«Το έθνος να λυπάστε αν φοράει ρούχο
που δεν το ύφανε.
Ψωμί αν τρώει, αλλά όχι
από τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι
από το πατητήρι του»
(Χαλίλ Γκιμπράν)
Οι παραπάνω επισημάνσεις του Χαλίλ Γκιμπράν συνιστούν και μία προτροπή προς τους πολίτες όλων των εθνών και ιδιαίτερα του Ελληνικού. Επισημαίνει με καίριο τρόπο πως η οικονομική αυτάρκεια θεωρείται ικανή κι αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση ενός έθνους. Κι αυτό γιατί η οικονομική εξάρτηση συνοδεύεται κι από άλλες εξαρτήσεις (πολιτικές, πολιτιστικές…) με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνική ελευθερία
Στην εποχή μας τα οικονομικά ισχυρά κράτη «αγωνιούν και αγωνίζονται» να παραμείνουν στο προσκήνιο των ηγέτιδων δυνάμεων και να διατηρήσουν τις πρωτοβουλίες για την πορεία του κόσμου. Αντίθετα τα μικρότερα έθνη ή κράτη «αγωνιούν και αγωνίζονται» να επιβιώσουν και να μη συνθλιβούν από το βάρος των παγκόσμιων προβλημάτων. Η ίδια, λοιπόν, η πραγματικότητα αναδεικνύει εμφαντικά την αναγκαιότητα μίας συνεχούς επαγρύπνησης και εθνικής αφύπνισης. Η καταγραφή της παγκόσμιας πραγματικότητας κρίνεται απαραίτητη για τη συνειδητοποίηση της θέσης μας ως χώρας στο παγκόσμιο περιβάλλον.
Η εθνική μας επιβίωση σε έναν κόσμο «εν αταξία»
Η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σε μία πορεία που τη χαρακτηρίζουν οι βαθύτατες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δράσης. Η καλπάζουσα παγκοσμιοποίηση, ο στρατιωτικοπολιτικά ιεραρχημένος κόσμος, οι επικοινωνιακές τεχνολογίες και η προϊούσα απονεύρωση των εθνικών κρατών συνθέτουν ένα κλίμα μέσα στο οποίο άτομα, λαοί και έθνη αγωνίζονται να υπάρξουν ως βιολογικά όντα και εθνικές οντότητες. Στη νέα διαμορφούμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων ο Ελληνισμός αγωνιά και αγωνίζεται για να επιβιώσει και να προοδεύσει.
Επειδή ως λαός δεν μπορούμε να διαμορφώνουμε τις βασικές πτυχές της παγκόσμια πραγματικότητας επιβάλλεται να διαμορφώσουμε τη δική μας στάση – θέση, αποσαφηνίζοντας ορισμένους τρόπους και όρους της σκέψης μας και της δράσης μας. Η παγκόσμια «αταξία» υποχρεώνει το σύγχρονο ελληνισμό να οριοθετήσει εξ υπαρχής την παρουσία του ως ιστορικής οντότητας με οδηγό την εθνική ταυτότητα και την επίγνωση των όρων της εξωτερικής πραγματικότητας.
Η ατομική επιβίωση και πρόοδος είναι η συνισταμένη του βαθμού αυτογνωσίας αλλά και της κατανόησης των συνθηκών της εξωτερικής πραγματικότητας. Εάν το παραπάνω βρίσκει εφαρμογή στην επιτυχή πορεία ενός ανθρώπου άλλο τόσο ισχύει και για τη ζωή ενός λαού ή έθνους. Η συνειδητοποίηση όλων εκείνων των στοιχείων που συνυφαίνουν την εθνική ταυτότητα συνιστά όρο απαραίτητο για τους Έλληνες στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να προοδέψουν σε έναν κόσμο που συγκλονίζεται από αλλαγές.
Σε έναν κόσμο, λοιπόν, που τείνει να εξαλείψει τις εθνικές ιδιαιτερότητες και να επιβάλλει μία ομοιομορφία προτύπων και στόχων, ο βαθμός αυτογνωσίας του λαού μας μπορεί να σταθεί αφετηρία στο δρόμο για διατήρηση της εθνικής μας ιδιομορφίας.
Η εθνική ταυτότητα
«Έθνος χωρίς παρελθόν είναι μία εγγενής αντίφαση. Αυτό που συγκροτεί ένα έθνος είναι το παρελθόν, αυτό που προσδιορίζει ένα έθνος έναντι των άλλων είναι το παρελθόν»
(Eric J. Hobsbawn)
Η ανάγκη εθνικής επιβίωσης με όχημα την εθνική μας ιδιομορφία δεν απορρέει από μία ψευδαίσθηση για την ανωτερότητα του έθνους μας έναντι των άλλων εθνών αλλά γιατί η γνώση της εθνικής μας ταυτότητας αποτελεί τον αναγκαίο όρο για το ξεδίπλωμα όλων των δημιουργικών δυνάμεων. Κανείς δεν μπορεί να δημιουργεί και να προοδεύει, αν δεν γνωρίζει βαθιά το βαθύτερο «είναι» του. Η συνειδητοποίηση της εθνικής ταυτότητας συνιστά κίνητρο για ένα έθνος να εργαστεί τόσο για τη διαφύλαξη όλων εκείνων των στοιχείων που συνιστούν τον πλούτο του (πολιτισμός, ελευθερία, αγωνιστικό πνεύμα) όσο και για την οικοδόμηση νέων θεμελίων πάνω στα οποία θα στηριχτεί στο μέλλον.
Κι αυτό γιατί εκτός των άλλων η εθνική αυτογνωσία ενισχύει τη συνοχή ενός έθνους, ισορροπεί τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και δείχνει το δρόμο της ομοψυχίας και συνεργασίας για την πραγμάτωση των εθνικών στόχων.
Από την άλλη πλευρά, όμως, απαραίτητη για την επιβίωση του έθνους μας σήμερα θεωρείται η γνώση των νέων δεδομένων του παγκόσμιου σκηνικού. Για να επιβιώσει και να «προκόψει» ένα έθνος δεν αρκεί μόνο να γνωρίζει τις δικές του δυνάμεις αλλά να έχει βαθιά επίγνωση και των όρων της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η δράση (αμυντική ή επιθετική) κάθε ατόμου ή έθνους είναι προϊόν τόσο της αυτογνωσίας όσο και της συνειδητοποίησης των δυνατοτήτων που του παρέχει το εξωτερικό περιβάλλον.
Η γνώση, δηλαδή, των εξωτερικών δεδομένων θεωρείται αναγκαίος όρος για κάθε ενέργειά μας ως έθνους, γιατί μας δείχνει τον τρόπο που πρέπει να επιλέξουμε για τη διεκδίκηση των εθνικών μας δικαίων, τις συμμαχίες που πρέπει να επιτύχουμε και το χρόνο που θα δράσουμε. Γενικότερα χαράζει ο αντικειμενικός κόσμος τα «όρια» της δράσης ενός έθνους, χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά μία πεσσιμιστική υποταγή στην εξωτερική αναγκαιότητα.
Ρεαλισμός και όραμα
«Η πραγματοποίησις των εθνικών μας πόθων δεν εξαρτάται τόσον εκ των ιδικών μας πράξεων, όσον από την συνδρομήν των διεθνών περιστάσεων, αίτινες διαφεύγουν της ιδικής μας επιρροής»
(Ελευθέριος Βενιζέλος)
Όσο αναγκαίος είναι ο ρεαλισμός για τη χάραξη της εθνικής πορείας άλλο τόσο αναγκαία είναι και η ύπαρξη οραμάτων. Κάθε λανθασμένη όμως γνώση των συνθηκών της διεθνούς πραγματικότητας μπορεί να ενεργοποιήσει σε λανθασμένο στόχο και σε λάθος χρόνο τις εθνικές δυνάμεις με αποτέλεσμα να επέρχεται απογοήτευση από τυχόν αποτυχία. Η παράβλεψη των απαιτήσεων του σύγχρονου κόσμου μας κάνει περισσότερο ανέτοιμους και εκτεθειμένους σε κινδύνους.
Αντίθετα η βαθιά γνώση όλων των παραμέτρων (οικονομικών, πολιτικών, στρατιωτικών…) της παγκόσμιας ζωής μας «διδάσκει» την αναγκαία «προσαρμογή» αλλά και μας «διαφωτίζει» για τα όρια του «εφικτού». Το «ευκταίον» ενός έθνους καλό είναι να το προσαρμόζουμε και με τις υπάρχουσες εθνικές δυνάμεις αλλά περισσότερο με τα όρια που θέτει η εξωτερική πραγματικότητα.
Η αναγκαία ισορροπία και σύνθεση
Από τα παραπάνω λοιπόν συνάγεται πως μέσα στις διεθνείς συνθήκες ενός σκληρού κόσμου ο Ελληνισμός επιβάλλεται να οπλιστεί με εθνική αυτογνωσία – αυτοσυνειδησία αλλά και με βαθιά γνώση των νέων δεδομένων. Σε κάθε εθνική μας ενέργεια πρέπει να ισορροπούμε πάνω στη γνώση της εθνικής μας ταυτότητας και στην επίγνωση των αντικειμενικών όρων της παγκόσμιας σκηνής.
Αν προϋπόθεση για μία εθνικά υπερήφανη στάση απέναντι στα προβλήματα της διεθνούς πραγματικότητας είναι η ύπαρξη και συνειδητοποίηση της εθνικής ταυτότητας και ομοψυχίας, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό για να γίνουμε πειστικοί τόσο στους εαυτούς μας όσο και στους ξένους. Η υπερβολική και άγονη επίκληση του ένδοξου παρελθόντος μας δεν είναι αρκετή όχι μόνο για τη διαμόρφωση και διάσωση της εθνικής μας ταυτότητας αλλά και για την επιτυχή παρουσία μας μέσα σε έναν κόσμο που χαράζει το μακρινό μέλλον.
Πρέπει ως άτομα, ως κοινωνία και ως έθνος να βρούμε εκείνους τους τρόπους με τους οποίους θα συνθέσουμε τη νέα μας ταυτότητα μέσα σε έναν κόσμο που υφίσταται με δραματικό τρόπο κοσμογονικές αλλαγές και κρίση ταυτότητας. Το βάρος της εθνικής μας ιστορικής κληρονομιάς δεν πρέπει να μας εγκλωβίζει σε μία κοντόφθαλμη και μονοδιάστατη ερμηνεία του παρόντος. Η συνύφανση της ιστορικής μνήμης, των ιστορικών εμπειριών – βιωμάτων και διδαγμάτων με τη γνώση του παρόντος και την πρόβλεψη – σχεδιασμό του μέλλοντος του Ελληνισμού για τον αιώνα που ζούμε.
Με λογισμό και όνειρο
Όσο κακό λοιπόν και εθνικά επιζήμιο είναι η απώλεια της ιστορικής μνήμης και η απουσία εθνικής αυτογνωσίας – ταυτότητας άλλο τόσο αρνητικό και εθνικά επικίνδυνο είναι η αδυναμία μας ως έθνος να διαμορφώσουμε και να αναπτύξουμε μία νέα σκέψη και αντίληψη για την παρουσία – θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο.
Σε έναν κόσμο, λοιπόν, επικίνδυνα ομογενοποιημένο και γεμάτο από αντιφάσεις ο Ελληνισμός υποχρεούται να οπλιστεί με γνώση και παιδεία, χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις και αγκυλώσεις, να ανοιχτεί με «λογισμό και όνειρο» στο άγνωστο και αβέβαιο και τελικά να εντάξει τη δράση του σε μια μακροπρόθεσμη ριζική προοπτική αλλαγής τόσο του ίδιου όσο και του κόσμου. Επιβάλλεται ως λαός να εθιστούμε στην συνύπαρξη με την παγκόσμια αβεβαιότητα στηριγμένοι στα σταθερά σημεία του παρελθόντος.
Ο εθνικός ορθολογισμός είναι αναγκαίος σε μια λογικά απροσδιόριστη εποχή. Είναι μία ευκαιρία να διαψεύσουμε τη θέση του Θ. Κολοκοτρώνη και να «λογικέψουμε»:
«Οι Έλληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν θεόν φρόνιμον»
Από https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/