Cactus, by Usanee Chomnansin
Γιάννης Αντιόχου
-«…Μες στην ερημιά ανθίζουν μόνον ταπεινά τριαντάφυλλα —κανείς πια δεν προσφέρει ταπεινά τριαντάφυλλα— τα κόβω συνθλίβοντάς τα με σταυρωμένα τα δάχτυλά μου, γι’ αυτό το κόκκινο της αγιογραφίας που ξεπηδά όταν τ’ αγκάθια με καρφώνουν. Να βάψω τα μάτια που τους έβγαλα, να βάλω στα χείλια τους φτενά κόκκινα πέταλα. Να σμίξουμε!…»
https://itzikas.wordpress.com/
Cactus and Succulents by Hilda Vandergriff
Τριαντάφυλλο σγουρό
Χαϊδεμένο λουλουδάκι
πόσο πόσο λαχταρώ
να σού πάρω ένα φιλάκι.
Μα ἡ κυρά τριανταφυλλιά
έχει αγκάθια κι αγκυλώνει
κι όποιος κλέφτει τα φιλιά
ακριβά της τα πληρώνει.
Δι᾿ αυτό μη φοβηθείς,
σαν καλό παιδί οπού ῾μαι,
όταν βλέπω πως ανθείς
σ᾿ αγαπώ και ευχαριστούμαι.
Γιατί έχεις μία πνοή
που τες γειτονιές μυρώνει
κι έχεις βράδυ και πρωί
για τραγουδιστή έν᾿ αηδόνι.
Cactus by Melly Terpening
Σήμερα ξύπνησα με μια βαθιά πληγή στο στήθος
Από μέσα της ανάβλυζε όλος ο πόνος ο ανθρώπινος
Σήμερα βρήκα τα χέρια μου λιωμένα πάνω στο χαρτί
Και μια καρδιά από άχυρο λόγια να ψελλίζει
Οι λέξεις πήρανε μορφή, θηρία γίναν
Κι έξω βροχή, βροχή και σπαραγμός
Κάποιος ούρλιαξε – μη φεύγεις
Η γης προέταξε τα σουβλερά της δόντια
Δυο κορμοί ξεφύτρωσαν απ’ τις ορθάνοιχτες των ματιών τις κόγχες
Ζοφερό νερό τις ρίζες τους ποτίζει
Αντί βλαστάρια, αγκάθια ολέθρια πετάνε
Τα σπάζω μ’ ό,τι έχει περισσέψει απ’ τα διαβρωμένα νύχια μου
Μια μέρα, λέω, τριαντάφυλλα θ’ ανθίσουν
Ανδρέας Δαβουρλής - Απρόσεκτα αγκάθια
Στα δυο μου χέρια
άφησες ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
έσφιξα δυνατά πολύ το λουλούδι,
απρόσεκτα αγκάθια…
αίμα γέμισαν τα χέρια,
δάκρυσαν τα μάτια
αίμα της καρδιάς μου…
σ’ αγαπώ!
Κ.Καρθαίος - Βάλτε να πιούμε
Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τʼ άφταστα θα ζητούμε;
Βάλτε να πιούμε…
Το συγκρότημα «Διάφανα κρίνα» στον δίσκο τους «Κάτι σαράβαλες καρδιές» το 1998 αποφάσισαν να μελοποιήσουν το ποίημα του Κ. Καρθαίου «Βάλτε να πιούμε». Το Κ. Καρθαίος ήταν ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ο Κλέανδρος Λάκων, στρατιωτικός που πολέμησε στους Βαλκανικούς, λογοτέχνης και διευθυντής ρεπερτορίου του Εθνικού Θεάτρου. Ο Κ. Καρθαίος πέθανε το 1955.
Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τʼ άφταστα θα ζητούμε;
Βάλτε να πιούμε…
Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;
Βάλτε να πιούμε…
Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στʼ αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θʼ αφήσει
τʼ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Πες μας πού πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας πού πάει ο άνεμος, πού πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.
Βάλτε να πιούμε…
Νίκος Καρούζος - ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεων μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα…
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει, η ψυχή τη μοναξιά της.
Late Afternoon Tucson Print - Diane McClary
(Πίναξ Ημιτελής)
Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ’ αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ’ όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το ’χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό ’πού σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.
(Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον!
(Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον!
Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.)
Ανδρέας Κλουτσινιώτης - Μαύρο Τριαντάφυλλο
Καρδιά
από μαύρο τριαντάφυλλο
Άγγιξέ με, νιφάδες του χιονιά,
δάκρυα,
οι ελπίδες μου Αγέννητες πεταλούδες
ψυχορραγούν,
για έναν Ήλιο θεό,
που μάταια ερωτεύθηκαν.
——————
Αγκάθια
από μαύρο τριαντάφυλλο
ανοίξτε μου επτά πληγές
να ματώσει η Σιωπή,
οι ξεχασμένες ενοχές
μνήμες να αναστηθούν,
Πόλεμο ν’ αρχίσουν
με τη λήθη.
——————–
Βελούδινα πέταλα
από μαύρο τριαντάφυλλο
γιατρέψτε τα σπασμένα μου φτερά,
επουλώστε τη Ψυχή
για κάθε τέλος κι αποχαιρετισμό,
από τις Αγάπες που αρνήθηκε,
απ’ τον εγωϊσμό που προσκύνησε,
ηθελημένα, ως Βασιλιά της.
———————–
Άρωμα,
από Μαύρο Τριαντάφυλλο, ακριβό
Ανεμοσύρε με,
κύματα του νόστου, Καράβια έρωτες,
σε μυστικές, ξελογιάστρες θάλασσες.
Το Ονειροφώς της συμπαντικής ομορφιάς σου,
Αστέρι μου έχω για τις ανέλπιδες ρότες.
Ικέτης, σου ζητώ να μη δειλιάσω.
Είμαι ο ταξιδευτής στο Ανεκπλήρωτο.
Baby Makes Three by Marilyn Smith
Ανδρέας Κλουτσινιώτης - Μαύρο Τριαντάφυλλο
Καρδιά
από μαύρο τριαντάφυλλο
Άγγιξέ με, νιφάδες του χιονιά,
δάκρυα,
οι ελπίδες μου Αγέννητες πεταλούδες
ψυχορραγούν,
για έναν Ήλιο θεό,
που μάταια ερωτεύθηκαν.
——————
Αγκάθια
από μαύρο τριαντάφυλλο
ανοίξτε μου επτά πληγές
να ματώσει η Σιωπή,
οι ξεχασμένες ενοχές
μνήμες να αναστηθούν,
Πόλεμο ν’ αρχίσουν
με τη λήθη.
——————–
Βελούδινα πέταλα
από μαύρο τριαντάφυλλο
γιατρέψτε τα σπασμένα μου φτερά,
επουλώστε τη Ψυχή
για κάθε τέλος κι αποχαιρετισμό,
από τις Αγάπες που αρνήθηκε,
απ’ τον εγωϊσμό που προσκύνησε,
ηθελημένα, ως Βασιλιά της.
———————–
Άρωμα,
από Μαύρο Τριαντάφυλλο, ακριβό
Ανεμοσύρε με,
κύματα του νόστου, Καράβια έρωτες,
σε μυστικές, ξελογιάστρες θάλασσες.
Το Ονειροφώς της συμπαντικής ομορφιάς σου,
Αστέρι μου έχω για τις ανέλπιδες ρότες.
Ικέτης, σου ζητώ να μη δειλιάσω.
Είμαι ο ταξιδευτής στο Ανεκπλήρωτο.
Prickly 2 by Athena Mantle
Μάρκος Μέσκος - ΠΑΙΔΙ
Παιδί ονειρεύονταν ποτάμι τον ουρανό
γκρίζο γαλάζιο λευκό
χωρίς αγκάθια ο πορφυρός κάκτος εκεί ψηλά
σημάδι αλαργινό – κανείς δεν το ‘φτασε!
Αδιέξοδα πικρά και απαγορεύσεις απ’ το πρωί
που έπρεπε να υπερβεί·
αν γνωρίζεις εσύ το μυστικό
διαλάλησέ το!
Ποίηση, Γαβριηλίδης, 2013, 56 σελ.
Αλεξάντερ Μπλοκ, [Η γέρικη αγκαθωτή τριανταφυλλιά]
Η γέρικη αγκαθωτή τριανταφυλλιά, σκονισμένη και δίχως φύλλα
κουνούσε μελαγχολικά το κεφάλι στους πρόποδες μιας πανύψηλης πολεμίστρας.
Το τελευταίο τριαντάφυλλο ήταν ολάνθιστο ακόμη χθες το πρωί,
ο ιππότης έκοψε το τριαντάφυλλο, δίχως να το προορίζει για την καλή του.
Ο άνεμος παρέσυρε τα φύλλα και τα σκόρπισε στο φαράγγι,
απέμειναν μόνο τ’ αγκάθια, και τα λεπτά κλωνάρια να σέρνονται
με κακία στα παράθυρα της πολεμίστρας αναζητώντας επίμονα το θήραμα.
Φτωχέ ιππότη! Κλαίει πικρά σαν αψηλό του πύργο,
δάκρυα χύνει το ‘να μετά το άλλο, και κυλούν τα μεγάλα δάκρυα
κατά μήκος του παλιού τοίχους στα κλωνάρια της πονεμένης τριανταφυλλιάς …
Κόπηκε το άνθος. Δεν θα γυρίσει πίσω. Ράγισε η καρδιά.
Σκούριασε το σπαθί, στη μάχη θέλει στην άγρια σφαγή,
τέλειωσαν όλα. Στο τάφο η ευτυχία. Σε θλίψη απαρηγόρητη
Ο ιππότης κλαίει, κλαίει και η φτωχή τριανταφυλλιά.
Πονούν οι δύο τους.
Ο ένας έχασε το τριαντάφυλλο,
το τριαντάφυλλο, που ‘ταν κατακόκκινο στις λαμπερές αχτίδες του παγωμένου
πρωινού…
Έν’ άλλο τριαντάφυλλο έχασε ο άλλος· εκείνο το ευωδιαστό τριαντάφυλλο
που κοκκίνιζε στις αχτίδες του έρωτα και της απέραντης ευτυχίας …
Έτσι, θλιμμένοι και μελαγχολικοί περνούσαν το χρόνο τους
η νύχτα έπεφτε, το πρωινό ξημέρωνε, η μέρα έλαμπε,
χαρούμενα χρώματα έφερνε, ή το δειλινό την πολεμίστρα πορφυρή έβαφε.
Αποκοιμήθηκε ο πύργος. Αποκοιμήθηκαν βαριά κι αυτοί.
ησυχία παντού! Μόνο κάπου μακριά μια πέτρα έπεσε
απ’ τον αρχαίο τοίχο και, βροντώντας, χάθηκε στη βαθιά χαράδρα …
Μια φορά, ένα πανέμορφο πρωινό, όταν ο περίεργος ήλιος
υψώθηκε και, ήρεμα γλιστρώντας πάνω στα τείχη τα ψηλά,
χτύπησε την τριανταφυλλιά, – η τριανταφυλλιά άνθισε: εκατοντάδες
πράσινα κλαράκια θα τρέξουν πάνω στ’ αγκαθωτά κλαριά ψηλώνοντας ολοένα …
Ήταν ένα ξεραμένο χλομό λουλουδάκι, που κανείς δεν το ‘χε δει
π’ άνθισε κι έλαμψε, το ευωδιαστό τριαντάφυλλο
έστειλε στο παραθύρι του ιππότη το άρωμα του …
Ο ιππότης κοιμόταν. Στα χλομά του χείλη τρεμόπαιζε ένα χαμόγελο:
έβλεπε ένα εκπληκτικό όνειρο: όμορφοι ήχοι,
ρυθμικά ακούγονταν από παντού, και το σκοτάδι τύλιγε τη γη.
Μια θεσπέσια μορφή φωτίστηκε στο σκοτάδι από το φως του αστεριού.
Οι ήχοι ολοένα και δυνάμωναν, άξαφνα από το στενάχωρο κόσμο
όρμησαν στην καρδιά του, κι αμέσως η ψυχή του ανταποκρίθηκε
μ’ αόρατες χορδές. Τότε η θεία μελωδία σώπασε
και η μορφή μέσ’ στο σκοτάδι πέταξε κοντά του, και με ανάσα καυτή
τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του … και ο ιππότης ξύπνησε.
Ήταν ένα λαμπερό πρωινό. Με το φρέσκο άρωμα της
μεταφέροντας μιαν άλλη μυρωδιά, η πυκνή κόκκινη τριανταφυλλιά
κουνούσε ήρεμα το κεφάλι στο παράθυρο μέσα από τα σκουριασμένα
κλαδιά του παλιού κάγκελου … Και ο χλομός, φτωχός, βασανισμένος
έσκυψε προς το μέρος της τριανταφυλλι΄δας και φίλησε το ανθισμένο
λουλούδι με αγαλλίαση,
γεμάτος ευτυχία, ελπίδα, έρωτα και τρυφερή χαρά ….
Παιδί ονειρεύονταν ποτάμι τον ουρανό
γκρίζο γαλάζιο λευκό
χωρίς αγκάθια ο πορφυρός κάκτος εκεί ψηλά
σημάδι αλαργινό – κανείς δεν το ‘φτασε!
Αδιέξοδα πικρά και απαγορεύσεις απ’ το πρωί
που έπρεπε να υπερβεί·
αν γνωρίζεις εσύ το μυστικό
διαλάλησέ το!
Ποίηση, Γαβριηλίδης, 2013, 56 σελ.
Cactus plant by George Atsametakis
Αλεξάντερ Μπλοκ, [Η γέρικη αγκαθωτή τριανταφυλλιά]
Η γέρικη αγκαθωτή τριανταφυλλιά, σκονισμένη και δίχως φύλλα
κουνούσε μελαγχολικά το κεφάλι στους πρόποδες μιας πανύψηλης πολεμίστρας.
Το τελευταίο τριαντάφυλλο ήταν ολάνθιστο ακόμη χθες το πρωί,
ο ιππότης έκοψε το τριαντάφυλλο, δίχως να το προορίζει για την καλή του.
Ο άνεμος παρέσυρε τα φύλλα και τα σκόρπισε στο φαράγγι,
απέμειναν μόνο τ’ αγκάθια, και τα λεπτά κλωνάρια να σέρνονται
με κακία στα παράθυρα της πολεμίστρας αναζητώντας επίμονα το θήραμα.
Φτωχέ ιππότη! Κλαίει πικρά σαν αψηλό του πύργο,
δάκρυα χύνει το ‘να μετά το άλλο, και κυλούν τα μεγάλα δάκρυα
κατά μήκος του παλιού τοίχους στα κλωνάρια της πονεμένης τριανταφυλλιάς …
Κόπηκε το άνθος. Δεν θα γυρίσει πίσω. Ράγισε η καρδιά.
Σκούριασε το σπαθί, στη μάχη θέλει στην άγρια σφαγή,
τέλειωσαν όλα. Στο τάφο η ευτυχία. Σε θλίψη απαρηγόρητη
Ο ιππότης κλαίει, κλαίει και η φτωχή τριανταφυλλιά.
Πονούν οι δύο τους.
Ο ένας έχασε το τριαντάφυλλο,
το τριαντάφυλλο, που ‘ταν κατακόκκινο στις λαμπερές αχτίδες του παγωμένου
πρωινού…
Έν’ άλλο τριαντάφυλλο έχασε ο άλλος· εκείνο το ευωδιαστό τριαντάφυλλο
που κοκκίνιζε στις αχτίδες του έρωτα και της απέραντης ευτυχίας …
Έτσι, θλιμμένοι και μελαγχολικοί περνούσαν το χρόνο τους
η νύχτα έπεφτε, το πρωινό ξημέρωνε, η μέρα έλαμπε,
χαρούμενα χρώματα έφερνε, ή το δειλινό την πολεμίστρα πορφυρή έβαφε.
Αποκοιμήθηκε ο πύργος. Αποκοιμήθηκαν βαριά κι αυτοί.
ησυχία παντού! Μόνο κάπου μακριά μια πέτρα έπεσε
απ’ τον αρχαίο τοίχο και, βροντώντας, χάθηκε στη βαθιά χαράδρα …
Μια φορά, ένα πανέμορφο πρωινό, όταν ο περίεργος ήλιος
υψώθηκε και, ήρεμα γλιστρώντας πάνω στα τείχη τα ψηλά,
χτύπησε την τριανταφυλλιά, – η τριανταφυλλιά άνθισε: εκατοντάδες
πράσινα κλαράκια θα τρέξουν πάνω στ’ αγκαθωτά κλαριά ψηλώνοντας ολοένα …
Ήταν ένα ξεραμένο χλομό λουλουδάκι, που κανείς δεν το ‘χε δει
π’ άνθισε κι έλαμψε, το ευωδιαστό τριαντάφυλλο
έστειλε στο παραθύρι του ιππότη το άρωμα του …
Ο ιππότης κοιμόταν. Στα χλομά του χείλη τρεμόπαιζε ένα χαμόγελο:
έβλεπε ένα εκπληκτικό όνειρο: όμορφοι ήχοι,
ρυθμικά ακούγονταν από παντού, και το σκοτάδι τύλιγε τη γη.
Μια θεσπέσια μορφή φωτίστηκε στο σκοτάδι από το φως του αστεριού.
Οι ήχοι ολοένα και δυνάμωναν, άξαφνα από το στενάχωρο κόσμο
όρμησαν στην καρδιά του, κι αμέσως η ψυχή του ανταποκρίθηκε
μ’ αόρατες χορδές. Τότε η θεία μελωδία σώπασε
και η μορφή μέσ’ στο σκοτάδι πέταξε κοντά του, και με ανάσα καυτή
τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του … και ο ιππότης ξύπνησε.
Ήταν ένα λαμπερό πρωινό. Με το φρέσκο άρωμα της
μεταφέροντας μιαν άλλη μυρωδιά, η πυκνή κόκκινη τριανταφυλλιά
κουνούσε ήρεμα το κεφάλι στο παράθυρο μέσα από τα σκουριασμένα
κλαδιά του παλιού κάγκελου … Και ο χλομός, φτωχός, βασανισμένος
έσκυψε προς το μέρος της τριανταφυλλι΄δας και φίλησε το ανθισμένο
λουλούδι με αγαλλίαση,
γεμάτος ευτυχία, ελπίδα, έρωτα και τρυφερή χαρά ….
Hedgehog Cacti by Debra Mickelson
Γιώργης Παυλόπουλος - Αποκάλυψη
Μ’αγκάθια καίγεται ο ουρανός
τρομαγμένα πουλιά
τινάζονται από τον παράδεισο
άνθρωποι αμίλητοι γυρίζουν
ψάχνοντας στα ερείπια
κι αυτοί που δεν τους δέχεται
κανένας τόπος
καμιά θάλασσα
επιμελούνται
ταπεινά
το άπειρο.
Μ’αγκάθια καίγεται ο ουρανός
τρομαγμένα πουλιά
τινάζονται από τον παράδεισο
άνθρωποι αμίλητοι γυρίζουν
ψάχνοντας στα ερείπια
κι αυτοί που δεν τους δέχεται
κανένας τόπος
καμιά θάλασσα
επιμελούνται
ταπεινά
το άπειρο.
Δείτε όλη τη δημοσίευση εδώ https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου