ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Λυτρωτικό χιόνι"



            
Το χιόνι έπεφτε απαλά και σκέπαζε την ασχήμια της πόλης. Κάτω από το λευκό νυφικό καμάρωνε το ασχημόπαπο ελπίζοντας να δελεαστεί κάποιος αφελής κύκνος. Ένα γεράκι όρμηξε ξαφνικά από τον παγωμένο αιθέρα και το λευκό νυφικό έγινε σάβανο. Οι καμινάδες συνέχισαν να καπνίζουν. Το χιόνι συνέχισε να στοιβάζεται στις αυλές. Οι άνθρωποι πίσω από τους τοίχους συνέχισαν να βάζουν ξύλα στη φωτιά.

Οι μέρες του πανηγυριού και των παρελάσεων είχαν περάσει. Οι παράτες τέλειωσαν· οι Κολοκοτρώνηδες κι οι Μπουμπουλίνες ξανάγιναν Κωστάκηδες και Μαριγούλες. Κλείστηκαν ξανά στα μουχλιασμένα κονάκια τους, παρέα με το μουσαφίρη που δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί. Αρμένικη βίζιτα, είπατε; Πολύ χειρότερο! Δώδεκα μήνες απρόσκλητο μουσαφίρη, δεν το λες αρμενική βίζιτα. Το λες κατάχρηση καλοσύνης, το λες κατάληψη, το λες κατοχή.

Στην αρχή ήταν διασκεδαστικός, λίγο επικίνδυνος, λίγο κουραστικός, μα όλοι νόμισαν πως με λίγη υπομονή, θα αποχωρούσε διακριτικά. Έπειτα ήρθαν οι δάσκαλοι. Είχε το καλαμπούρι του κι αυτό. Απογευματινά μαθήματα για όλους με ένα θέμα: «Πώς να διώξετε τον μουσαφίρη». Ένας συμπαθητικός γυαλάκιας, σαν τον μακρινό σοφό θείο που πάντα εύρισκε τις λύσεις στα δύσκολα προβλήματα της άλγεβρας, παρέδιδε μαθήματα δι’ αρχαρίους μουσαφιρόπληκτους.

Κι επειδή, όπως ήταν φυσικό, κάποιοι ήταν ανεπίδεκτοι, δημοφιλείς φροντιστές ανέλαβαν να κάνουν έξτρα επιμόρφωση. Φροντιστήριο για όλους, κάθε ώρα και στιγμή, από την τηλεόραση, από το κινητό, στη στάση του λεωφορείου, στις εφημερίδες, στις ιστοσελίδες, στο φαγητό, στη βόλτα, στη δουλειά, στη διασκέδαση, στο σεξ, παντού. Στην αρχή οι άνθρωποι ένιωσαν όμορφα· καμάρωναν που τους νοιάστηκαν.

Δες πώς πλένεται ο Φούφουτος! σχολίαζαν με χαμόγελο, κι έσπευδαν να τον μιμηθούν, γιατί το σαπούνι διώχνει το βρωμιάρη μουσαφίρη, λέγανε.

Είδες τη φοβερή μάσκα της Μπαρούφου; Είναι πολύ μπροστά η γυναίκα, θα την φτιάξω κι εγώ! Γιατί η μάσκα τρομάζει τον μουσαφίρη, λέγανε.

Λέγανε, λέγανε… μα οι ανεπίδεκτοι ήταν πολλοί. Και τότε κάποιοι από μόνοι τους άρχισαν να κάνουν τους δάσκαλους στους υπόλοιπους: έτσι να πλένεστε, έτσι τη μάσκα, μη βγαίνετε, μη ταξιδεύετε, μη το ένα, μη το άλλο... Στο τέλος οι δάσκαλοι έγιναν περισσότεροι από τους μαθητές κι άρχισε να σιχτιρίζει ο ένας τον άλλον.

Όπως σε κάθε φυσιολογική σχολική τάξη, υπήρχαν κι οι κοπανατζήδες. Αυτούς τους ανέλαβε ο παιδονόμος. Πρώτα προειδοποίησε πως το μάθημα είναι υποχρεωτικό για όλους, αλλιώς ο μουσαφίρης δεν θα φύγει ποτέ. Μετά αγρίεψε, κουνούσε το δάχτυλο, φώναζε, απειλούσε, διάταζε, έβγαλε περίπολα στους δρόμους, ώσπου άρχισαν να τον φοβούνται και οι υπάκουοι και συνεπείς. Αγανάκτησαν κι άρχισαν να τον βρίζουν. Και τελικά οι κοπανατζήδες έγιναν περισσότεροι από τους φρόνιμους.

Στο μεταξύ ο μουσαφίρης αποδείχτηκε πιο πονηρός από ό,τι φαντάζονταν οι άνθρωποι. Μόλις μπήκε το καλοκαίρι, έφυγε. Επιτέλους, είπαν οι περισσότεροι, απαλλαγήκαμε! Κι αναχώρησαν για τα εξοχικά τους, να κάνουν τα μπάνια τους, να διασκεδάσουν, όπως έκαναν παλιά. Μερικοί, πιο ψυλλιασμένοι, βαστούσαν πισινή. Μόλις πιάσουν τα κρύα θα ξαναγυρίσει, λέγανε, μα ποιος τους άκουγε. Ο σοφός γυαλάκιας, που όλοι εμπιστεύονταν, προειδοποιούσε με αγωνία: πάρτε μέτρα πριν να είναι αργά, οργανώστε την άμυνα όσο είναι καιρός! Αλλά οι πολλοί… τζιτζίκια, απολάμβαναν τα μπάνια τους, λιγοστά τα… μερμήγκια που φρόντιζαν για το χειμώνα.

Τελικά, ο σοφός δάσκαλος είχε δίκιο. Μόλις πιάσανε τα κρύα, ο μουσαφίρης επέστρεψε και στρογγυλοκάθισε στη σάλα. Κι όχι μόνο, εδώ θα ξεχειμωνιάσω!, δήλωσε. Πανικόβλητοι οι άνθρωποι, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Επιστρατεύτηκαν ξανά οι επιμορφωτές αλλά κανείς δεν τους εμπιστευόταν πια. Πήραν άλλους, πιο διάσημους, κανένα αποτέλεσμα. Άσε που εμφανίστηκαν και διάφοροι αυτόκλητοι παντογνώστες που είχαν λύσεις κι απαντήσεις για όλα. Κανείς δεν πίστευε κανέναν. Χάθηκε η μπάλα, πού λένε. Οι σχολικές τάξεις άδειασαν, δεν έπιαναν πλέον ούτε οι απειλές ούτε οι τιμωρίες. Δάσκαλε που δίδασκες, φώναζαν όλοι, εννοώντας πως τις συμβουλές που τους έδιναν, δεν τις τηρούσαν ούτε οι ίδιοι. Ξεσπούσαν καυγάδες για το τίποτε. Οι ηλικιωμένοι μάλωναν με τους νεότερους, οι άνεργοι με τους εργαζόμενους, οι συνεπείς με τους αδιάφορους, κι ο μουσαφίρης εκεί, μπαστακωμένος στη σάλα, ένας χαμός!

Οι δάσκαλοι αγρίεψαν, έχασαν την ψυχραιμία τους. Αντί να συμβουλεύουν, διάταζαν. Αντί να κυνηγούν τον μουσαφίρη, άρχισαν να κυνηγούν τους ανθρώπους. Το σχολείο θύμιζε πια φυλακή όλο και περισσότερο. Σιγά-σιγά απλώθηκε φόβος στην πολιτεία. Η καρτερία έγινε κούραση, η κούραση απόγνωση, η απόγνωση βουβή οργή που ξεσπούσε όλο και πιο συχνά.

Ο μουσαφίρης χαμογελούσε ειρωνικά, ακλόνητος, πανταχού παρών και γενικός δερβέναγας. Καφετζούδες και χαρτορίχτρες αδυνατούσαν να προβλέψουν πότε θα ξεκουμπιστεί. Τον προσκυνούσαν παπάδες και δεσποτάδες, μεγαλέμποροι και πλανόδιοι στραγαλατζήδες, μεροκαματιάρηδες και στελέχη πολυεθνικών, πολιτικοί καριέρας και τσαρλατάνοι. Όλοι υποκλίνονταν. Έλυνε κι έδενε στην αγορά, στις οικογενειακές μαζώξεις, σε γάμους, κηδείες και βαφτίσια. Καθόριζε τα ωράρια εργασίας, το τελετουργικό των εκδηλώσεων, το πρόγραμμα των αθλητικών αγώνων, τους επίσημους εορτασμούς. Ακόμα και στη μεγάλη επετειακή παρέλαση, εκείνος καθόρισε το πρωτόκολλο.

Ώσπου άρχισε να χιονίζει. Πυκνές νιφάδες έπεφταν απαλά και σκέπαζαν την ασχήμια της πολιτείας. Κάτω από το λευκό νυφικό καμάρωνε το ασχημόπαπο ελπίζοντας να δελεαστεί κάποιος αφελής κύκνος. Ένα γεράκι όρμηξε ξαφνικά από τον παγωμένο αιθέρα και το λευκό νυφικό έγινε σάβανο. Οι καμινάδες συνέχισαν να καπνίζουν. Το χιόνι συνέχισε να στοιβάζεται στις αυλές. Οι άνθρωποι πίσω απ’ τους τοίχους αναρωτιόνταν, το απέραντο λευκό τι να σήμαινε άραγε, γάμο ή συμφορά;

Βάλανε κι άλλα ξύλα στη φωτιά κι άρχισαν να σκέφτονται.

Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, 28/3/2021

--------
Η φωτογραφία του Παναγιώτη Σφυρή: «Το χάραμα στη Δάφνη Λήμνου», από το FB (19/1/2021).












4 σχόλια: