ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Καμίνια Λήμνου: Ο Άγ. Αλέξανδρος στο Σώκαστρο και η περίφημη πελασγική Στήλη"

 Η ιστορική διαδρομή ενός χωριού της Λήμνου

Ο λόφος Σώκαστρο, ο Άγ. Αλέξανδρος και δεξιά ο περιστερώνας στο χωράφι που βρέθηκε η πελασγική Στήλη το 1885 (φωτ. Θ.Μ., δεκ. '90)


Με αφορμή την εορτή του αγίου Αλέξανδρου, στις 30 Αυγούστου, θα ανατρέξουμε στην ανακάλυψη ενός μοναδικού μνημείου, το οποίο εντοπίστηκε πριν από 140 χρόνια περίπου στα χαλάσματα μιας ομώνυμης εκκλησούλας. Πρόκειται για την περίφημη Στήλη των Καμινίων, η οποία έχει χαραγμένες δύο επιγραφές στην πελασγική γλώσσα και βρέθηκε το 1885 στο λόφο Σώκαστρο στα Καμίνια της Λήμνου, από τον τότε μαθητή και αργότερα σπουδαίο φιλόλογο και ιστορικό Αργύριο Μοσχίδη (1869-1912). Με την αφορμή αυτή θα κάνουμε μια επισκόπηση της ιστορικής διαδρομής του χωριού, καθώς ο λόφος συνδέεται με τη γενικότερη ιστορία του.

Τα Καμίνια όπως φαίνονται από το Σώκαστρο (φωτ. Θ.Μ., 2003)


Ο άγιος Αλέξανδρος και η Λήμνος

Ο Αλέξανδρος Α΄, επίσκοπος Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) από το 314 ως το 337 περίπου, ο οποίος μετά θάνατον ανακηρύχτηκε άγιος, γεννήθηκε στην Καλαβρία της Ιταλίας λίγο μετά το 240 και, άγνωστο πώς, συνδέθηκε με τη Λήμνο, σύμφωνα με ένα πολύ μεταγενέστερο τεκμήριο. Στα χρόνια της θητείας του συνεκλήθη η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας, στην οποία μετείχε και ο επίσκοπος Ηφαιστίας της Λήμνου Στρατήγιος. Μάλιστα ο Στρατήγιος προήδρευσε της Συνόδου, γεγονός που σημαίνει ότι ήταν σεβαστός, πιθανότατα παλαιός επίσκοπος και γέρων.

Η ύπαρξη επισκόπου στο νησί, και μάλιστα με τον τίτλο «Ηφαιστίας της Λήμνου», αποδεικνύει ότι ο χριστιανισμός είχε διεισδύσει ακόμα και στην πρωτεύουσα της Λήμνου Ηφαιστία, την ιερή πόλη του Ηφαίστου. Προφανώς, υπήρχαν ακόμα πολλοί οπαδοί της αρχαίας θρησκείας, όπως φανερώνει η δράση κατά τον 4ο αιώνα του τελευταίου φιλοσόφου της οικογένειας των Φιλοστράτων.

Πριν και μετά το πέρας της Συνόδου της Νικαίας, ο Αλέξανδρος Α΄ έκανε περιοδείες σε επισκοπές του ρωμαϊκού κράτους. Ενδεχομένως πέρασε και από τη Λήμνο, με τον επίσκοπο της οποίας Στρατήγιο ασφαλώς γνωριζόταν. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι πολύ μεταγενέστερα το λείψανο του Αλεξάνδρου, ο οποίος απεβίωσε σε πολύ μεγάλη ηλικία το 340 περίπου, βρισκόταν στο νησί. Δεν είναι γνωστό αν πέθανε στη Λήμνο και ετάφη εκεί ή αν μεταφέρθηκε εκεί το λείψανό του. Πάντως είναι γεγονός, ότι την άνοιξη του 1308 το σκήνωμά του βρισκόταν στη Λήμνο. Τη χρονιά αυτή ο Καταλανός τυχοδιώκτης Marco Minotto έπλευσε κατά της Λήμνου, την οποία λεηλάτησε. Μεταξύ άλλων έκλεψε και το λείψανο του αγίου Αλεξάνδρου, το οποίο μετέφερε στη Βενετία, θεωρώντας ότι επρόκειτο για κάποιον άγιο Αλέξανδρο, επίσκοπο (πάπα) της Ρώμης.

Πρέπει να θεωρήσουμε σίγουρο ότι το σημείο ταφής του αγίου στη Λήμνο θ’ αποτελούσε τόπο ιερού προσκυνήματος για πολλούς αιώνες. Μάλιστα σύμφωνα με έναν παλαιό κώδικα του 15ου αιώνα, ο οποίος σώζεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ο άγιος θεωρείτο προστάτης της Λήμνου. Στον κώδικα αυτό είναι γραμμένη η ακολουθία του αγίου από ανώνυμο υμνογράφο, ο οποίος στο τέλος σημειώνει: «Άγιος Αλέξανδρος, προστάτης της Λήμνου».

Ο τόπος όπου φυλασσόταν το σκήνωμά του πρέπει να αναζητηθεί στην Ηφαιστία ή σε κοντινή περιοχή, μιας και το 1308 η Ηφαιστία ήταν η έδρα της Επισκοπής Λήμνου. Πιθανόν ο κοντινός ερημωμένος οικισμός «Άγιος Αλέξανδρος», κοντά στον οποίο τον 14ο αιώνα υπήρχε η πατριαρχική μονή της Χλόης, οφείλει το όνομά του στον παλιό προστάτη άγιο του νησιού.

 


Ναοί του αγίου Αλεξάνδρου στα Καμίνια

Προφανώς, ο άγιος λατρευόταν και σε άλλα σημεία του νησιού. Πολύ δημοφιλής φαίνεται πως ήταν η λατρεία του στη ΝΑ Λήμνο, όπου σώζονται μέχρι σήμερα τρία παλιά ξωκλήσια σε σχετικά κοντινές τοποθεσίες, στις οποίες υπήρξαν μεσαιωνικές ή μεταβυζαντινές εγκαταστάσεις. Είναι οι περιοχές Σώκαστρο και Αγκώνας του χωριού Καμίνια και η θέση Μερπιά, στα όρια της αγροτικής περιφέρειας του ίδιου χωριού με το χωριό Αγία Σοφία. Η ανέγερση τριών πλησιόχωρων ναών αφιερωμένων στον ίδιο άγιο, μάλλον σχετίζεται με την ύπαρξη πατριαρχικών γαιών στην γύρω περιοχή κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο.

 

Άγ. Αλέξανδρος στη Μερπιά (φωτ. Θ.Μ., δεκ. '90)


Άγ. Αλέξανδρος στη Μερπιά. Βρίσκεται στα σύνορα των αγροτικών περιοχών Καμινίων και Αγ. Σοφίας. Το 1928 αναφέρεται στο πρακτικό καθορισμού των συνόρων των κοινοτήτων Καμινίων-Φισίνης (στην οποία ανήκει η Αγ. Σοφία), κάτι που σημαίνει ότι αποτελούσε ένα παλιό, αναγνωρίσιμο και διαχρονικό τοπόσημο της περιοχής. Το άγνωστης ηλικίας παλιότερο ξωκλήσι που υπήρχε, το 1971 ανακαινίστηκε και συντηρήθηκε από την οικογένεια Ιωάννη Δημαρέλλη, η οποία το επιστατούσε. Καθώς βρίσκεται σε απόσταση… βολής από το στρατιωτικό πεδίο βολής, την δεκ. ’90 που το επισκέφτηκα ήταν γεμάτο από ενθυμήσεις φαντάρων και διαφόρων άλλων περαστικών.

 

Άγ. Αλέξανδρος στον Αγκώνα (φωτ. Θ.Μ., δεκ. '90)

 

Αγκώνας, η παλιά βρύση (φωτ. Θ.Μ., δεκ. '90)


Άγ. Αλέξανδρος στον Αγκώνα. Βρίσκεται σε μια λαγκαδιά, σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από τα Καμίνια. Ο Αγκώνας, ένας έρημος σήμερα αγροτικός οικισμός, είχε κατοίκους ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Επί τουρκοκρατίας ανήκε σε Οθωμανό αγά, ενώ σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες εκεί γύρω υπήρχαν και «καλογερικά» χτήματα. Το υνί των καλλιεργητών συχνά σκοντάφτει σε παλιές κατασκευές και σε πέτρινα ή πήλινα αντικείμενα, όπως χερόμυλους, κιούπια κλπ. Όλα συνηγορούν ότι το σημερινό ξωκλήσι, που κτίστηκε το 1911, αποτελεί συνέχεια παλιότερου, που ερειπώθηκε και ξαναφτιάχτηκε πολλές φορές. Παλιότερα το επιστατούσε η οικογένεια Λούη (Λεωνίδα) Παλ. Κωνσταντέλλη, που είχε ιδιοκτησίες στον Αγκώνα.

Άη Γιάννης Θεολόγος (φωτ. Θ.Μ., δεκ. '90)

 

Άη Γιάννης Θεολόγος, βυζαντινός κίονας ενσωματωμένος στο Ιερό Βήμα (φωτ. Θ.Μ., δεκ. '90)


Το πηγάδι στον Αγκώνα (φωτ. Θ.Μ., δεκ. '90)


Στην περιοχή υπάρχει μια παλιά βρύση από κόκκινο πωρόλιθο, παλιά πετρόχτιστα πηγάδια κι ένα ακόμα παλιό εξωκλήσι (του 1873 σύμφωνα με επιγραφή) του Άη Γιάννη Θεολόγου, στην κοντινή θέση Ρυακούδια ή Μεσαράχη, στο ιερό βήμα του οποίου είναι ενσωματωμένος βυζαντινός κίονας

Το Σώκαστρο και ο Άγ. Αλέξανδρος. Σε πρώτο πλάνο της Συκιάς το Πηγάδι (φωτ. Θ.Μ., δεκ. '90)


  Άγ. Αλεξάνδρος στο Σώκαστρο. Το τρίτο εξωκλήσι της περιοχής με το ίδιο όνομα, έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς ήταν χτισμένος σε ερείπια παλαιοχριστιανικού κτίσματος, ανάμεσα στα οποία το 1885 βρέθηκε η περίφημη «Στήλη των Καμινίων». Αποτελούσε τη συνέχεια πολύ παλαιού ναού, πολύ πιθανόν από την εποχή που η λατρεία του αγίου Αλεξάνδρου ήταν ακόμα έντονη στο νησί. Στα χαλάσματα του παλιού ναού άναβαν καντήλια και έβαζαν καβαδέλια (παιδικά ρουχαλάκια), γιατί ο «άγιος είναι για τα παιδιά», όπως λέγανε. Έστηναν τρεις πέτρες σε σχήμα «Π» και περνούσαν από κάτω το κλαψιάρικο μωρό. Στη συνέχεια έδεναν ένα κομμάτι από το ρούχο του και του έφευγε η κλάψα. Παραδόξως δεν κάνουν το ίδιο σε άλλους ναούς του αγίου Αλεξάνδρου.

Στα 1885, όπως αναφέρει ο Μοσχίδης, ο ναός ήταν ήδη χάλασμα απροσδιόριστης ηλικίας. Ο Ιταλός αρχαιολόγος Della Seta τον χαρακτηρίζει βυζαντινό (εφ. «Λήμνος» 838, 15.3.1931). Σε άρθρο του Βάσου Ροδάκη (εφ. «Λήμνος» 872, 22.11.1931) αναφέρεται:

«Σα που είναι γνωστό η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, που έκανε εκεί ανασκαφές δεν βρήκε τίποτα (εννοεί αρχαίο εύρημα). Μονάχα μία ζωφόρο και κάτι άλλα, που δίνουν βεβαιότητα πως κει ήτο χριστιανικός ναός και κατά πάσαν βεβαιότητα του Αγ. Αλεξάνδρου».

Ο ναός ξαναχτίστηκε το 1929-30, πενήντα μέτρα πιο δυτικά από το παλιό χάλασμα, σε «δ’μάρικο» χωράφι (ιδιοκτησίας της οικογένειας Δημαρέλλη) και παλιά τον επιστατούσαν τρία αδέρφια, παιδιά του Ευάγγελου Δημ. Δημαρέλλη, ο Νικόλαος, Αθανασία συζ. Κων. Δουκαρέλλη και η Αναστασία συζ. Σταύρου Καλορίτου. Η μοναχοκόρη της τελευταίας, η Στέλλα συζ. Θεμιστοκλή Καλαθά, συνέχισε την επιστασία και το 1974 ο σύζυγός της τον ξανάχτισε εκ θεμελίων μαζί με τον Παναγιώτη Μαυρολάμπαδο, εκπληρώνοντας κάποιο τάμα. 

 

Η Στήλη των Καμινίων



Η περίφημη πελασγική Στήλη βρέθηκε γύρω στα 1885 στην πλαγιά του λόφου Σώκαστρο, βόρεια των Καμινίων, στη θέση Άγιος Αλέξανδρος, περίπου 50 μέτρα ανατολικότερα από το σημερινό εξωκλήσι. Στο χώρο που βρέθηκε η επιγραφή, σύμφωνα με τον Αργ. Μοσχίδη, υπήρχαν χαλάσματα παλιάς εκκλησίας (σταυροί, μάρμαρα κ.ά.). Στα μέσα της δεκαετίας του 1880, ο ιδιοκτήτης του χωραφιού αποφάσισε να το καθαρίσει από τις πέτρες και εντόπισε την Στήλη. Ίσως ήταν ο πατέρας του Αργ. Μοσχίδη, ο Μόσχος Κωνστάντιος που είχε ιδιοκτησίες στην περιοχή, αφού ο Α. Μοσχίδης, του οποίου το αρχικό επώνυμο ήταν Κωνστάντιος, ήταν παρών στην ανακάλυψη, όπως αναφέρει:

«Επί του λόφου του Εσωκάστρου, όπου ημείς έφηβοι έτι όντες ανειλκύσαμεν δια των ιδίων ημών χειρών εκ του εδάφους το πολυθρύλητον τούτο μνημείον ...»

Ο Αργύριος Μοσχίδης (1869-1912)

 

Η Στήλη αυτή, η οποία παλιότερα αναφέρεται ως «Καμινία Λίθος», είναι μια ορθογώνια πλάκα από πωρόλιθο με διαστάσεις 95x40 εκ. και πάχος 14 εκ. Πάνω της απεικονίζεται ένας πολεμιστής, με δόρυ και ασπίδα και φέρει χαραγμένες δύο επιγραφές. Προφανώς πρόκειται για επιτύμβια στήλη. Να πώς την περιγράφει ο Αργ. Μοσχίδης (σ. 61):

«Η πλάξ (0,95 x 0,40 x 0,14), εφ’ ης, πλην της διά γραμμών εικονιζομένης προτομής πολεμιστού φέροντος λόγχην, είναι κεχαραγμέναι αι δύο επιγραφαί, μία μεν επί της πλαγίας αυτής επιφανείας, ετέρα δε άνω και πλαγίως της κεφαλής του πολεμιστού, είναι πώρινος λίθος όμοιος πού προς εκείνους, οίτινες εξάγονται παρά τον Κότσινον».

Πρώτοι επιστήμονες που είδαν και παρουσίασαν το αρχαίο αυτό μνημείο ήταν οι Cousin και Durrbach της γαλλικής αρχαιολογικής σχολής Αθηνών, το 1886. Το 1887 έγραψε γι’ αυτήν ο ιατρός, λόγιος και αρχαιολάτρης Βασ. Αποστολίδης (1827-1911) στην Αλεξάνδρεια. Στη συνέχεια τα ίχνη της Στήλης χάθηκαν ως το 1905. Τα χρόνια αυτά την κατείχε ο εύπορος Λήμνιος αρχαιολάτρης και ευεργέτης του νησιού Ιωάννης Παντελίδης, ο οποίος την είχε θάψει στον κήπο του σπιτιού του στη Μύρινα, καθώς είχε γίνει διάσημη και περιζήτητη και την αναζητούσαν οι οθωμανικές αρχές. Μετά το θάνατό του, ο γιος του, ο Οδυσσεύς Παντελίδης, επίσης λόγιος και αρχαιόφιλος, την φυγάδευσε μυστικά στην Αλεξάνδρεια και το 1905, έπειτα από υπόδειξη του Αργυρίου Μοσχίδη, την δώρισε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου βρίσκεται σήμερα, μέσω του λόγιου ιατρού Βασίλειου Αποστολίδη, ώστε να μην εκτεθεί ο ίδιος. Γι’ αυτό στην πινακίδα του μουσείου σημειώνεται ως: ΔΩΡΟΝ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ Β. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ, αν και ήταν κοινώς γνωστό από τότε ότι την είχε δωρίσει ο Οδ. Παντελίδης, όπως επισημαίνουν άλλωστε οι εφημερίδες της εποχής (βλ. εφ. Εμπρός 27.5.1912 και εφ. Λήμνος 21.8.1916):

 

εφ. ΕΜΠΡΟΣ, 27.5.1912


εφ. ΛΗΜΝΟΣ 21.8.1916


Στο μεταξύ, μετά τους δύο Γάλλους αρχαιολόγους, δεκάδες γλωσσολόγοι, επιγραφολόγοι και ερασιτέχνες ερευνητές είχαν ασχοληθεί με τις επιγραφές της Στήλης και είχαν γράψει σχετικές μελέτες, χωρίς να καταφέρουν να αποκρυπτογραφήσουν το νόημά τους. Όλοι συμφωνούν, ότι το αλφάβητο είναι ελληνικό αιολικού τύπου, ότι είναι γραμμένες βουστροφηδόν, ότι έχουν χαρακτήρα επιτύμβιο, προς τιμή του εικονιζόμενου πολεμιστή και ότι η γλώσσα τους είναι των Τυρρηνών Πελασγών, παλιών κατοίκων του νησιού, η οποία ήταν συγγενική της ετρουσκικής. Σχετικά με την ηλικία της Στήλης, έχει επικρατήσει η άποψη πως γράφτηκε στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. και πιθανόν σχετίζεται με τις αμυντικές επιχειρήσεις των Πελασγών της Λήμνου εναντίον των Περσών εισβολέων που συνέβησαν μεταξύ 515 και 511 π.Χ. Η έρευνα συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

 

Οι λαξευτοί τάφοι στο Σώκαστρο


 

Όμως υπάρχουν κι άλλα μνημεία στο Σώκαστρο που αποκαλύπτουν την ιστορία της περιοχής. Κατά πάσα πιθανότητα εδώ υπήρχε κάποιο αρχαίο οχυρό. «Εσώκαστρον» είναι ο τόπος που περιβάλλεται από κάστρο, το εσωτερικό ενός κάστρου, κατά το λημνιό ιδίωμα. Ανάλογες είναι οι τοπικές λέξεις «σαθύρι», από το «εσωθύριον» και «σώμαντρο», που σημαίνουν τον εσωτερικό, περιμαντρωμένο χώρο. Το Σώκαστρο προσφέρεται για τη δημιουργία οχυρού για πολλούς λόγους. Από την κορυφή του είναι ορατή η θάλασσα τόσο προς τα ανατολικά, όπου βρίσκονται οι παραλίες Ξεσπάσματα και Μόλος, όσο και προς τα ΝΑ, όπου βρίσκεται το ακρωτήρι Βρόσκοπος και η παραλιακή Πολιόχνη. Εξασφαλίζει καλή εποπτεία και αποκλείεται ο αιφνιδιασμός των κατοίκων σε ενδεχόμενη εχθρική επίθεση, δεδομένης και της απόστασης από τη θάλασσα, που ξεπερνά τα 30 λεπτά με τα πόδια.

Επίσης, ο λόφος προσφέρεται για οχύρωση. Η βορινή και η ανατολική πλευρά του είναι απότομες· μόνο από νότια και δυτικά είναι βατός. Ως τις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ορατά ακόμα τα κατάλοιπα του οχυρού, όπως αναφέρει ο βρετανός περιηγητής F.L.W. Sealy που επισκέφτηκε τα Καμίνια το 1917 (σ. 171): «Υπάρχουν ακόμη μερικά ερείπια ενός μικρού φρουρίου στην κορυφή του λόφου». Σήμερα δεν είναι εμφανές κάποιο κάστρο, ούτε ερείπιά του. Διακρίνονται, όμως, στις τροχαλιές και στις πεζούλες, στη νότια πλευρά του λόφου, μεγάλες λαξεμένες πέτρες, οι οποίες αποτέλεσαν έτοιμο οικοδομικό υλικό και προέρχονται προφανώς από το αλλοτινό κάστρο.


   

Οι λαξευτοί τάφοι. Το πιο επιβλητικό μνημείο πάνω στο λόφο, στην δυτική πλευρά του, είναι τέσσερις μεγάλοι τάφοι, σκαμμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου από τραχείτη. Οι τάφοι δίνουν την εντύπωση μνημείου. Ίσως, εκεί ανήκε και η επιτύμβια στήλη που βρέθηκε λίγα μόλις μέτρα νοτιότερα στα χαλάσματα του Αγ. Αλεξάνδρου. Οι ντόπιοι τους αποκαλούσαν «Γούρνες» και πότιζαν τα ζώα τους, όταν γέμιζαν από το βρόχινο νερό. Ας δούμε πως περιγράφει το χώρο ο Γερμανός αρχαιολόγος και περιηγητής Carl Fredrich που επισκέφτηκε τα Καμίνια το 1904 και έκανε ένα σχεδιάγραμμα του Σώκαστρου, στο έργο του ‘‘Lemnos’’ (Β. Τουρπτσόγλου..., σελ. 557-561):

«Στα Καμίνια ανακάλυψα αξιόλογα ίχνη ενός παλιού οικισμού, με πολλούς τάφους σκαμμένους στη βάση ενός βράχου. Εδώ πάνω σε ένα ύψωμα κρυμμένο από τη θάλασσα, ανάμεσα στις κοίτες δύο ρυακιών, βρισκόταν ένας οικισμός Τυρρηνών. Εδώ ανακαλύφθηκε και το μοναδικό πολυθρύλητο, αλλά ακόμη αδιάβαστο, επιγραφικό μνημείο αυτού του λαού».

Ο ίδιος περιηγητής, σε άρθρο του για τη Λήμνο, το οποίο δημοσίευσε αργότερα, γράφει περισσότερες λεπτομέρειες για το Σώκαστρο και τους τάφους:

«Πολύ μεγαλύτερη σημασία από την τωρινή, πρέπει να είχε στους προελληνικούς χρόνους η περιοχή των Καμινίων. Το νεότερο χωριό είναι κτισμένο στην πίσω πλευρά ενός υψώματος που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα. Από την πέρα μεριά ενός ρέματος, υψώνεται μαλακά ένας δεύτερος λόφος, που επίσης περιβάλλεται προς τα βόρεια από ένα ρέμα, η υψηλότερη κορυφή του οποίου βρίσκεται στα ΒΑ και ονομάζεται Εσώκαστρο. Στη νότια πλευρά του υπάρχουν ερείπια ενός τείχους.

Από την επίπεδη επιφάνειά του, στα δυτικά, ξεπροβάλλουν μερικοί βράχοι από τραχείτη. Σε έναν από αυτούς, που σήμερα έχει ύψος 2,0 μ. και διαστάσεις 5,75 x 8,0 ως 9,0 μ. υπάρχουν σκαμμένοι τέσσερις τάφοι, με διεύθυνση Β-Ν. (Διαστάσεις: 2,0 μ. μήκος, 0,51-0,60 μ. πλάτος, 0,41-0,48 μ. βάθος). Στα νότια και ανατολικά ο βράχος αυτός έχει λειανθεί μέχρι μία βάση που τον περιβάλλει από αυτές τις πλευρές (πλάτος 0,42 μ. και ύψος 0,48 μ.). Ίσως να πρόκειται για κανένα σκαλοπάτι, γιατί υπάρχει ακόμη ένα θαμμένο στο χώμα. Από την πάνω μεριά πάντως, υπάρχει ένα περιτείχισμα που περιβάλλει τους τάφους, η βάση των οποίων εδράζεται στο βράχο.

Λίγα βήματα ανατολικότερα, υπάρχει άλλος ένας βράχος, μικρότερος και στρογγυλός (διάμετρος 1,68 μ., ύψος 0,68 μ.) όπου οδηγούν, από τη δυτική πλευρά τρία σκαλοπάτια. Ο Τh. Wiegand τον σημειώνει ως ελαιοτριβείο. Ολόκληρη η περιοχή καλύπτεται από αρχαία συντρίμμια. Στα νότια πάνω στην κατωφέρεια, υπήρχε η εξαφανισμένη σήμερα, εκκλησία του Αγίου Αλεξάνδρου, στους τοίχους της οποίας βρέθηκε η ετρουσκική επιγραφή».


  

Στο σχεδιάγραμμα του Fredrich σημειώνονται στα γερμανικά ο Αγ. Αλέξανδρος, ο βράχος με τους τάφους (Fels mit Grabern), ένας ακόμα βραχώδης τάφος (Felsgrab), που βρίσκεται στη θέση «Μπαλήμπαχτσε», στον οποίο έχω αναφερθεί σε παλιότερο άρθρο μου και το σύγχρονο χωριό (Modernes Dorf.) μετά το ρυάκι (Rhewma), στη θέση που βρίσκεται και σήμερα.

Σημειώνει επίσης την ένδειξη “Oelpresse” που μεταφράζεται ως ελαιοπιεστήριο ή ελαιοτριβείο. Φυσικά, λιοτρίβι στα Καμίνια δεν υπήρχε, ούτε ελιές καλλιεργούνταν το 1904 ή παλιότερα. Είτε υπήρχε εκεί κάποιος πρωτόγονος λαδόμυλος για σαμόλαδο και ταχίνι, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τις προφορικές μαρτυρίες ούτε από τα υπάρχοντα χαλάσματα, είτε ισχύει η υπόθεση που διατύπωσε ο λημνιός αρχαιολόγος Χρήστος Μπουλώτης ότι πρόκειται για βραχώδες πατητήρι σταφυλιών (Μπουλώτης, σσ. 432-434).

Ο βράχος με τους τάφους το 1917 (φωτ. F.L.W. Sealy)


  

Στην ύπαρξη αρχαίων χαλασμάτων στο Σώκαστρο αναφέρεται και ο Αργ. Μοσχίδης (σ. 209):

«Κείται δε ο αγρός ούτος (όπου βρέθηκε η Στήλη των Καμινίων) εις την νότιαν υπωρείαν λόφου, ου η μεν κορυφή καλείται κοινώς Εσώκαστρον, εν δε τη προς νότον τετραμμένη κλιτύι βλέπει τις τήδε κακείσε διάφορα επί βράχων λαξεύματα, που μεν τάφους, που δε άλλα, ων τον σκοπόν δεν είναι εύκολον να μαντεύση».

 

 

Από τις φρυκτωρίες στους καμινοβιγλάτορες και στα Καμίνια

Αποδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στο Σώκαστρο εντοπίζονται συνεχώς τόσο από την κλασική, όσο και από τη ρωμαϊκή/βυζαντινή περίοδο. Οι παλιοί θυμόντουσαν ότι ως το 1930 περίπου υπήρχε εκεί ένα εικονοστάσι με μια αρχαία πλάκα, την οποία περισυνέλεξαν οι αρχαιολόγοι. Συνηθιζόταν παλιά να ενσωματώνουν αρχαιότητες στις χριστιανικές εκκλησίες, για να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Ήταν μια ενεπίγραφη αετωματική στήλη της κλασικής εποχής, στην οποία αναγράφονται δεκάδες ονόματα, προφανώς Αθηναίων πεσόντων σε διαφόρους πολέμους.

Μια παρόμοια αετωματική εγχάρακτη στήλη βρέθηκε πριν από δώδεκα χρόνια στην τοιχοποιία του παλιού σχολείου του χωριού, με πυκνογραμμένη επιγραφή, στην οποία περιγράφεται η σχέση κάποιου Αθηναίου εποίκου με το Καβείριο. Επίσης, στο Σώκαστρο βρέθηκε ένας λίθινος επιγραφικός όρος του 4ου αιώνα π.Χ., που χρησίμευε ως ορόσημο υποθηκευμένου κτήματος κάποιου Αθηναίου κληρούχου της Ηφαιστίας σε συμπολίτη του καθώς και μια μαρμάρινη ζωφόρος.

 

Επιγραφή των κλασικών χρόνων που βρέθηκε από το Νίκο Δελβερούδη στην τοιχοποιία του παλιού σχολείου (κτίσμα προ του 1874) κατά η διάρκεια εργασιών.


Ο Μοσχίδης, ο οποίος στα εφηβικά του χρόνια έβοσκε εκεί το οικογενειακό κοπάδι, γράφει (σ. 209):

«Μεταξύ των λίθων τούτων συναντά τις και μικρά τεμάχια μαρμάρων, εφ’ ων εικονίζονται σταυροί και άλλα όμοια σύμβολα, άπερ δεικνύουσιν, ότι εν παλαιοτέροις χρόνοις ήτο ιδρυμένος εν τη θέση ταύτη ναός έπ’ ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου ως και νυν έτι ονομάζουσιν οι κάτοικοι το μέρος τούτο».

Την δεκ. ’30 οι Ιταλοί αρχαιολόγοι περισυνέλεξαν όλα τα αρχαία και βυζαντινά κατάλοιπα της περιοχής, τα οποία βρίσκονται στο Μουσείο της Μύρινας.

Καθώς το Σώκαστρο βρίσκεται σε καλή θέση από την οποία εποπτεύεται η ακτή, υπήρξε ανέκαθεν ένας οχυρωμένος λόφος. Οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί δεν είχαν λόγους να τον εγκαταλείψουν. Αποτελούσε μια θαυμάσια βίγλα, όπως ονόμαζαν τότε τα παρατηρητήρια. Στην αρχαία εποχή ασφαλώς θα υπήρχε φρυκτωρία και φρουρά, η οποία συντηρούσε το άγγαρον πυρ, δηλαδή την αγγελτήρια φωτιά, ώστε με σήματα φωτιάς, με πυρσούς ή σήματα καπνού να αναγγέλλει όποια απειλή εντόπιζε.

Η πρακτική αυτή ήταν πανάρχαια και δεν ήταν άγνωστη στη Λήμνο. Ο Αισχύλος, στην τραγωδία του «Αγαμέμνων», αναφέρει πως η Λήμνος ανήκε στο δίκτυο φρυκτωριών, μέσω του οποίου μεταδόθηκε η είδηση της άλωσης της Τροίας στις Μυκήνες. Τα πύρινα σήματα από το όρος Ίδη της Τρωάδας μεταδόθηκαν πρώτα στο απόκρημνο Ερμαίον της Λήμνου, από εκεί στον Άθω, μετά στην Εύβοια ώσπου έφτασαν μέχρι το ανάκτορο των Ατρειδών (στιχ. 281-285):

«Ήφαιστος! Ίδης λαμπρόν εκπέμπων σέλας· φρυκτός δε φρυκτόν δεύρ’ απ’ αγγάρου πυρός έπεμπεν· Ίδη μεν προς Ερμαίον λέπας Λήμνου· μέγαν δε πανόν εκ νήσου τρίτον Αθώον αίπος Ζηνός εξεδέξατο». Δηλαδή (μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρη):

«Ο Ήφαιστος! στέλλοντας τρανή λάμψη απ’ την Ίδα· και επανωτές φωτιές αγγαρεμένες ξεπροβοδούν ίσαμ’ εδώ τη φλόγα: η Ίδα στον κάβο του Ερμή της Λήμνου κι από κείθε τρίτη η άγια τ’ Άθου κορφή το φως παραλαβαίνει…»

Το 1773 αναφέρονται στη Λήμνο οι «Αγγαριώνες βίγλες» (από όπου και ονομασία του ομώνυμου χωριού), τις οποίες συντηρούσε με εισφορές η χριστιανική κοινότητα, μια ονομασία που προέρχεται από το αρχαίο «άγγαρον πυρ», την άσβεστη φωτιά που συντηρούσαν οι βιγλάτορες για να στέλνουν τα σχετικά σινιάλα. Με άλλα λόγια η αρχαία πρακτική συνεχιζόταν μέχρι τα νεότερα χρόνια. Στην πορεία του χρόνου οι θέσεις που χρησίμευαν για την επικοινωνία με σήματα φωτιάς αλλά και ως οχυρά, απέκτησαν διάφορες ονομασίες, όπως «φρυκτωρία», «βίγλα», «καμινοβίγλι», «πύργος», «κάστρο», «καστέλι», από τις οποίες προήλθαν και σχετικά τοπωνύμια.

Στα βυζαντινά χρόνια οι αξιωματούχοι στις βίγλες ονομάζονταν «καμινοβιγλάτορες» και είχαν διπλό ρόλο, αφενός συντηρούσαν το άσβεστο πυρ σε «καμίνους», αφετέρου ήταν υπεύθυνοι για τη μετάδοση μηνυμάτων, όταν εντόπιζαν κάποιον κίνδυνο. Σε πολλές περιοχές όπου υπήρχαν τέτοιες βίγλες καθιερώθηκε το τοπωνύμιο «Καμίνια», όπως στο Λεφτίνι της Δυτ. Μάνης). Κάτι ανάλογο συνέβη και στη Λήμνο. Από το καμινοβίγλι στο Σώκαστρο προήλθε η ονομασία του χωριού «Καμίνια», το οποίο χτίστηκε στους πρόποδες του λόφου.

Για πρώτη φορά μνεία οικισμών «Καμήνια» στη Λήμνο γίνεται σε έγγραφα της μονής Μεγίστης Λαύρας, του 1304 και 1346, ο πρώτος στην περιοχή Γομάτου στη ΒΔ Λήμνο κι ο δεύτερος στη ΝΑ Λήμνο, στην περιοχή του σημερινού χωριού. Από τις αρχές του 14ου αιώνα τα Καμίνια έχουν συνεχή παρουσία, ως οργανωμένος οικισμός, με τη σημερινή τους ονομασία. Άλλωστε το χωριό σημειώνεται από πολλούς μεταγενέστερους περιηγητές στα κείμενα και στους χάρτες τους. Γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής, ως εμπορικό και αγροτοποιμενικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, με πληθυσμό που ξεπέρασε τα 800 άτομα στα μέσα του 20ού αιώνα, για να συρρικνωθεί σταδιακά μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο λόγω της εκτεταμένης μετανάστευσης, όπως άλλωστε όλα τα περιφερειακά χωριά της Ελλάδας.

Η ανακάλυψη της Στήλης με τις πελασγικές επιγραφές στα τέλη του 19ου αιώνα, έκαναν τα Καμίνια γνωστά παγκοσμίως και υπήρξε η αιτία να ερευνήσει την περιοχή η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, με αποτέλεσμα να αποκαλύψει κοντά στο ακρωτήριο Βρόσκοπος την προϊστορική Πολιόχνη.

 

Καμίνια, η παλιά βρύση το 1935


Συνοψίζοντας

Είναι γνωστό πως η ευρύτερη περιοχή των Καμινίων κατοικήθηκε από τη νεολιθική περίοδο. Στην κοντινή ακτή Βρόσκοπος υπήρξε η προϊστορική πόλη Πολιόχνη, η οποία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη επί δύο σχεδόν χιλιετίες κατά την περίοδο της πρώιμης χαλκοκρατίας αναπτύσσοντας τεχνικές κατεργασίας του χαλκού και το θαλάσσιο εμπόριο. Επίσης, ένα κτίριο που θυμίζει Βουλευτήριο μάς κάνει να πιστεύουμε, ότι οι κάτοικοί της εφάρμοσαν με επιτυχία κάποια μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης είκοσι αιώνες πριν από την αθηναϊκή δημοκρατία! Όμως, καταστράφηκε κι εγκαταλείφθηκε στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., πριν από τον πόλεμο της Τροίας, με αποτέλεσμα τα ίχνη της να χαθούν τελείως και να ξεχαστεί.

Κατά την αρχαϊκή εποχή η ζωή στην περιοχή των Καμινίων μεταφέρθηκε γύρω και μέσα στο λόφο Σώκαστρο. Εντοπίστηκαν πελασγικοί τάφοι και, κυρίως, η περίφημη επιτύμβια Στήλη των Καμινίων, που περιέχει το πρώτο κείμενο της πελασγικής γλώσσας που έχει ανακαλυφθεί. Επιγραφές, αγγεία και τάφοι των κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων αποδεικνύουν τη συνέχιση της ζωής σε διάφορα σημεία γύρω από το σημερινό χωριό.

Το 1346, σε έγγραφο της μονής Μεγ. Λαύρας, γίνεται για πρώτη φορά μνεία χωριού με όνομα Καμίνια στη ΝΑ Λήμνο. Ο βυζαντινός οικισμός πρέπει να βρισκόταν στην ίδια θέση με το σημερινό, στους πρόποδες του λόφου Σώκαστρο (έσω+κάστρον: τόπος μέσα σε κάστρο), μιας και γύρω από αυτόν υπήρχαν σκόρπια θραύσματα μαρμάρινων κατασκευών, σταυροί, ζωφόρος καθώς και χάλασμα ναού του αγίου Αλέξανδρου, ο οποίος ως το 1450 τουλάχιστον εθεωρείτο «προστάτης της Λήμνου».

Ο οχυρωμένος λόφος αποτελούσε καταφύγιο σε περίπτωση κινδύνου και ταυτόχρονα καλό παρατηρητήριο, με ορατότητα ανατολικά ως την ακτή του Βρόσκοπου, νότια ως το οχυρό της Σκάλας και βόρεια ως την Ίμβρο. Αποτελούσε ιδανική θέση για τη δημιουργία «βίγλας» με «καμινοβιγλάτορα», ειδικό αξιωματούχο με αρμοδιότητα να διατηρεί αναμμένες τις «καμίνους» για τη μετάδοση μηνυμάτων. Από τις «καμίνους», τις άσβεστες φωτιές της βίγλας του Σώκαστρου, φαίνεται πως προέκυψε το όνομα του χωριού και όχι από καμίνια κατασκευής αγγείων, όπως πιστευόταν παλαιότερα.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως ο λόφος Σώκαστρο αποτέλεσε τη μήτρα από την οποία προέκυψαν τα σημερινά Καμίνια.

 Θ. Μπελίτσος, 29.8.2022.

 


 

Πηγές

Αισχύλου «Αγαμέμνων».

Μοσχίδης Αργύριος, «Η Λήμνος», Αλεξάνδρεια 1907.

Μπελίτσος Θεόδωρος, «Τα Καμίνια της Λήμνου», Σύλλογος Καμινιώτων η Πολιόχνη, 2004.

Μπελίτσος Θεόδωρος, «Καμίνια», στον τόμο «Λήμνος Β΄. Ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά», εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.

Μπελίτσος Θεόδωρος, «Άγιοι και Μάρτυρες στη Λήμνο», Academia, 2015.

Μπουλώτης Χρήστος, «Ιδιότυποι λαξευτοί ληνοί στη Λήμνο», στο «Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης», ΕΤΒΑ, Αθήνα 1998.

Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Πολυτεχνική Σχολή Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1986.

F.L.W. Sealy "LEMNOS", The Annual of the British School at Athens, Vol. 23 (1918/1919), pp. 148-174.

 

Άλλα σχετικά άρθρα:

Καμίνια: Ο Αγιο-Νικόλας στο Σιδιόνι, η Χάρτα του Ρήγα κι ένας πελασγικός τάφος.

Καμίνια Λήμνου: Ο Άγ. Σπυρίδων στο Βερό, ο "Γούρναρος" και κάποιες παλιές ιστορίες.

Καμίνια Λήμνου: Η Αγ. Βαρβάρα στο Μόλο, η Φωκιοσπηλιά κι ο Γερμανός ΕΑΜίτης "Άρης".


ΑΠΟ https://belitsosquarks.blogspot.com/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου