ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ : Σατιρικές Τοξοβολές Γ'
Αυτό που λέω, φίλοι μου, δεν είναι κάνας μύθος·
μπορεί να σώσει και ζωή σιλικονάτο στήθος.
Πριν πέντε χρόνια έφερε τη σύζυγό του Ρώσος
σ᾿ ένα χειρούργο πλαστικό που ᾿ταν πολύ καμπόσος.
Ζήτησε της γυναίκας του να αυξηθεί το στήθος
με μέτριο εμφύτευμα όπως ζητούν συνήθως.
Μα ο χειρούργος έκανε τις δέουσες μετρήσεις
κι ένα μεγάλο φύτεψε μετά από συζητήσεις.
Προ ημερών τσακώθηκαν ο Ρώσος κι η Ρωσίδα
και να τη σφάξει θέλησε ωσάν να ήταν γίδα.
Μα το μαχαίρι μπήχτηκε στ᾿ αριστερό της στήθος
επάνω στο εμφύτευμα που ᾿ταν σκληρό σαν λίθος.
Η σιλικόνη όχι απλά το στήθος ανορθώνει
αλλά κι από τον θάνατο, γυναίκες, σας γλυτώνει!
Της έκαψε το σπίτι γιατί τη διέγραψε
από φίλη στο facebook
Η Χάρις και η Ράσμουσεν από την Αϊόβα
ακόμα και την ίδια συχνά φορούσαν γόβα.
Ήτανε φίλες καρδιακές εις τη ζωή για χρόνια
μ᾿ ανάμεσά τους μπήκανε εσχάτως τα δαιμόνια.
Έγιναν και στο φέισμπουκ φίλες κατά τη μόδα
αλλά όμως εγύρισεν αλλιώτικα η ρόδα.
Κι οι δυο τους αποφάσισαν να κάνουν ένα πάρτι
αλλά η μια κινδύνεψε να φύγει απ᾿ τον χάρτη.
Ελάχιστοι απάντησαν στην πρόσκληση με «ναι»
και έτσι ακυρώθηκε το γλέντι ρεφενέ.
Το φταίξιμο επέρριπτε η μία εις την άλλη
και έφτασε η σχέση τους να ᾿ναι σε μαύρο χάλι.
Η Ράσμουσεν διέγραψε τη Χάρις από φίλη
κι η Χάρις πήρε κι άναψε και έγινε φυτίλι.
Επήγε, λοιπόν, κι έβαλε φωτιά το άλλο βράδυ
και παρ᾿ ολίγον να ᾿στελλε τη φίλη της στον Άδη.
Αν δεν επιθυμείς κι εσύ τα μούτρα σου να φας
τέρμα στα μπλοκαρίσματα και σταςδιαγραφάς!
Η Λήδα και ο Κύκνος
Σερφάροντας στο Facebook κάποιαν ημέραν είδα
μίαν γυναίκαν όμορφη που την ελέγαν Λήδα.
Της έστειλα ένα μήνυμα όλως ιδιαιτέρως
λέγοντας με κυρίευσεν αυτόματα ο έρως.
«Θέλω να γίνω ο κύκνος σας, αγαπητή μου Λήδα,
και μην μου πείτε, “κύριε, σας λάσκαρε η βίδα”.
Ελπίζω να γνωρίζετε τι έλεγε ο μύθος
και μη θαρρείτε ανάρμοστο πως διαθέτω ήθος.
Ο Δίας την επρόσεξε στις όχθες του Ευρώτα
και ερωτεύθηκε ευθύς, κατά τα ειωθότα.
Βοήθεια εζήτησε από την Αφροδίτη
κι εκείνη μεταμόρφωσε σε κύκνο τον αλήτη.
Η Αφροδίτη έλαβε του αετού την όψη
και τάχα τον εδίωκε, να λάβετε υπόψη.
Η Λήδα τον λυπήθηκε και τον σφιχταγκαλιάζει
μα κείνος τότε ερωτικά άρχισε να πειράζει.
Το ποιους μετά εγέννησε η Λήδα το γνωρίζεις
και μην μου πεις “Αντρέα μου, μα γλαύκα μας κομίζεις;”.
Κι εγώ μέσ᾿ στην αγκάλη σας θα ήθελα να πέσω
κι ελπίζω εκ πρώτης όψεως κάπως να σας αρέσω.
Να βγάλουμε τον Κάστορα, κι ίσως τον Πολυδεύκη
επάνω στον Ταΰγετο, κάτω από μια πεύκη.
Την Κλυταιμνήστρα ημπορεί ή την ωραία Ελένη
και του ντουνιά θα είμαστε οι πολυζηλεμένοι».
Εκείνη τότε έγραψε στου Fecebook τον τοίχο
τίποτε περισσότερο, ένα μονάχα στίχο:
«Εσείς, θαρρώ, θα ήσασταν το κύκνειό μου άσμα»
και σ᾿ απειροελάχιστο δευτερολέπτου κλάσμα
με μπλόκαρε η άτιμη χωρίς οίκτο καθόλου
κι ανοικτιρμόνως μ᾿ έστειλε να πάω κατά διαόλου.
Αριστείο, 7ος Παγκόσμιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός,
Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.)
Γράμμα από το Ρίο
Στο Ρίο Ντε Τζανέιρο πήγα στο σαμπαδρόμιο
και θέαμα, ομολογώ, δεν έχω δει παρόμοιο.
Εκεί με επλησίασε μία Βραζιλιάνα
μια λυγερή κι ευκίνητη, πραγματική ζαργάνα.
Αφού εσυστηθήκαμε, είμαι απ᾿ την Ελλάδα
της είπα, και το κάλλος μου της έφερε ζαλάδα.
Κι εμένα με εθάμπωσε, ομολογώ τωόντι
και είπα να μία γυνή για το δικό μου δόντι.
Ευθέως την ερώτησα «μην έχετε ιόν;».
«Δεν έχω» μου απάντησεν «μα θέλω έναν υιόν
νά᾿χει βραζιλιάνικο αίμα κι ελληνικόν
τουτέστιν έναν παίδαρον Ολύμπιο, θεϊκόν,
να μοιάζει του Απόλλωνα ή έστω και του Δία»
κι αμέσως τότε μ᾿έπιασεν μία ταχυκαρδία.
Αντρέα μου, εσκέφτηκες εδώ στη Βραζιλία
ν᾿ αφήσεις και απόγονους, δεν θα ᾿ν᾿ ατασθαλία;
Εσύ ως τέκνον του παπά, ως τέκνον ιερέως
ενδείκνυται στην ηθικήν να μην είσαι ακραίος.
Ν᾿ αφήσεις τα γονίδια στο Νότιον ημισφαίριον
αφ᾿ής στιγμής η χώρα σου, βλέπεις πως γνέθει έριον;
Άσε τα αγαλμάτινα κορμιά εδώ στο Ρίο
μήπως σε μεταφέρουνε, εν τέλει, με φορείο,
και γύρνα στην πατρίδα σου γρήγορα, άρον άρον
γιατί φλερτάρεις, φαίνεται, στα ξένα με τον Χάρον.
Γύρνα στην Ψωροκώσταινα, ξέφυγε την παγίδα
και κάνε έναν απόγονο να σώσεις την πατρίδα.
Ορφέας κι Ευρυδίκη
Σερφάροντας στο φέισμπουκ, εντόπισα μια νέα,
κατάξανθη και όμορφη ετών δεκαεννέα.
Το όνομά της ήτανε, ακούστε, Ευρυδίκη
κι είπα αυτή η νεαρή θέλω να μου ανήκει.
Αμέσως τότε σκέφτηκα να γίνω ο Ορφέας,
κάπως διανοούμενος κι ολίγον συγγραφέας.
Νέον, λοιπόν, λογαριασμόν ανοίγω επειγόντως
φωτογραφία βάζοντας μίαν του παρελθόντος.
«Μπορώ, κυρία» έγραψα «αίτημα να σας στείλω;»
κι εκείνη συγκατάνευσε με κάποιον, μάλλον, ζήλο.
«Είμαι» της λέω «ο Ορφεύς, ο γεννηθείς εν Πάφω·
με τράβηξε το όνομα, για τούτο και σας γράφω.
Θέλω να γίνεις ταίρι μου, όπως λέει ο μύθος,
και μην πολυσκοτίζεσαι, είμαι ανήρ με ήθος.
Είμαι, να ξέρεις, ποιητής μα παίζω και τη λύρα
με τρόπο αξιοθαύμαστο που με φθονεί κι η Ήρα.
Γιατί η μελωδία μου τα πάντα ημερεύει
αφού ακόμα και νεκρούς αμέσως γοητεύει.=
Κι αν παρ᾿ ελπίδα κάποτε, μια μέρα, ένα βράδυ
ετίνασσες τα πέταλα και πήγαινες στον Άδη
θα ᾿ρχόμουν με τη λύρα μου στο σκοτεινό βασίλειο
να σ᾿ αναστήσω και να δεις ξανά πάλιν τον ήλιο.
«Εσύ» μου είπε «κύριε Ορφέα απ᾿ την Πάφο,
θαρρώ πως θα με έστελλες παράκαιρα στον τάφο.
Και θά᾿ρθεις, μου υπόσχεσαι, παρέα με τη λύρα
να μ᾿ αναστήσεις τάχατες… - ο νους σου και μια λίρα!
Γι᾿ αυτό, λοιπόν, κι εγώ προτού με δώσεις εις τον Χάρο
κοίταξε, τ᾿ αποφάσισα, αμέσως σε μπλοκάρω.
Και όντως με εμπλόκαρε, η κούκλα Ευρυδίκη,
αλλ᾿ «ἔστι δίκης ὀφθαλμός», να ξέρει, Θεία Δίκη!
Δεύτερο βραβείο, 17ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός (σατιρική ποίηση),
Εταιρεία Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου
Το επόμενο Νόμπελ Λογοτεχνίας
Αλλάζουν τώρα οι καιροί, τέρμα στην ξεραΐλαν·
το Νόμπελ απονέμεται στον ποιητή ΜπομπΝτίλαν
για νέες του ποιητικές εκφράσεις στο τραγούδι
και σύντομα πως θα καεί, θαρρώ, το πελεκούδι.
Χαίρε καρδιά μου σήμερα, αγάλλου, λοιπόν, σκίρτα
και δάφνες σ᾿ αναμένουνε και στέφανα από μύρτα.
Θα στείλω στη Σουηδική Ακαδημία στίχους
με σάτιρες π᾿ ανάρτησα στου Facebook τους τοίχους.
Να δουν και να θαυμάσουνε την τόση μου ευφυΐα
και περί τη στιχουργικήνοξείαν ευστροφία
που θα ζηλεύει σίγουρα και ο Σουρής κι ο Σούτσος
και κάθε άλλος θα φανεί μπροστά μου σκέτος μούτσος.
Ιδού, θα πούνε οι Κριτές, νέος Αριστοφάνης
κι αυτόματα θ᾿ αποκλεισθεί ο κάθε μπεχλιβάνης.
Αμέσως θα μου δώσουνε το Νόμπελ ομοφώνως
και των αρχαίων, θα μου πουν, Ελλήνων είσαι γόνος!
Τότ᾿ οι καμπάνες θα ηχούν της χώρας επιμόνως
και γκάρισμα χαρμόσυνο θα βγάζει κάθε… όνος!
Η καριόλα κι η τσαγιέρα
Έφτιαξα τη βαλίτσα μου να πάω στην Αθήνα
κι η μάνα μου μού έβαλε και τούτα και εκείνα.
Επίσης μου παράγγειλε «τον νου σου εις τα γράμματα
γιατί έχω για τη γούνα σου, αλλιώς, να ξέρεις ράμματα.
Να αγοράσεις» είπεν μου «μίαν μικρή καρκόλα
και μην τα μπλέξεις με καμιάν Καλαμαρούροκόλα.
Να πάρεις» μου επρότεινε «και μιαν φθηνή τσαέρα
και μη γεμίσουν τα μυαλά στην ξενιτειάν αέρα».
Έφθασα εις τον Πειραιά, επήγα στην Αθήνα
και καταγοητεύτηκα, ήτανε μια σειρήνα.
Για λίγες μέρες έμεινα κοντά σε ένα φίλο
κι ευχαριστίες απ᾿ εδώ δημόσια του οφείλω.
Σύντομα ενοικίασα ένα μικρό ισόγειο
και πρίγκηψ αισθανόμουνα, ήμουνα στο απόγειο.
Πήγα σε μιαν πωλήτρια, μιαν άψογη καθ᾿ όλα.
«Θέλω, κυρία» είπα της «να πάρω μιαν καριόλα».
Άλλαξε ύφος πάραυτα, με κοίταξεν αγρίως
και είδα ότι έβραζεν ένδον κι υποδορίως.
«Τι μας περνάτε κύριε, δεν είναι εδώ μπουρδέλο».
«Μα τι λέτε, κυρία μου, καριόλα, είπα θέλω.
Δεν θέλω μίαν ακριβή αλλά μίαν φθηνή,
δεν θέλω πολυτέλεια, θέλω μίαν κοινή».
«Και συνεχίζεις, κύριε, δεν ντρέπεσαι καθόλου
να φύγεις τώρα απ᾿ εδώ, ρε τέκνον του διαβόλου».
Έγινα κατακόκκινος, υπήρχαν γύρω κι άλλοι
και στο κεφάλι ένιωσα πολύ μεγάλη ζάλη.
Κάνω τότε μεταβολή, γυρίζω για να φύγω,
κάτι είδανε τα μάτια μου και στάθηκα για λίγο.
«Αφού, κυρία, έχετε, γιατί δεν μου πουλάτε
κι έξω απ᾿ το κατάστημα άπονα με πετάτε;»
«Μα τι έχουμε κύριε, γιατί τόσο γινάτι;»
«Να τούτη δω κυρία μου». «Μα συ θέλεις κρεβάτι
και δεν γνωρίζεις να το πεις και μου ζητάς καριόλα;»
Κι είχαμε τέλος αίσιο με τούτη τη μαριόλα!
«Τώρα» της είπα «δεσποινίς, θέλω και μια τσαγέρα».
«Πάλι τα ίδια άρχισες, βλέπεις εδώ τσαγιέρα;»
Και μου ᾿κανε το τσάι μου πάλιν η δεσποινίδα,
κι αν δεν ντρεπόμουν θα ᾿λεγα «άισιχτίρ ρε γίδα».
Στο βάθος όμως πρόσεξα να ᾿χει πολλές τσαέρες.
«Να τέτοια θα ᾿θελα κυρά, και άσε τις φοβέρες».
«Καρέκλα θέλεις και ζητάς, αγαπητέ, τσαγιέρα;
Πρέπει να είσαι αλλοδαπός, να ᾿ρχεσαι από πέρα.
Και πάλι τα κατάφερες, μ᾿ ανέβασες την πίεση.
Κύπριος θα ᾿σαι κρίνοντας, θαρρώ, απ᾿ την αμφίεση.
Έπρεπε να σε έκοβα, νομίζω, απ᾿ τη μούρη.
Γι᾿ αυτό ακούω να σας λεν «κυπραίικο γαϊδούρι!»
Τοιαύτην περιπέτεια –άσ’ την κυρά μου, άσ’ τη-
είχα τις πρώτες μέρες μου εις το κλεινόν μας άστυ!
Α΄ Βραβείο, 8ος Διαγωνισμός σατιρικής ποίησης,
Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ.)
Βιογραφικό