ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Ιακωβίδης Γεώργιος-Γαρίφαλλα, 1918

Νικηφόρος Βρεττάκος - ΓΕΝΕΣΗ

Αὐτὸ τὸ γαρύφαλλο, ποὺ κρατώντας το
ἀνάμεσα στὰ τρία μου δάχτυλα
τὸ σηκώνω στὸ φῶς, μοῦ μίλησε καὶ
παρὰ τὸν κοινὸ νοῦ μου τὸ κατανόησα.

Μι᾿ ἁλυσίδα ἀπὸ ἀτέλειωτους γαλαξίες
συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στὴ γῆ φωταψίες
– τὸ σύμπαν ὁλόκληρο πῆρε μέρος στὴ
γέννηση
αὐτοῦ τοῦ γαρύφαλλου.
Κι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκούω εἶναι οἱ φωνὲς
τῶν μαστόρων του μέσα του. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


Ιακωβίδης Γεώργιος-Λουλούδια 1


Νίκος Εγγονόπουλος - Τ Α  Γ Α Ρ Υ Φ Α Λ Λ Α

φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα
στ’ άγρια βουνά και
τα λαγκάδια
της Βόρειας Ηπείρου
και φάγαμε
το ξερό ψωμάκι
αυτό π’ αρμόζει
στον καλλιτέχνη
στον ποιητή
μόνη παρηγοριά
τα λουλούδια :
είτανε τα γαρύφαλλα…
μα κάτι γαρύφαλλα !

Ed. Manet, Γαρύφαλλα και κληματίδες. 1882. Musée d' Orsay.


Γιώργος Ιωάννου, Μ’ άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή

Στου καφενείου τα τζάμια
που έγλειφε η βροχή
σ’ αναπολούσε η ψυχή μου
περιμένοντας:

Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά
άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή
έτσι σαν ανοιξιάτικο γαρίφαλο.

Έλα,
και τα τσιγάρα ένα ένα τέλειωσαν,
κι η ώρα πέρασε πολύ μαζί με τη βροχή.
Του κόσμου τούτου η ερημιά,
που εσένα δε σ’ αγγίζει,
έρχεται.

Κι απόψε δε θα κοιμηθώ,
κι όπως θα μυρμηγκιάζουνε
τ’ άπειρα δευτερόλεφτα
πότε η βροχή θα με κυκλώνει
και πότε απ’ την καρδιά
το είδωλό του θα ξανάρχεται.

Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά
άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή
λευκό ανοιξιάτικο γαρίφαλο.

Από τη συλλογή Ηλιοτρόπια (1954)


John Collier -  γυναίκα στα ροζ που μεταφέρει ροζ γαρύφαλλα.

Κωστής Παλαμάς -Γαρούφαλα

Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια!
Κι ο ψαράς μελαψός, και μελαψή και η χώρα
από την άρμη, απ’ τη νοτιά κι από τον ήλιο,
και γύρω στο λαιμό της μελαψής τής χώρας
σαν κύκλοι κοραλλένιοι τα γαρούφαλα είναι.
Γαρούφαλα των κήπων και των παραθύρων,
γαρούφαλα σα στέμματα και σαν αστέρια,
δώρα κάθε χεριού, καμάρια κάθε στήθους,
ω εσείς, που αραδαριά στα σκαλοπάτια ώς πέρα
το πέρασμα μυρώνετε του κάθε ανθρώπου,
και κάποτε το φόρεμα σας συνεπαίρνει,σαν αγέρι, 
της νιας που ανεβοκατεβαίνει·
γαρούφαλα μεστά, γαρούφαλ’ άπλερα, άνθια
που δε λιγώνετε καθώς τα ρόδα, και, όπως
τα γιούλια, δε δροσολογάτε και τη σάρκα
και την ψυχή, και κρύβετε στην ευωδιά σας
κάτι απ’ της λιμνοθάλασσας τ’ αψύ το χνότο,
κι όταν είστε χλωμά σα λιγοθυμισμένες
παρθένες, κι όταν μια φωτιά κοσμοχαλάστρα
τα φύλλα σας φλογίζει, δίχως να τα καίει.
Γαρούφαλα, που πότε δείχνετε τη γύμνια
του κορμιού του παιδιάτικου φρεσκολουσμένου,
πότε τα παρδαλά νάνων τρελών στολίδια,
και πότε την πορφύρα των αυτοκρατόρων,
όλη η μεθύστρα η μουσική της κοκκινάδας
σαν απ’ ορχήστρα πολυόργανη βγαλμένη,
σκορπιέται από τα σπλάχνα σας και δε σωπαίνει,
και για τα μάτια μου αρμονίες όλο και παίζει.
Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια!


https://www.greek-language.gr/



Ferdinand Hodler - Κορίτσι  με γαρύφαλλα. 1886.



Γιάννης Ποταμιάνος - Κόκκινα γαρύφαλλα

 

==================

Τώρα που η δυστυχία

Σαν άγριο άλογο

……………… Καλπάζει ξέφρενα

……………………………... στην πόλη

Έκλεισαν οι πόρτες

σφραγίστηκαν τα παράθυρα

Και εμείς χωθήκαμε

……………… σε βαθιά σεντούκια

παρέα με τις παλιές ιδέες

που θησαυρίσαμε στη νιότη μας

Και μια ανοιχτή πληγή

……………… στο στήθος

Όμως είναι ζωντανές της νιότης μας

……………………………... οι ιδέες

Αγάπες ανυπότακτες,

……………… πυρπολούνε το μυαλό μας

Ας ανοίξουμε λοιπόν

……………… τα πουκάμισά μας

Να δραπετεύσουν οι πυγολαμπίδες

Στους δρόμους ας βγούμε

……………… να γίνουμε πυροφάνια

Και το αίμα μας

ας γίνει κόκκινο λουλούδι

……………… στα πεζοδρόμια

Να ποτίσει το φουστάνι

……………… της ελπίδας

Ας βιαστούμε όμως πριν μαραθεί

το γεράνι, στην καρδιά μας

Να καρφώσουμε και πάλι

……………… Τα κόκκινα γαρίφαλα

στο πέτο μας

Και ας πνιγεί η πόλη, στην τσίκνα

……………… της εξέγερσης

=============================

5 Ιουνίου 2010

Γιάννης Ποταμιάνος

https://spartinos.ning.com




Πάμπλο Πικάσο - Ο Ανθρωπος με το γαρύφαλλο ( Νίκος Μπελογιάννης)

Όταν  ρώτησαν τον Πικάσο γιατί δεν «έκλεισε» το πορτρέτο, ο καλλιτέχνης δήλωσε χαρακτηριστικά: «Το σκίτσο δεν είναι ατελές. Είναι ανοιχτό πάνω ακριβώς απ’ το κεφάλι του, γιατί τίποτα δε θα μπορούσε να περιορίσει τη σκέψη και τις ιδέες του. Όχι μια γραμμή. Ούτε καν μια σφαίρα.»

Γιάννης Ρίτσος - Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο.


ΣΗΜΕΡΑ το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.

Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΑΝ. Τους σκότωσαν.
Ένας άνεμος που πέρασε μες απ’ το σκοτεινό τούνελ της σιωπής μας έφερε το μαντάτο.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Τους σκότωσαν.
Ο Πέτρος που ξυρίζονταν στην αυλή μπρος σ’ ένα καθρεφτάκι της τσέπης απόμεινε με το χέρι στον αέρα κρατώντας την ξυριστική του μηχανή σα να κρατούσε με τα δύο του δάχτυλα το χέρι του κόσμου και να μετρούσε το σφυγμό του.

Ο Βαγγέλης που ’πινε το πρωινό του τσάι
απόμεινε με τη μπουκιά στο στόμα
σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του μια πέτρα.

Είταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο –
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να ’ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που ’ναι το μαύρο χρώμα
σα να ’δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.

Μπορεί και να ’ταν ο τροχός της ιστορίας. Τους σκότωσαν.
Σάλεψε ή γη. Σάλεψαν τ’ αγκωνάρια του ουρανού.
Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού. Σάλεψε ή κρεμασμένη λάμπα
όπως σαλεύει το καρύδι στο λαιμό του ανθρώπου που καταπίνει το λυγμό του.

Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Κι είταν παράξενο να βλέπεις που δε σαλέψανε καθόλου οι αγελάδες και τ αρνάκια στην ταμπέλα του χασάπικου,
μόνο σα να ’σκυψαν λιγάκι τα κεφάλια τους
και ν’ αφουγκράζονταν κάτου απ’ της γης ένα βαθύ-βαθύ ποτάμι.

Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Απόσπασμα 

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΓΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ "ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ"

 


Λατρεύω το πορτοκαλί του Οκτωβρίου, το χρώμα που την μέρα διαπερνά. Η γλύκα του σε απερίγραπτες στιγμές, κάτι απ την έκπληξη του ανίδεου φεγγαριού γεννά. Απλό, ευθύ, γεμάτο από εύγεστους καρπούς πορτοκαλί σε δράση νιώθω η υφή του να με προσκαλεί . Αντανακλά τη λάμψη των παλλόμενων φύλλων του φθινοπώρου. των χρυσανθέμων την σιωπηλή εκφραστικότητα, το διαρκές λαμπερό απο τα γυαλισμένα χαλκώματα των παλαιοπωλών και τις ακτινοβόλες φωτιές στις σκέψεις των ποιητών. Ζεστή και εύθραυστη αντανάκλαση, πορτοκαλί της γενέθλιας εποχής. Μείξη του ενεργού κόκκινου και του νοσταλγικά χαρμόσυνου κίτρινου. Μια προσηνής απόχρωση ανεκτικότητας. Πορτοκαλί. Συνηγορεί στην υπομονετική αναμονή του επερχόμενου χειμώνα. Βάφει τις απέλπιδες ώρες με την επίφαση μιας θετικής κατάληξης Πορτοκαλί Κυρίαρχο χρώμα για μια εποχή. ® Γιάννα Βλάχου



Η φωτογραφία είναι από https://gr.pinterest.com/







ΑΡΕΤΗ ΓΟΥΡΓΙΩΤΟΥ " ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΟΡΚΟΣ"

 


Ορκίστηκαν, σαν ήντουσαν παιδιά, πως θ' αγναντεύουν το ουρανοθάλασσο και θα κρατούν μαζί για πάντα στο χέρι τους, κλωνί ανθισμένης μυγδαλιάς, την αγάπη τους. Διάβηκαν άνοιξες και καλοκαίρια και φθινόπωρα, ήρθαν και χειμώνες κι αγριοκαίρια, χρόνια δίσεκτα. Χιόνια σκεπάσαν τα μαλλιά τους, μα εκείνοι μαζί! Βασταγεροί στον όρκο τους, με της αμυγδαλιάς το ανθισμένο κλωνί, εκεί, στην ίδια προβλήτα, αχνοβλέπουν τους γλάρους και την θάλασσα κι ελάχιστα ακούν πια κυματισμό και κρωξίματα. Όμως, κόντρα στου Χρόνου τα σημάδια, -τι ευλογία- ν' ανταμώνουν τα γέρικα σώματα εκεί, στην ίδια προβλήτα, στον βωμό του Υμεναίου της τότε παιδικής αθωότητας! 30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 2022 Αρετή Γουργιώτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ

7Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ




ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΝΕ ΑΓΑΠΗ
Από την ταινία ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΙ (1957)
ΣΤΙΧΟΙ Δανάη Στρατηγοπούλου-Γιάννης Φερμανόγλου
ΜΟΥΣΙΚΗ Τάκης Μωράκης
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Σοφία Λόρεν- Τώνης Μαρούδας


🌹🥀🌹🥀🌹🥀🌹


Αφιερωμένη η όλη ανάρτηση στην Ημέρα της Τρίτης Ηλικίας


Πίνακες :  Nino Chakvetadze. 




ΑΡΕΤΗ ΓΟΥΡΓΙΩΤΟΥ "ΑΓΑΠΑΝΘΟΙ"

 


Με ξέπλεκα μαλλιά έτρεχες σε λιβάδια με αγάπανθους. Ερωτικά άγγιζες τους μπλε, τις θάλασσες της ζωής σου. Αυτές που σε αρμένιζαν στην πεθυμιά και στ’ όνειρο. Σαν έφτανες στους πάλλευκους, νοσταλγικά το βλέμμα στύλωνες στην παιδική σου αθωότητα. Γαλάζιο και λευκό, της ζωής σου τα χρώματα! Αγάπανθοι της Ανατολής της ψυχής σου τα γήινα όστρακα.! Σε κοίταζα ανήμπορος να ξεκρίνω ποια ομορφάδα με σαγήνευε πιότερο. Των Κρίνων του Νείλου, ή της δικής σου οπτασίας, Κόρη, με τα μεστωμένα στάχυα των μαλλιών σου ανεμίζοντα την ώρα του λιογέρματος. Αρετή Γουργιώτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ 2Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΒΕΡΓΊΝΑ 2020




Πίνακας :Geraldine O'Sullivan - Autumn Agapanthus and Vine
Από https://www.geraldineosullivan.com/






"Το τελευταίο βαλς & Νοσταλγικά φιλιά." Δύο τραγούδια σε Στίχους της Αγγέλας Μαντιού , Ερμηνεία της Σταυρούλας Κούκουρα και Μουσική Ελένης Μπελιμπασάκη

 Σταυρούλα Κούκουρα - Το τελευταίο βαλς


Στίχοι : Αγγέλα Μαντιού Ερμηνεία : Σταυρούλα Κούκουρα Studio : Earth sound studio Video : Μάνος Παπαδάκης Έπαιξαν οι μουσικοί : Βιολί: Νικόλας Καραολάνης Τσέλο : Σταύρος Παργινός Πλήκτρα : Άκης Μελής Πιάνο : Ελένη Μπελιμπασάκη Ενορχήστρωση : Άκης Μελής Ηχογράφηση - μίξη - mastering : Earth Sound Studio

Στίχοι
Τον τελευταίο χορό Θέλω να στον χαρίσω Έτσι γλυκά να σε θωρώ Μήπως σε φέρω πίσω Το λάθος μου το πλήρωσα Άλλο μη με πληγώσεις Έλα να σμίξουμε ξανά Έλα να μ ανταμώσεις Τον τελευταίο χορό Θέλω να στον χαρίσω Το βαλς εκείνο το γνωστό Κι ύστερα να σ αφήσω Στα μάτια κοιτάμε βαθιά Για λίγο να τα πούμε Δως μου τα χείλη σου ξανά Και την αρχή να βρούμε Ρεφρέν Έτσι είναι μάτια μου η ζωή Δεν την κρατάς και φεύγει Κοιτά ψηλά του φεγγαριού Σταμάτησε να φέγγει
Αγγέλα Μαντιού

Σταυρούλα Κούκουρα - Νοσταλγικά φιλιά.


Στίχοι : Αγγέλα Μαντιού Ερμηνεία : Σταυρούλα Κούκουρα Studio : Earth sound studio Video : Μάνος Παπαδάκης Έπαιξαν οι μουσικοί : Βιολί: Νικόλας Καραολάνης Μπάσο : Στέλιος Φρειδερίκος Κιθάρες : Χρήστος Ρεπούσης Πλήκτρα : Άκης Μελής Πιάνο : Ελένη Μπελιμπασάκη Ενορχήστρωση : Άκης Μελής Ηχογράφηση - μίξη - mastering : Earth Sound Studio
Στίχοι
Απόψε το ήθελα πολύ Να δω το πρόσωπο σου Απόψε νοστάλγησα πολύ Να είμαι στο πλευρό σου Απόψε το ήθελα πολύ Να μπω στην αγκαλιά σου Να κλέψω εγώ τα χάδια σου Να λιώνω στα φιλιά σου Με πνίγει όμως η σιωπή Και το θολό φεγγάρι Τέτοια νύχτα έφυγες Σε άλλο μαξιλάρι Ρεφρέν Με ξέχασες σε ξέχασα Μα είσαι στην καρδιά μου Θέλω να είσαι όμως καλά Και ας είσαι μακριά μου
Αγγέλα Μαντιού





Κριτική της Νόπης Ταχματζίδου, στην συλλογή διηγημάτων Αδιέξοδοι καιροί του Κων/νου Λίχνου

 


Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ, «ΑΔΙΕΞΟΔΟΙ ΚΑΙΡΟΙ»

Γράφει η Νόπη Ταχματζίδου


Η συλλογή «Αδιέξοδοι καιροί» του Κωνσταντίνου Λίχνου περιλαμβάνει 15 διηγήματα του συγγραφέα, αρκετά από τα οποία είχαν δημοσιευτεί παλαιότερα (από τις εκδόσεις«Σύγχρονη Εποχή», «Άπαρσις», «Κέφαλος», «Διάνοια»)και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ ( Αύγουστος 2022), με επιμέλεια και εισαγωγή του Αντώνη Χαριστού. Πρόκειται για συγκεντρωτική έκδοση των πονημάτων του συγγραφέα και περιλαμβάνει διηγήματα που γράφηκαν την περίοδο 2017-2022. Κυρίαρχη θεματική του έργου αποτελεί η εργασιακή πραγματικότητα, όπως βιώνεται σήμερα, και τα αποτελέσματά της στην καθημερινότητα αλλά και στην ψυχολογία των ηρώων, κύριων ή δευτερευόντων, των διηγημάτων. Για την παρουσίαση της παραπάνω θεματικής θα στηριχθώ σε στοιχεία (μυθοπλασίας, αφηγηματολογίας και ψυχολογίας) που παρουσιάζονται στα διηγήματα: «Η συνέντευξη», «Νέα αγωγή» και «Ονείρου μονόπρακτο», ώστε να καταστεί σαφής η λογοτεχνική στόχευση που επιχειρείται από τον συγγραφέα, ανεξάρτητα από τις διαφορές που παρουσιάζουν τα παραπάνω διηγήματα τόσο ως προς τη λογοτεχνική απόδοση της θεματικής όσο και ως προς το καλλιτεχνικό κίνημα που υπηρετούν.

Ο ανώνυμος ήρωας στο πρώτο διήγημα («Η συνέντευξη») με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και έντονη διάθεση εξομολόγησης αφηγείται τις εργασιακές του εμπειρίες : έναυσμα της αφήγησης αποτελεί μια συνέντευξη που καλείται να δώσει για την κατάληψη μιας θέσης εργασίας ,η οποία δεν ορίζεται με ακρίβεια,φαίνεται, όμως, από την ανάπτυξη του μύθου ότι επιδιώκεται από τον ήρωα για λόγους βιοπορισμού. Ο ήρωας προβαίνει σε εξομολόγηση προηγούμενων εργασιακών εμπειριών προκειμένου να δικαιολογήσει την απροθυμία αλλά και την αίσθηση ματαιότητας που βιώνει στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στους όρους που θέτει η εργοδοσία προκειμένου να τον προσλάβει.

(«Βρίσκομαι, τώρα, στα γραφεία μιας εταιρίας που ανακοί­νωσε προσλήψεις, κι έχω ώρες ολάκερες που με περνούν απόκόσκινο: Γραπτή εξέταση, ομαδική εργασία, προφορική συνέντευξη και, τελικά, κι άλλη συνέντευξη! Από κόσκινο κυ­ριολεκτικά απ’ το πρωί, ενώ έχει ήδη μεσημεριάσει. Κι έχουμε μέλλον ακόμα…»)

Η ασάφεια των όρων εργασίας σε συνδυασμό με τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του κεντρικού ήρωα, από την απροθυμία μέχρι την άρνηση, διαμορφώνουν το περιβάλλον της αφήγησης στο παρόν τονίζοντας τη σωματική, πνευματική αλλά και ψυχολογική εξάντληση, που βιώνει, αίσθηση που επιτείνεται από τη συνεχή χρήση του πρώτου προσώπου και από τη συνειδητή επιλογών των όρων του ρεαλισμού, ενώ παράλληλα ο γοργός ρυθμός της αφήγησης αναδεικνύει τα στοιχεία που ορίζουν τον χώρο της εργασίας σήμερα.

(«Χαμαλοδουλειά έκανα, που δεν είχε σχέση καμία με αυτό που σπούδασα, αλλά ήταν κάτι το σίγουρο. Για ένα διάστημα, όλα βαίνανε καλώς –όπως είθισται να λέ­με, ακόμη κι όταν βρισκόμαστε ένα βήμα πριν την κατα­στροφή–, μέχρις ότου μου παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα υγείας. Δισκοπάθεια ήταν και διαγνώστηκε ύστερα από ένα μικρό ατύχημα, που είχα στον χώρο δουλειάς. Όπως απο­­­­­­­­­φάνθηκαν οι αρμόδιοι: υπεύθυνος ήμουν εγώ, που δεν τηρού­σα τους κανόνες ασφαλείας, αυτούς που είχα υπο­γρά­­­ψει ο ίδιος κατά την πρόσληψή μου»)

Η μεταφορά στο παρελθόν με την περιγραφή εργασιακών εμπειριών του ήρωα, εργασιακά ατυχήματα ακόμη και θάνατος συναδέλφου λόγω των ανεπαρκών όρων μέριμνας από την πλευρά της εργοδοσίας, δικαιολογούν την τοποθέτησή του στο παρόν και ερμηνεύουν τη θλίψη και την παραίτηση, που κατατίθενται ως στάση ζωής πια.

(«Δεν ήταν ο φυσικός μόχθος που με επιβάρυνε, αλλά όλα τα υπόλοιπα. Αυτά που πρέπει κανείς να υποστεί, για να μην καταλήξει άνεργος και πάλι: τις μικροπροσβολές απ’ τους ανωτέρους, τους μικροεκβιασμούς, τις υποχωρή­σεις, την αίσθηση πως δεν είσαι παρά ένα εργαλείο ανα­λώ­σι­μο. Το αίσθημα της αδικίας, που σε κατακλύζει όταν εισπράτ­τεις στο τέλος τού μήνα τον μισθό, που σε δια­μορ­φώνει εργαζόμενο άπορο»)

Όσο προχωρά και εμβαθύνει η αναδρομή τόσο ισχυροποιούνται τα παραπάνω συναισθήματα στη συνείδηση του αναγνώστη, ο οποίος αναγνωρίζει από τη μια μεριά την αλήθεια του αφηγούμενου μύθου και από την άλλη την αδυναμία αντιμετώπισης της εργασιακής λαίλαπας τόσο από τους ήρωες όσο και από τον ίδιο. Στα εργασιακά αδιέξοδα περιλαμβάνονται και αναφορές στον συνδικαλισμό,

(«Αυτός, ήταν αυτό που λέμε άνθρωπος του συνδικαλισμού και πίεζε τους πάντες να γραφτούν στο σωματείο, μα δεν ήταν γραφτό να στεριώσει και πολύ στη δουλειά. Δύο ή τρεις μήνες τον ανέ­χτηκαν, μέχρι να τον μεταφέρουν σ’ άλλη μονάδα, κι ύστερα να συνειδητοποιήσουμε πως απολύθηκε.»)

ο οποίος, αν και στην αρχή της αναδρομής αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τον κεντρικό ήρωα,

(«Πού αλλού θα μπορούσε, αλήθεια, να εναποθέσει κανείς τις ελπίδες του; Στο συνδικαλισμό μήπως; Αυτή η έννοια έχασε παντελώς το ανάστημά της, εφόσον την έζεψαν στης χρησιμοθηρίας το άρμα, τούτο δα, είναι τόπος κοινός»)

προβάλλει στο τέλος της αφήγησης ως η μόνη λύση αν όχι για την αντιμετώπιση των πλείστων προβλημάτων, που καταγγέλλονται, τουλάχιστον ως προς την ενεργή αντιμετώπισή τους από τον ίδιο τον ήρωα.

(«Η ζωή είναι αγώνας, μα το τί είδους αγώνας θα γίνει ας το επιλέξει ο καθένας. Μπο­ρεί να γίνει αγώνας υπομονής, όπου πρέπει να βαστάς την αναπνοή σου μέχρι να σκάσεις ή πάλη για ν’ ανασάνεις σαν άνθρωπος. Εμένα, καλώς ή κακώς, για το πρώτο είδος αγώνα δεν μου έχουν απομείνει πια αντοχές!»)


Στη «Νέα αγωγή», ο συγγραφέας περνά με χαρακτηριστική άνεση στη χρήση του τρίτου προσώπου και αντικειμενικά πλέον, ως εξωτερικός παρατηρητής, εστιάζει στην πραγματικότητα του ήρωα, ο οποίος έχοντας βιώσει τα αδιέξοδα, οικονομικά και προσωπικά, στο παρελθόν και αντιλαμβανόμενος τους παράγοντες που κυριαρχούν στον χώρο της εργασίας («το μέσον», τις«γνωριμίες») αποφασίζει να τους χρησιμοποιήσει και έτσι καταλαμβάνει μια θέση στο δημόσιο.



(«Βλέπετε, στον χώρο που εργάζεται, δεν προσελήφθη, ακριβώς, αξιοκρατικά, αλ­λά αυτό δεν έδειχνε αρχικά να τον επηρεάζει διόλου. Συνη­θισμένος ήταν στο να χαίρει ειδικής μεταχείρισης, του είχε συμβεί και παλιότερα, όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, μα όλως τυχαίως κατόρθωνε να επισκέπτεται διαρ­κώςτο σπίτι του ως αδειούχος. Και τότε, όπως και τώρα, απλώς αξιοποιούσε κάθε διαθέσιμο μέσο για να κάνει τη ζωή του πιο εύκολη. Γιατί να χολοσκάει λοιπόν; Με τον σταυ­ρό στο χέρι, κανένας δεν πρόκοψε»)

Ο ρεαλισμός διευκολύνει την παρουσίαση των συνθηκών της αναξιοκρατίας και της φαυλότητας, ενώ παράλληλα η αίσθηση της ματαιότητας επιτείνεται από τους χαρακτηρισμούς που ο ίδιος ο ήρωας αποδίδει στον εαυτό του, οι οποίοι κινούνται από την αυτολύπηση μέχρι την απόλυτη αυτοακύρωση.

(«Στυγνός πρακτικιστής» το λοιπόν· κι αυτός θα μπο­ρούσε να ήταν ένας τίτλος ταιριαστός για εκείνον. Είχε, άλ­λωστε, από καιρό διακόψει κάθε σχέση με τα νεανικά του ορά­ματα, το ομολογούσε με κάθε ευκαιρία κι ο ίδιος»).

Ο σαρκασμός του αφηγητή, ορατός ακόμη και στον τίτλο, απευθύνεται μεν στον ήρωα, ο οποίος - εξ αιτίας της ανάγκης που δημιουργεί ο βιοπορισμός- αποδέχεται έμπρακτα το σύνολο σχεδόν των κακώς κειμένων της εργασίας σήμερα, κυρίως, όμως, στρέφεται εναντίον εδραιωμένων συνθηκών που, τουλάχιστον έμμεσα, εκτρέφουν τα κοινώς αποδεκτά αδιέξοδα στον εργασιακό χώρο διαιωνίζοντας καταστάσεις απαράδεκτες από κοινωνική, πολιτική και κυρίως ηθική άποψη.

(«Μπορούσε, πλέον, να ελίσσεται επιδέξια σε κάθε κατάσταση, αλλά και να επινοεί δικαιολογίες για να επαναπαύει διαρκώς τη συ­νεί­δησή του. Το σημαντικότερο ήταν, ότι κατείχε τη δε­ξιότητα να διατυπώνει σιβυλλικά τις απόψεις του και όταν το απαιτούσε η περίσταση, να αλλάζει τεχνηέντως δέρμα σαν φίδι.»)

Αυτά τα θέματα της ηθικής παρουσιάζονται με μεγάλη έκταση μέσω της εστίασης του αφηγητή αλλά και του κεντρικού προσώπου και προκαλούν έντονους προβληματισμούς στον αναγνώστη κυρίως επειδή συσχετίζουν την ατομική με την κοινωνική σήψη χωρίς να παρέχουν ελαφρυντικά καμιάς μορφής.

(«Για μια επίπλαστη αίσθηση ασφάλειας και την δυνατότητα να εξασφαλίζει τα απαραίτητα, έκανε τα όσα έκανε. Ασχέτως που το κυνήγι των απαραίτητων, για τη συντήρηση της ζωής αγαθών, έχει μετατραπεί σήμερα σ’ ένα ατέρμον ταντάλιο μαρτύριο»)

Η συνείδηση του ανθρώπου (αφηγητή και αναγνώστη) πάσχει μέσα από την παρουσίαση του εφησυχασμού, της απόλυτης ιδιοτέλειας, της χρηστικότητας των κοινωνικών γνωριμιών. Η αίσθηση της απόλυτης τελμάτωσης της ηθικής στον κοινωνικό χώρο επιτείνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο ήρωας το συνειδητοποιεί μεν,

(«μα χρησιμοθηρικά, πιο ωφέλιμα αποδεικνύονται πάντοτε τα ηθικώς ανεπίτρεπτα. Κι όσο η ηθική υπνώττει, εφημερεύει η διαφθορά και εδραιώνεται έρποντας στων βολεμένων τις ράχες»)

αλλά με τρόπο κυνικό το αποδέχεται ως αναγκαίο όρο ευζωίας και επομένως δεν δραστηριοποιείται ώστε να δημιουργηθούν νέοι όροι στον επαγγελματικό και ευρύτερα κοινωνικό χώρο. Ο ήρωας καταλήγει να ζει μια ζωή φθηνή, από την άποψη των όρων πραγμάτωσής της, ρηχή , από την άποψη της ικανοποίησης που λαμβάνει από το σύνολο των στοιχείων που την συνιστούν, προβληματική τελικά για τον ίδιο και για το περιβάλλον του κυρίως επειδή η ρηχότητα και ο ωφελιμισμός του στερούν την ικανότητα του υγιούς οραματισμού για το μέλλον ακόμη κι αν αυτό αναφέρεται στους άμεσους απογόνους του, στα παιδιά του.

(«Το μόνο που δυ­σκολεύεται ακόμη να οραματιστεί, είναι τον εαυτό του ως γονέα, γιατί τέτοιος, όπως έχει καταντήσει, δεν θα μπο­ρού­σε παρά να αναθρέψει απογόνους ανήθικους»)

Στο διήγημα: «Ονείρου μονόπρακτο», η αφήγηση κινείται σε δυο επίπεδα. Το πρώτο παρουσιάζει ρεαλιστικά τις συνθήκες που αντιμετωπίζει ο ήρωας στο παρόν σε σχέση με τις υποχρεώσεις του, επαγγελματικές και κοινωνικές, αλλά και τη βίωση των αποτελεσμάτων των υποχρεώσεων από τον ήρωα.

(«Το μυαλό του κατακλύστηκε απ’ τα ζητήματα που θα ’πρεπε να είχε διευθετήσει τις προηγούμενες μέρες»)

Ο αναγνώστης αναγνωρίζει τους όρους μιας πραγματικότητας λυπηρής, απολύτως ισοπεδωτικής, ελάχιστα θελκτικής και τελικά αποπνικτικής.

(«Δεν είναι μονάχα η ανησυχία που τον ενοχλεί, αυτήν την έχει προ πολλού συνηθίσει· είναι μια αδιευκρίνιστη θλίψη, για τις ώρες που χάνονται άσκοπα»)

Η έμφαση σε λεπτομέρειες επιτείνει την προβολή των καθημερινών αδιεξόδων και συμβάλλει στην ανταποκρισιμότητα του αναγνώστη προετοιμάζοντας τη δεύτερη ενότητα. Εδώ αλλάζει ο αφηγηματικός τόπος μέσω του ονείρου του κεντρικού προσώπου:η επιλογή ενός νεκροταφείου, όπου παρουσιάζονται οι μορφές του ερέβους, της σιωπής και της απραξίας προσδίδει στην αφήγηση όχι μόνο συμβολικό αλλά και έντονα ψυχολογικό χαρακτήρα.

(«Τα τρία αλλοπρόσαλλα πλάσματα, έμοιαζαν λιγότερο με αυθύπαρκτες υπάρξεις και περισσότερο με προεκτάσεις κά­ποιας απροσδιόριστης συλλογικής οντότητας»).

Η προσωποποίηση λειτουργεί ενισχυτικά στην εντύπωση που δημιουργεί η αφήγηση από την αρχή: η πρόσθεση του ισχυρού μεν αλλά εύκολα αντιληπτού συμβολισμού, που ενέχεται στη σιωπή, στο έρεβος και στην απραξία, ενισχύει τους στόχους του ρεαλισμού της πρώτης ενότητας αφού εγκολπώνει τον παράγοντα του ονείρου και έτσι καθιστά την αφήγηση όχι μόνο περισσότερο ενδιαφέρουσα αλλά πολυεπίπεδη ενισχύοντας τη λογοτεχνική στόχευση. Η πολύ επιτυχημένη σύζευξη ρεαλισμού και συμβολισμού ενισχύεται από την εκτενή χρήση διαλογικών μερών μεταξύ των προσωποποιημένων μορφών της σιωπής, του ερέβους και της απραξίας και έτσι επιτυγχάνεται η λογοτεχνική απόδοση του ασυνειδήτου μέρους του κεντρικού ήρωα ως αντανάκλαση όσων βιώνει καθημερινά στον χώρο του συνειδητού.

Σιωπή: Μπορείς να το αρνηθείς, μα τελευταία παρατή­ρησα αλλαγές στη ψυχολογική σου κατάσταση.

Έρεβος: Ναι, αυτό που ειπώθηκε είναι αλήθεια, μέχρι κι εγώ το βλέπω ξεκάθαρα.

Απραξία: Πέρασα απλώς μερικές ημέρες έντονης εσω­στρέφειας και συμπεριφερόμουν απρόβλεπτα.

Τα τρία διηγήματα αποδίδουν τις συνθήκες που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος ως μέλος του συνόλου και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει (οικονομικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, ακόμη και ηθικά) σήμερα. Ο συγγραφέας αποδεικνύεταιικανότατος στην κατάδειξη των παραγόντων που εγκλωβίζουν τον άνθρωπο καθιστώντας τον έρμαιο των συνθηκών και ανίκανο για λήψη ή ,κυρίως, εφαρμογή αποφάσεων ικανών να τον αποδεσμεύσουν ή τουλάχιστον να διευκολύνουν την καθημερινότητά του. Παρουσιάζονται παράλληλα οι άθλιες συνθήκες εργασίας, που επικρατούν σήμερα, μέσα από τις ιστορίες απλών σημερινών ανθρώπων: τα αδιέξοδα, οι έμμεσες απειλές για την κατάκτηση ή τη διατήρηση μιας θέσης, η πλήρης άρση της ηθικής και των κανόνων της, η ανάγκη της προσαρμογής σε πραγματικότητες που θυμίζουν μεσαίωνα, αφού δεν διασφαλίζουνέστω στοιχειωδώς την αξιοπρέπεια της καθημερινής ζωής και όλα αυτά χωρίς υπερβολές ούτε ως προς τη δράση των κεντρικών προσώπων, ούτε ως προς την επιλογή των επιμέρους θεμάτων πάνω στα οποία δομείται η αφήγηση. Με μια γλώσσα εξαιρετική, με ενσυναίσθηση η οποία δίνει την εντύπωση ότι προκύπτει από την προσωπική βίωση των αφηγούμενων καταστάσεων, εξωτερικών και εσωτερικών, με συγκινητική προσήλωση στην αφηγηματική στόχευση ο συγγραφέας τοποθετεί τον πήχη πολύ ψηλά δικαιολογώντας τον χαρακτηρισμό που έχει αποδοθεί στη λογοτεχνία ότι δηλαδή αποτελεί το μέγιστο ανάγνωσμα, το ανάγνωσμα των αναγνωσμάτων.


Βιογραφικό

Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας, και είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Είναι συνεργάτης των εκδόσεων Γράφημα, τακτικό μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, και επικεφαλής του τμήματος Πεζογραφίας αυτού. Συντάκτης Πεζογραφίας, Δοκιμίων και Ποίησης στο Λογοτεχνικό Δελτίο, έντυπη φιλολογική ύλη τριμηνιαίας κυκλοφορίας.
Έχει διακριθεί σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του, δημοσιεύτηκαν σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τους εκδοτικούς οίκους: Κέφαλος, Σύγχρονη εποχή, Διάνοια, Άπαρσις και Γράφημα.
Τον Σεπτέμβρη του 2021 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του WWW.Dialogos.gr, από τις εκδόσεις Κέφαλος, τον Αύγουστο του 2022 κυκλοφόρησε η Συλλογή Διηγημάτων του «Αδιέξοδοι καιροί»από τις εκδόσεις Γράφημα, και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, το Παραμύθι «Ανοσήρωες εναντίον Μικροβλαβερούληδων» (εκδόσεις Άπαρσις).
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό Βραβείο Πεζογραφίας «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης».






Παρουσίαση του βιβλίου "Το νερό που μ΄εκδικήθηκε και άλλες ιστορίες του νου " της Τίνας Κουτσουμπού