ΤΑΝΙΑ ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ "ΣΤ’ ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ"

 

Φωτογραφία : Τάνια Λαζαρίδου


Η μαρμάρινη προτομή, φθαρμένη από τις υγρασίες, τις παγωνιές και τους καιρούς τους βουνίσιους, κοίταζε πέρα μακριά, στον ορίζοντα. Μια πεδιάδα αχνοφαίνονταν ν’ απλώνεται με μια πόλη στο κέντρο της, ζωσμένη από παντού με βουνά.

Στάθηκα δίπλα του κι οδήγησα κι εγώ το βλέμμα μου στην πολιτεία που μόλις διακρίνονταν. Η πρωτεύουσα του Μωριά. Η έδρα του πασά με τις δύο ιππουρίδες και το ισχυρό κι επιβλητικό τείχος που την περιέβαλλε και που έμελλε να έρθει η μέρα να μη μείνει, πέτρα πάνω στην πέτρα!

Ο ρόγχος της βαρύς κι απελπισμένος έφτασε στ’ αυτιά μου σπάζοντας την ησυχία και την ερημιά. Την άκουγα να στενάζει από μια στενή πολιορκία που μετρούσε ήδη ένα μήνα! Εγκλωβισμένοι ασφυκτικά οι χιλιάδες Τούρκοι κι Αλβανοί μα κι οι λιγοστοί Εβραίοι κάτοικοί της. Μια εξέγερση και μια πολιορκία απρόσμενη για τους εφησυχασμένους πολύχρονους δυνάστες. Κατεστραμμένα τα υδραγωγεία από τους εξεγερμένους και λιγοστά τα αποθέματα των τροφίμων. Και το χειρότερο, ο κύριος όγκος του στρατού της να λείπει μακριά στην Ήπειρο, στον στασιαστή Αλή πασά των Ιωαννίνων. Το τέλος της πόλης, μοιραίο, φαινόταν να σιμώνει.

Βαριανάσαιναν οι πολιορκημένοι, στρατός κι άμαχοι κι ο αχός της απελπισίας τους έφτανε ως τις δασωμένες πλαγιές του Πάρνωνα στα δυτικά, εκεί που με άγρυπνα μάτια καραδοκούσε μια ομάδα από τριακόσια παλικάρια. Λιπόσαρκα αλλά αποφασισμένα. Αρχηγός τους ο ανεψιός του Κολοκοτρώνη, ένας ψιλόλιγνος νευρώδης κι ανυπόμονος τριαντάρης. Την επομένη θα κινούσαν για το Άργος να φέρουν πολεμοφόδια για την ενίσχυση της πολιορκίας. Μόλις πέντε μέρες πριν είχαν καταφέρει μαζί με άλλους πολεμιστές να αναχαιτίσουν τον διοικητή της πόλης, τον Κεχαγιά μπέη στο Βαλτέτσι, νότια προς τη Μεγαλόπολη. Έπεσαν με ορμή οι εξεγερμένοι πάνω στους Τούρκους, που σχεδίαζαν να καταπνίξουν την εξέγερσή τους. Η ήττα τους αυτή έφερε διχόνοια στους πολιορκημένους Τούρκους κι ο θιγμένος Κεχαγιά μπέης, με μια κίνηση εντυπωσιασμού, κίνησε για την καταστροφή του ελληνικού στρατοπέδου, που φώλιαζε στα πυκνά δάση του δυτικού Πάρνωνα. Αγριεμένοι από την αβάσταχτη ζωή, στεγνοί, νηστικοί κι άυπνοι, αλλά αποφασισμένοι να ζήσουν ή να πεθάνουν οι παράτολμοι αυτοί ραγιάδες πάνω, στην αετοφωλιά των Δολιανών.

Νωρίς το πρωί, Μάϊος ήταν, κι ένα κουρνιαχτό σηκώθηκε κάτω στην πεδιάδα, από τη μεριά της Πύλης του Μυστρά. Ως να κατακάτσει το νέφος, το νέο διαδόθηκε! Ξαναβγήκε στρατός απ’ την πόλη. Ασκέρι τούρκικο, λεφούσι, με καβαλαραίους, με φλάμπουρα ως και τέσσερα κανόνια που γυάλιζαν στον πρωινό ήλιο. Οι Δολιανίτες πάγωσαν στη θέα του. Ο Νικήτας με τον αδελφό του και τους άντρες τους ταμπουρώθηκαν διάσπαρτοι μέσα σε σπίτια περιμένοντας. Για μια μάχη από τις ελάχιστες του αγώνα, μέσα σε οικισμό! Για βοήθειά τους ήρθαν και κάμποσα ακόμα παλικάρια από τα Βέρβαινα. Η μάχη που κράτησε όλη μέρα έφερε στους λιγοστούς Έλληνες μεγάλη νίκη. Χόρτασε ο Νικήτας λεπίδι. Αγκυλώθηκε η παλάμη του σφιχτοκρατώντας το σπαθί του να πέφτει πάνω στα αλλεπάλληλα κύματα των επιτιθέμενων. Προτού πέσει η νύχτα τους κυνήγησαν μέχρι τα τείχη της δύσμοιρης πόλης. Άστραφταν τα μάτια τους από χαρά! Μπόλικοι οι τζεμπιχανέδες μετά τη μάχη· δυο φλάμπουρα κι ένα κανόνι, εκτός από τους νεκρούς, άφησαν πίσω τους οι Τούρκοι.

Εκείνο το βράδυ στα Δολιανά άναψαν μεγάλη φωτιά έξω απ’ τον Αγιάννη. Συγκεντρώθηκαν όλοι, καθισμένοι άλλοι κατάχαμα κι άλλοι γερμένοι στις γύρω πέτρες. Οι φλόγες της πυράς μέσα στην νύχτα, φώτιζαν και μαλάκωναν τ ’αγριεμένα απ’ τη μάχη και το αίμα, εκείνα νεανικά πρόσωπα. Μαχητές και Δολιανίτες μοιράστηκαν μερικά ξερά κρεμμύδια και ψωμί μιας βδομάδας. Οι καρδιές τους γέμιζαν ελπίδα. Ένα όνειρο είχαν όλοι· να διώξουν μια μέρα τους Τούρκους. Μήπως είχε έρθει η μέρα;

Το αναπτερωμένο ηθικό τους ενίσχυαν τα αυτοσχέδια ποιήματα ενός καμπούρη από τη Δημητσάνα, που τους ακολουθούσε κατά πόδι. Σε αντίθεση με τον άλλον δύσμορφο της Ιστορίας, τον Εφιάλτη της μάχης των Θερμοπυλών, αυτός, ο λεγόμενος Τσομπανάκος, βρήκε μια θέση κοντά στους γενναίους μαχητές εξυμνώντας τους και ενισχύοντάς τους στον σκληρό Αγώνα για την πολυπόθητη λευτεριά, που μόλις ξεκινούσε! Αγαπητός από όλους και μεγάλος ο ίδιος θαυμαστής του Νικηταρά, εκείνο το βράδυ ήταν που τον βάφτισε «Τουρκοφάγο».

Η ψιλή φθινοπωρινή βροχή έπεφτε σιγανά πάνω στα χρυσοκίτρινα φύλλα. Ξανακοίταξα το πρόσωπο το σμιλεμένο σε ντόπιο μάρμαρο. Αγριεμένο, αποφασιστικό κι ατρόμητο βλέμμα, μύτη γαμψή, παχύ μουστάκι κι ένας κεφαλόδεσμος συμπλήρωνε την εικόνα του πιο αγνού πατριώτη του Αγώνα. Έσκυψα κοντά του νιώθοντας την ανάγκη να του ψιθυρίσω μετά από διακόσια χρόνια, μια λέξη. Μία συγγνώμη γιατί πέθανε τυραννισμένος, πάμφτωχος και καταφρονημένος από την ελευθερωμένη Ελλάδα. Αυτός που δεν καταδέχτηκε να πιάσει λάφυρο. Που η τίμια καρδιά του δεν τον άφηνε να χαλάσει άμαχους.

Εκείνος όμως συνέχισε να κοιτά μακριά. Πέρα και πάνω από τα κοινά, τα ανθρώπινα, τις τιμές και τις δόξες. Γιατί για εκείνον γράφτηκε το

«Πάσα γη τάφος»

Σιωπή. Μόνο ο ήχος της βροχής στα στενά άδεια δρομάκια και στα σκαρφαλωμένα στην πλαγιά, κλειστά πέτρινα σπίτια. Η πυκνή ομίχλη τυλίγει τις κατάφυτες ρεματιές και σιγά σιγά χάνεται ο μακρινός ορίζοντας. Στη μεγάλη μαρμάρινη εκκλησιά του Αγιώργη στην απέναντι πλαγιά, κυματίζει ελεύθερα η Ελληνική σημαία.
Τάνια Λαζαρίδου












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου