Art: Vladimir Kush
Της ευτυχίας το κάποτε
Έσυρε τη φωνή της έξω απ' το σπίτι,
μέσα της σκοτεινιασμένοι άγγελοι
και από την κίνηση του δρόμου
ήχοι απόκοσμοι
στο μαύρο της μελαγχολίας της.
Ο χρόνος δεν περίμενε άλλο.
Έπρεπε, ψιθύρισε.
Το σούρουπο την είχε προφτάσει
και καθώς τα περασμένα ξεχείλιζαν
έγειρε τη σκέψη
πάνω στο χρυσωμένο της μύθο
και ακούμπησε για λίγο
στο κάποτε της ευτυχίας της.
Τώρα μακριά από την πρώτη άνοιξη
σ' αυτή τη νύχτα της αναμονής,
τελευταίος ξεχασμένος επιβάτης.
Και μπροστά στην έβδομη πύλη
σε μια κίνηση θανάτου,
μόνο σάρκα και αίμα.
Η αγχόνη στημένη από βραδύς
ενώ μετέωρο το μαύρο φεγγάρι
έψαχνε τρόπο να βρει τη λύτρωση.
******
Πολιτείας παλινωδία
Κάθε βράδυ παγωμένες σκιές ,
κάθε πρωί λαχανιασμένες νεκρές ανάσες
στοιβαγμένες να κυματίζουν στην ουρά
και να μεστώνουν πάνω
σε γυμνά ανεκδήλωτα πρόσωπα.
Κι όλες τις μέρες μπροστά του οι ίδιες εικόνες.
Κι όλες τις νύχτες πάντα η ίδια γυναίκα
να τυλίγεται γύρω του και το πρωί να χάνεται.
Αν και δεν είχε ξοδέψει πολλά χρόνια
μέσα του ήδη στέγνωναν ενταφιασμένες λύπες
ενώ μια πολιτεία καθημερινά του έκλεβε
τα θαύματα που κατά καιρούς ονειρευόταν.
Πόσες φορές δεν είχε σκοντάψει επάνω της
πόσα χρόνια δεν ξόδεψε να την κρατήσει ψηλά
κι αυτή χωρίς τύψεις πάντα απέναντι
να εξιστορεί θυσίες που δεν έκανε ποτέ
και να του χτίζει συνεχώς αδιέξοδα.
Νύχτωσε και πάλι μέσα
σ' έναν ακόμα χαμένο ορίζοντα
κι όταν τα φώτα άναψαν
κι η αγάπη σιγά-σιγά χαμήλωνε ,
το ένστικτο του αποφάσισε
να παρακάμψει τη λογική.
Βγήκε στο δρόμο και σταμάτησε ένα ταξί.
Που πάμε, τον ρώτησε ο ταξιτζής.
Στην Αμερική, του απάντησε.
Γύρισε και τον κοίταξε για λίγο σαστισμένος,
πριν ανοίξει την πόρτα και φύγει τρέχοντας.
Έμεινε εκεί για ώρες ασάλευτος ,
δίπλα του ένας θλιμμένος άγγελος
του στέγνωνε κάθε τόσο τα δάκρυα.
********
Κάθε βράδυ παγωμένες σκιές ,
κάθε πρωί λαχανιασμένες νεκρές ανάσες
στοιβαγμένες να κυματίζουν στην ουρά
και να μεστώνουν πάνω
σε γυμνά ανεκδήλωτα πρόσωπα.
Κι όλες τις μέρες μπροστά του οι ίδιες εικόνες.
Κι όλες τις νύχτες πάντα η ίδια γυναίκα
να τυλίγεται γύρω του και το πρωί να χάνεται.
Αν και δεν είχε ξοδέψει πολλά χρόνια
μέσα του ήδη στέγνωναν ενταφιασμένες λύπες
ενώ μια πολιτεία καθημερινά του έκλεβε
τα θαύματα που κατά καιρούς ονειρευόταν.
Πόσες φορές δεν είχε σκοντάψει επάνω της
πόσα χρόνια δεν ξόδεψε να την κρατήσει ψηλά
κι αυτή χωρίς τύψεις πάντα απέναντι
να εξιστορεί θυσίες που δεν έκανε ποτέ
και να του χτίζει συνεχώς αδιέξοδα.
Νύχτωσε και πάλι μέσα
σ' έναν ακόμα χαμένο ορίζοντα
κι όταν τα φώτα άναψαν
κι η αγάπη σιγά-σιγά χαμήλωνε ,
το ένστικτο του αποφάσισε
να παρακάμψει τη λογική.
Βγήκε στο δρόμο και σταμάτησε ένα ταξί.
Που πάμε, τον ρώτησε ο ταξιτζής.
Στην Αμερική, του απάντησε.
Γύρισε και τον κοίταξε για λίγο σαστισμένος,
πριν ανοίξει την πόρτα και φύγει τρέχοντας.
Έμεινε εκεί για ώρες ασάλευτος ,
δίπλα του ένας θλιμμένος άγγελος
του στέγνωνε κάθε τόσο τα δάκρυα.
********
Βιογραφικό
Ο Γιάννης Μπερούκας γεννήθηκε στο Αίγιο τον Νοέμβριο του 1952, και σπούδασε οικονομικά
στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Έχει συμμετοχές σε πολλά συλλογικά έργα και ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.
Είναι παντρεμένος και πατέρας δυο παιδιών.
Έργα του ιδίου
Μοίρα γραμμένη, Εκδόσεις Ιωλκός 2015, μυθιστόρημα.
Βένετο, Εκδόσεις Όστρια 2016, ποιήματα
Aksana,Εκδόσεις Όστρια 2017, μυθιστόρημα
Νύχτας απόσπασμα, Εκδόσεις οδός Πανός 2017, ποιήματα
Το μωβ των βράχων, Εκδόσεις οδός Πανός 2018, ποιήματα
Διάφανη παραίσθηση,Εκδόσεις οδός Πανός 2019,ποιήματα
Δες τον θάνατο όπως τη γέννηση, Άνεμος εκδοτική 2020, νουβέλα
Τοπία αναμονής, Άνεμος εκδοτική 2021, ποιήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου