Απόψε κρύφτηκα βαθιά
στο αμπάρι της ιστορίας
κι από το φινιστρίνι
μέτραγα τι έμεινε
να δουν αυτοί που ήρθαν
και όσοι θα’ρθουν
*
Προσπαθούσα να διακρίνω
τη Δόξα, τη Θυσία, κάποιον ήρωα
Το σκοτάδι έπεφτε βαριά
Σαν ομίχλη του χειμώνα
σκέπαζε τα κατάρτια
πλάκωνε τους ανθρώπους
*
Μικρό το κάδρο
και το λιμάνι ήσυχο
αγκάλιαζε στερνά και πρώτα
μνήμες και μελλούμενα
*
Πότε αγναντεύοντας
πότε ψηλαφώντας
αναζητούσα αχνάρια
Σκοτάδια πυκνά
*
Μισόκλεισα τα μάτια
να δω καθαρά
Και πάλι σκοτάδια πυκνά
*
Μακρινές μουσικές φτάσαν
απ’ τη μνήμη στην ψυχή μου·
«Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά...»
Ξυπνήσαν οι ήρωες
Ταράχτηκαν τ΄ακίνητα νερά του λιμανιού
Χτυπούσαν στις πλευρές του Θωρηκτού
*
Ψίθυροι φτάσαν μυστικά
ως την καρδιά μου·
«Η Πατρίδα αναγεννάται»
*
Αφουγκράστηκα τον παφλασμό
κι ένιωσα τη βαρειά ανάσα της
καθώς γιγαντωνόταν αργά
Φούσκωνε η θάλασσα
που την κυοφορούσε.
*
Στου Θωρηκτού την πλώρη
φάνηκε η Δόξα συλλογισμένη
*
Παλληκάρια μάτωσαν
Παλληκάρια χάθηκαν
Μα ο θάνατος ταπεινώθηκε
κι η όψη του η τρομερή
κανέναν δε τρομάζει
*
Διαπέρασε το μπόι του
το ατρόμητο ξίφος
του Πολεμιστή, του Ήρωα
που έπεσε για την Πατρίδα
που τόλμησε και τον κοίταξε
κατάματα με το χέρι στην καρδιά
*
Ο απόηχος της Θυσίας
έσμιξε με τη θάλασσα
ανέβηκε στους ουρανούς
κατέβηκε στην πλώρη
*
Η Δόξα έλαμψε!
*
Τα φώτα της μεγάλης πόλης
ξύπνησαν δυο γλάρους
έκαναν κύκλους
πάνω απ’ το ιστίο
και γίναν ένα με τη σημαία
Στο φόντο η Καστέλλα
Ο ίσκιος τους εκεί ψηλά
ισορροπούσε στο σταυρό
Θύμιζε τον δικέφαλο
«Με πας στο Βόσπορο;»
ρώτησα τον αητό
κι εκείνος περήφανα
άνοιξε τα φτερά του
κι υψώθηκε στα ουράνια
υπερήφανος και δυνατός
Υψώθηκα κι εγώ
*
Ύμνοι νικητήριοι
ήχησαν στην ψυχή μου
*
Υπέρμαχος Ναύαρχος
στης πατρίδας το τιμόνι
Σοφία Δ. Νινιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου