Ο Άουγκουστ Μάκε (γερμ. August Macke, 3 Ιανουαρίου 1887 - 26 Σεπτεμβρίου 1914]) ήταν Γερμανός ζωγράφος και ένα από τα κύρια μέλη της γερμανικής εξπρεσιονιστικής ομάδας Der Blaue Reiter (Ο Γαλάζιος Καβαλάρης).
Έζησε κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα καινοτόμου εποχής για τη γερμανική τέχνη όπου αναπτύχθηκαν οι κυριότερες γερμανικές εξπρεσιονιστικές τάσεις, καθώς επίσης πραγματοποιήθηκε η άφιξη στη Γερμανία των πρωτοποριακών αβάν-γκαρντ κινημάτων που διαμορφώθηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όπως για έναν αληθινό καλλιτέχνη της εποχής του, ο Μάκε ήξερε πώς να ενσωματώσει στη ζωγραφική του τα στοιχεία της avant-garde που περισσότερο τον ενδιέφεραν.
Γεννήθηκε στη Μέσεντε της Γερμανίας. Ο πατέρας του, Άουγκουστ Φρίντριχ Χερμανν Μάκε (1845-1904), ήταν εργολάβος οικοδομών ενώ η μητέρα του, Μαρία Φλορεντίνε το γένος Άντολφ (1848-1922), προερχόταν από μια αγροτική οικογένεια στην περιοχή Ζάουερλαντ της Γερμανίας. Η οικογένεια έζησε στη οδό «Brüsseler Straße» μέχρι τα 13 χρόνια του Άουγκουστ.
Το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής του κατοικούσε στη Βόννη, με εξαίρεση μερικές περιόδους που έζησε στη λίμνη Τουν στην Ελβετία και διάφορα ταξίδια στο Παρίσι, την Ιταλία, την Ολλανδία και την Τυνησία. Στο Παρίσι, όπου ταξίδεψε για πρώτη φορά το 1907, ο Μάκε ήρθε σε επαφή με το έργο των ιμπρεσιονιστών, και αμέσως μόλις αυτός πήγε στο Βερολίνο πέρασε μερικούς μήνες στο στούντιο Lovis Corinth. Το ύφος του διαμορφώθηκε μέσα από την τεχνοτροπία των Γάλλων ιμπρεσιονιστών και μεταϊμπρεσιονιστών, περνώντας αργότερα από μια φωβιστική περίοδο.
Το 1909 παντρεύτηκε με την Ελίζαμπετ Γκέρχαρντ. Το 1910, μέσω της φιλίας του με το Φραντς Μαρκ, ο Μάκε συνάντησε τον Βασίλι Καντίνσκι και για λίγο μοιράστηκε τα μη αντικειμενικά, αισθητικά, μυστικιστικά και συμβολικά στοιχεία του κινήματος Der blaue Reiter (Ο Γαλάζιος Καβαλάρης).
Η συνάντηση του Μάκε με τον Ρομπέρ Ντελωναί στο Παρίσι το 1912 επρόκειτο να αποτελέσει αποκάλυψη για τον Μάκε. Ο χρωματικός κυβισμός του Ντελωναί, που ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ είχε αποκαλέσει Ορφισμό, επηρέασε την τέχνη του Μάκε από εκείνο το σημείο και μετά. Τα παράθυρα καταστημάτων του μπορούν να θεωρηθούν προσωπική ερμηνεία των παραθύρων Ντελωναί, συνδυασμένα ταυτόχρονα με τις εικόνες του ιταλικού φουτουρισμού.
Η εξωτική ατμόσφαιρα της Τυνησίας, όπου ταξίδεψε το 1914 με τον Πάουλ Κλέε και τον Λουί Μουαγιέ ήταν θεμελιώδης για τη δημιουργία της φωτεινής προσέγγισης της τελικής περιόδου του, κατά τη διάρκεια της οποίας παρήγαγε μια σειρά έργων, θεωρούμενα τώρα ως τα αριστουργήματά του.
Το τέλος
Η σταδιοδρομία του έληξε με τον πρόωρο θάνατό του στο Δυτικό Μέτωπο, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Σεπτέμβριο του 1914. Τελευταίος του πίνακας ήταν ο προφητικός «Αποχαιρετισμός».
Πλεούμενα στην Tegernsee, 1910,
Ζευγάρι σε μονοπάτι του δάσους, 1913,
Υπαίθριο εστιατόριο, 1912,
Καθισμένο γυμνό με μαξιλάρι, 1911
Γυναίκα με πράσινη ζακέτα, 1913
Λουόμενες με πόλη στο βάθος, 1913
Μεγάλος ζωολογικός κήπος, 1913