ΛΙΑ ΣΙΩΜΟΥ "Αχερουσία"

 


Αχερουσία

Περίμενε του είπε καθώς εκείνος έφευγε
μ’ ανείπωτες πάντα τις σκέψεις, μυστικές
Μα εκείνος μάκραινε, χανότανε
στης νύχτας το σκοτάδι σιωπηλός
πικρά, ανείπωτα τα μυστικά του.

Περίμενε και πάλι ψέλλισε
και την αλήθεια θα ’θελα να μάθω
Κοίτα η λίμνη μας, το πέρασμα στην άλλη όχθη
είναι πικρό και γυρισμό δεν έχει
Μη βιάζεσαι, πες μου τα λόγια τα γνωστά
αυτά που χρόνια μου ψιθύριζες
στην ίδια, τη γνωστή σε μας ακρολιμνιά.

Κρύα τα ήρεμα νερά, πόσο μακριά σε παίρνουν
Και χάνεσαι! Αμίλητος, σιωπηλός για πάντα.

Θυμήσου ένα απόβραδο στη βάρκα μας
Λίκνιζες με το κύμα τους καημούς σου
Ανάλαφρη η δροσιά στους ώμους μας
Κανείς δεν ήξερε πού πάμε
Το βλέμμα σου που κάτι πάντα έκρυβε
Στοχαστικά το κύμα ακολουθούσε.
Κι ήταν ομίχλη, άφαντος ο ορίζοντας
μες στις σκιές χαμένος.

Περίμενε λες ψέλλιζε το είναι μου
Όλα τα χρόνια σε άχαρο βυθό πνιγμένα
Πριν φύγεις μίλα μου τον πόνο σου
Αβύσσου της ζωής σου τα συντρίμμια.

Ας περιμένει κι ο βαρκάρης στη σιωπή του
Τους χωρισμούς που είδε, και πόσους δεν είδε
Δεν τους πόνεσε. Ακίνητος και απαθής
Πάει, γυρνά απ’ όχθη σ’ όχθη
Ψυχρή κι η υγρασία του νερού τον σκέβρωσε
τα δάκρυα των θνητών τον πότισαν αφιόνι.

Αστροφεγγιά ο ουρανός και τη σελήνη κάλυψε
κιτρινισμένη λήθη
Ανέμου αργοσάλεμα τραβά μόνο την πλώρη
Τον άνεμο δεν τον ακούς πώς σέρνεται;
φύλλα πώς γυροφέρνει στη νυχτιά;
Σιμά σου κι όλο τριγυρνά, λόγια μη και σου πάρει.

Λες και πονά κι αυτός για με
ψάχνει, γυρίζει, δέρνεται
του νου σου λες και τριγυρνά
τα μονοπάτια τα θλιμμένα
τις σκέψεις σου μη βρει εκεί
στα μνήματα της λήθης που φωλιάσαν.

Μίλα στον άνεμο αν θες. Ξέρεις γιατί…
Θα ’ρθει μετά, αύρες θα δέσει, ψίθυρους
δίπλα σε με θα γείρει. Θα μου τα συζητήσει.
Ανείπωτη, ασήκωτη πικρία

Ρινίδες φεγγαριού στον ίσκιο σου
Κι εσύ διαβαίνεις μακριά και φεύγεις μόνος
Μόνος το βάρος μιας ζωής πώς το σηκώνεις;
Μόνος, αμίλητος, πικρός, κι εγώ δεν ξέρω
πού να στηριχθώ, δεν με κρατά η βαρύτης.

Το κοιμητήρι πέρα στην ακρολιμνιά
τώρα θαρρείς και φάνηκε.
Ψυχρές, αμίλητες κι οι γκρίζες πέτρες.
Με δέντρων τα θροΐσματα αγκαλιάστηκαν
Φεγγαρακτίνες στη νυχτιά τις έντυσαν ασήμι.

Και άφατη και νεκρική σιγή στις πέτρες,
στην καρδιά μου.
Κρυφός, απόκοσμος και χάνεσαι
στης χειμωνιάς το ξεροβόρι αφανισμένος.
Αμίλητος, το βήμα σιωπηλό
ήχος ανάλαφρος μες στις σκιές των δρόμων
εκεί που μόνη καρτερούσα για να ’ρθείς
τα μυστικά σου στην καρδιά μου
ν’ αποθέσεις.

Μα στης ταφόπετρας τον ίσκιο έσμιξες
μ’ ακτίνες φεγγαριού της λήθης.

Α
πό το βιβλίο  "Της Ζωής και της Αγάπης, Ποίηση 1995-2011"
Ελευθερουδάκης, 2022


Η φωτογραφία είναι από το Κοιμητήρι στις Λεύκες της Πάρου
Λία Σιώμου 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου