ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ( 1 Απριλίου 1902 - 29 Απριλίου 1930 )

 


«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη… /
 … Και θα μου κλειστούν τα χείλη /
 και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά… /
 … Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν… /
 … Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν…» 

Επιμέλεια δημοσίευσης  Μαρκέλλα  Μαρμαρινού 

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου 1902. Ο πατέρας της Ευγένιος ήταν Καθηγητής Φιλόλογος. Για τη μητέρα της Κυριακή, γνωρίζουμε πως ήταν μία καλή και τρυφερή μάνα. Έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της. Έφυγε από τη ζωή ο πατέρας της κι ύστερα από σαράντα μέρες τον ακολούθησε και η μητέρα της. Η Μαρία δεν μπόρεσε ποτέ να θεραπευτεί από τις ενοχές της, γιατί την άφησε άρρωστη, όταν έφυγε κι εκείνη πέθανε κατά την απουσία της. Οι βασανιστικές τύψεις της, την έκαναν να γράψει:
«… Δεν σ’ ένιωσα πριν να σε χωριστώ /
 μα η θύμησή σου ακέρια που σου μένει, /
 μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ / 
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη».


Τελείωσε το Γυμνάσιο στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και ύστερα πήγε δύο χρόνια στο Αρσάκειο. Επέστρεψε στη γενέτειρά της και διορίστηκε, αφού έδωσε εξετάσεις, ως υπάλληλος στη Νομαρχία. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας. Μετατέθηκε στην Αθήνα για να φοιτήσει στη  Νομική Σχολή, αντί της Φιλοσοφικής που προτιμούσε ο πατέρας της. Ωστόσο, δε συμπλήρωσε ποτέ τις Πανεπιστημιακές της σπουδές. Συνεχίζει να εργάζεται στη Νομαρχία Αττικής! Έχει στενή συνεργασία με «Κείνον» τον νέο συνάδελφο αλλά και «άδοξο» ποιητή από την Τρίπολη. Μοιραία γνωριμία. «Ο μόνος που θα μπορούσε να με καταλάβει, αλλά ούτε και ’κείνος τόλμησε… Μου ’πε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα… ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά…» Ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και αργότερα στη Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 παίζει κιόλας στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι. Ταξιδεύει για το Παρίσι και επιστρέφει στην Αθήνα με κλονισμένη υγεία.

Αφημένη στις παρορμήσεις μιας φλογερής ιδιοσυγκρασίας, προσβλήθηκε από φυματίωση. 
«Δε θα το πουν, ο πόνος μου πώς άνθισε /
 παρά τα λυπημένα μου τραγούδια… / 
… Οι έρωτες αηδόνια μου τραγούδαγαν / 
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια». 

Κάνει απουσίες, είναι ανέμελη, άτακτη και ασυνεπής. Δίνει την εντύπωση αργόμισθης υπαλλήλου και παύεται. Αλλά ο έντονος ερωτισμός, που χαρακτήριζε τη βραχύχρονη ζωή της, εξαγνίζεται από την τραγική προαίσθηση του πρόωρου θανάτου της, καθώς διαφαίνεται μία έμφυτη τρυφερότητα και ποιητική ευαισθησία.


Από το 1915 αρχίζει τα πρώτα δημοσιεύματα. Τα έργα της είναι: «Αφιέρωση», «Χαμόγελα», «Ξεφάντωμα», «Μοιραίος δρόμος», «Οι τρίλιες που σβήνουν», «Ηχώ στο χάος», «Μεταφράσεις» και «Ανέκδοτα ποιήματα». Η δημιουργική της πορεία κράτησε ώς το τέλος!


Ποιός μπόρεσε να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού ή ενός χελιδονιού; Ακατόρθωτο μοιάζει, αλλά κι εφικτό…

Με πολλή σαφήνεια, ειλικρίνεια και ωραίους λυρικούς τόνους, διαγράφεται στην ποίησή της ένας γυναικείος κόσμος. 

«Έλα γλυκέ, κι αν φτάνη η νύχτα / 
και το σκοτάδι δε σ’ αρέση, /
 αστέρινο θαμπό στεφάνι / 
η αγάπη μου θα σου φορέση. /
 … Θα σου καρφώσω ένα λουλούδι / 
τ’ όνειρο πάνω στην καρδιά σου, / 
θα πλέξω τα ξερά τα φύλλα /
 με τα κατάχλωρα μαλλιά σου».




Αυτή, μόνο αυτή, τραγούδησε με θηλυκότητα, με όλη εκείνη τη γλυκά στιχουργημένη τρυφερότητα της ερωτικής λαχτάρας και της ενθουσιασμένης υποταγής, μία μοναδική ευτυχισμένη στιγμή, για να φανερώσει όλο το βάθος και τη σημασία, καθώς και το μυστήριο της αλήθειας ή της αξίας της.

·   H Μαρία, παρέμεινε αγνή, ευαίσθητη. Διατήρησε ανέγγιχτη, με τρόπο «παρθενικά ώριμο», την παιδική της φρεσκάδα. Η ζωή της, ξεχειλίζει τόσο πολύ και μια κραυγή υπάρχει διάχυτη στη νεανική της ποίηση.


Κάποτε ο Έρως ξαφνικά κρύφτηκε στην καρδιά μου /
κ’ η ομορφιά του μυστικά τρέμισε στη ματιά μου…
Και… oι πόθοι, ανήσυχα πουλιά, δε θέλαν να φωλιάσουν…
Και… λίγο, λίγο τα μικρά και τα γλυκά που φτάναν’ /
μ’ έπαιρναν πάλι ξένοιαστη και σκλάβα του με κάναν’…»


Το πάθος της καίει μέσα στα λόγια της και πραγματοποιεί λυρικότατες προσεγγίσεις σε ακραίες και οριακές καταστάσεις ζωής και θανάτου.
Τα ποιήματα είναι απλά, ρομαντικά και βαθυστόχαστα μέσα στην ορμητικότητά τους. Έχουν κάτι το πολύ δραματικό, ίσως γιατί από νωρίς εκείνη περιεβλήθη το θαμπό φωτοστέφανο του θανάτου. 

«Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη… /
 … Και θα μου κλειστούν τα χείλη /
 και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά… /
 … Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν… /
 … Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν…» 


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου