ΣΠΟΝΔΗ ΟΝΕΙΡΟΥ, Γαβριηλίδης 2006
ΛΙΜΝΗ ΜΕ ΤΑ ΑΠΥΘΜΕΝΑ
Λίμνη με τα απύθμενα
τα κύματά σου τα γαλήνια
νανούρισέ μου μια χαρά
στα νούφαρα, τα κρίνα.
Λίμνη στα ηλιοκαμένα σου
τα λεία τα κοχύλια
έχω κρυμμένα μυστικά
σαν τα φαρμάκια μύρια.
Λίμνη θα ’ρθω τ’ απόβραδο
να σμίξω στις σκιές σου
με δέντρα και φυλλώματα
κλωνάρια απ’ τις ιτιές σου.
Κάποια της σκέψης όνειρα
εκεί θα σεργιανίσω
Κάποιο καημό της ζήσης μου
έχω να σου μιλήσω.
Στ’ ακύμαντά σου τα νερά
τη δροσερή αγκαλιά σου
μη μου λικνίσεις μια χαρά
το δάκρυ μη μου σβήσεις.
Στ’ ανήλια σου κι απρόσιτα
και σκοτεινά ερέβη
μη και μου κρύψεις τον καημό
να μη μου περισσεύει.
THE PIER
Ω, με το κύμα έλα μου
βάρκα των λογισμών μου
εκεί να δέσεις τα όνειρα
στου μόλου την τριχιά
μη και τ’ αγέρι του νοτιά
μου πάρει τον καλό μου
μη και χαθεί η χαρά μου
σε ξένη ακρολιμνιά.
Μια πεταλούδα κι έγειρε
στου νούφαρου τον μίσχο
κι ο γλάρος που ταξίδεψε
στην άκρη τ’ ουρανού
λες κι έσυρε τη σκέψη σου
στον ελαφρύ του ίσκιο
κάτι λογάκια σου γλυκά
στα τρίσβαθα του νου.
Φύλλων σκιές, νανούρισμα
τ’ ανάριο θρόισμά τους
κι η βάρκα να λικνίζεται
στα ήρεμα νερά
παρέα με το άκληρο
το μάταιο πέρασμά σου
ίσκιοι και σούρουπα μαβιά
η μόνη συντροφιά.
Και με τα νούφαρα τα ροζ
που κρύβουν τη θολούρα
γκρίζου νερού λιμνάζοντος
στην όχθη τη ρηχή
εκεί η αγάπη η παλιά
της λίμνης σημαδούρα
τα ξωτικά και τα στοιχειά
θα ζει να καρτερεί.
ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ
Θε να ’ρθεις με την άνοιξη
και με τα χελιδόνια
και στην καρδιά θα λιώσουνε
της χειμωνιάς τα χιόνια.
Σαν κάποια γεύση
του πελάγου μια πνοή
της αδειανής μου της φωλιάς
η θαλπωρή.
Θε να ’ρθεις με την άνοιξη
τότε που η γύρη
της πεταλούδας όνειρο
και τ’ άγριου κρίνου εγίνη.
Ίσκιος μιας φλαμουριάς
στις αγριοβραχιές
αγέρα θρόισμα στα φύλλα
και τις σημυδιές.
Θε να ’ρθεις και θα δεις,
θα σε προσμένω.
Μ’ ελπίδες κι όνειρα
την πλώρη θε να δένω..
Για ένα ταξίδι μακρινό,
για κάποια δύση
το δειλινό της ζήσης μας
μαζί να σβήσει.
Θε να ‘ρθεις στο απόμακρο
γνωστό μας μονοπάτι
σαν τροβαδούρος της χαράς
που έσβησε μια ζάλη.
Τραγούδα μου την άνοιξη
και το γλυκό το θέρος.
Τι πανηγύρι η ζωή,
τι ουτοπία ο έρως.
Συλλογή ΕΝ ΓΗ ΕΡΗΜΩ Γαβριηλίδης, 2007
Λίθο στον λίθο, τούβλο στο τούβλο, σκέψη στη σκέψη
έκτισα μια πυραμίδα, εν γη ερήμω και ανύδρω.
Κι εκεί ως με επιτύμβιο λίθο σφράγισα τη ζωή μου.
Ακίνητη υπό το βάρος των αναμνήσεων
κουρασμένη από την πολυχρόνια πορεία
εν γη ερήμω και ανύδρω.
Σκορπιοί, οχιές και ερπετά ποικίλα
έντομα ενοχλητικά με φαρμακερές προβοσκίδες
σαμιαμίδια φρικιαστικά οι συγκάτοικοι πυραμίδος
εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω.
Και άφαντος υπό τη σκέπη πυραμίδος η ζωή μου.
Και έφεραν χρυσόν και λίθους πολυτίμους
και λίβανο και σμύρνα, ωδές δοξαστικές και δάφνης φύλλα.
Ή τα φεραν ή τα φερα εγώ, τι σημασία έχει;
Σκωλήκων αφυδατωμένων βρώση η κατάληξη
εν γη ερήμω και ανύδρω, εις σαρκοφάγον πυραμίδος.
ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΥ
Το βλέπεις, απομονώνεται.
Τους σπάει τους δεσμούς, λυτρώνεται.
Πορεύεται εν γη ευθεία, προσωπικού προορισμού
εν γη ερήμω και ανύδρω, δωρούμενος άφεση
στους συνοδοιπόρους του παρελθόντος.
Ψυχολογικά διακόπτει μαζί τους.
Δεν θα μπορούν να τον πληγώνουν πια.
Αδιαφορεί και για τα πταίσματα.
Αρκετή η προγενέστερη παραλυσία του.
Η προσπάθειά του να τα αναλύσει όλα
να λύσει τον γόρδιο οδήγησε εις αδιέξοδο.
Η πολλή ανάλυση κατέληξε εις παράλυσιν.
Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ δεν του ταιριάζει.
Δεν θα το περιμένει πλέον το θαύμα στο πεζούλι της.
Σαν έλος τα βλέπει τα νερά της
και τους κορμούς σαπισμένους.
Καιρός να άρει τον κράββατόν του
και να οδοιπορήσει και πάλι μοναχός του
εν γη ερήμω και ανύδρω
κατά το ρηθέν.
ΠΟΥ ΕΔΥ ΣΟΥ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ;
Για την Ξενία Χερουβειμίδου
Μετά δυσκολίας σερνόταν.
Γήρας και ρευματοειδής αρθρίτις.
Συρρίκνωση ελεεινή της άλλοτε δροσερής επιδερμίδος.
Και η επιθυμία της για τη ζωή φευγάτη, ελαχίστη.
Μόνο για να την τρώει η έγνοια
για τον μοναχογιό της, τον κανακάρη της.
Με την αιθάλη του καπνού θαρρείς θα σβήσει κι η πνοή της.
Κακή συνήθεια. Θα ’λεγε κανείς ότι ζει για να φουμάρει.
Όπιο στις οδυνηρές αναμνήσεις,
μαριχουάνα ηρεμιστική στο άγχος της δυστυχισμένης.
Και ο καρκίνος να την απομυζά
σαν να θέλει να στερήσει τον ελάχιστο απομένοντα χυμό
από τους αναμένοντας την φιέστα σκώληκες.
Και τα μπακίρια της αγυάλιστα.
Τ’ ασημικά της καταχωνιασμένα κάπου στον μπουφέ.
Ούτε ξέρει πού, ούτε τη νοιάζει.
Κάτι παμπάλαιες κουρελαρίες δεν τις αποχωρίζεται.
Της θυμίζουν τα περασμένα. Αναπολεί το παρελθόν.
Το μέλλον δεν υπάρχει. Του έχει κλείσει την πόρτα κατάμουτρα.
Ζητά τη λύτρωση απ’ τα εγκόσμια.
Την κούρασε αυτός ο κόσμος, δεν τον αντέχει πια.
Καιρός για αναχώρηση.
Νομίσματα
Μια ζωή νομίζουμε ότι το ένα, ότι το άλλο...
Τελικά, νομίσματα η τιμή του τετιμημένου.
Μια ζωή βλέπουμε, αντικρίζουμε αντικατοπτρισμούς.
Αλήθειες κρυμμένες σ’ ανταύγειες.
Ζωές παιγμένες στα ζάρια για κάτι νομίσματα.
Ερμηνείες πάμπολλες καταστάσεων.
Και διαλέγουμε μία.
Κι έτσι χαράζουμε τον δρόμο μας
στη θεωρία του αντικατοπτρισμού
της πιθανής ουτοπίας.
ΣΤΗΛΕΣ ΑΛΑΤΟΣ
Όντα ψυχρά κι αμίλητα και απλησίαστα.
Λες κι έπεσε πάνω τους η κατάρα της Δημιουργίας.
Τα εκαρίκευσε η απογοήτευση, τα εβαλσάμωσε η πίκρα
τα ακινητοποίησε η προσδοκία, τα εγκατέλειψε τ’ όνειρο.
Παστώθηκαν αλάτι ν’αποφύγουν τη σαπίλα της ζωής.
Ουκ έχουν ώτα ακούειν και οφθαλμούς ιδείν.
Κι η αγάπη δεν τους αγγίζει, τους επρόδωσε κάποτε
και δεν της το συγχωρούν.
Ο Φρόιντ θα το απέδιδε σε σεξουαλικές στερήσεις.
Ο Ναζαρινός θα έλεγε ότι αγάπη δεν εγνώρισαν.
Συλλογή ΜΑΓΙΟΣΤΕΦΑΝΟ , Γαβριηλίδης 2003
ΜΗ ΠΥΡΟΦΑΝΙ Η ΜΝΗΜΗ
Βήμα το βήμα χάθηκαν
τα χρόνια απ’ τη ματιά μου,
βλέμμα το βλέμμα κι η θωριά
καθρέφτης μου του νου
τα μυστικά της ζήσης μου
χαμένα όνειρά μου
βήμα το βήμα τα ’συρε
στην άμμο του γιαλού.
Κύμα το κύμα κύλησε
κι η θλίψη σου για μένα
ανάρια σ’ εσπερινού το φως
θαμπή σαν χαραυγή
δεμένη μ’ ένα όνειρο
που δεν το βλέπει μέρα
γεννήθηκε παλιά και ζει
δεν λέει να ξεχασθεί.
Μη και με είδες στ’ όνειρο
ανατολής τ’ αστέρι;
μη μέσα στις βραχοτοπιές
μαζί με τις μυρτιές;
Μη σε κλωνάκι της ελιάς
κάτασπρο περιστέρι;
μη πυροφάνι η μνήμη μου
στις ακροθαλασσιές;
Σε μακρινή οροσειρά
σ’ ανατολής λημέρια
αντάμα μ’ άνεμο αυγής
και με δροσιά δρυμού
μια θλίψη κι ένα δάκρυ
σμίξανε στον αιθέρα
λες αγκαλιά ζεστή, γλυκιά
σ’ απόγνωση χαμού.
Γλαρόπουλο που πέταξε
στα βράχια και εχάθη
γλαρόπουλο της ζήσης μας
με τα χρυσά φτερά
γέμισ’ ο άνεμος φιλιά
απ’ τη χαμένη αγάπη
θαλασσοπούλια φίλησαν
τ’ ανήσυχα νερά.
Κύμα το κύμα κι η χαρά
Στη θάλασσα εξεχάσθη
σαν τα κοχύλια του γιαλού
την ήπιε η μοναξιά
κύμα το κύμα κι ο συρμός
μέσα στον νου εχάθη
κύμα το κύμα κι ο καημός,
κι απόμεινε η ερημιά.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Έφερ’ ο άνεμος τραγούδι στη νυχτιά,
τραγούδι, άσμα των ασμάτων, ύμνο
σαν μελωδία αγγελική στη σιγαλιά
νανούρισμα γλυκό στον φευγαλέο ύπνο.
Γέμισαν νότες του μυαλού την ερημιά
χορδές, κιθάρες και γλυκόλαλα βιολιά.
Σύραν οι θύμησες χορό με τη φωνή της λύρας,
Τσιγγάνες, γυφτοπούλες θύμησες…
Οι μάγισσες της μοίρας.
Χόρεψε ο αγέρας τα κλαδιά της φοινικιάς
κλειδιά του σολ στον ουρανό τα μαυροπούλια,
τσιγγάνες, γύφτισσες με σύραν στον χορό
και γυφτοπούλες θύμησες μου φίλησαν τα χείλια.
Και μια μελαχρινή, μια γυφτοπούλα όμορφη, μικρή
κρατούσε στο χεράκι της και χτύπαγε το ντέφι.
Σεργιάνιζαν στον άνεμο πάθη, κορδέλες και καημοί
και το μικρό κορμάκι της το τύλιγε μια μέθη.
Τα ποδαράκια της κι αυτά λες με φτερά
μια κάποια στριφογύριζαν στον νου αγκάλη
στα γύφτικα τσαντίρια τα παλιά
γλέντι, τραγούδι φούντωνε, κραιπάλη.
Ω γυφτοπούλα θύμηση, να’ ταν να έγερνα ξανά
μες στα σγουρά σου τα μαλλιά να βρω τη λήθη
και να χορέψω εκεί με τα χρυσά φλουριά
π’ αγκάλιαζαν τα τρυφερά σου στήθη.
Συλλογή ΑΤΤΙΚΑ Γαβριηλίδης 2014
ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΟΥ CHASAPEAKE
Αδειανό μικρό μου σπίτι στις ακτές του Chesapeake
Με τον άνεμο να κτυπά αλύπητα τα ξύλινα τα παραθύρια
Την αύρα της θάλασσας να σμίγει απαλά με την σκόνη
που χρόνια καλύπτει τ' απομένοντα λιγοστά έπιπλα
Και με τ' αγνά της νιότης μας όνειρα να τριγυρνούν αόρατα
στ' άδεια της εστίας της πρώτης μας δώματα..
Εγκαταλελειμμένο της νιότης μας σπίτι
κάτω απ' τα πανύψηλα πεύκα
που ψιθυρίζουν αναμνήσεις στον άνεμο
Αναμνήσεις λησμονημένες, κάπως σβησμένες
στην ομίχλη του παρελθόντος.
Θύμησες αγαπημένες από φωνές παιδιών
από λόγια αγάπης, γέλια, χαρές
Λησμονημένες άραγε της περασμένης ζωής αναμνήσεις;
Μάλλον όχι, μάλλον αμυδρές, χλωμές απ' τα χρόνια που διάβηκαν
Κάπως μπλεγμένες με σκιές θλίψης, πικρίας
Ελάτε σε μένα της νιότης μου όνειρα
που ζείτε στον νου όσο η καρδιά μου χτυπά
Λόγια ειπωμένα, υποσχέσεις δοσμένες
όλα αμυδρά μα για μένα αξέχαστα
Με τους ψιθυρισμούς σας γεμίστε
τα άδεια τα δώματα, με την πνοή σας ταξιδέψτε μακριά
Πάνω απ' τα νερά τα βαθιά
κάτω απ' την φεγγαρόσκονη
της γλυκιάς νύχτας του καλοκαιριού
Μακριά, να ρθείτε κοντά μου
την πικρή μοναξιά μου να βρείτε
Κοντά μου ελάτε αγνά της νιότης μου όνειρα
νανουρίστε με, στην άδεια τωρινή μου φωλιά
με την θαλπωρή, την ζεστασιά που κρατάτε.
Άκουσε.. τους ψιθύρους άκουσε μοναχική μου καρδιά
Θυμήσου το άρωμα απ' την αφθονία του αγιοκλήματος
κάτω απ' τ' αγαπημένα μου πεύκα
Πάρε τα μονοπάτια που πευκοβελόνες καλύπταν
και τα σπασμένα, λιωμένα κελύφη
των οστρακιών του Chesapeake
Θυμήσου την παιδική κουβερτούλα που στέγνωνε στον ήλιο
τις κουβέντες τις παιδικές, τ' αμέριμνα παιδικά γέλια
γύρω απ' τις ανθισμένες πολύχρωμες αζαλίες
Κάτω απ' τις ολάνθιστες κρανιές, τις ρόδινες μυρτιές
Οι βαριές βροχές των καλοκαιρινών ημερών
να εισδύουν βαθιά, να μουσκεύουν την κόκκινη αμμώδη γη
Οι ηλιακτίνες θαμβωτικές να διαπερνούν
μέσ' απ' τις βελόνες των πεύκων
ν' αγκαλιάζουν σε δόξα την μουσκεμένη γη
Κόψε φρέσκα κλαδιά απ' τον πρίνο
που χρόνια στολίζει την σφραγισμένη πια πόρτα
και σκόρπισε τα κόκκινα μούρα του ολόγυρα
στις σβησμένες του τζακιού τις στάχτες
Να φέρουν θαρρείς αγιοσύνη και φλόγα
στο σβησμένο στην λήθη της ζωής παρελθόν
Ανέμοι φερμένοι απ' τον Chesapeake
φέρτε μου πίσω τους άσπρους μου γλάρους
λευκούς, αγνούς σαν τα πρώτα μου όνειρα
Δοξαστικές του ήλιου ακτίνες μετά την βροχή
βρείτε τον δρόμο σας μεσ' απ'τα σάπια
του πρώτου σπιτιού παραθύρια
τη σκόνη, τις σκιές του παρελθόντος σηκώστε
Μπείτε στον νου μου, και ζωντανές
τις γλυκές αναμνήσεις μου φέρτε
Ανέμοι του Chesapeake, στριφογυρίστε..
Στον νου μου στροβίλους γυρίστε, χορέψτε μαζί μου
στο άδειο της τωρινής εγκατάλειψης
Θυμήσου, θυμήσου καρδιά μου
τ' άσπιλα όνειρα της νιότης
ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ
Κοίταξε κάπως τριγύρω και είδε
πικρή τη θέα του γήρατος να τον περιτυλίγει
Ί ίριδες θολές φεγγίζουν τα αδρανή
τα ρυτιδωμένα πρόσωπα.
και το δέρμα τελείως αφυδατωμένο
σαν μάσκα νεκρική, αποκριάτικη.
Κάπως οικτρό το θέαμα
τα οστά ήδη τεταπεινωμένα, πεπαλαιωμένα
κινούνται μετά δυσκολίας.
Ρομπότ με χαλασμένο τον μηχανισμό τους.
Και το μέλλον πώς να το περιγράψει κανείς;
Του Εωσφόρου αγκάλιασμα;
Και ο στέφανος της ζωής
που απομένει εξ ακανθών
Ούτε κλωνάρια δάφνης πια
μηδέ όνειρα ή προσδοκίες.
Ο δε σταυρός του Γολγοθά
ξύλο δικό του εστί
εις το παρόν κρεμάμενον
Τα δε δάκρυα των επιζώντων
σωστά το προβλέπει
κατακλυσμοί της μοίρας θα τα σβήσουν
Όλοι θα τον ξεχάσουν.
Κανείς δεν θα κλαίει πια για τους Εσταυρωμένους.
Η δε γη θα καρπίσει και πάλι
οπώρας δροσεράς, ωρίμους εν χρόνω
και τη γεύσει γλυκείς
5. Συλλογή ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑΣ , Γαβριηλίδης 2014
ΧΘΕΣ Η ΣΕΛΗΝΗ
Χθες της σελήνης το φως ήταν γλυκό κι άχνιζ’ η γη από κάτω
Των δέντρων ξερά τα κλαδιά ασήμι ντυθήκαν
Της λίμνης τα ήρεμα κρύα νερά
διαμάντια γενήκαν.
Περπάτησα πάλι στη γλύκα
της σεληνόφωτης νύχτας
Κοντά σου ήθελα να ’ρθω
Σε ζήτησα μα δεν σε βρήκα.
Τα βήματά μου τ’ άκουσες;
Τα πήρε ο αέρας
Σιμά σου τα ’φερε, αύρες γενήκαν
να σε δροσίσουν ήρθαν.
Μην κλαις και μην πικραίνεται
η καρδιά σου στην ερημιά.
Θα ’ρθω να σου ζεστάνω την παγωνιά
Θα ’ρθω να σβήσω τα δάκρυά σου
στα μάτια σου να δω χαρά
να σου μιλήσω, να σε φιλήσω
Μ’ εσέ να σμίξω στη σιγαλιά
ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Έλα σιμά σαν αύρα
της θαλάσσης κι άγγιξέ με
μες στης νυχτιάς την ησυχία
και τη σκοτεινιά.
Τα κύματα τ’ ακούω μόνο
δεν τα βλέπω
‘Oπως εσέ σ’ αισθάνομαι
κι ας είσαι μακριά.
Τα γκρίζα τα μαλλάκια σου
να χάιδευα και πάλι
και κάπως να ’γερνα
μες στη θερμή σου αγκαλιά.
Και κάπως να ’σμιγαν
στο δροσερό ακρογιάλι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου