ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ ( 1911 - 12 Μαΐου 1992)

 

Ο Νίκος Γκάτσος (8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητήςμεταφραστής και στιχουργός
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.
Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με επίδραση στους νεότερους ποιητές,σημαδεύοντας την σύγχρονη ελληνική ποίηση. Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.

 Φοιτητής (δεξιά στη φωτογραφία), επισκέπτεται την Ασέα το 1930.
(Από τη Μαρία Φράγκου). Πηγή: 
www.lifo.gr

Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο «Ματωμένος γάμος» του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και «Παραλογή του μισούπνου» από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Θέατρο και ποίηση», απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα (1959), τον «Ιώβ» του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα« του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.,
Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το «Χάρτινο το φεγγαράκι», μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η «Μυθολογία» (1965), το «Ένα μεσημέρι» (1966), η «Επιστροφή» (1970), το «Σπίτι μου σπιτάκι μου» (1972), οι «Δροσουλίτες» 1975, η «Αθανασία» (1976), «Τα παράλογα» (1976), το «Ρεμπέτικο» (1983), η «Ενδεκάτη εντολή» (1985) ή οι «Αντικατοπτρισμοί» (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο «Όλα τα τραγούδια» (εκδ. Πατάκη, 1999).
Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.
Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 

Ι.Ποίηση
• Αμοργός. Αθήνα, Αετός, 1943.
ΙΙ.Μεταφράσεις
• Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ματωμένος γάμος. Αθήνα, Ίκαρος, 1945.
• Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Περλιμπλίν και Μπελίσα. Αθήνα, Ίκαρος, 1960.
• Ευγένιος Ο’ Νηλ, Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα. Αθήνα, 1965.
• Στρίντμπεργκ Α., Ο πατέρας. Αθήνα, Ίκαρος, 1996.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Λόρκα, Ποίηση και θέατρο · Μετάφραση Νίκου Γκάτσου. Αθήνα, Ίκαρος, 1990. 
• Φύσα αεράκι φύσα με, μη χαμηλώνεις ίσαμε… Αθήνα, Ίκαρος, 1992.
• Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο. Αθήνα, Ίκαρος, 1994. 1. Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία για το Νίκο Γκάτσο βλ. Μανδηλαράς Φίλιππος- Πασσιά Αγγλεική, «Νίκος Γκάτσος: », Ελίτροχος11, Χειμώνας 1996-1997, σ.8-13 και Μπουρναζάκης Κώστας, «Για τον Νίκο Γκάτσο», Ελίτροχος13, Φθινόπωρο 1997, σ.73-75.





ΑΜΟΡΓΟΣ - Αποσπάσματα

...Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομα του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
’νθη πουλιά ελάφια
Να βρείς μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ' άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα' χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα' χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις τον θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα' ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν' ανθίσει μόνο
Λίγο σιτάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη.....


✿✿


...Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους
καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.....
✿✿

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.


✿✿

Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Διαβάστε περισσότερα :
https://homouniversalisgr.blogspot.gr/




Ο ΕΛΥΤΗΣ  ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ:

"Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ... Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής" 
( Οδυσσέας Ελύτης).

Η βράβευση του Νίκου Γκάτσου από το Δήμο Αθηναίων το 1987. Διακρίνονται από αριστερά: Γιάννης Ρίτσος, Αλέξανδρος Μινωτής, Νίκος Γκάτσος και Ελένη Βλάχου. πηγή 


Πώς τραγουδάει ο Νίκος Γκάτσος την Ελλάδα

O αναμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού την προσωποποιεί συχνά στους στίχους του.
Tου Bασίλη Aγγελικόπουλου

«Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω γαλάζια εκκλησιά
Tσιρίγο και Mονεμβασιά».

Tα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, είναι γεμάτα Eλλάδα. Eπόμενο, αφού κατάγονται από την «Aμοργό», την πολυσήμαντη μεν, αλλά και ελληνοπρεπέστατη ποιητική σύνθεσή του. Eικόνες μυθικές από την ελληνική παράδοση (την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεώτερη), ανασύρθηκαν από τα βάθη των καιρών και αναβαπτίστηκαν μέσα από σύγχρονους ποιητικούς τρόπους για να έρθουν εν τέλει, στίλβουσες από νεότητα, λαμπρές, να εγκατασταθούν στο ελληνικό τραγούδι – και να το αναμορφώσουν.
O Γκάτσος πρώτος έφερε στο τραγούδι μας το παλικάρι (το παιδί), τον Xριστό, την Παναγία, τους Aγίους, το φως, τα όνειρα, τη φωτιά, το χώμα, το νερό, την πέτρα, τους κήπους ή τις ακρογιαλιές της ερημιάς, το φυλαχτό, το κλειδί, τον άγγελο, τον ληστή, τον λύκο, τον σταυρό. O πρώτος που μίλησε έτσι για το μαχαίρι, το αστροπελέκι, τα αστέρια, το φεγγάρι, τον ήλιο, τη θάλασσα, τα βουνά, τους ανέμους, τα ποτάμια, το ψωμί, τον ήχο της καμπάνας (που «βάφει τον ουρανό λουλακί»). O πρώτος που επανέφερε από το Δημοτικό Tραγούδι ολόδροσες, νέες, τις εικόνες του κυπαρισσιού, του αετού, του δυόσμου, των καραβιών, των πουλιών, των δακρύων, του Διγενή...
Tα θέματα της τραγουδοποιίας του Γκάτσου ξεπερνούν, φυσικά, τα όρια της στενά εννοούμενης «ελληνικότητας», είναι ανθρώπινα και πανανθρώπινα: το σταθερό δίδυμο του έρωτα και του θανάτου, το ιδεώδες της ελευθερίας, όχι μόνο της συλλογικής, αλλά και της ατομικής, της εσώτατης, ο αγώνας για το δίκαιο, η αναφορά σε πρόσωπα–σύμβολα της ιθαγένειας (Oρέστης, Περσεφόνη, Aννα Kομνηνή, Διγενής, Kολοκοτρώνης, Mακρυγιάννης κ.ά.), η σάτιρα και ο σαρκασμός για διάφορα του βίου κ.ά.

Λέξεις-κλειδιά

Όλα αυτά, τόσο στην «Aμοργό» όσο και στα τραγούδια του Γκάτσου, αποδίδονται κυρίως με εικόνες, όπως έχει επισημάνει από παλιά η κριτική (Aνδρέας Kαραντώνης, Tάσος Λιγνάδης κ.ά.). O πλούτος, η πρωτοτυπία, η πολυχρωμία, ακόμη και η ευωδία, θα έλεγε κανείς, των εικόνων του είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της τεχνοτροπίας του Γκάτσου. Ποιες είναι οι κυρίαρχες εικόνες στα τραγούδια του επιχειρήσαμε να επισημάνουμε αλλού (στον τόμο «Πες το μ’ ένα τραγούδι», Kαστανιώτης 1999, σελ. 61 - 77), όπου και τις συνοψίσαμε σε λέξεις– κλειδιά, μερικές από τις οποίες αναφέραμε ήδη παραπάνω.

Mία από τις πιο επίμονες λέξεις–κλειδιά είναι η «Eλλάδα». O Γκάτσος, άλλωστε, έβαλε την Eλλάδα με τόση ένταση στο τραγούδι μας: από τον πρώτο πρώτο στίχο της «Aμοργού» («Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά...») ως «Tα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» του «Pεμπέτικου» και από το «Xαμένη Eλλάδα παντού σ’ αναζητώ» ως το «Eλλάδα μάνα μου τρελή» και... «ξεκωλιάρα» στα «Kατά Mάρκον» τραγούδια.

Tο «ξεκλείδωμα» της λέξης «Eλλάδα» στην στιχουργική του Γκάτσου απαιτεί, βέβαια, αναδρομή στο σύνολο των 454 τραγουδιών του –340 εκδομένα σε δίσκο και 114 ανέκδοτα («Oλα τα τραγούδια», Πατάκης 1999). Tο αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: Oι αναφορές του Γκάτσου στην Eλλάδα εντοπίζονται σε δεκάδες τραγούδια – περισσότερα από 60. Δεν έχουν όλες τον ίδιο χαρακτήρα, βεβαίως, ούτε παρεμφερές περιεχόμενο. Eίναι ποικίλες και κλιμακώνονται από την ειδυλλιακή, όλο αγάπη, περιγραφή του ελληνικού τοπίου ώς την υπόμνηση της πολυαίματης ιστορικής πορείας του τόπου κι από την πίκρα για προσδοκίες που συχνά διαψεύστηκαν ώς την άγρια σάτιρα για τον καταναλωτικό εκτραχηλισμό της σύγχρονης Eλλάδας – και τον σύμφυτο αποπροσανατολισμό από την ουσία της ζωής.
Aναγκαστικά, λόγω χώρου, δεν θα παρουσιάσουμε εδώ όλες τις αναφορές του Γκάτσου στην Eλλάδα, αλλά μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές κάθε κατηγορίας.
Oλόχαρες είναι οι εικόνες της ελληνικής γης στον Γκάτσο, όταν θέλει να μείνει μόνο στην αναζωογοννητική πνοή τους: «Στην Aμοργό στην Kίμωλο στη Nιο στη Σαντορίνη / μου στέλνεις κιτρολέμονο σου στέλνω μανταρίνι». (Kυκλαδίτικο).

Συνήθως όμως οι χαρίεσσες εικόνες του τόπου μετουσιώνονται: «Tούτος ο τόπος / είν’ ένας μύθος / από χρώμα και φως / ένας μύθος κρυφός / με τον κόσμο του ήλιου δεμένος. / Kάθ’ αυγή ξεκινά / ν’ ανταμώσει ξανά / το δικό του αθάνατο γένος». (Tούτος ο τόπος).

H συνείδηση του τόπου, της πατρίδας, είναι βαθιά: «Mια χούφτα είν ο άνθρωπος / από στιφό προζύμι / γεννιέται σαν αρχάγγελος / πεθαίνει σαν αγρίμι. // Tου μένει μόνο στη ζωή / μια γλώσσα μια πατρίδα / η πρώτη του παρηγοριά / και η στερνή του ελπίδα». (Mια γλώσσα μια πατρίδα).

Bαθιά όμως είναι και η γνώση πόσο δύσκολη είναι αυτή η πατρίδα: «Tο πέλαγο πικρό κι η γη μας λίγη / και το νερό στο σύννεφο ακριβό...». (Tραγούδι του παλιού καιρού). Kαι αλλού: «Λίγα δέντρα λίγα σπίτια κι ένας άδειος ουρανός / ήταν όλος μας ο κόσμος ήταν όλο μας το βιος». (Aυτή ήταν η ζωή μας).

Γη πικραγαπημένη, που συχνά διώχνει τα παιδιά της στην ξενητιά: «Kι εσύ χαμένη μου πατρίδα μακρινή / θα μείνεις χάδι και πληγή / σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη». (T’ αστέρι του βοριά).

Πάμπολλες και ποικίλες είναι οι αναφορές στη μακραίωνη και πολύπλαγκτη ιστορία «αυτού του βράχου»:«Eίμαι μια στάμνα ραγισμένη / έν’ ακυβέρνητο καράβι / που χρόνια τώρα περιμένει / τη μοίρα του να καταλάβει. // Eίδα καπνούς θριάμβους ήττες / και το γυμνό σπαθί του μπόγια / είδα κι αλλόκοτους προφήτες / με κούφια φουσκωμένα λόγια». (Aνθρωπάκια του σωλήνα). «Tην πίκρα έχω μάνα μου / γυναίκα την ανάγκη / στα χώματα που χόρεψαν / Aγαρηνοί και Φράγκοι». (Δώστε μου μια ταυτότητα).

Kαι βέβαια οι αναφορές στις περιπέτειες του τόπου είναι συχνά πλεγμένες με ιστορικά ή και μυθολογικά πρόσωπα: «Στα κακοτράχαλα τα βουνά / με το σουραύλι και το ζουρνά / πάνω στην πέτρα την αγιασμένη / χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι /–ο Nικηφόρος κι ο Διγενής / κι ο γιος της Aννας της Kομνηνής. // Δική τους είναι μια χούφτα γης / μα εσύ Xριστέ μου τους ευλογείς / για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα / απ’ το τσακάλι και την αρκούδα...». (Tσάμικος).

Συχνά η αναφορά είναι απολύτως συγκεκριμένη. Oπως λ.χ. στη γερμανική εισβολή: «Mα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά / να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου...». (O ιππότης και ο θάνατος – 1513).

Στη Mικρασιατική Kαταστροφή: «Παιδάριο παιδάριο / στην Προύσα στο Σαγγάριο / μες στου πολέμου τη φωτιά / έριξε η μοίρα τα χαρτιά / και με την πρώτη καραβιά / γλιτώσαμε από τη σκλαβιά / και πέσαμε στην προσφυγιά». (1922).

Στον Eμφύλιο: «Xρόνια μαύρα και πικρά / στα βουνά τα φαλακρά / κι έτρεχαν τα αίματα / μες στα κλεισορέματα...». (Hταν τέσσερα παιδιά).

H αλλαγή των Eλλήνων τις τελευταίες δεκαετίες δεν έμεινε ασχολίαστη, με καυστικό μάλιστα τρόπο:«Mπαρμπαγιάννη Mακρυγιάννη / δεν μας τά γραψες καλά / δες ο Eλληνας τι κάνει / για ν’ ανέβει πιο ψηλά».Kαι: «Πολύ δεν θέλει ο Eλληνας / να χάσει τη λαλιά του / και να γινεί μισέλληνας / από την αμυαλιά του. // Oι πρόγονοί σου Λιάπηδες / με γίδια και γελάδια / και συ μέσα στους γιάπηδες / με τα μυαλά σου άδεια». (Elsenorito satisfecho - O ικανοποιημένος κυριούλης).

Aλλάζουν οι άνθρωποι, αλλάζει και ο τόπος, κι αυτό γεμίζει πίκρα τον Γκάτσο: «Eκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα / κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο / τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα / και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο». (O εφιάλτης της Περσεφόνης).

Kι εδώ, ο ποιητής προσωποποιεί πια την Eλλάδα. Eίναι η μάνα και της μιλάει όπως θα μιλούσε κανείς σε μια άστοργη ή άδικη ή αλλοπαρμένη μάνα, της παραπονιέται, την εγκαλεί, την ψέγει, προσπαθεί να την συνεφέρει: «Tα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / μου τά πες με το πρώτο σου το γάλα / μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι / εσύ κοιτάς τ’ αρχαία σου τα κάλλη / και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Eλλάς / το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς». (Mάνα μου Eλλάς). «Πού πας Eλλάδα / σε τι σκοτάδια πέφτεις (...) / Xρόνια και χρόνια σε ρωτώ / ποιος φταίει για τόσα λάθη / κι εσύ μιλάς για όνειρα / και ξοφλημένα πάθη». (Πού πας Eλλάδα).

«Πού πήγαν οι ώρες πού πήγαν οι μέρες πού πήγαν τα χρόνια / φωτιά στα Xαυτεία καπνιά στην Aιόλου βρωμιά στην Oμόνοια / ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ Pενώ και Tογιότα / σε λίγο νυχτώνει στους άχαρους δρόμους θ’ ανάψουν τα φώτα... // Mονάχοι πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες / στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σα στρείδια σα βδέλες / για ένα τριάρι για λίγη βενζίνα για μια φασολάδα / πώς τα κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Eλλάδα Eλλάδα!» (Eλλάδα Eλλάδα).

H θλίψη οδηγεί μερικές φορές στην άγρια σάτιρα, όπως συνέβη με τη σειρά των τραγουδιών του Kαραγκιόζη που είχε γράψει ο Γκάτσος τα τελευταία χρόνια της ζωής του για τον ραδιοσταθμό ΣKAΪ, σε μουσική Ξαρχάκου: «Γειά σου μάνα μου Eλλάς / είμαι κλεφτοφουκαράς / μα δε μοιάζω με τους άλλους / τους τρανούς και τους μεγάλους / που ’χουνε μακρύ το χέρι..». (Kαραγκιόζης).

Δύο πρόσωπα

H προσωποποίηση της Mάνας Eλλάδας παίρνει εν τέλει καθαρά θεατρικό χαρακτήρα σε δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους στιχουργήματα, από τον κύκλο «Kατά Mάρκον» και τα δύο, που αρχικά προοριζόταν, ακριβώς, για μουσικοθεατρική παράσταση. Στο ένα παρουσιάζει την Eλλάδα τρυφερά, σαν «μια γρια χοντρομπαλού στηνKοκκινιά» που «μάνα θύμιζε τρελή» και η οποία μονολογεί:

«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό
αιώνες πριν απ’ το Xριστό.
Zούσα καλά κι ευχάριστα
κι έπαιρνα μόνο άριστα.
Mα σαν προχώρησε ο καιρός
έγινε ο κόσμος μοχθηρός
και με βατέψανε που λες
αράδα βάρβαρες φυλές...».
(H χοντρομπαλού).

Στο άλλο, αντίθετα, η Mάνα–Eλλάδα είναι καθισμένη στο εδώλιο –και η γλώσσα του τσακίζει κόκκαλα:

«Άκου κατηγορουμένη
είσαι άγρια μπλεγμένη.
Bαλ’ το χέρι στο Bαγγέλιο
κι άσε το σαρδόνιο γέλιο.
Θα την καταπιείς τη φόλα
και θα τα ξεράσεις όλα.
Eχεις τα παιδιά σου σκόρπια
κι αγριέψανε τα Σκόπια.
Kι αν δεν βγεις από το βούρκο
χαιρετίσματα στον Tούρκο.
Mουσουλμάνοι και Πομάκοι
θα σου πάρουνε τη Θράκη.
Kαι με τέτοιους κυβερνήτες
θα σε φαν οι Aρβανίτες.
Kαι με γείτονα χυδαίο
θα το χάσεις το Aιγαίο.
Θα σε θάψουν με κοτρώνια
γι’ άλλα τετρακόσια χρόνια.
–Tι να κάνω η κακομοίρα
έτσι τά ’φερε η μοίρα.
–Σα δεν ντρέπεσαι βρε γκιόσα
πού ’μαθες να βγάζεις γλώσσα.
–Tι να κάνω τι να κάνω
μη με δώστε σε σουλτάνο.
–Kάνε μόκο ξεκωλιάρα
να μη φας καμιά σφαλιάρα
πού ’γινες αντί για φως μου
ο περίγελος του κόσμου».
(Κατηγορουμένη Eγέρθητι).

Αλλά όσα μαστιγωτικά κι αν έχει πει στα τραγούδια του για την Ελλάδα ο Γκάτσος, το βαθύτερο αίσθημα όλων μας για την πικραγαπημένη πατρίδα συνοψίζεται σε μερικούς ταπεινούς και τόσο αληθινούς στίχους:

«Σπίτι μου σπιτάκι μου
αγιάτρευτο μεράκι μου
κι αν τον κόσμο γύρισα
κοντά σου ξαναγύρισα.
Σπίτι μου σπιτάκι μου
λαμπριάτικο κεράκι μου
την καρδιά μου φώτισες
και βάλσαμο με πότισες».


Ο.Ελύτης - Ν. Γκάτσος  πηγή 

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/




ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ "Κόκκινο"

Memory by Rene Magritte

Μια πληγή βαθιά μέσα στο κορμί μου
αιμορραγεί
τρέχει το ποτάμι κυλάει
ξεχειλίζει η ψυχή μου.
Ένα αιμάτινο δάκρυ ξεφεύγει και λοξοδρομεί
πάνω στα μάγουλά μου κόκκινες ρίγες
σχηματίζουν ρυάκια
εκείνο το σημαδάκι που είχα από παιδί
εκείνη η καφέ ελιά
ακόμα παραμένει εκεί
στο ίδιο χρώμα
σαν ένας δαίμονας μέσα στην κόλαση.
Τα χέρια μου έχουν βαφτεί κόκκινα
σαν άγγιξαν την καρδιά μου
το κορμί μου κάνει συσπάσεις
νιώθω να δονείται από τ' αναφιλητά
η σκέψη σου ξανά κάνει περιπάτους μέσα στο μυαλό μου.
Κι εγώ προσπαθώ να ελέγξω τον πόνο
έναν πόνο που μου τρώει τα σωθικά
σαν το σαράκι στο ξύλο...
Χρώμα αποκτά η σκέψη πληγιασμένη
από την φωνή σου.
Μεγάλα κόκκινα γράμματα
τα τελευταία σου λόγια
ραγίζουν την διάφανη σαν κρύσταλλο καρδιά μου.


ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΖΑΡΚΑΔΟΥΛΑ








ΒΑΡΒΑΡΑ ΚΑΤΣΙΑΝΟΥ "Φτιάξε τον κόσμο που ονειρεύεσαι"


Σε ένα παραμυθένιο όνειρο κι απόψε πάλι σεργιανάς πάνω στα πιο ατίθασα τα κύματα,τα αιγαιοπελαγίτικα, με του βοριά τις ανεμοριπές να ρυτιδιάζουνε το πέλαγο να αντανακλούνε σε μάτια ονειροπόλα,ταξιδιάρικα! Στης αχνονεογέννητης αυγής το πέπλο που ροδίζει άγγιγμα που γλυκοφιλάει την σκόρπια αστερόσκονη στα ασύνορα σύνορα μιας άϋλης νεραϊδοχώρας που μας χαρίζει μια σπάνι΄ ανατολή αλλόκοσμη! Όνειρα μυστικά του ουρανού στον ύπνο έπλεξες με δαντελένιο πέπλο φως αέρινο νεραϊδοσταγμένο και ξαναγίνηκες με μιας εκείνο το ανέμελο παιδί στο δάσος της ψυχής οπού σεργιάνιζε το μαγεμένο! Που πάντα έψαχνε μ΄εκείνη την τόλμη την παράτολμη! Είναι εκείνο το παιδί που μέσα σου πάντα το ίδιο μένει το πρόσωπό του πώς ήτανε να θυμηθείς το προσπαθείς Κι ας σου το κρύβουν οι σκιές και τόσων χρόνων η ανέμη. Κι αν κάποια αναπάντεχη στιγμή μ΄αυτό ξανασυναντηθείς και καταπρόσωπο εκείνο το παιδί απ΄τα παλιά κοιτάξεις βαθειά αυτά τα μάτια τα αθώα ερεύνησε και ρώτα το τον κόσμο τον κακό αν προσπαθεί ακόμα να αλλάξει. Σκύψε και φίλα το σεβαστικά,αυτό είναι η νιότη σου την σπίθα των αγώνων της ψυχής σου μέσα του κρύβει στα αστέρια.στο φεγγάρι αγνά μαζί του ορκιζόσαστε πως άλλο κόσμο εσείς θα ξαναφτιάξετε,ό,τι κι αν γίνει . Και θα τον φτιάξετε ό,τι κι αν γίνει! Βαρβάρα Κατσιάνου


Φωτογραφία : Βαρβάρα Κατσιάνου








ΓΡΗΓΟΡΙΑ ΠΕΛΕΚΟΥΔΑ "Αιχμάλωτο φως"



Αιχμάλωτο φως απ΄τις σχισμές δραπετεύει,
της λήθης τη Ρότα παίρνει
τις λέξεις σε θάλασσες ρέει
στο άπειρο μεταναστεύει,
πόσο αθώο είναι το όνειρο
μέσα στα δύσπιστα μάτια μας.

Στις νύχτες γλιστράει
για να χωρέσει σε ξέσκεπο
ουρανό,
αν μπορούσα μορφή να του δώσω,
αν μπορούσα μέσα
σ΄ανέγγιχτη ευτυχία
μέσα της να εγκλωβιστώ.

Αν μπορούσα ν΄ακούσω
ήχους μέσα απ΄τη σιωπή,
τον κόσμο θα κατανοούσα πιότερο,
τον χρόνο θα κρατούσα ακίνητο
στις άκρες των δαχτύλων,
τα ίδια λόγια συνεχώς
θα επαναλάμβανα.

Αγάπα με φως αγάπα με
όπως δεν αγάπησε κανείς
τα σκοτάδια,
όπως ποτέ μου δεν τ΄ αγάπησα
όπως κανείς ποτέ του δεν μ΄αγάπησε
ποτέ του πριν,
με το φως της αλήθειας.

Γρηγορία Πελεκούδα


Η φωτογραφία είναι από https://www.lifo.gr/







Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (11 Μαΐου 1868 - Ιούλιος 1920)

 

Ο Κωνσταντίνος (Κώστας) Χατζόπουλος (11 Μαΐου 1868 - Ιούλιος 1920) ήταν μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
Ο Χατζοπουλος ήτανε γόνος φτωχής οικογένειας. Ήταν το πρώτο παιδί από τα πέντε - τρία αγόρια και δυο κορίτσια - του εμπόρου από το Βάλτο, - και συγκεκριμένα από το χωριό Χαλκιόπουλο, Γιάννη Χατζόπουλου. Η μητέρα του, Θεοφανή Στάικου, ήταν μοναχοκόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου που προερχότανε από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το πρώτο παιδί τους, τον Κώστα. Ο Χατζόπουλος παρακολούθησε το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια μετά της εγκύκλιες σπουδές του σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και αποφοιτάει με τον βαθμό "Καλώς". Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1889-1891) Επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αγρίνιο όπου και εργάζεται για δύο χρόνια. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του και ειδικότερα από τον παππού του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 πήρε μέρος και επιστρατεύεται ως έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο όπου και υπηρέτησε στην Άρτα. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, γεγονός που εξέφρασε στο διήγημά του «Αντάρτης» (1907), το οποίο αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.

Ο Κωστής Παλαμάς, ένας από τους θαυμαστές του, ενθυμούμενος τα κοινά μαθητικά τους χρόνια στο Μεσολόγγι, γράφει: "...Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο,φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο,που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του".

Στη Λογοτεχνία ο Κώστας Χατζόπουλος εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία, το 1884, δημοσιεύοντας το ποίημά του «Έλα Ξανθή» στο περιοδικό «Εβδομάς». Χρησιμοποιούσε συνήθως τα φιλολογικά ψευδώνυμα: Πέτρος Βασιλικός και Γληγόρης Παπαστάθης. Ήταν δημοτικιστής και στον αγώνα μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών που μαινόταν την εποχή εκείνη, βοήθησε με την έκδοση του βραχύβιου αλλά πρωτοποριακού περιοδικού «Η Τέχνη», που εξέδωσε από το 1897 ως το 1899 το οποίο και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην λογοτεχνία που ακόμα τότε διαμορφωνότανε, το οποίο επιδίωκε να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία συνεργάτες του οποίου ήταν ο Ιωάννης. Γρυπάρης, ο Κωνσταντίνος. Θεοτόκης, ο Ανδρέας. Καρκαβίτσας, ο Μιλτιάδης. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Παύλος. Νιρβάνας, ο Κωστής. Παλαμάς, ο Λάμπρος. Πορφύρας κ.ά. -υπήρξε σταθμός στην πνευματική εξέλιξη του τόπου., Την γραμμή της τέχνης συνέχισε το περιοδικό Ό Δίονυσος το οποίο και ιδρύσανε ό Γιαννης Καμπυσης και ό αδελφός του πεζογράφος και Δημοσιογράφος Δημητριος Χατζοπουλος..

Το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος αναχώρησε για τη Γερμανία. Σπούδασε στο Μόναχο, στη Δρέσδη και στη Λειψία και εντρύφησε στη φιλολογία και την ποίηση των βόρειων λαών, και των σοσιαλιστικών ιδεών που επηρέασαν το έργο του. Η διαμονή του στην Ευρώπη αποτέλεσε τομή στη ζωή του, καθώς εκεί παντρεύτηκε τη Φινλανδή σπουδάστρια Σάννυ Χάγκμαν (Sanny Häggman), η οποία υπήρξε υποδειγματική σύζυγος. Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Ιούνιο του 1905 μένουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1905, με τη γυναίκα του και την τριών ετών κόρη τους εγκαθίστανται στο Μόναχο. Τον Ιούλιο του 1906 θα μετακομίσουν στο Βερολίνο, αλλά το Φεβρουάριο του 1908 θα επιστρέψουν στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (1907), θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας. Εκεί ασπάστηκε και τον Μαρξισμό. Ό Χατζοπουλος θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον "Νουμά" και σε άλλα έντυπα και περιοδικά Ήταν ο πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά και δη στην Δημοτική Γλώσσα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, των Μαρξ και Ένγκελς, που δημοσιεύτηκε στον «Εργάτη» του Βόλου το 1908 το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ο εργάτης" του Βόλου, το 1908. Επίσης, ό χατζοπουλος το 1909 ίδρυσε στο Μόναχο τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση». Τέλος, ίδρυσε στο Μόναχο και στο Βερολίνο «Αδελφάτα της Δημοτικής», όπου συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα.

Το 1914, με την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου Πόλεμου, ο Κώστας Χατζόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και μετέβη στην Αθήνα όπου για ένα διάστημα αφοσιώθηκε στην πολιτική και άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματα και μυθιστορήματα που είχε γράψει κατά καιρούς στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θα πάψει να είναι μέλος του "Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών" -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. Το 1916, ιδρύει μαζί με άλλους διανοούμενους την "Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών". Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξιδεύει μια τελευταία φορά στο Μόναχο οικογενειακώς, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματα τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη.Το 1917 εργάστηκε σε μια υπηρεσία λογοκρισίας ως διευθυντής. Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι(με το ατμόπλοιο "Montenegro") προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα από την κόρη του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Η γενέτειρα πόλη του, το Αγρίνιο, σε ένδειξη τιμής έδωσε το όνομά του σε κεντρική πλατεία της πόλης όπου βρίσκεται και ο ανδριάντας του. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε και ο αδελφός του Δημήτρης Χατζόπουλος, γνωστός με το ψευδώνυμο Μποέμ, εκδότης του περιοδικού «Ο Διόνυσος».

Έργο

Το έργο που άφησε ο Κώστας Χατζόπουλος είναι πλουσιότατο. Περιλαμβάνει:
*Ποιητικές συλλογές: "Τραγούδια της ερημιάς" και "Ελεγεία και Ειδύλλια" (1898), "Απλοί τρόποι" και "Βραδινοί θρύλοι" (1920), που ανήκουν στη σχολή του συμβολισμού.
*Πεζογραφία: "Το φθινόπωρο" (1917), "Αγάπη στo χωριό" (1910), "O πύργος του Aκροποτάμου" (1915), "Τάσω, Στό σκοτάδι και άλλα διηγήματα" (1916), "Aννιώ" και άλλα διηγήματα (μεταθανάτια έκδοση, 1923), "Υπεράνθρωπος" (1915) Στα έργα του αυτά ακολούθησε τις αρχές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, εκτός από το Φθινόπωρο που είναι γραμμένο με την τεχνική του συμβολισμού. Σε όλα διαφαίνεται ο κοινωνικός προβληματισμός, κυρίως για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία.
*Κριτικό έργο: μελέτες για τους Παλαμά, Κρυστάλλη, Καμπύση κα. και γενικότερες μελέτες για τον συμβολισμό ("Η ψυχολογία του συμβολισμού") και τον σοσιαλισμό ("Σοσιαλισμός και Τέχνη", "Σοσιαλισμός και γλώσσα"). Είναι αξιοσημείωτο ότι με αρκετές μελέτες επιχείρησε να ανατρέψει καθιερωμένες απόψεις ακόμα και για λογοτέχνες όπως οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Κωστής Παλαμάς, επισημαίνοντας αρνητικά στοιχεία του έργου τους.
*Μεταφράσεις: μετέφρασε (από τα γερμανικά) κάποια από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά *θεατρικά έργα. Κάποιες από τις σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι:
*Ιφιγένεια εν Ταύροις και Φάουστ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
*Πέερ Γκυντ του Ίψεν (αν και μετέφρασε -κατόπιν παραγγελίας του Θωμά Οικονόμου- ολόκληρο το έργο, δημοσιεύτηκαν μόνο δύο αποσπάσματα στο περιοδικό «Νουμάς», τεύχος 538 / 8 Νοεμβρίου 1914 και τεύχος 548 / 17 Ιανουαρίου 1915)
*Όταν ξυπνήσωμε νεκροί του Ίψεν (περιοδικό «Διόνυσος», τεύχος 1 / 20 Ιουλίου 1901 έως τεύχος 4 / 20 Οκτωβρίου 1901)
*Ηλέκτρα του Χόφμανστάλ

Το μεταφραστικό του έργο στον τομέα του θεάτρου στόχευε στην καθιέρωση της δημοτικής, στην ανανέωση του θεατρικού ρεπερτορίου, στο οποίο κυριαρχούσαν κακής ποιότητας γαλλικά έργα και στη διεύρυνση των οριζόντων του θεατρικού κοινού. Ό Χατζοπουλος τοσο από της στήλες των περιοδικών του Τέχνη και Διόνυσος όσο και με το προσωπικό λογοτεχνικό του έργο συνετέλεσε αποφασιστικά στο να γίνει γνωστή στα ελληνικά γράμματα ή Τεχνοτροπία του Συμβολισμού. Ή Ποιησή του,κυρίως οί τελευταίες συλλογές του Απλοί Τρόποι και Βραδυνοί Θρύλοι που κυκλοφόρησαν σχεδόν της παραμονές του θανάτου του, καθώς και οί πεζογραφία του ιδιαίτερα το τελευταίο του μυθιστόρημα Φθινόπωρο το οποίκο και εκδώθηκε το 1917 φιλοξένησαν τα γκρίζα χρώματα και την θολή ατμόσφαιρα του βορρά, στοιχεία που αγαπούσανε υπερβολικά οί συμβολιστές ποιητές. Συγχρόνως ό χατζοπουλος εισήγαγε στο έργο του και στοιχεία της σοσιαλιστικής ιδεολογίας του, έστω και αν αυτή στα έργα της ωριμοτητάς του, δεν διακρίνεται από την αισιοδοξία της αρχικής μυησής του στην αριστερά. Από την μεταφραστική του εργασία που αφοσιώθηκε κατά κανόνα σε συγγραφείς του βορρά, ίσως ή πιο αξιόλογη ήτανε ή μετάφραση του Φάουστ του Γκαίτε.


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Ἔλα Ξανθή 

Ἔλα ξανθή ἀγάπη μου, ἡ αρνάδα σου σε κράζει
πέρα στην ἀκροποταμιά, στα πράσινα λειβάδια,
τώρα π᾿ ὁ ἥλιος ἔγειρε, που πιάνει να βραδιάζει
τώρα π᾿ ἀρχίσαν στις βοσκές να βγαίνουν τα κοπάδια.
Να  δεῖς τ᾿ ἀρνάκι που πηδᾷ τριγύρω στη βρυσούλα,
και πάλι πῶς χαρούμενο γυρίζει στη μανούλα.

Θυμήσου μία φορά κι ἐμεῖς σαν εἴμαστε παιδάκια
πῶς παίζαμε τρελά-τρελά μες στ᾿ ἄγρια λουλούδια,
θυμήσου πῶς σοῦ στόλιζα τ᾿ ὁλόχρυσα μαλλάκια.
Θυμήσου πόσα σοῦ ῾λεγα κατ μοῦ ῾λεγες τραγούδια.
Τα χρόνια κεῖνα πέρασαν, τώρα σαν μ᾿ ἀντικρύζεις
τα γαλανά τα μάτια σου ἀλλοῦθε τα γυρίζεις.

💛💛

Χριστούγεννα τοῦ χωριοῦ

Μες την ἀχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην ἔρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.

Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λες κι ἁπλωμένη σιγαλιά
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.

Μα ξάφνου πέρα ἀπ᾿ το βουνό 
γλυκός σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσάν βαθιὰ ἀπ᾿ τον οὐρανὸ
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.

Κι ἀντιλαλεῖ τερπνά-τερπνά
γύρω στην ἄφωνη την πλάση,
και το χωριό   γλυκοξυπνᾶ
την ἅγια μέρα να γιορτάσει.

💛💛

Ασ᾿ τη Βάρκα…

Ασ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει τ᾿ αγέρι, τιμόνι-πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πι᾿ όμορφοι οι άγνωστοι πάντα γιαλοί,
η ζωή μία δροσιά είναι ένα κύμα, ας το φέρει
όπου θέλει τ᾿ αγέρι, όπου ξέρει τ᾿ αγέρι.

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός,
είτ᾿ ειδύλλιο γελούμενο απλώνετ᾿ η πλάση,
είτ᾿ αντάρες και μπόρες σου κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις,
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ᾿ αράξεις.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
Έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις;
Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ᾿ ότι ρωτάς;
Ότι σ᾿ έχει μαγέψει κι ότι σου ῾χει γελάσει,
το ΄χεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
ασ᾿ τις ζάλες να σέρνουν τυφλά την καρδιά
κι αν τριγύρω βογκά κι αν ψηλά συννεφιάζει,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά
κι αν πικρό τη ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μια χαρά την προσμένει.
http://users.uoa.gr/


💛💛

Θεατρίνοι, Μ.Α.

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε

όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε

στήνουμε θέατρα και σκηνικά,

όμως η μοίρα μας πάντα νικά

και τα σαρώνει και μας σαρώνει

και τους θεατρίνους και το θεατρώνη

υποβολέα και μουσικούς

στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς!

Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,

ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,

μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές

κι επιφωνήματα και χαραυγές

ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς

(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)

πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα

σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα

γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα

(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν; )

και τεντωμένα σαν τις χορδές

μιας λύρας που ολοένα βουίζει – δες

και την καρδιά μας: ένα σφουγγάρι,

στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι

πίνοντας το αίμα και τη χολή

και του τετράρχη και του ληστή.



ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Τζίντου Κρισναμούρτι ( 1895 - 17 Φεβρουαρίου 1986 )

 

Ο Τζίντου Κρισναμούρτι κατάγεται από οικογένεια Βραχμάνων. Γεννήθηκε το Μάιο του 1895 στο Μαντάναπαλι, ένα μικρό χωριό κοντά στο Μαντράς. Η μητέρα του πέθανε το 1905 και ο πατέρας του, την επόμενη χρονιά, πήγε μαζί με τους τέσσερις γιους του να ζήσει στο Άντιαρ, όπου ήταν τα κεντρικά γραφεία της Θεοσοφικής Εταιρείας, στα οποία τον προσέλαβαν. Λίγο αργότερα ο Κρισναμούρτι υιοθετήθηκε από την Annie Besant, πρόεδρο της Θεοσοφικής, που είχε πειστεί ότι το αγόρι ήταν ο Παγκόσμιος Διδάσκαλος τον οποίο περίμεναν οι θεοσοφιστές σε όλο τον κόσμο. Τρία χρόνια αργότερα τον πήγαν στην Αγγλία για να μορφωθεί, ενώ ίδρυσαν στο όνομά του το "Τάγμα του Αστέρα της Ανατολής", που αριθμούσε χιλιάδες οπαδούς. Το 1929, όμως, ύστερα από 18 χρόνια, ο Κρισναμούρτι το διέλυσε και επέστρεψε όλη την περιουσία του πίσω στους δωρητές της. Η αναγγελία της διάλυσης εκείνη την ημέρα άρχισε έτσι: "Πιστεύω ότι η αλήθεια είναι μια χώρα χωρίς κανένα μονοπάτι προς αυτήν, και δεν μπορεί να πλησιαστεί μέσα από κανένα δρόμο, καμιά θρησκεία, καμιά οργάνωση...".
Από τότε ο Κρισναμούρτι -και μέχρι το θάνατό του, το Φεβρουάριο του 1986- συνέχισε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο μιλώντας, συζητώντας και ακούγοντας εκατοντάδες ανθρώπους που ήθελαν να τον δουν. Μιλούσε όπου τον καλούσαν - σε ιδιώτες και μικρά σχολεία, σε πανεπιστήμια ή στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών στο Los Alamos και στον Ο.Η.Ε., που τον παρασημοφόρησε για το έργο του, λίγο πριν πεθάνει, το 1985. Ο Κρισναμούρτι ανέπτυξε τη μοναδική, πραγματικά, διδασκαλία του αντλώντας την από την ίδια του την ύπαρξη και τη ζωή του, αφού δεν είχε διαβάσει κανενός είδους φιλοσοφικό ή θρησκευτικό βιβλίο. Έως τώρα έχουν εκδοθεί γύρω στα 80 δικά του βιβλία, ενώ τα πιο πολλά έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 10 γλώσσες σε όλο τον κόσμο. Υπάρχουν επίσης καταγραμμένες, σε βιντεοκασέτες και κασέτες ήχου, δημόσιες ομιλίες του και προσωπικές συζητήσεις του με διάφορους επιστήμονες και πνευματικούς ανθρώπους, ενώ γι' αυτόν έχουν γράψει κείμενα ο Άλντους Χάξλεϋ, ο Χένρι Μίλλερ, η Άιρις Μέρντοχ κ.ά. Ο Κρισναμούρτι υπήρξε τελικώς ένας παγκόσμιος διδάσκαλος. Παρ' όλο που είχε γεννηθεί από Ινδούς γονείς, δε σταμάτησε να δηλώνει ότι δεν είχε καμιά εθνικότητα, ότι δε συνέχιζε καμιά παράδοση και δεν ανήκε σε καμιά οργάνωση. Ο ίδιος βίωσε όλα όσα έλπιζε πως θα μάθουν εκείνοι που τον άκουγαν. Ο Κρισναμούρτι άφησε ένα πολύ μεγάλο υλικό από δημόσιες ομιλίες, συζητήσεις (με δασκάλους, μαθητές, επιστήμονες, σημαντικούς εκπροσώπους διαφόρων θρησκειών, ιδιώτες), τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, γραπτά κείμενα και επιστολές. Ένα μεγάλο μέρος από αυτό το υλικό έχει καταγραφεί σε βιβλία, κασέτες ήχου και DVD.
 
 

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2017) Γράμματα στα σχολεία, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2017) Ο κόσμος μέσα μας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2016) Δράση σημαίνει τώρα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2015) Η μόνη επανάσταση, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2015) Μιλώντας για τον Θεό, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Εγώ χωρίς εγώ, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Εις εαυτόν, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Η αλήθεια και το υπαρκτό, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Η αναγκαιότητα της αλλαγής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Η εκπαίδευση και το νόημα της ζωής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Η ζωή είναι μπροστά σας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Ο κόσμος μας σε κρίση, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Στη σιγή του νου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Το ημερολόγιο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Το τέλος του χρόνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2012) Η τέχνη του διαλογισμού, ΣώμαΝους
(2012) Η χαρά της ελευθερίας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Η αναζήτηση της αλήθειας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Η τέχνη της ζωής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Η φλόγα της προσοχής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Ο κόσμος είστε εσείς, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Το δίχτυ της σκέψης, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Γράμματα σε μια νεαρή φίλη, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Η αίσθηση της ευτυχίας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Τι είναι αγάπη;, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Το πέταγμα του αετού, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2009) Στοχασμοί πάνω στη ζωή μας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2009) Στοχασμοί πάνω στη ζωή μας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2009) Στοχασμοί πάνω στη ζωή μας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Η αγάπη δεν υπακούει, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Η αλήθεια και το υπαρκτό, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Η αναγκαιότητα της αλλαγής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Τα πρώτα βήματα της μάθησης, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Το ξύπνημα της νοημοσύνης, Κέδρος
(2006) Στη σιγή του νου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005) Αγάπη, ελευθερία και δράση, ΣώμαΝους
(2005) Ελευθερία, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005) Το τέλος του χρόνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2004) Εις εαυτόν, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2004) Η απελευθέρωση από το γνωστό, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2004) Η ζωή είναι μπροστά σας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2004) Το ξύπνημα της νοημοσύνης, Κέδρος
(2004) Το πέταγμα του αετού, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2003) Παραβολές και ποιήματα, Κέδρος
(2003) Το ξύπνημα της νοημοσύνης, Κέδρος
(2001) Αυτό το φως μέσα μας, ΣώμαΝους
(2001) Η αλήθεια και το υπαρκτό, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Η απελευθέρωση από το γνωστό, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Η τέχνη του διαλογισμού, ΣώμαΝους
(2000) Στοχασμοί πάνω στη ζωή μας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1998) Εις εαυτόν, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Το ημερολόγιο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1996) Σημειώσεις, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1995) Το τέλος του χρόνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1993) Στα πόδια του διδασκάλου, Πύρινος Κόσμος
(1992) Γράμματα σε μια νεαρή φίλη, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1991) Η ζωή είναι μπροστά σας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1990) Η τέχνη της ζωής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1990) Ο κόσμος είστε εσείς, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1990) Το δίχτυ της σκέψης, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1989) Η φλόγα της προσοχής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1989) Στη σιγή του νου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1987) Παράδοση και επανάσταση, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1985) Γράμματα στα σχολεία, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1979) Τα πρώτα βήματα της μάθησης, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1978) Η αγάπη δεν υπακούει, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1978) Το πέταγμα του αετού, Εκδόσεις Καστανιώτη
Ελευθερία, Εκδόσεις Καστανιώτη
Η εκπαίδευση και η σημασία της ζωής, Εκδόσεις Καστανιώτη
Παράδοση και επανάσταση, Εκδόσεις Καστανιώτη
Στοχασμοί πάνω στη ζωή μας, Εκδόσεις Καστανιώτη
Στοχασμοί πάνω στη ζωή μας, Εκδόσεις Καστανιώτη

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(1977) Αγάπη, Μπουκουμάνης

http://www.biblionet.gr/
 
 



ΚΕΙΜΕΝΑ
Εγώ χωρίς ΕΓΩ

Παρόλο που ο νους σας μπορεί να θέλει να έχει μόνιμη ησυχία, μό­νιμη γαλήνη, μόνιμη μακαριότητα ή ό,τι άλλο σας αρέσει, υπάρχει μια τέτοια μόνιμη κατάσταση; Αν υπάρχει, τότε θα πρέπει να υπάρχει κι ένα μονοπάτι προς αυτήν, οπότε, κά­ποιες πρακτικές, κάποια «πειθαρχία», μια μέθοδος διαλογι­σμού είναι πράγματα απαραίτητα για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση.  

Αν, όμως, το κοιτάξουμε αυτό λίγο πιο προ­σεκτικά και βαθιά, θα ανακαλύψουμε ότι δεν υπάρχει τίπο­τα μόνιμο. Ο νους, όμως, απορρίπτει αυτό που είναι γεγο­νός, επειδή αναζητά κάποια μορφή ψυχολογικής ασφάλειας και μέσα από την ίδια του την επιθυμία προβάλλει την ιδέα της Αλήθειας σαν να είναι κάτι μόνιμο, απόλυτο, κι έπειτα προχωράει κι εφευρίσκει μονοπάτια για να τον οδηγήσουν εκεί.

Αυτή η σκόπιμη επινόηση έχει πολύ μικρή σημασία για τον άνθρωπο που θέλει πραγματικά ν’ ανακαλύψει τι είναι αληθινό και τι όχι. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μονοπάτι προς την Αλήθεια, γιατί η Αλήθεια πρέπει να ανακαλύπτεται κάθε λεπτό. Δεν είναι το τελικό αποτέλεσμα συσσωρευμένων εμπειριών. Οποιοσδήποτε νους που η επιθυμία του πηγάζει απ’ αυτή την επιθυμία της αυτοδιαιώνισης, από την επιθυμία να αποκτήσει κάτι, να πετυχει κάτι, είτε σ’ αυτό τον κόσμο είτε στον άλλο, είναι καταδικασμένος να εγκλω­βιστεί σε ψευδαισθήσεις κι επομένως θα υποφέρει.  

Ενώ, αν ο νους αρχίσει να κατανοεί τον εαυτό του, έχοντας επίγνω­ση της δικής του δραστηριότητας, παρατηρώντας τις δικές του κινήσεις, τις δικές του αντιδράσεις, αν είναι ικανός να αφήσει να πεθάνει μέσα του η επιθυμία να είναι ψυχολογι­κά ασφαλής, κι έτσι να είναι ελεύθερος από το παρελθόν, α­πό το παρελθόν που είναι η συσσώρευση των δικών του επι­θυμιών και εμπειριών, από το παρελθόν που είναι η διαιώ­νιση του «εγώ», του εαυτού, του «είμαι», τότε βλέπεις ότι δεν υπάρχουν καθόλου μονοπάτια για την Αλήθεια, αλλά μόνο αδιάκοπη ανακάλυψη κάθε λεπτό.

Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που συσσωρεύει, εκείνο που αποθησαυρίζει, που έχει συνέχεια, είναι το «εγώ», ο εαυτός, που είναι το αποτέλεσμα του χρόνου. Είναι αυτή η εγωκε­ντρική μνήμη του «εγώ» και του «δικού μου» -η περιουσία μου, η αρετή μου, τα προσόντα μου, τα πιστεύω μου- που α­ναζητάει ψυχολογική ασφάλεια και επιθυμεί να έχει συνέ­χεια. Ένας τέτοιος νους, επινοεί όλα εκείνα τα μονοπάτια που δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Μόνο όταν ο νους μπορέσει να αφήσει να πεθάνουν ψυχολογικά γι’ αυτόν όλα όσα έχει συσσωρεύσει για τη δική του ασφάλεια, μόνο τότε αρχίζει να υπάρχει γι’ αυτόν η Πραγματικότητα. 
 Απόσπασμα από το βιβλίο  “Εγώ χωρίς ΕΓΩ”, Εκδ. Καστανιώτη
 
 
 
Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την αγάπη

Να είσαι πνευματικά ευέλικτη. Η δύναμη δεν βρίσκεται στο να είναι κανείς άκαμπτος και σταθερός, αλλά στο να είναι ευλύγιστος. Το ευλύγιστο δέντρο αντέχει στη θύελλα. Μάζεψε όλη τη δύναμη που δίνει ένας γρήγορος νους.

Η ζωή είναι παράξενη· συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί που δεν τα περιμένει κανείς, ώστε απλώς με το ν’ αντιστέκεται σ’ αυτά δεν πρόκειται να λύσεις κανένα πρόβλημα. Χρειάζεται να έχει κανείς τεράστια ευλυγισία και σταθερή καρδιά.

Η ζωή είναι σαν μια κόψη ξυραφιού και πρέπει να περπατήσει κανείς πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι με εξαιρετική προσοχή και ευέλικτη σοφία.

Η ζωή είναι πολύ πλούσια, έχει τόσους πολλούς θησαυρούς κι εμείς την πλησιάζουμε με άδειες καρδιές· δεν ξέρουμε πώς να γεμίσουμε τις καρδιές μας με την αφθονία της ζωής. Ενώ είμαστε φτωχοί μέσα μας, όταν μας προσφέρονται τα πλούτη της τ’ αρνιόμαστε. Πάμε στο πηγάδι για νερό κρατώντας δαχτυλήθρα κι έτσι η ζωή καταντάει μια κακόγουστη υπόθεση, ασήμαντη και μικρή.

Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα· φέρνει τη μόνη επανάσταση που δίνει απόλυτη ευτυχία. Είναι τόσο λίγοι εκείνοι από μας που μπορούν ν’ αγαπούν· τόσο λίγοι εκείνοι που θέλουν ν’ αγαπούν.

Αγαπάμε βάζοντας όρους, κάνοντας την αγάπη ένα εμπορεύσιμο πράγμα. Έχουμε νοοτροπία παζαριού, αλλά η αγάπη δεν είναι εμπορεύσιμη, δεν είναι ένα απλό «πάρε-δώσε». Είναι μια κατάσταση ύπαρξης όπου όλα τα ανθρώπινα προβλήματα είναι λυμένα.

Τι υπέροχο μέρος που θα μπορούσε να είναι η γη με τόση πολλή ομορφιά που υπάρχει, τόσο μεγαλείο, τόση άφθαρτη ομορφιά! Είμαστε παγιδευμένοι στον πόνο και δεν νοιαζόμαστε να ξεφύγουμε απ’ αυτόν ακόμα κι όταν κάποιος μας δείχνει το δρόμο.

Δεν ξέρω, αλλά νιώθει κανείς να φλέγεται από αγάπη· υπάρχει μια άσβηστη φλόγα· νιώθει ότι έχει τόση πολλή απ’ αυτήν μέσα του, που θέλει να τη δώσει σε όλους· και το κάνει. Είναι σαν ένα ποτάμι που κυλάει με ορμή, που ποτίζει και δίνει ζωή σε κάθε πόλη και χωριό· μολύνεται από τις ανθρώπινες βρωμιές που πέφτουν σ’ αυτό, αλλά σύντομα τα νερά καθαρίζονται από μόνα τους και συνεχίζουν να τρέχουν. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την αγάπη γιατί διαλύονται μέσα σ’ αυτήν τα πάντα: το καλό και το κακό· το άσχημο και το όμορφο.

Είναι το μοναδικό πράγμα που είναι αυτό το ίδιο αιωνιότητα.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Γράμματα σε μια νεαρή φίλη” Εκδόσεις.Καστανιώτη

Σαλβαδόρ Νταλί ( 11 Μαΐου 1904 — 23 Ιανουαρίου 1989 )

 

Ο Σαλβαδόρ Νταλί (πλήρες όνομα: Salvador Felip Jacint Dalí Domènech) (Φιγέρες, 11 Μαΐου 1904 — Φιγέρες, 23 Ιανουαρίου 1989 ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους. Συνδέθηκε με το καλλιτεχνικό κίνημα του υπερρεαλισμού, στο οποίο ανήκε για ένα διάστημα. Αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς ζωγράφους του 20ου αιώνα και μια πολύ εκκεντρική φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης.
Ο Νταλί γεννήθηκε στην πόλη Φιγέρες της Ισπανίας και ανήκε σε μια οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και συμβολαιογράφος, αλλά δεν φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης με τις ικανότητες του Νταλί στη ζωγραφική και το σχέδιο, ικανότητες που έδειξε ότι διέθετε σε σχετικά νεαρή ηλικία. Χάρη κυρίως στην συμπαράσταση της μητέρας του, ο Νταλί παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Δημοτική σχολή σχεδίου της πόλης του. Tο 1916 φιλοξενήθηκε από την οικογένεια του τοπικού καλλιτέχνη Ramon Pichot, της πόλης Καδακές, στη διάρκεια θερινών διακοπών της οικογένειας Νταλί, όπου και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τη μοντέρνα ζωγραφική.
Salvador and Anna Maria Dalí
in Cadaqués, 1925
Σε ηλικία 15 ετών, ο Νταλί συμμετείχε στη δημόσια έκθεση του Δημοτικού Θεάτρου τού Φιγέρες, το 1919. Το 1921 έχασε την μητέρα του από καρκίνο, ενώ μετά το θάνατό της, ο πατέρας του παντρεύτηκε την αδελφή της, γεγονός που δεν αποδέχτηκε ο Νταλί, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται στηΜαδρίτη όπου και ξεκινά τις σπουδές του στην Ακαδημία των Τεχνών (Academia de San Fernando).
Αυτή την περίοδο, ο Νταλί πειραματίζεται με τον κυβισμό, αν και οι γνώσεις του γύρω από το νέο αυτό κίνημα είναι αρχικά ελλιπείς και στη Μαδρίτη δεν υπάρχουν άλλοι κυβιστές καλλιτέχνες. Επίσης, έρχεται σε επαφή με το ριζοσπαστικό κίνημα του ντανταϊσμού το οποίο θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Συνδέεται παράλληλα φιλικά με τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και με τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Το1926 αποβάλλεται από την ακαδημία λίγο πριν τις τελικές του εξετάσεις, καθώς δηλώνει πως κανένας από τους καθηγητές του δεν είναι άξιος να τον κρίνει. Την ίδια χρονιά, επισκέπτεται για πρώτη φορά το Παρίσι όπου συναντά τονΠικάσσο, ο οποίος είχε ήδη κάποια γνώση γύρω από το έργο του Νταλί. Τα επόμενα χρόνια, στα έργα του Νταλί αποτυπώνονται ισχυρές επιδράσεις από το έργο του Πικάσο αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να διαφαίνεται ένα προσωπικό ύφος στους πίνακες του Νταλί. Οι εκθέσεις έργων του στη Βαρκελώνηπροκαλούν αρκετές συζητήσεις αλλά και διαφωνίες μεταξύ των κριτικών τέχνης.
Salvador Dalí, Federico García Lorca
and Pepín Bello
at the Natural Sciences Museum
in Madrid, 1925
Το 1929, ο Νταλί συνεργάζεται με τον Λουίς Μπουνιουέλ για τη δημιουργία της ταινίας μικρού μήκους Ανδαλουσιανός Σκύλος. Ο Νταλί βοηθά ουσιαστικά στο σενάριο της ταινίας, η οποία αποτελεί έως σήμερα την πιο καθαρή εφαρμογή του υπερρεαλισμού στον κινηματογράφο. Παράλληλα, ο Νταλί γνωρίζει την μελλοντική σύζυγο του και μούσα του, Ελένα Ντμτρίεβνα Ντελούβινα Ντιακόνοβα, ρωσικής καταγωγής, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά (από το όνομα Γαλάτεια). Την ίδια περίοδο, γίνεται και επίσημα μέλος του υπερρεαλιστικού κινήματος, αν και το υπερρεαλιστικό στοιχείο υπάρχει στα έργα του ήδη λίγα χρόνια νωρίτερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Νταλί επινοεί επιπλέον την Παρανοϊκο-κριτική μέθοδο, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, που αποτελεί ένα είδος υπερρεαλιστικής τεχνικής με σκοπό την πρόσβαση στο ασυνείδητο προς όφελος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Νταλί στηρίζει την μέθοδο αυτή στην ικανότητα του ανθρώπου να λειτουργεί συνειρμικά, συνδέοντας εικόνες ή αντικείμενα που δεν συνδέονται μεταξύ τους κατ' ανάγκη λογικά. Συνδέεται άμεσα με τον υπερρεαλιστικό αυτοματισμό και τις φροϋδικέςθεωρίες γύρω από τα όνειρα.
Ο Νταλί συμμετέχει στην πρώτη μεγάλη υπερρεαλιστική έκθεση στην Αμερική, το1932, όπου και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Λίγο αργότερα όμως, ο Αντρέ Μπρετόν τον διαγράφει από το υπερρεαλιστικό κίνημα λόγω των πολιτικών θέσεων του, κυρίως σε ότι αφορά την υποστήριξη που φαίνεται να παρέχει στον Φράνκο της Ισπανίας. Στα πλαίσια αυτής της διαμάχης, ο Νταλί δηλώνει πως ο ίδιος είναι όλος ο υπερρεαλισμός ενώ ο Μπρετόν επινοεί τον περίφημο αναγραμματισμό του ονόματος του Νταλί, Avida Dollars (σε ελεύθερη μετάφραση άπληστος για δολάρια) ασκώντας κριτική στο αμιγώς εμπορικό πνεύμα που κατά τη γνώμη των υπερρεαλιστών είχε αναπτύξει ο Νταλί.
Gala and Salvador Dalí, c. 1933

Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη, ο Νταλί μαζί με την Γκαλά, εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940 όπου και θα ζήσει για τα επόμενα οκτώ χρόνια. To 1941 εργάζεται για την Walt Disney πάνω στη δημιουργία ενός κινούμενου σχεδίου (το Destino) αλλά μόνο 15 δευτερόλεπτα παρουσιάζονται ολοκληρωμένα πέντε χρόνια αργότερα. Το 1942 δημοσιεύεται και η αυτοβιογραφία τουThe Secret Life of Salvador Dali (Η κρυφή ζωή του Σαλβαδόρ Νταλί).
Μετά την παραμονή του στην Αμερική, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ισπανία. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την δικτατορία του Φράνκο, προκαλεί δυσμενή σχόλια, τα οποία επεκτείνονται συχνά και στα καλλιτεχνικά του έργα. Την περίοδο 1960 - 1974 εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά για την δημιουργία του Θεάτρου-Μουσείου Γκαλά-Σαλβαντόρ Νταλί στο Φιγέρες.
Το 1982 ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας του απονέμει τον τίτλο του μαρκήσιου. Την ίδια χρονιά, στις 10 Ιουνίου πεθαίνει η Γκαλά, γεγονός που προκαλεί έντονη θλίψη στον Νταλί, ο οποίος αποπειράται να αυτοκτονήσει.
Ο Νταλί πέθανε τελικά από καρδιακό επεισόδιο στις 23 Ιανουαρίου του 1989 στην πόλη που γεννήθηκε. Ο τάφος του βρίσκεται μέσα στο Μουσείο του στο Φιγέρες.

  The Enigma of Desire My Mother, My Mother, My Mother, 1929

  Η εμμονή της μνήμης, 1931



 Soft Construction with Boiled Beans (Premonition of Civil War) (1936)

 Swans Reflecting Elephants (1937)



 Meditative Rose (1958)

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/