλάρι και πήγαινε στον καναπέ του σαλονιού για να συνεχίσει τον ύπνο του. Αυτός σηκωνόταν φρέσκος, φρέσκος το πρωί για τη δουλειά του. Ήταν αποθηκάριος σ’ ένα από τα σούπερ μάρκετ του Σκλαβενίτη. Εγώ άντε να βρω κουράγιο για να ανοίξω το κομμωτήριο την άλλη μέρα. Οι πελάτισσες θέλουν να είσαι ευδιάθετη. Να ασχολείσαι με τα προσωπικά τους. Μια, δυο να σε δουν με κατεβασμένες μούρες τις έχασες.

Σαν να μην έφτανε η κούραση της νύχτας, είχα και τα πρωινά τρεξίματα. Με την ψυχή στο στόμα. Κάθε τρεις ώρες, δρομολόγια από τη Θηβών στη Σαρανταπόρου. Άλλες κόβουν το γάλα από τον πρώτο μήνα μόνο και μόνο, για να μην τους πέσει το στήθος. Παίρνουν κι από πάνω άδειες θηλασμού. Εγώ, παρόλη την κούραση που τραβούσα με τα πήγαινε έλα, τον βύζαξα μέχρι που με στράγγιξε όλη. Αν δούλευα σε τίποτα δημόσια θα ήμουν πιο ξεκούραστη. Προτίμησα βλέπεις την κομμωτική. Μόλις τέλειωσα το γυμνάσιο, η ξαδέρφη μου, η Άσπα, με είχε ζαλίσει να γραφτούμε στη σχολή. Με τα πρώτα λεφτά που έβγαλα από τη δουλειά, πήραν τα μυαλά μου αέρα. Να μείνω μόνη μου. Σπίτωσα και τον λεγάμενο. Στα είκοσί μου έμεινα έγκυος.

Τι τα θέλεις, παιδί ήμουν ακόμα όταν γέννησα τον Πέτρο. Νόμιζα πως έπαιζα. Αλλά κι αυτός, ο άτιμος, σαν κούκλα ήταν. Όποια φίλη μου μας συναντούσε στο δρόμο, ξετρελαινόταν μαζί του. Από αγκαλιά σε αγκαλιά. Κάπως έτσι κακομαθαίνουν και μετά αργούν να περπατήσουν.

Τεμπελάκος από μικρός. Και στην ομιλία, ελάχιστες κουβέντες. “Μα - μα, μπα - μπα”, κι ένα “ντου” όποτε ήθελε να δείξει κάτι. Κάποια στιγμή, τις έκοψε κι αυτές. Την γκρίνια όμως δεν την έκοψε. Μόνο όταν κούρνιαζε στη γωνιά του καναπέ ησύχαζε κάπως. Κουνιόταν εκεί μπρος πίσω με τις ώρες σαν υπνωτισμένος και δεν έδινε σημασία σε κανέναν μας.

Μέχρι τα τέσσερά του αυτό γινόταν. Χαμπάρι δεν είχα πάρει ακόμα. Υποψιαζόμουν πως η γυναίκα που τον φύλαγε δεν ασχολιόταν καθόλου μαζί του. Σχεδίαζα μάλιστα να προσλάβω κι άλλη κοπέλα στο κομμωτήριο για να είμαι εγώ πιο πολλές ώρες στο σπίτι.

Εκεί που ταρακουνήθηκα ήταν όταν έτυχε να συναντηθώ με κάτι φίλες μου για καφέ στον πεζόδρομο του Δημαρχείου. Είχαν και τα παιδιά τους μαζί. Ίδια ηλικία με τον Πέτρο μου. Τα άλλα μικρά, ξεσήκωναν τον τόπο. Έτρωγαν μόνα τους, έπαιζαν, έλεγαν κουβεντούλες μεταξύ τους. Ο δικός μου μουγκοθόδωρος. Ρούπι δεν το κούναγε από τη φούστα μου. Έτσι όπως τον κοίταζα ανάμεσα στα άλλα, κάτι άρχισε να μη μου αρέσει στη συμπεριφορά του. Είπα να ζητήσω τη γνώμη του Μάκη. Ήταν παιδοψυχίατρος, συμμαθητής μου από το γυμνάσιο,. Ζήτησε να τον δει. Τον πήγα. Κρυφά από τον άλλον. Δεν είχα καμιά όρεξη να ακούω τις φωνές του.

«Κοίτα Σόνια, αρχίζει ένας δύσκολος δρόμος για σένα και το παιδί. Θ’ αντιμετωπίσεις σοβαρά προβλήματα», μου είπε ο Μάκης μόλις τον εξέτασε. «Δηλαδή τι βλέπεις», ρώτησα αναστατωμένη. «Αυτισμός, βαρύς», απάντησε. «Μη φοβάσαι, εγώ εδώ θα είμαι. Να σταθείς δυνατή και γενναία», συμπλήρωσε. “Υπερβολές του Μάκη”, είπα από μέσα μου. “Ψυχίατρος είναι. Τι θα βλέπει; Μόνο αρρώστιες. Μπορεί το παιδί να είναι ανώριμο ακόμα, δειλό”. Μου πέρασε από το μυαλό μήπως δεν άκουγε καλά. Σκέφτηκα και την περίπτωση να έχει χτυπήσει στο κεφάλι. Μήπως έπεσε της γυναίκας που τον κρατούσε και φοβήθηκε να μας το πει. Τον πήγα σε ορυλά. Τον πήγα κι αλλού. Τα ίδια. Λες και ήταν συνεννοημένοι όλοι τους.

Την εποχή εκείνη, οι καυγάδες με τον άλλον είχαν γίνει καθημερινή υπόθεση. Δεν σεβόταν τίποτα. Ούτε την εγκυμοσύνη μου. Ήμουν ετοιμόγεννη στην κόρη μας, την Κατερίνα. Τον ενοχλούσε συνεχώς η γκρίνια και η συμπεριφορά του Πέτρου. Μόλις μάλιστα έμαθε για τις επισκέψεις μου στον Μάκη, το πράγμα φούντωσε ακόμα περισσότερο. Τα έριξε επάνω μου. «Το σόι σου φταίει. Μουρλοί δεν είναι όλοι τους; Ο ξάδερφός σου, ο Νικήτας, η θεία σου η Μάρω, με χάπια δεν την βγάζουνε; Τις αμαρτίες τού σογιού σου πληρώνω», μου φώναζε κάθε τόσο. Μας άκουγε όλο το Περιστέρι

«Είναι λίγο πιο πίσω από τ’ άλλα παιδιά της ηλικία του. Τι να κάνουμε, θα ωριμάσει. Τρελό δεν είναι», του φώναζα για να τον ηρεμίσω. Αυτός, τα δικά του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μια πελάτισσα, που το συζήτησα, μού είπε να πάω το παιδί στον Αγιάννη το Ρώσο. Το έκανα. Στα γόνατα έπεσα και τον παρακάλεσα. Του έταξα το χρυσό μου δαχτυλίδι. Φώναξα και στο σπίτι μια καλή ξεματιάστρα που μου σύστησε η ξαδέρφη μου. Ποτέ δεν ξέρεις. Το κακό μάτι μέχρι και θανατικό φέρνει.

Για ένα διάστημα, άρχισε να παίρνει τα πάνω του, το καμάρι μου. «Ο Άγιος με λυπήθηκε, χίλιες του δόξες», έλεγα κι έκανα το σταυρό μου. Δεν πρόλαβα να χαρώ. Τα πράγματα στη ζωή μου ήρθαν τούμπα. Ο άλλος πήρε τα πράγματά του και την κοπάνησε. Ο Πέτρος, εκεί που πήγαινε να συνέλθει, ξανακύλησε. Πέντε χρονών. Ετοιμαζόμασταν για το νηπιαγωγείο. Οι δασκάλες μόλις τον είδαν επέμεναν να τον γράψω στο Ειδικό. «Θα πάει καλύτερα», μου έλεγαν. Στην αρχή ούτε να το ακούσω. Υπολόγιζα και την απόσταση. Μου είπαν όμως πως περνάει από τη Θηβών λεωφορείο και τα μαζεύει για το Ίλιον. Έπειτα σκέφτηκα ότι στο Γυμνάσιο θα είναι πάλι μαζί με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιά μας. Το αποφάσισα.

Τι αποφάσισα - χαμένη ήμουν εκείνο το διάστημα. Από τη μια η κατάθλιψη, από την άλλη οι ενοχές, ούτε ήξερα τι μου γινόταν. Είκοσι έξι χρονών και είχα φορτωθεί όλα τα βάρη του κόσμου. Οι ημικρανίες με τρέλαιναν. Ο Μάκης μού έγραψε χάπια. Κομμάτια μ’ έκαναν. Δυο τρεις μήνες τα πήρα. Η κατάσταση γύρω μου γινόταν ανεξέλεγκτη. Φοβήθηκα πως θα έχανα και τη μικρή. Έπρεπε κάτι να κάνω. Ζορίστηκα που τα έκοψα. Αναγκαστικά, βρήκα παρηγοριά στο ποτό. Μετά την ένταση της ημέρας, δυο τρία ποτηράκια με βοηθούσαν για να χαλαρώσω.

Ο άλλος, με το που έφυγε, ούτε που ενδιαφέρθηκε ξανά. Στην αρχή μόνο κάνα τηλέφωνο. Μία στο τόσο, έβαζε κάτι, για τα μάτια, στο βιβλιάριο της τράπεζας. Όποτε το θυμόταν. Ύστερα, μην τον είδατε. Η Άσπα τον συνάντησε τυχαία μετά από χρόνια στο Παγκράτι. Μου είπε πως έσερνε κι ένα αγοράκι από κοντά. Σαν τον Πέτρο κι αυτό, ευαίσθητο. Με το ζόρι το κρατούσε μην του ξεφύγει. Ο ίδιος, καταβεβλημένος.

Ο μικρός, με το που έπαψε να βλέπει τον πατέρα του, δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο. Τα βράδια, ούτε δίπλα μου δεν ησύχαζε πια. Δοκίμασα διάφορα. Μόνο με τα στήθη μου ηρεμούσε. Τα χούφτωνε, πότε το ένα και πότε το άλλο και βύζαινε σαν μωρό. “Μα, μα, μαμ…” και αποκοιμιόταν. Τι να κάνω; Τον άφηνα. Όλη τη νύχτα ξεκούμπωτη, μαζί του στο διπλό κρεβάτι, και πιο κει η Κατερίνα στην κούνια. Άλλα τσιριχτά κι αυτή. Το μαγαζί κλειστό. Ευτυχώς που οι γονείς μου μού έδιναν εκείνα τα δυο ενοίκια από τα διαμερίσματα. Τσίμα τσίμα την έβγαζα. Πήρα και το επίδομα για τον Πέτρο. Τα φούσκωσα λίγο στην επιτροπή, αλλά τι να κάνω. Χρειαζόμουν τα λεφτά.

Γύρω στα οχτώ του, τα πράγματα στο σπίτι είχαν μπει σε μια σειρά. Η μικρή μου, λες και καταλάβαινε την κατάσταση, δεν με κούραζε καθόλου. Μου έμενε έτσι χρόνος για ν’ ασχολούμαι με τον Πέτρο. Με είχε περισσότερη ανάγκη. Αγώνα δρόμου έκανα για να τον βοηθήσω να ωριμάσει. Και στο σχολείο καλά πήγαιναν τα πράγματα. Ευχαριστημένες οι δασκάλες του. Όλο επαινετικά λόγια: «Ακούει, είναι ήσυχος με τα παιδιά, έπαψε να δαγκώνεται και να χτυπάει. Τρώει μόνος του. Έμαθε και κάποιες λεξούλες». Μου τις επαναλάμβανε κι εμένα στο σπίτι, όταν ερχόταν. Πενήντα φορές την κάθε μία. Λιγωνόταν στα γέλια. Τι αστείο εύρισκε δεν μπορούσα να καταλάβω.

Στη γιορτή της Εικοστής Πέμπτης Μαρτίου που με είχαν καλέσει στο σχολείο, τον χάρηκα ιδιαίτερα. Το πιο όμορφο και το πιο ψηλό παιδί απ’ όλα. Άσπρος άσπρος, σγουρά πυρόξανθα μαλλιά, σαν βασιλόπουλο ήταν. Και υπάκουος. Στεκόταν στην μέση της σκηνής με το σημαιάκι στο χέρι και δεν έβγαζε άχνα. Γύρω του τ’ άλλα παιδιά, με τα όπλα και τα φυσεκλίκια, έπαιζαν τους κλέφτες και τους αρματολούς. Στο τέλος της γιορτής, είχε τέτοιον ενθουσιασμό, που ούτε καν αντέδρασε όταν τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα. Το βράδυ, στο κρεβάτι, με τη σημαιούλα μαζί.

Ηρέμησα κι εγώ στο σπίτι. Επιτέλους παρακολούθησα με την ησυχία μου μια πρωινή εκπομπή στην τηλεόραση. Μπόρεσα να πιώ έναν καφέ με μια φίλη μου. Και το απόγευμα, μόλις ξυπνούσε, το ίδιο ευδιάθετος ήταν. Έβαζε στο κασετόφωνο τραγούδια και περίμενε να του χορέψω. Τα σάλια του ποτάμι. Σηκωνόταν, στριφογύριζε στο δωμάτιο, χοροπηδούσε, έτρεμε ολόκληρος. Χρόνια είχαν να ακουστούν τραγούδια στο σπίτι. Ξαναθυμήθηκα τα παλιά μου γλέντια, τότε που ήμουν ελεύθερη. Κάθε Σάββατο βράδυ, παρέα με τις φίλες μου στα κέντρα. Άτζελα, Ρίτα, Λεπά… Όλα τα είχαμε γυρίσει.

Μετά το χορό, πιάναμε το παιχνίδι. Του άρεσε να πετάμε ο ένας στον άλλον μαξιλάρια. Μόλις κουραζόταν κι απ’ αυτό, παίζαμε με το αρκουδάκι τού νυχτικού μου. Το έπιανε και ορμούσε να το δαγκώσει. Εγώ, μόλις με πλησίαζε, τραβιόμουν προς τα πίσω. Στο τέλος περίμενε να του κάνω το λαγό. Εκεί να τον δεις πως λυνόταν στα γέλια.

Μπορεί να μην έτρεχε έξω με τα άλλα παιδιά, να μην τα αποζητούσε, όμως ήμουν σίγουρη ότι μεγαλώνοντας θα τα πήγαινε καλύτερα. Προς το παρόν, τον είχα πάνω μου, κοντά μου, γιατί ήταν λιγάκι επικίνδυνο να τον αφήνω μόνο του. Υπομονή έκανα μέχρι να ξεπεταχτεί. Η μικρή μου, μόλις μεγάλωσε λίγο, με βοηθούσε ακόμα περισσότερο. Όλα μόνη της. Να ντυθεί, να διαβάσει, να τακτοποιήσει το δωμάτιό της, ως και το πρωινό ακόμα μοναχή της το έφτιαχνε.

Δεκατρία προς τα δεκατέσσερα, ήρθαν πάλι τα πάνω κάτω. Ο Πέτρος δυσκόλεψε απότομα. Τώρα θα μου πεις, και ποιο παιδί δεν αλλάζει στην ηλικία του. Κάνουν τ’ αντράκια. Από τα δώδεκα, είχαν αρχίσει να φαίνονται τα σημάδια. Ψήλωνε, άρχισε να βγάζει τρίχες στο πουλάκι του και στα πόδια, η φωνή του χόντρυνε απότομα. Όμως, τότε ήταν ήρεμος ακόμα. Μετά, σκέτος κυκλώνας μέσα του. Πεισματάρης, νευρίαζε με το παραμικρό, άρχισε πάλι να τραυματίζεται από τα δαγκώματα.

Η Κατερίνα μού έβγαλε κι αυτή αντίδραση. Αντιμιλούσε συνέχεια. Μόνο μαζί της ήθελε να ασχολούμαι. Στο αδερφό της ούτε που έδινε σημασία. Άρχισε να τον ζηλεύει. Κάποιο βράδυ, την έπιασα στο τηλέφωνο να μιλά με μια συμμαθήτρια της. «Το βαρέθηκα, το παλαβό», της έλεγε. «Δεν μπορώ να ησυχάσω. Έχουμε τρελαθεί εδώ μέσα. Όλοι μαζί του ασχολούμαστε». Μόλις μπήκα στο δωμάτιο, μαζεύτηκε. Μου ήρθε να της δώσω ένα χαστούκι, αλλά συγκρατήθηκα. “Όταν θα έρθει ο καιρός να γίνει μάνα θα με θυμηθεί”, σκέφτηκα.

Ο Πέτρος, όσο πιο πολύ έμπαινε στην εφηβεία, τόσο πιο δύσκολος γινόταν. Το βλέμμα του άλλαζε. Είχε χαθεί το παιδί από τα μάτια του. Πονήρεψε απότομα. Όταν βρισκόταν στο δωμάτιο τής Κατερίνας, όλο με τα εσώρουχά της είχε να κάνει. Της άνοιγε τα συρτάρια και τα ανακάτευε. Μια φορά τον έπιασα που τα είχε φορέσει. Εκεί φοβήθηκα λίγο. “Λες να με βρει κανένα κακό”, σκέφτηκα. Άδικος ο φόβος μου. Μην με δει να γδύνομαι. Ερχόταν, μ’ αγκάλιαζε, κολλούσε με μανία πάνω μου και τριβόταν.

Πώς να τον κάνω ζάφτι; Είχε γίνει κοτζάμ ντερέκι, κι εγώ ένα σαμιαμίδι. Πενήντα τέσσερα κιλά βάρος, ένα και πενήντα πέντε ύψος. Στο μπάνιο που τον σαπούνιζα, μου άρπαζε το χέρι και το πίεζε πάνω στο πουλί του. “Μα, μα, μαμ…” ασταμάτητα. Σαν τανάλια με έσφιγγε. Ο ερεθισμός του έφτανε μέχρι τον αφαλό. Από τη μια το χαιρόμουν. Άντρας σωστός. Και τι άντρας! Ούτε ο άλλος δεν είχε τέτοιες χάρες. Από την άλλη όμως, τον έβλεπα που παιδευόταν και στενοχωριόμουν.

Από το σχολείο, κάθε μέρα έφταναν παράπονα. Μου έλεγαν πως όλο στη τουαλέτα κλεινόταν και μετά κυκλοφορούσε στους διαδρόμους με κατεβασμένο το παντελόνι και το πουλί έξω. Έβαζε χέρι στα κορίτσια. Και στις δασκάλες του ακόμα. «Δεν μπορεί, θα το ξεπεράσει κι αυτό», τους δικαιολογιόμουν. «Θα συμμορφωθεί, όπως συμμορφώθηκε και με τόσα άλλα. Μια κρίση περνάει σαν όλα τα παιδιά της ηλικίας του».

«Εφηβεία, Μαιρούλα. Τι περίμενες; Φτάσαμε», μου είπε ο Μάκης. Σιγά το νέο. «Τι κάνουμε», ρώτησα. Μου τα μάσαγε. «Πες μου ακριβώς», τον πίεσα. Μου πρότεινε να του δώσω φάρμακα. Του τα έδωσα. Τι το θες… Τα ήξερα κι από εμένα. Το παιδί έχασε την ζωντάνια του. Καθόταν ζαρωμένο σε μια γωνιά κι ούτε κουνιόταν. Ήταν να τον λυπάσαι. Του τα έκοψα. “Καλύτερα όπως ήταν πριν, κι ας κάνει τα δικά του”. Δεν μπορεί, κάπου θα εκτονωθεί η κατάσταση”, παρηγοριόμουν.

Έκανα υπομονή. Όμως εκείνο το βράδυ τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο. Κάποια στιγμή ξύπνησα απότομα από ένα δυνατό τράνταγμα. Πίσω μου, ο Πέτρος ανάσαινε βαριά, τριβόταν με δύναμη επάνω μου, και κάθε τόσο ακουγόταν το μουγκρητό του. “Μα, μα, μαμ…” Το νυχτικό μου ήταν μισοσηκωμένο. Πάλευε χωρίς να ξέρει κι αυτός τι να κάνει. Μήπως κι εγώ καταλάβαινα μες τον ύπνο μου τι μου γινόταν; Όταν συνήλθα κάπως, προσπάθησα να τον ξεκολλήσω από πάνω μου. Αφήνιασε περισσότερο. Δαγκωνόταν με τόση λύσσα, που ήταν αδύνατον να του τραβήξω το χέρι απ’ το στόμα. Φοβήθηκα πως θα γεμίσει ξανά πληγές. Ήταν μισοσκόταδο και δεν μπορούσα να δω καθαρά. Μπορεί και να είχε ματωθεί. “Μα, μα, μαμ…” γρύλιζε και ορμούσε επάνω μου. «Ηρέμισε, πουλάκι μου», του είπα πλησιάζοντας το πρόσωπό μου στο δικό του.

Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Με τέτοιο επιθετικό βλέμμα δεν τον είχα δει ποτέ ξανά. Με κοιτούσε ψυχρά, βαριανασαίνοντας, λες και δεν με αναγνώριζε. Ταυτόχρονα μου γράπωσε το χέρι και δεν μου το άφηνε με τίποτα. “Μα, μα, μαμ…” και με κοίταζε. Τον χάιδεψα λίγο πάνω από την πιτζάμα μπας και τον ηρεμίσω. Χειρότερος έγινε. Αγρίμι. “Μα, μα, μαμ…”. Τον λυπόμουν. Δεν μπορούσα να τον βλέπω να κάνει έτσι. Απελπίστηκα. Έτσι μου ερχόταν να σηκωθώ, ν’ ανοίξω την πόρτα και να πάρω τους δρόμους. Όπως ήμουν με το νυχτικό. Να λυπηθεί κάποιος Χριστιανός κι εμένα. Αλλά και πάλι σκέφτηκα, - ποιος μπορούσε να λύσει το δικό μου πρόβλημα; Ήθελα δεν ήθελα, κάτι έπρεπε να κάνω. Έβαλα το χέρι μου μέσα από την πιτζάμα κι άρχισα να τον χαϊδεύω. Σιγά, σιγά μαλάκωνε. Σήκωνε το κεφάλι, το έστρεφε πέρα δώθε δαγκώνοντας τη γλώσσα και γρύλιζε ευχαριστημένος. “Μα, μα, μαμ…”, κάθε τόσο. “Ας τον μάθω τουλάχιστον να χαλαρώνει μόνος του”, σκέφτηκα και συνέχισα.

Ποτάμι, το πουλάκι μου. Η πιτζάμα του, τα σεντόνια, το νυχτικό μου, χάλια. Μέχρι να φέρω το ρολό της κουζίνας, είχε κοιμηθεί του καλού καιρού. Τίποτα δεν ακουγόταν στο σπίτι. Η ησυχία, σαν καταπακτή κάτω από τα πόδια μου, με κατάπινε ολόκληρη. Κοίταξα το λερωμένο νυχτικό μου και μου ήρθε κάτι σαν σκοτοδίνη. Τοίχο τοίχο έφτασα στην κουζίνα, άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί και μετά ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού. Προσπάθησα να σκεφτώ. Να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά. Κάθε φορά που η σκέψη μου πήγαινε να πάρει ένα δρόμο χανόταν αμέσως στο ίδιο μαύρο σύννεφο. Το χάραμα με βρήκε στην ίδια θέση.

«Καλά έκανες», με καθησύχασε ο Μάκης την άλλη μέρα που του τηλεφώνησα. Το σκέφτηκα πολύ για να τον πάρω τηλέφωνο. Ντρεπόμουν. «Γίνεται κι αυτό καμιά φορά. Μη σε ξενίζει. Δεν είσαι η μόνη που αντιμετωπίζεις το πρόβλημα μ’ αυτόν τον τρόπο. Στην περίπτωσή σου, δεν έχεις και πολλές επιλογές. Τον εαυτό σου μόνο πρόσεξε», με συμβούλεψε. Το τελευταίο δεν το πολυκατάλαβα. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να μεγαλώσει το παιδί και να πάει καλά. Και θα πήγαινε. Ήμουν σίγουρη. Όσο για το συγκεκριμένο, μια θυσία ήταν κι αυτή. Θα μάθαινε το πουλάκι μου και θα ηρεμούσε από μόνο του.

Μόλις έκλεισε τα δεκαοχτώ, χρειάστηκε να τον πάω η ίδια να περάσει περιοδεύων. Πρώτο μπόι το αντράκι μου. Τον καμάρωνα. Αν τους έγδυναν όπως παλιά, θα ήταν ο πιο αρσενικός απ’ όλους. Ήμουν βέβαιη γι’ αυτό. Τέτοιο παλληκάρι όλες θα το ζήλευαν. Του έδωσαν αμέσως την απαλλαγή. Δεν ξέρω αν χάρηκα ή λυπήθηκα. Μάλλον χάρηκα. Πού να τρέχει στα στρατόπεδα. Είναι πάρα πολύ ευαίσθητος. Ο Πέτρος θέλει μια ειδική μεταχείριση. Σκοπιές, καψώνια, άντε να τα βγάλει πέρα. Τα άλλα παιδιά είναι ξεπεταγμένα. Αν ήταν πιο ομιλητικός και καπάτσος, τότε ίσως μπορούσε να κάνει το στρατιωτικό του.

Άσε, καλύτερα έτσι. Γλίτωσε και τα τρεξίματα. Άλλωστε καλά τα περνούσαμε οι δυο μας. Είχαμε ξαναβρεί το ρυθμό μας. Μόνο τα βράδια, πότε, πότε του έβγαινε εκείνο το άγριο και το ανυπόμονο. Πού να το κόψει! Κολλημένος επάνω μου. Είχε βολευτεί ο τεμπελάκος. Έτσι μάλιστα και μάθαινε κάτι καινούριο, δεν του έβγαινε με τίποτα από το μυαλό. Κάποια φορά, τον φίλησα όπως παλιά που ήταν μικρός, στο μπάνιο. Κόντεψε να μου ξεριζώσει τα μαλλιά από το τράβηγμα. Μετά, μου το ζητούσε κάθε φορά.

Τον Μάκη σταμάτησα να τον ενοχλώ. Τι να μου κάνει κι αυτός; Έτσι κι αλλιώς, από την αρχή μόνη μου τα έβγαλα πέρα. Όχι μόνο με τον Πέτρο αλλά και με την Κατερίνα. Φουλ εφηβεία κι αυτή. Όλο νεύρα και αντίδραση. Ό,τι και να έκανα, λάθος το εύρισκε. Τα πάντα επάνω μου, χάλια. Δεν με άκουγε σε τίποτα. Του κεφαλιού της. Χωρίς να με ενημερώσει καν, έψαξε και βρήκε τον άλλον. Τώρα θα μου πεις - και ποια μάνα τα πάει καλά με την κόρη της; Θυμάμαι και τα δικά μου, στην ηλικία της. Από αντίδραση είχα φύγει κι εγώ από το σπίτι. Στο Γυμνάσιο όμως, πρώτη μαθήτρια η Κατερίνα μου. Αριστούχος. Όλο συγχαρητήρια μού έδιναν οι καθηγητές της.

Στα είκοσι πέντε του, ο Πέτρος ήταν ένας λεβέντης ίσαμε εκεί πάνω. Ψηλός ένα και ογδόντα. Οι πλάτες του φαρδιές, λες και δούλευε στην οικοδομή. Τα μαλλιά του έφταναν στους ώμους. Του τα περιποιόμουν με τις ώρες. Τόσα χρόνια στο κομμωτήριο, τέτοια μεταξένια μαλλιά δεν είχαν ποτέ αγγίξει τα δάχτυλά μου. Καμιά φορά, του τα έπιανα κοτσίδα. Με ηθοποιό μού έμοιαζε. Παιδί όμως. Δίκιο έχουν που λένε ότι οι άντρες δεν μεγαλώνουν ποτέ. Ακόμα ξεκαρδιζόταν στα γέλια με τον λαγό, το πουλάκι μου.

Στο σπίτι είχαμε μείνει οι δυο μας. Η Κατερίνα, με το που πέρασε στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, δεν ξαναγύρισε. Όποτε κατέβαινε στην Αθήνα, προτιμούσε να μένει στον πατέρα της. Τη βοηθούσε οικονομικά στις σπουδές της. Πιο πολύ τα λέγαμε από το τηλέφωνο. Μια χαρά ακουγόταν. Ανεξάρτητο κορίτσι. Της είχα εμπιστοσύνη. Σίγουρα θα έβρισκε το δρόμο της.

Στενοχωριόμουν βέβαια που δεν ερχόταν να μας δει. Όμως το έβλεπα κι αλλιώς. “Δε βαριέσαι”, έλεγα. “Ας προχωρήσει αυτή κι ας τραβάω εγώ τα ζόρια”. Μετά από τόσο καιρό το είχα πάρει απόφαση. Τι να πεις. Έτσι είναι η ζωή. Δεν θα μπορούσα να την φροντίζω όσο θα ήθελα. Ήμουν πάντα απασχολημένη με τον Πέτρο. Μ’ είχε περισσότερο ανάγκη. Όχι πως δεν είχε μεγαλώσει, αλλά να, - πάντοτε πιο πίσω το πουλάκι μου. Στο μεταξύ, οι εντάσεις του είχαν καταλαγιάσει. Φτάνει να με είχε δίπλα του. Και στο κρεβάτι, το βράδυ, μαζί. Τον είχα συνηθίσει κι εγώ.

Στη γειτονιά, λέγανε τα δικά τους. Μέχρι και για το κορίτσι πως έφυγε γιατί δεν άντεχε. Τι δεν άντεχε; Αλλά έτσι είναι ο κόσμος. Την καμπούρα του δεν την κοιτάζει ποτέ. Πάντα τους άλλους κρίνει. Ας είχαν αυτοί το πρόβλημά μου και θα τα λέγαμε.

Σήμερα ο Πέτρος μου, κλείνει τα τριάντα πέντε. Να είναι γερό το παλληκάρι μου. Πότε το είχα μωρό στην κούνια, πότε έγινε άντρας ούτε που το κατάλαβα. Νερό περάσανε τα χρόνια. Στην ηλικία μου, βέβαια, άλλες χωρισμένες ξαναπαντρεύονται. Ξεκινούν καινούρια ζωή. Εμένα, βλέπεις, μου τα ‘φερε ανάποδα η μοίρα. Τι να κάνω; Συμβιβάστηκα. Ακόμα και το μέσα συνήθισα. Σπάνια βγαίνω. Ο Πέτρος με παρασέρνει τις περισσότερες φορές. Ξεσηκώνει τον τόπο από τις φωνές. Καμιά φορά που βαριέμαι για να μην μας ακούνε οι γείτονες, τον κατεβάζω στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Είναι άνετος χώρος. Περιποιημένος. Γύρω γύρω έχει παρτέρια με δέντρα και ζαρτινιέρες με λουλούδια. Για να περάσει η ώρα, παίρνω μαζί μου και κανένα περιοδικό. Έτσι κι αλλιώς, με τις μάντρες τριγύρω έχω το κεφάλι μου ήσυχο.

Ο Πέτρος περιφέρεται και περιεργάζεται τα πάντα με τις ώρες. Πού τη βρίσκει τόση υπομονή, δεν μπορώ να καταλάβω. Φαίνεται όμως ότι έχει σοβαρέψει. Μικρός έτσι κι έβλεπε περιστέρι ή σπουργίτι, τρελαινόταν. Ορμούσε καταπάνω τους, προσπαθώντας να τα πιάσει.

Για να είμαι ειλικρινής, αν ξεκινούσα τη ζωή μου από την αρχή, ίσως να έπαιρνα άλλες αποφάσεις. Σίγουρα θα τελείωνα το Λύκειο. Μπορεί και να σπούδαζα. Για γάμο, θα το σκεφτόμουν. Μα και να παντρευόμουν, θα αργούσα να κάνω παιδί. Όμως, όταν έχεις πια μεγαλώσει και τυραννιέσαι με τα “αν” και τα “ίσως”, στο τέλος καταλήγεις πως “μια ιδέα είναι όλα”. Όσο για το αύριο, κανείς δεν το ξέρει. Καμιά φορά που μου περνάει από το μυαλό, φοβάμαι. Όχι για τον εαυτό μου, αλλά για τον Πέτρο. Τρομάζω στη σκέψη πως θα φύγω και θα μείνει μόνος του. Ανυπεράσπιστος.

Από την άλλη σκέφτομαι πως θα έχει το επίδομα, τα δυο σπιτάκια και θα τον προσέχει η αδερφή του. Λίγο είναι; Κυρίως η αδερφή του. Πριν λίγες μέρες, το πουλάκι μου, μου ανακοίνωσε πως παντρεύεται. Μου έστειλε και το προσκλητήριο. Ας είναι ευτυχισμένο, το κορίτσι.

Θυμάμαι πως πριν φύγει από το σπίτι, κάναμε σχέδια να πιάσουμε ένα διαμέρισμα πιο ευρύχωρο. Η Κατερίνα το ήθελε να έχει και τζάκι. Τελικά ξέμεινα εδώ. Στο δυάρι. Καλό είναι για μένα και τον Πέτρο. Και γκαρσονιέρα να ήταν, πάλι θα μας χωρούσε. Μήπως πρόκειται να βάλω άλλον άνθρωπο στο σπίτι μου;

Τώρα που είπα “άνθρωπο”, τις προάλλες μού έφερε πάλι προξενιά η ξαδέρφη μου. Επιμένει ακόμα αυτή. Πού να καταλάβει; Η ίδια μετά από το χωρισμό της, τον έναν πιάνει και τον άλλον αφήνει. «Είσαι με τα καλά σου, μωρή», της είπα. «Τι τον θέλω εγώ τον άντρα; Να μου τύχει πάλι κανένας παλαβός; Λίγα με έχουν βρει στη ζωή μου; Α, παράτα με. Ζωή είναι. Θα περάσει».

Εδώ που τα λέμε, τι να τον κάνω τον άντρα εγώ; Άντρα έχω.

Από το βιβλίο "Η μάντρα απέναντι"




1 σχόλιο: