Έρχομαι από βράχια θαλασσοδαρμένα
που η θάλασσα περιζώνει
και τα μάτια μου έκλαψαν με έκσταση
πόσο αθώο είναι το νόημα
όταν τα κύματα χαϊδεύουν την ακτή ξέφρενα
και οι αντανακλάσεις του φεγγαριού
φιλούν τη θάλασσα,
γέρνω στου ανέμου την αγκαλιά
του χαμογέλιου παίρνω τη θέρμη
με τα μετέωρα μάτια του φεγγαριού που ξέρει
να ξελογιάζει.
Κι όταν το τελευταίο αστέρι θαμπώσει
τη γαληνιά του πόθου θ΄ανασαίνει η αυγή
με χρυσόδετη ζώνη δένω του ήλιου το θρονί
υψώνομαι στον ουρανό και τον γκρεμίζω πάλι
γιατί μόνο τα αφρισμένα κύματα φιλά
μα δε φιλά εμένα,
το άδικο που γίνεται τραγούδι να γενεί
απ΄άστρο-ύφαντα όνειρα να έρθει η Σελήνη
να με ξυπνήσει πριν χαθεί
στου ουρανού το δώμα.
Ν΄αφήσει πάνω στον αφρό τον πιο θερμό χειμώνα
όταν της νύχτας η σκοτεινιά τα πέπλα της απλώσει
να συναντήσω τον οδοιπόρο έρωτα
από αρχαία πατρίδα,
πείτε του πόσο ατέρμονη, πελώρια ειν΄ η ερημιά
της άμμου η πλήρης γύμνια χωρίς αισθήματα
το δάχτυλο έσυρα την καρδιά σχημάτισα
μα ήρθε το κύμα την έσβησε κι αμμουδιά
απόμεινε χωρίς Ιθάκη στον ορίζοντα.
Γρηγορία Πελεκούδα
Φωτογραφία : Catrin Welz-Stein art
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου