ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Έλληνες γαρ εσμέν: Ομολογία Ελληνικότητας"


Έλληνες γαρ εσμέν: Ομολογία Ελληνικότητας

1.    «Το Ελληνικόν γλώσση αιεί τη αυτή διαχράται»1

(Ηρόδοτος)

2.    «Και Έλληνες [ων] ονομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι»2

(Πάριον Μάρμαρο)

3.    «Αυτός μεν ουν αφ’ αυτού τους καλουμένους Γραικούς προσηγόρευσεν Έλληνας»3

(Απολλόδωρος)

Ο εθνικός προσδιορισμός ή αυτοπροσδιορισμός συνιστά ένα μείζον πρόβλημα. Κι αυτό γιατί υπάρχουν διαφορετικές αξιολογήσεις ως προς το κυρίαρχο ή κυρίαρχα στοιχεία που συνθέτουν την εθνική ταυτότητα ενός ατόμου ή λαού. Οι ιστορικοί και ιστοριογράφοι προβάλλουν εμφαντικά εκείνα τα στοιχεία που λειτουργούν ως συνεκτικός ιστός μεταξύ των κατοίκων μιας χώρας ή ενός έθνους και εξασφαλίζουν την στοιχειώδη ομοιογένεια, όπως: Γλώσσα, καταγωγή…

Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, προβάλλουν εμφαντικά τη θρησκεία ή την παιδεία – ως βίωμα – ως πυρηνικών στοιχείων της εθνικής ταυτότητας. Δεν λείπουν, βέβαια, κι εκείνοι που αρέσκονται να αυτοπροσδιορίζονται εθνικά από το όνομα ενός ήρωα ή θεού που θεωρείται και ως εθνικός τους γεννήτορας.

Ο Ηρόδοτος και ο Ισοκράτης με το δικό τους τρόπο πρόβαλαν τα στοιχεία που συνθέτουν το υπόβαθρο της εθνικής – Ελληνικής ταυτότητας:

α.«Το Ελληνικόν, εόνόμαιμόν τε και ομόγλωσσον, και θεών ιδρύματά τε κοινά και θυσίαιήθεά τε ομότροπα»4

(Ηρόδοτος, Ουρανία)

β.«Και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας»5

(Ισοκράτης, Πανηγυρικός)


Ποιοι θεωρούνται Έλληνες

Προκειμένου για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της ελληνικής εθνικής ταυτότητας τα κριτήρια αλλάζουν, ανάλογα με τις ιστορικές και παγκόσμιες συνθήκες περί δικαίου, δικαιωμάτων του ανθρώπου και κυρίως του δικαιώματος του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των πρώτων ελληνικών συνταγμάτων κατά την επανάσταση του 1821.

Στο πρώτο ελληνικό σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) ως Έλληνες θεωρούνται «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν». Η έννοια του αυτόχθονα και του χριστιανού αποτελούν τον αναγκαίο όρο της ελληνικότητας. Στο σύνταγμα του Άστρους (1823) προστίθεται μία νέα διάταξη για όσους θα έλθουν από το εξωτερικό. Αυτοί μπορούσαν να γίνουν ή να θεωρηθούν Έλληνες εφόσον έχουν ή αποκτήσουν «πάτριον την Ελληνικήν φωνήν». Με τη νέα διάταξη η γλώσσα προστίθεται ως αναγκαία συνθήκη για την ελληνικότητα κάποιου.

Τα νεότερα νεοελληνικά συντάγματα εισάγουν νέες προϋποθέσεις προσαρμοσμένες στις νέες αρχές δικαίου και ηθικής περί αυτοπροσδιορισμού. Εξάλλου οι σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες επιβάλλουν νέους όρους που καθιστούν τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό μία δύσκολη υπόθεση.


Η ελληνικότητα ως στοιχείο ταυτότητας

Με βάση όλα τα παραπάνω θα ήταν ωφέλιμη και «εθνικά» ενδιαφέρουσα μία αναδρομή σε ομολογίες και συμπεριφορές ατόμων και λαών που ένιωσαν την ανάγκη να προβάλλουν την εθνική τους ταυτότητα ως στοιχείο προσδιοριστικό της ύπαρξής τους. Επειδή οι περιπτώσεις είναι πολλές, είναι αναγκαία μία επιλογή που ίσως αδικήσει κάποιες άλλες αξιόλογες ομολογίες ή συμπεριφορές. Οι αναφορές θα εστιαστούν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.

 

Ίτεπαίδες…

Οι Αθηναίοι μετά την μάχη του Μαραθώνα (490π.Χ.) εναντίον των Περσών ένιωσαν την ανάγκη να διακηρύξουν στο επίγραμμα ότι πολέμησαν για όλους τους Έλληνες, υπερβαίνοντας τον «Αθηναϊκό εθνικισμό». Ήταν μία ιστορική νίκη που αποτυπώθηκε στο γνωστό επίγραμμα προβάλλοντας εμφαντικά το μέγεθος της νίκης και ιδιαίτερα το στόχο που δεν ήταν άλλος από την ελευθερία.

«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδωνεστόρεσαν δύναμιν»6

Ωστόσο εκείνο που αναδεικνύει την ελληνικότητα των αρχαίων Ελλήνων – που υπερέβαινε τον διαχωρισμό σε πόλεις – κράτη – ήταν ο στίχος του Αισχύλου στο έργο του «Πέρσες». Εκεί τονίζεται με συναισθηματικό και προτρεπτικό τρόπο το κάλεσμα προς όλους τους Έλληνες για αγώνα ενάντια στο δεσποτισμό των Περσών. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ο τραγικός ποιητής με το στίχο – σάλπισμα αίρεται πάνω από τους τεχνητούς διαχωρισμούς των πόλεων – κρατών και καλεί όλους τους Έλληνες σε έναν «υπέρ πάντων» αγώνα. Είναι η κορυφαία στιγμή της αρχαίας Ελλάδας που έδωσε περιεχόμενο στην έννοια και βίωμα της ελληνικότητας. 

«Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτεπατρίδ’,

ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη,

θήκας τε προγόνων∙ νυν υπέρ πάντων αγών»7

Οι στίχοι αυτοί έγιναν σύνθημα και επαναλαμβάνονται κάθε φορά όταν ο αγώνας είναι επιβεβλημένος για την ατομική μας αξιοπρέπεια και την εθνική ελευθερία.


Έλληνες γαρ εσμέν…

Στο Βυζάντιο επειδή η έννοια Έλληνας και Ελλάδα κατέστησαν συνώνυμα του Εθνικός, Παγανιστής και Ειδωλολάτρης απουσιάζουν οι ομολογίες περί ελληνικότητας κάποιων. Η υπερηφάνεια για την ελληνικότητα – όπως διατυπώθηκε σε κάποιες ιστορικές στιγμές – στην αρχαία Ελλάδα εκλείπει. Η απαξίωση αυτή αιτιολογείται από τη σύγκρουση Ελληνισμού και Χριστιανισμού κι από την ιδιοτυπία της ταυτότητας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Φωτεινή εξαίρεση στην ομολογία για την ελληνικότητα αποτελεί ο λόγος – θέση του Γεωργίου Γεμιστού – Πλήθωνα που περήφανα δήλωνε για την ελληνικήν του καταγωγή:

«Έλληνες εσμέν το γένος, ων ηγείσθε και βασιλεύετε, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»8.

Απώτατος στόχος του φιλοσόφου ήταν εκτός από τη διάδοση των Πλατωνικών φιλοφοφικών ιδεών και η διάσωση του γένους των Ελλήνων. Το έργο του και οι θέσεις του εκτιμήθηκαν περισσά από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο.

Η αξία της διακήρυξης – ομολογίας του Γεμιστού μεγεθύνεται ακόμη περισσότερο, αν συγκριθεί με ανάλογη θέση – ομολογία του πατριάρχη Γενναδίου, ο οποίος προέκρινε το θρησκευτικό – χριστιανικό στοιχείο έναντι του ελληνικού για τον αυτοπροσδιορισμό του.

«Έλλην ων τη φωνή, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες»9


Εγώ Γραικός γεννήθηκα…

Η φράση, όμως, που έμελλε να γίνει σύνθημα και στοιχείο εθνικής αυτογνωσίας ήταν η απάντηση του ήρωα του 1821 Αθανασίου Διάκου προς τον Ομέρ Βρυώνη. Μία απάντηση – άρνηση στην πρόταση να αλλαξοπιστήσει για να αποκτήσει αξιώματα στον οθωμανικό στρατό.

«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω!»

Ο φρικτός του θάνατος μετά από τα βασανιστήρια κατέστησε τον Διάκο σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας και ηρωισμού. Ενέπνευσε τη λαϊκή μούσα και έγινε ο αγαπημένος ήρωας όλων των Ελλήνων. Ήταν μία ομολογία που πυροδότησε την εθνική αυτοπεποίθηση και απελευθέρωσε πολλούς από το φόβο απέναντι στον Τούρκο κατακτητή.

Το τελευταίο του παράπονο ταυτίστηκε με το προμήνυμα για την ελευθερία της Ελλάδος. Την άνοιξη – ανάσταση του Ελληνισμού.

«Για δες καιρό που διάλεξεν/ ο χάρος να με πάρει,/ τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά/ και βγάζει η γης χορτάρι»

Την υπερήφανη στάση – απάντηση του Διάκου συμπλήρωσε μία άλλη «ποιητική» προτροπή του Γ. Καραϊσκάκη πριν το τέλος του προς τους πατριώτες – μαχητές του:

«Σαν Έλληνες βαστάξετε κι ωσάν Γραικοί σταθείτε».

Έλληνας και Γραικός είναι νοηματικά ισοδύναμα όπως και στα Ομηρικά έπη τα Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι.

«Ο Διάκος είναι ένας ήρωας δημοφιλέστατος. Ήταν νέος και ωραίος και κατόρθωσεν ιδίως ν’ ανανεώσει τη χειρονομίαν του Λεωνίδα, εις το ίδιον φυσικόν περιβάλλον, όπου απηθανατίσθη ο αρχαίος. Ιδού μία ενθάρρυνσιςδι εκείνους που θα ημπορούσαν ν’ αποθαρρυνθούν από το κλέος και τα κατορθώματα των προγόνων. Πάντοτε οι άνθρωποι ημπορούν να επιτελέσουν μεγάλα πράγματα», (Ρενέ Πυώ, «Ελεύθερον Βήμα», 3 Σεπτεμβρίου 1930)


Σήμερα πόσους Έλληνες μπορούν να διδάξουν, ενθουσιάσουν και να εμπνεύσουν τα παραπάνω λόγια και ιδιαίτερα ο στίχος του Αισχύλου, η ομολογία του Γεμιστού και η απάντηση του Διάκου; Πόσοι θα πρόβαλαν την ελληνικότητά τους ως θεμελιακό στοιχείο της ταυτότητας – ύπαρξής τους;

Σημειώσεις:

1.  Οι Έλληνες την ίδια γλώσσα πάντοτε χρησιμοποιούν.

2.  Και ονομάστηκαν Έλληνες αυτοί που πριν ονομάζονταν Γραικοί.

3.  Ο ίδιος μεν, λοιπόν, από μόνος του ονόμασε Έλληνες αυτούς που καλούνταν Γραικοί.

4.  Έλληνες είναι όσοι έχουν την ίδια καταγωγή, την ίδια γλώσσα, θρησκεία και ήθη ή έθιμα, (ελεύθερη μετάφραση).

5.  Και περισσότερον καλούνται Έλληνες όσοι έχουν τη δική μας παιδεία παρά ότι έχουν κοινή καταγωγή, (ελεύθερη μετάφραση).

6.  Υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι μαχόμενοι στον Μαραθώνα συνέτριψαν τη δύναμη των χρυσοφόρων Μήδων.

7.  Εμπρός των Ελλήνων παιδιά, να ελευθερώσετε πατρίδα, τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας να ελευθερώσετε τα ιερά και των προγόνων τους τάφους. Τώρα είναι ο αγώνας για όλα.

8.  Είμαστε Έλληνες στην καταγωγή… όμως το αποδεικνύει η γλώσσα και η προγονική παιδεία – μόρφωση.

9.  Αν και είμαι Έλληνας στη γλώσσα, δεν θα ισχυριζόμουνα ποτέ ότι είμαι Έλληνας, γιατί δεν σκέφτομαι όπως κάποτε σκέφτονταν οι Έλληνες.


https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com





ΓΙΟΥΛΗ ΜΠΟΪΝΤΑ "Ατιτλο"

Christian Schloe art

Τα βράδια που η απόσταση ματώνει τις ανθρώπινες ψυχές
λοξοδρομούν οι σκέψεις και κρυφά το σκάνε.
Τα όνειρα μεθούν με το κρασί που η ελπίδα τα ποτίζει
και η ψευδαίσθηση θρονιάζεται εκεί που ζούσε η αλήθεια.

Το ξεροκόμματο της πίκρας πια δεν μασιέται
και το παγούρι των δακρύων άδειο από καιρό.
Σαν κεραυνοί οι τύψεις τις νύχτες κομματιάζουν.
Μια γέννα με καισαρική όλη η ύπαρξή μας.

Δύσβατα και τραχιά τα μονοπάτια του θυμού
σε κάθε βήμα σκίζονται τα πόδια και ματώνουν.
Ψηλά πολύ ψηλά ορθώνονται τα τείχη της οργής
και στην αντάρα του μυαλού λουφάζει κάθε σκέψη.

Τ’ ανείπωτα τα πήρε ο άνεμος και πέταξαν μακριά.
Αυτά που μας πληγώνουν θάφτηκαν στης λησμονιάς τον τάφο.
Στοιχειώνει τη ζωή η άρνηση κι η ανοχή κλειδώνει το λουκέτο.
Οι σκλαβωμένοι δεν έχουν πια δικαίωμα στην Άνοιξη.

Κοινώνησαν οι άνθρωποι αθάνατο καημό και πόνο.
Εξ αγχιστείας συγγενείς οι φόβοι προσδοκούν μερίδιο της ζωής
από αυτούς που άπλωσαν το χέρι, χωρίς θάρρος, ελεημοσύνη
να ζητήσουν απ’ τ’ αύριο ή και συγχώρεση απ’ το χθες.

(Γιούλη Μποϊντά - 15/04/2021)











ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Και προχωρούσε..."



Βάδιζε ανέμελος δίπλα στο ρυάκι. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Τα πουλιά πετούσαν ψηλά κυνηγώντας μυγάκια που αιωρούνταν πάνω από το νερό. Ένα κουνέλι τον είδε να πλησιάζει κι έσπευσε τρομαγμένο να κρυφτεί σε μια τρύπα που είχε σκάψει στο χώμα.
-Pink Floyd απ’ τα παλιά, ψιθύρισε: “Run, rabbit run! Dig that hole, forget the sun”.
Κοίταξε το ρολόι του, κόντευε εννιά.
-Λαμπρά! καμάρωσε για τον εαυτό του και κορδώθηκε. Ένιωσε γενναίος. Απόψε ήταν αποφασισμένος να αντισταθεί.

Σε λίγο ξεκινούσε η ώρα κοινής ησυχίας. Συνέχισε να βαδίζει ανέμελος δίπλα στο ρυάκι, ώσπου σουρούπωσε για τα καλά. Μια ησυχία απόκοσμη σκέπαζε σιγά-σιγά τα πάντα. Μόνο το νερό ακουγόταν που στριφογύριζε ανάμεσα στα βραχάκια, και τα βήματά του που πατούσαν βαριά στο χώμα.
Σταμάτησε κι βίγλισε το χώρο· όσο μπορούσε, γιατί το σκοτάδι κατέβαινε γρήγορα. Πέρα μακριά, κάποιοι καθυστερημένοι έτρεχαν να προλάβουν την πύλη πριν χτυπήσει η σειρήνα.
"Run, rabbit run", μουρμούρισε κι ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
Ήταν μόνος, απολύτως μόνος. Άρχισε πάλι να βαδίζει ώσπου ακούστηκε το εμβατήριο της Σιωπής από τη σειρήνα της πολιτείας.
Ένιωσε άβολα. Πρώτη φορά βρισκόταν έξω από τα τείχη την ώρα της Σιωπής. Ανάμεικτα αισθήματα στριφογύριζαν στον αέρα και ανακάτευαν τον εσωτερικό του κόσμο. Ένιωσε να ζαλίζεται. Το θάρρος που ένιωθε λίγα λεπτά πιο νωρίς, είχε αρχίσει να χάνεται. Μια αμφιβολία για τη γενναιότητα της πράξης του άρχισε να τον διακατέχει κι όσο σκοτείνιαζε, γινόταν όλο και πιο έντονη.
Έβρεξε με λίγο νερό το πρόσωπό του για να συνέλθει και συνέχισε να βαδίζει δίπλα στο ρυάκι, χωρίς να κοιτάζει προς την πολιτεία. Η Σιωπή γινόταν όλο και πιο έντονη, ώσπου ακούστηκε από μακριά ο ανατριχιαστικός θόρυβος της σιδεριάς που σφράγισε την πύλη. Γνώριζε πως τώρα δεν υπήρχε επιστροφή. Έπρεπε να αντισταθεί, να σπάσει την υποχρέωση της Σιωπής.
Είχε σκοτεινιάσει πλέον και κείνος συνέχιζε να βαδίζει· σιωπηλός. Μια δυο φορές που έκανε να μιλήσει, η φωνή του σκάλωσε στη γλώσσα, φράκαρε στα δόντια και δεν μπόρεσε να αποσφραγίσει τα χείλια του. Δοκίμασε ξανά και ξανά, μα τίποτε. Η φωνή εμποδιζόταν, δεν έβγαινε με τίποτε από το σώμα του. Κουράστηκε να περπατά και κάθισε σε κάποιο ανάχωμα της όχθης. Ένιωθε να τον πλακώνει η ανατριχιαστική Σιωπή που απλωνόταν γύρω του κι έφτανε ως πέρα στην φωτεινή πολιτεία. Ως και το ρυάκι είχε ηρεμήσει.
Και τότε, εντελώς ξαφνικά, ακούστηκε ένας βαθρακός να κοάζει. Τόσο ξαφνικά που τον τρόμαξε. Η Σιωπή μάζεψε προς στιγμή το πέπλο της και παραμέρισε. Αλλά επέστρεψε θυμωμένη, έτοιμη να εκδικηθεί. Μα τότε ακούστηκε άλλο ένα, δυνατότερο αυτή τη φορά:
-Κοάξ, κοάξ!
Πριν η Σιωπή καταλάβει τι συμβαίνει, τα κοάσματα έγιναν δύο και μετά τέσσερα, οκτώ, δεκάξι, αμέτρητα. Όλο το ρυάκι, ως πέρα στην πύλη της πολιτείας, αντηχούσε από τις φωνές των βαθρακών. Η Σιωπή τα χρειάστηκε, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει σε αυτή τη γενικευμένη παραβίαση των κανόνων.
Ακούγοντας τους βαθρακούς, αναθάρρησε κι εκείνος και σηκώθηκε όρθιος. Βλέποντας την Σιωπή να υποχωρεί, άρχισε να κοάζει και αυτός. Στην αρχή δειλά, μα ύστερα δυνατά, πιο δυνατά από τα βατράχια. Ξεκίνησε πάλι να βαδίζει κοάζοντας. Η φωνή του πλέον έβγαινε με ορμή από το λαρύγγι, χωρίς να υπολογίζει κανένα εμπόδιο. Καθώς βάδιζε, πήρε περισσότερο θάρρος κι άρχισε να τραγουδά:

«Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα, χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε, με γνώριζε»*

Δεν τον ενδιέφερε τίποτα πια. Ένιωθε σπουδαίος.
Είχε σπάσει τον κανόνα της Σιωπής.

Θοδωρής Μπελίτσος, 14/4/2021
*Μανώλη Αναγνωστάκη "Δρόμοι παλιοί"
Φωτογραφία: Μαρία Κατεινά (27/1/2021)





















ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑ "Χορός με τα μάτια και την καρδιά!"



Είναι στιγμές καθημερινά που οι άμυνές μας κάμπτονται και χάνουμε την ελπίδα, είναι ανθρώπινο και λογικό.
Μετά, σαν παιδιά, ξαναβρίσκουμε τη θέληση για ζωή και προχωράμε. Γιατί ξέρουμε ότι δεν έχουμε δικαίωμα να λυγίσουμε, ούτε να κλείσουμε τα μάτια. Έτσι συνεχίζουμε να ψάχνουμε έναν κόσμο που δε θα ντρεπόμαστε που είμαστε άνθρωποι.
Ενστικτωδώς χαμηλώνουμε τα μάτια και κάνουμε μια προσευχή και δίνουμε μια υπόσχεση ότι θα είμαστε δίπλα σε όλους τους ανυπεράσπιστους που απόψε πεινούν, πονούν και φοβούνται. Οπουδήποτε κι αν αυτοί βρίσκονται. Δεν έχουμε κάτι άλλο να κεράσουμε, το δικό μας γλυκό είναι η αγάπη. Πάρτε ένα γλυκάκι!
Ο κόσμος μας είναι γεμάτος με ανθρώπους χορτάτους, καλοζωισμένους και αδιάφορους, που θεωρούν τους άλλους απλώς αριθμούς και τις απώλειες αναγκαίες. Τους εύχομαι να μη χρειαστεί ποτέ να γίνουν οι ίδιοι "αναγκαία απώλεια". Μυρίζει άσχημα η καμένη ψυχή. Και ακόμη και αν δε φτάσει η μυρωδιά τριγύρω, θα τη νιώθει εκείνος που την κουβαλάει και αυτό φτάνει. Έτσι είναι, η αλήθεια δεν είναι πάντα ευχάριστη, όπως και το ευχάριστο είναι πάντα αληθινό.
Υπόσχεση, αγωνία, ελπίδα και σεβασμός στα ζευγάρια μάτια που λάμπουν στα σκοτάδια τους, όπως τα αγρίμια τις νύχτες στο δάσος. Σιωπή και υπόσχεση. Θα είμαστε πάντα κοντά σε όποιον χρειάζεται βοήθεια και κατανόηση και η πόρτα μας θα είναι ανοιχτή σε όποιον φτάσει στο κατώφλι μας.
Είμαστε μονάδες αγάπης. Και είμαστε μόνοι τις περισσότερες φορές. Δεν πρέπει όμως να υποτιμά κανείς τις πολλαπλασιαστικές ιδιότητες κάποιων "μονάδων". Μιλάμε για μένα, για σένα και για τα παιδιά μας, μιλάμε για όλους μας. Είμαστε σε ζωντανή σύνδεση με όλο τον πλανήτη που αιμορραγεί και ελπίζει.
Με ποιους είμαστε; Μα με τους ξεροκέφαλους και με τους πεισματάρηδες. Με όσους δε σέρνονται και με τους αγνούς αγωνιστές, που πέφτουν στη φωτιά για μια ιδέα. Που κοιτούν μπροστά, αλλά κοιτάζουν και τον διπλανό τους, κοιτάγματα κατάματα, στιγμές σαν μια ολόκληρη ζωή.
Είμαστε με εκείνους που έχουν φλόγα στην ψυχή και στήνουν χορό με τα μάτια και την καρδιά! Ζ.Χ.


Η φωτογραφία είναι από https://gr.pinterest.com/





Δημήτρης Κανελλόπουλος (Domenica) – νέο single «Θα έρθεις ή να ρθώ» …+Official video

 


Δημήτρης Κανελλόπουλος (Domenica) – νέο single «Θα έρθεις ή να ρθώ»
(Δείτε το Official video εδώ)



Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος συνεχίζει να γράφει την δική του ιστορία παρουσιάζοντας μας καινούρια τραγούδια και προετοιμάζοντας μας για μια ανάλογη πολύ ενδιαφέρουσα συνέχεια….

Το επόμενο κεφάλαιο είναι το τραγούδι «Θα έρθεις ή να ρθώ» σε στίχους και μουσική από τον ίδιο


«Αυτά που ζήσαμε για μια στιγμή ξεχνάς
Τώρα που μου 'φυγες για πια ζωή μιλάς
Είν' η αγάπη σου σαν κόμπος στο λαιμό
Θα έρθεις η να'ρθώ…»
……Stay tuned!!!


















ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΕΤΑΣ - ΕΠΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 


Μνήμες

Στον άταφο ναύτη Στην γοερή σού ορκίζομαι κείνη κραυγή του φάρου και στου βυθού που ξάπλωσες την άμμο τη νωπή, θύρα να βρω στα βάθη της ν' ανταμωθώ του Χάρου τ' ανήλια εκείνα δώματα που κατοικεί η σιωπή. Κι όταν θα βρω το σκοτεινό του Χάροντα λημέρι, τα πιο ακριβά μαλάματα θα δώσω και σκουτιά, για να σου σφίξω ακόμη μια στερνή φορά το χέρι πριν σε πλαγιάσει ατίμητο του ερέβους η ερημιά. Πριν να σε λούσει πένθιμα το φως απ' το φεγγάρι και πριν της λήθης τ' όνομα στην πέτρα σου γραφτεί, βάζω την πένα στο χαρτί και κάνω την δοξάρι για να τους πω πως χάθηκες δίχως κλαυθμό, ταφή: Λέξεις συλλέγω ιάσμινες να πλέξω το στεφάνι μα η ρίμα βγάζει συμφορά και στεναγμού λυγμό. Στο θλιβερό ταξίδι σου, η πένα μου αποκάνει, πενθεί και υγραίνει ως να 'τανε κι εκείνη από πνιγμό. ©Γιώργος Ν. Μανέτας Θύμηση Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου· γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό... σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου ταξιδεύεις και δεν βλέπω πίσω να ΄χεις γυρισμό; Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό. Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, που 'χα γιάνει το κορμάκι σου εκεί πάνω, τώρα μοιάζει νεκρικό. Θέλω λίγο ν' αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια. Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου και τη στόλιζα με τ' άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά. Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ' αγγίξει το σκοτάδι και σ' αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί, έλα να σ' αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι, και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί. ©Γιώργος Ν. Μανέτας Το ψέμα Λες: Η ζωή σου έρημος δίχως χαρά και γέλιο. Κι ακόμη, έναν άναστρο πως βλέπεις ουρανό. Θαρρείς πως όλη σου η ζωή κατήφεια και φραγγέλιο. Πως γιατρικό στον πόνο σου δεν βρίσκεις ικανό. Δες: Η ζωή μια ρεματιά, που ρέει στην κατηφόρα, που δίνει όμως τα θαύματα τα δροσερά, σ΄ αυτόν που δεν νογά λιγόψυχα και δεν λυγά στη μπόρα. Θέλει, καρδιά! θέλει, ψυχή! Γι' αυτό σου λέω, λοιπόν: Τρεις δρόμους έχει, κι απ' αυτούς τον έναν θα διαλέξεις. Εσύ, ποιον θες να πορευτείς, τον ίσια ή τον λοξά; Ο πρώτος, λούζεται στο φως. Τον άλλον να προσέξεις. Αν θες τον τρίτο, διάλεξες τον Xάρο γι’ αμαξά. Δράκους δεν θα 'βρεις ζωντανούς, θεριό να σε φοβίσει. Αυτό το σύμπαν φτιάχτηκε στη Χάρη ενός Θεού. Θροεί σαν φύλλο, μα για δες: Μπορεί να σταματήσει; Δεν είναι βάσανο η ζωή. Το ψέμα, είναι αλλού... ©Γιώργος Ν. Μανέτας Είναι φορές Της πριγκίπισσας Σίσυ Είναι φορές, που αισθάνεται μια ζεστασιά η ψυχή μου. Κι άλλοτε, πάλι, νιώθει αυτή δίχως χαρά καμιά. Μην αρκετά δεν έγιανε κάποια παλιά πληγή μου κι έτσι αθεράπευτη, έφυγε, προς κάποιαν ερημιά; Είναι φορές, που αισθάνομαι μετέωρη σ' ένα χάσμα, που από κει μέσα με καλούν για να το κατεβώ δικοί και φίλοι μου στενοί, που πέρασαν το φάσμα όταν ο Xάρος θέριζε με δρέπανο ακριβό. Είναι φορές, που οι σκιές της νύχτας με κυκλώνουν και με θρασεία κι αναίτια τη συμπεριφορά, λένε πως είναι αφίλητες και πως κοντά ζυγώνουν, διψώντας απ' τ’ αχείλι μου την τοξωτή φορά. Κι είναι φορές, όπου η χαρά στον κήπο περιμένει, κι είναι μι' απόλαυση ψυχής κείν' η στιγμή του πώς γιατί, στο φως τους νιώθω εγώ η ελπίδα να προσμένει: Πυγολαμπίδες σπέρνουνε τ' αμάραντό τους φως. ©Γιώργος Ν. Μανέτας Της ψυχής Συγγνώμη: Που δε στάθηκα σωστή, να σ' αγαπήσω. Που δεν ποτέ μου νοιάστηκα τον πόνο το δικό. Άνθρωπε συ, που δίπλα μου, μπορούσα να φιλήσω ποτέ μου, δε σ' αντίκρισα με βλέμμα φιλικό. Συγγνώμη: Που δε φύτεψα στη γλάστρα ένα λουλούδι. Που των ανθών δε μ' άρεσαν οι μύριες ευωδιές. Που των πουλιών δεν ήθελα ν' ακούσω το τραγούδι. Οπού γι' αυτά, δεν έγραψα, να ευφράνω τις καρδιές. Συγγνώμη: Έρωτα, γιατί δεν ήμουν όσα “πρέπει”. Γιατί, δεν ήμουν αρκετή να σου δοθώ πιστά. Κι ενώ, το βλέμμα το δικό μου θα 'πρεπε να βλέπει εσένα· τ' άλλα κοίταγε, τα ξένα, τα ρευστά. Συγγνώμη: Θέ μου, που μισώ και δεν μπορώ να γιάνω. Που 'ν' η ψυχή μου ακάθαρτη κι η σκέψη μου φαιδρή. Που κι αν γι' αγάπη μίλησες, τ' αντίθετα εγώ κάνω. Συγχώρεσέ με, πλάστη μου, που δεν είμ' αρκετή. Συγγνώμες μύριες σάς ζητώ γιατί δεν ήμουν άξια να σεβαστώ τον έρωτα, τα δέντρα, τα πουλιά. Να σεβαστώ τον άνθρωπο, η αμαρτωλή κι ανάξια ψυχή, που δεν λαχτάρησε σταυρό, μιαν εκκλησιά. Συγγνώμη... ©Γιώργος Ν. Μανέτας Κόκκινο Ντυνόσουν με το κόκκινο, να σου ποθούν τα χείλη. Βιαζόσουν, για ν' αγαπηθείς πριν η καρδιά σβηστεί. Της παρθενιάς το τίμημα στο καθαρό μαντήλι το ξόδεψες, χωρίς να δεις τον Έρωτα - ληστή. Αυτός ο κόσμος δεν χωρά για που 'θελες να παίξεις. Παράσκυψες να τον διαβείς μα η κλειδωνιά κλειστή. Συνωστισμοί που προσδοκούν τ' άλικο φως να φέξεις προσμένουν, για τ' αγγελικό δίχως πτυχές κορμί. Πληθυντικός το στόμα σου και το χαμόγελό σου. Ήρθ' ο καιρός και πέταξες με τα φτερά κλειστά. Παρακαλούσες να μη δεις μπροστά το διάβολό σου. Που σ' ενοχλούσαν φέγγουνε τα κόκκινα σβηστά. Πλήθη τ' αφίλητα πενθούν τεφρά τώρα σου χείλη. Ο νυκταλήτης διάττοντας περνάει και σε θρηνεί. Τ' αγγέλου ακούστηκε λυγμός λιγόθυμος στην πύλη. Αστράφτει. Γύρω σου βροχή. Σιγή παντοτινή. ©Γιώργος Ν. Μανέτας Η αμαρτωλή Δε σου 'μεινε φωνή να πεις για τα βουνά, τα δάση, oύτε χαρά πια σου 'μεινε να τραγουδάς για κείνα. Σαν να τελειώνει σου η ψυχή, σαν να τελειώνει ο κόσμος. Μόνο μετάνοια σ' εκκλησιά τώρα για σένα πρέπει. Μπολιάστηκες έρμη ψυχή στα μάταια των ερώτων δίχως ποτέ σου να σκεφτείς νερό στους διψασμένους. Δίχως ποτέ ν' αφουγκραστείς ένα των άλλων δάκρυ. Δε σ' άφηνε, για να τα δεις, το θάμπος των ματιών σου. Στα λαμπερά μα πρόσκαιρα της νιότης κείνα χρόνια τεταραγμένη σύρθηκε στ' ανάσκελα η ψυχή σου. Ήρθε κι ο χρόνος σ' έντυσε τη νύχτια του ρυτίδα. Το μαρτυράει το λιγοστό του καντηλιού πια λάδι. Μαυράγγελοι και Χερουβείμ σε διεκδικούν παρόντα κι ένας στυγνός σα Χάροντας με τη ρομφαία της δίκης σου ψιθυρίζει τ' ακριβό του τέλους σου ταξίδι: Κεκοιμημένη μου αδερφή, ζυγίζω την και φεύγω. Ψάλλοντας κλαίνε οι άγγελοι δίχως ψυχή στα χέρια, δίχως πομπή ν' ακολουθεί το λάλον του αρχαγγέλου. Ένας ανθός μόνο σταυρός, σφοδρός κριτής που ψέλνει: Των κολασμένων τις ψυχές τις παίρνουν τα τελώνια. …………………….. Μοίρες κακές με μοίραιναν τη νύχτα που γεννιόμουν κι ευχή μου δόθηκε στρεβλή να ζω δίχως τον ύπνο. Όνειρο εγώ δεν γνώρισα, γι' αυτό και δεν θυμάμαι αν ζωντανή που το 'γραψα, ή τώρα πεθαμένη… ©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ο Γιώργος Ν. Μανέτας, είναι απόμαχος Έλληνας ναυτικός ⚓ και ποιητής.
Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1961 στην Αθήνα από Κερκυραίους γονείς
και από το 1990 είναι νυμφευμένος με την ποιήτρια Δήμητρα Δελακούρα
(Λιζέτε Ντε Σόουζα Σερκέιρα). Τα έτη 1977 - 1996 εργάστηκε ως ναυτεργάτης
σε ελληνικής και ξένης πλοιοκτησίας φορτηγά και γκαζάδικα ποντοπόρα πλοία.

Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών από τα τέλη
της προηγούμενης χιλιετίας και νυν πρόεδρος
της Εξελεγκτικής της Επιτροπής – (2018 – 2020)


'Eχει εκδώσει τα βιβλία:

Θάλασσα, ποιήματα (1997)
Αστρολάβος, ποιήματα (1998)
Οξυτέρα Εγγυτάτη, ποιήματα (1999)
Ναυσίν Άριστοι, ποιήματα (2001)
CD Ανθολογία Ποιημάτων (2004)

Ναυσίν Άριστοι, ποιήματα Άπαντα τόμος Α' (2018)
Της Θάλασσας, ποιήματα Άπαντα τόμος Β' (2018)
από τις εκδόσεις Αρισταρέτη – Τιμής Ένεκεν

Διαβάστε περισσότερα ποιήματα του Ποιητή 











Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014)

 



Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της ισπανόφωνης αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έγινε διάσημος με το μυθιστόρημά του Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), ενώ επίσης σημαντικά θεωρούνται τα έργα του Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981) και Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985).
Ο Μάρκες δούλεψε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σαν δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Υπήρξε φίλος του Φιντέλ Κάστρο και για μεγάλο χρονικό διάστημα του είχε απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ, λόγω της στήριξής του σε αριστερά καθεστώτα που ήταν ενάντια σε αυτές. Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος έχει αποκαλέσει τον Μάρκες «τον μεγαλύτερο Κολομβιανό που έζησε ποτέ»


100 χρόνια μοναξιάς...

Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα έφερνε στον νου του το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο… Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινά ένα από τα γοητευτικότερα και πιο φημισμένα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Ένα έργο που «από στόμα σε στόμα», όπως άρεσε στον συγγραφέα του να λέει, διαβάστηκε από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στη βράβευση του Μάρκες με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Η ιστορία μιας πόλης, του Μακόντο, και μιας οικογένειας, των Μπουενδία – και μέσα από τα πάθη, τα όνειρα, τις τραγωδίες, τις προδοσίες, τις ανακαλύψεις, τα θαύματα, τα μυστήρια και τις διαψεύσεις τους, η ιστορία μιας χώρας, μιας ηπείρου και ολόκληρου του κόσμου. «Ο Δον Κιχώτης του καιρού μας». Πάμπλο Νερούδα «Το πρώτο λογοτεχνικό έργο μετά τη Γένεση που πρέπει να διαβαστεί από όλο το ανθρώπινο γένος». The New York Times Book Review https://www.ianos.gr/

Απόσπάσματα 

Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν.
Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους.
Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου.
Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά.
Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα.
Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή και για αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη (σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία.
Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά.
Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί.
Ο άλλος πόλεμος, ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών.
Ο κόσμος θα έχει γα..θεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.
Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να την βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη.
Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι,είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του.
Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.
Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.
Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του. https://cityportal.gr/

******************
Τον Μάρτη ξαναγύρισαν οι τσιγγάνοι. Αυτήν τη φορά είχαν φέρει ένα τηλεσκόπιο κι ένα μεγεθυντικό φακό, μεγάλο σαν ταμπούρλο, που τα επιδείκνυαν σαν την τελευταία ανακάλυψη των Εβραίων στο Άμστερνταμ. Έβαλαν μια τσιγγάνα στην άλλη άκρη του χωριού κι έστησαν το τηλεσκόπιο στην είσοδο της σκηνής. Με πέντε ρεάλια, ο κόσμος κοίταζε μέσα από το τηλεσκόπιο κι έβλεπε την τσιγγάνα τόσο κοντά, σαν να μπορούσε να την πιάσει με το χέρι του. "Η επιστήμη κατάργησε τις αποστάσεις", διαλαλούσε ο Μελκίαδες. "Σε λίγο καιρό ο άνθρωπος θα μπορεί να βλέπει τι γίνεται σ' οποιοδήποτε μέρος του κόσμου χωρίς να βγαίνει από το σπίτι του". Ένα ζεστό μεσημέρι έκαναν μια τρομερή επίδειξη με το γιγάντιο φακό: μάζεψαν ένα σωρό ξερά χόρτα στη μέση του δρόμου και τους έβαλαν φωτιά συγκεντρώνοντας πάνω τους τις ηλιακές ακτίνες. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που ακόμα δεν είχε προλάβει να παρηγορηθεί για την αποτυχία που είχαν οι μαγνήτες του, συνέλαβε την ιδέα να χρησιμοποιήσει εκείνη την εφεύρεση σαν πολεμικό όπλο. Ο Μελκίαδες προσπάθησε και πάλι να τον αποτρέψει. Τελικά, όμως, δέχτηκε ν' ανταλλάξει τις δύο μαγνητικές πλάκες και τρία αποικιακά νομίσματα με το μεγεθυντικό φακό. Η Ούρσουλα έκλαψε από την ανυσηχία της. Τα λεφτά αυτά ήταν από ένα μπαουλάκι με χρυσά νομίσματα που είχε μαζέψει ο πατέρας της σε μια ζωή όλο στερήσεις κι εκείνη τα είχε θάψει κάτω απ' το κρεβάτι ελπίζοντας πως θα βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να τα επενδύσει. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν προσπάθησε ούτε καν να την παρηγορήσει, απορροφημένος ολοκληρωτικά απ' τα τακτικά του πειράματα με την αυταπάρνηση επιστήμονα κι ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής. Προσπαθώντας ν' αποδείξει τ' αποτελέσματα του φακού πάνω στο στρατό του εχθρού, εκτέθηκε ο ίδιος στη συγκέντρωση των ηλιακών ακτίνων κι έπαθε εγκαύματα που έγιναν πληγές κι έκαναν πολύ καιρό να γιατρευτούν. Παρά τις διαμαρτυρίες της γυναίκας του, που είχε πανικοβληθεί μ' αυτή την επικίνδυνη εφεύρεση, κόντεψε να βάλει φωτιά στο σπίτι. Περνούσε ώρες ολόκληρες στο δωμάτιό του, υπολογίζοντας τις στρατηγικές δυνατότητες του νέου όπλου, ώσπου κατάφερε να συντάξει ένα εγχειρίδιο εκπληκτικής διδακτικής σαφήνειας και ακαταμάχητης πειστικότητας. Το έστειλε στις αρχές, μαζί με πολυάριθμες περιγραφές των πειραμάτων του και με αρκετές σελίδες μ' επεξηγηματικά σχέδια, μ' έναν απεσταλμένο που πέρασε την Οροσειρά, χάθηκε σε απέραντους βάλτους, ανέβηκε ορμητικά ποτάμια και παραλίγο να χαθεί από τα άγρια θηρία, την απελπισία και την πανούκλα, ώσπου να βρει ένα δρόμο που συνδεόταν μ' εκείνον που χρησιμοποιούσαν τα μουλάρια του ταχυδρομείου.

Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου


Η ιστορία του βιβλίου περιγράφεται στον ίδιο τον τίτλο του: πρόκειται πράγματι για το χρονικό ενός θανάτου, μιας δολοφονίας για λόγους τιμής, μιας δολοφονίας, η οποία είχε προαναγγελθεί τόσο πολύ και σε τόσους πολλούς, που θα έλεγε κανείς (και το νιώθει διαβάζοντας το βιβλίο) ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατον να διαπραχθεί, αφού κάποιος απ’ όλους τους κατοίκους του χωριού-του δολοφονημένου μη εξαιρουμένου- θα μπορούσε να την είχε αποτρέψει. «Ποτέ δεν υπήρξε έγκλημα που να είχε προαναγγελθεί περισσότερο», όπως λέει ο μεγάλος συγγραφέας με το στόμα του ανακριτή. Κι όμως συνέβη. Ή μάλλον δεν συνέβη (παραείναι απρόσωπο). Κάποιοι τη διέπραξαν και κάποιοι άλλοι δεν την απέτρεψαν, ενώ γνώριζαν ότι θα γίνει. Έστω κι ένας αν έπαιρνε στα σοβαρά τις απειλές, η δολοφονία θα είχε αποτραπεί. Όλοι όσοι γνώριζαν -και κυριολεκτικά όλο το χωριό γνώριζε ότι ο Σαντιάγο Νασάρ επρόκειτο να δολοφονηθεί- αμέλησαν. Η αδιαφορία τους κόστισε μία ζωή.


Η πλοκή:

Ο Σαντιάγο Νασάρ, ένας πλούσιος εισοδηματίας, σηκώθηκε, όπως κάθε μέρα, ντύθηκε, όπως κάθε μέρα, και βγήκε απ’ το σπίτι του με κατεύθυνση το λιμάνι, απ’ όπου θα περνούσε το πλοίο με τον επίσκοπο. Στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που βγήκε απ’ το σπίτι πήγαινε να συναντήσει τον βίαιο θάνατό του από τα χέρια των αδελφών της Άγχελα Βικάριο, μιας κοπέλας, την τιμή της οποίας φέρεται να ατίμασε, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τον χωρισμό της από τον σύζυγό της, Μπαγιάρδο Σαν Ρομάν, την ίδια τη μέρα του γάμου τους. Ο Πέδρο Βικάριο, ο ένας εκ των δολοφόνων και αδελφός της Άνγχελα, τη νύχτα που ο άντρας της την έφερε στο πατρικό της και την παρέδωσε στην οικογένειά της, «τη σήκωσε ψηλά από τη μέση και την κάθησε στο τραπέζι της τραπεζαρίας.
«Εμπρός», της είπε τρέμοντας από λύσσα, «πες μας ποιός ήταν!».
Εκείνη καθυστέρησε ίσα ίσα όσο χρειάστηκε για να προφέρει το όνομα. Το αναζήτησε μες στα σκοτάδια. Το βρήκε αμέσως ανάμεσα στα τόσα και τόσα μπερδεμένα ονόματα αυτού του κόσμου και του άλλου και το άφησε καρφωμένο στον τοίχο σαν μια πεταλούδα καταδικασμένη απ’ τη μοίρα της.
«Ο Σαντιάγο Νασάρ», είπε.
Αφ’ής στιγμής η Άνγχελα ξεστόμησε το όνομα του Σαντιάγο, αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Μάρκες, με την συγκλονιστική προπαρατεθείσα παράγραφο, μας λέει ότι οποιοδήποτε όνομα κι αν είχε προφέρει η Άνγχελα, το ίδιο αποτέλεσμα θα είχε γι’ αυτόν που το φέρει.
Παρ’ όλο που από την αρχή του βιβλίου (από την πρώτη κιόλας πρόταση) μας αποκαλύπτεται ότι ο Σαντιάγο Νασάρ πρόκειται την ίδια κιόλας μέρα να βρει το θάνατο, είναι τέτοια η γραφή του Μάρκες, που πραγματικά θεωρεί ο αναγνώστης ότι αυτό δε μπορεί να συμβεί, ότι κάτι θα γίνει και ο Σαντάγο θα σωθεί, αφού κάποιος από τους δεκάδες που γνώριζαν θα τον προειδοποιούσε, κάποιος απ’ όλο το χωριό που τον συναντούσε στο δρόμο θα προέβαινε στην απαραίτητη ενέργεια που απαιτείται, ώστε να αποτρέψει το κακό. Κανείς όμως δεν έκανε τίποτα, ούτε ο δήμαρχος, ούτε ο αστυνομικός, ούτε η οικογένειά του, ούτε οι φίλοι και οι γνωστοί του. Ούτε αυτή που τον καταδίκασε. Οι δολοφόνοι από την άλλη, έμοιαζαν με παιδιά:
«Έμοιαζαν με δυό παιδιά», μου είπε. Κι αυτή η σκέψη την τρόμαξε, γιατί πάντα πίστευε πως μόνο τα παιδιά είναι ικανά για όλα».
Και σαν παιδιά, ικανά για τα πάντα, για τα καλύτερα και τα χειρότερα, διατυμπανίζουν σε όλο το χωριό ότι ψάχνουν να βρουν τον Σαντιάγο, για να τον σκοτώσουν, λες και ήθελαν έστω και ένας να τους σταματήσει, να τους απαλλάξει από το καθήκον τους να σκοτώσουν αυτόν που φέρεται να ατίμασε την αδελφή τους και ρεζίλεψε την οικογένειά τους. Όπως αφήνεται να εννοηθεί στο βιβλίο, πράγματι οι υποψήφιοι δολοφόνοι επιθυμούσαν διακαώς να βρεθεί κάποιος να τους κρατήσει, να τους σώσει από την ανθρωποκτονία. Να τους σώσει από τους εαυτούς τους. Αλλά κανείς δεν βρέθηκε. Όλοι γνώριζαν για τη δολοφονία, αλλά κανείς δεν τη σταμάτησε.

Η αλήθεια πίσω από το βιβλίο:

Ο Μάρκες εμπνεύστηκε την ιστορία του «Χρονικού» από ένα πραγματικό έγκλημα που διαπράχθηκε στην Κολομβία τη δεκαετία του 50. Ο Καγετάνο Χεντίλε Τσιμέντο, φίλος του Μάρκες, δολοφονήθηκε, επειδή πήρε την παρθενιά της συζύγου του Μιγκέλ Παλένσια. Ο Μιγκέλ Παλένσια ξεκίνησε έναν πολυέξοδο και μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα κατά του Μάρκες απαιτώντας αφενός να προστεθεί το όνομά του στο εξώφυλλο του βιβλίου και αφετέρου τα μισά έσοδα από τις πωλήσεις του βιβλίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κολομβίας απέρριψε την αγωγή του Μιγκέλ Παλένθια κατά του Μάρκες θεωρώντας -ορθά- ότι το γεγονός ότι ένα βιβλίο και εν γένει έργο τέχνης βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία δεν σημαίνει ότι το πρόσωπο στου οποίου την αληθινή ιστορία βασίστηκε είναι συνδημιουργός του έργου ή ότι δικαιούται μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις του. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο Μιγκέλ Παλένθια δεν θα μπορούσε να πει την ιστορία του βιβλίου με τη λογοτεχνική γλώσσα του Μάρκες, επιβεβαιώνοντας τη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία του έργου, αλλά και την ουσία της λογοτεχνίας, αφού σημασία δεν έχει το τι θα πεις αλλά το πως θα το πεις.
Στο «Χρονικό», ο συγγραφέας -σε ένα παιχνίδι με τους αναγνώστες του- είναι και ο αφηγητής του βιβλίου. Ακόμη και η γυναίκα του αφηγητή και του Μάρκες έχουν το ίδιο όνομα, όπως και τα ίδια ονόματα έχουν τα μέλη της οικογένειας του αφηγητή του βιβλίου και του Μάρκες. Κλείνοντας να πούμε ότι όταν εκδόθηκε το βιβλίο, εκδόθηκε σε 2.000.000 αντίτυπα, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας έλεγε ότι ήταν το καλύτερο έργο του. Θα επανέλθω από αυτό το blog και με τα υπόλοιπα έργα αυτού του μάγου της λογοτεχνίας.

Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας

Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν' ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.
Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ' ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνηγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ' ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν' αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου. [...] (Από την έκδοση) https://www.politeianet.gr/


Απόσπασμα 

To Σάββατο το πρωί, αφού πολύ το σκέφτηκε, ο Φλορεντίνο Αρίσα έστειλε ξανά το περιστέρι μ’ άλλο ραβασάκι χωρίς υπογραφή. Τούτη τη φορά δεν χρειάστηκε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Το απόγευμα, το ίδιο παιδί, του το έφερε ξανά πίσω, σ’ άλλο κλουβί, με την παραγγελία πως: εδώ σας στέλνει ξανά το περιστέρι που ξανάφυγε, και το οποίο προχθές σας επέστρεψε, επειδή έχει καλή ανατροφή κι αυτή τη φορά σας το στέλνει, επειδή είναι κρίμα, αλλά τώρα πια είναι αλήθεια πως δε θα σας το ξαναεπιστρέψει αν το αφήσετε να φύγει πάλι. Η Τράνσιτο Αρίσα διασκέδασε με τις ώρες με το περιστέρι, το έβγαλε από το κλουβί, το νανούρισε στα μπράτσα της, προσπάθησε να το αποκοιμήσει με παιδικά τραγουδάκια και ξαφνικά κατάλαβε πως είχε στο δαχτυλίδι, στο πόδι του, ένα χαρτάκι με μια μόνο φράση: “Δε δέχομαι ανώνυμους”. Ο Φλορεντίνο Αρίσα το διάβασε ξετρελαμένος, λες κι είχε ολοκληρωθεί η πρώτη του περιπέτεια και μόλις που μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στριφογυρίζοντας από ανυπομονησία. Την επομένη πολύ νωρίς, πριν φύγει για το γραφείο, άφησε ελεύθερο το περιστέρι μ’ ένα ερωτικό γραμματάκι υπογραμμένο ξεκάθαρα με τ’ όνομά του και του έβαλε ακόμα στο δαχτυλίδι το πιο φρέσκο τριαντάφυλλο, το πιο χτυπητό κι ευωδιαστό του κήπου του. 
Δεν ήταν τόσο εύκολη. Μετά από τρεις μήνες πολιορκία η ωραία περιστερού εξακολούθησε ν’ απαντάει το ίδιο: “Εγώ δεν είμαι απ’ αυτές”. Αλλά ποτέ δε σταμάτησε να δέχεται τα μηνύματα ή να πηγαίνει στα ραντεβού που κανόνιζε ο Φλορεντίνο Αρίσα με τέτοιον τρόπο που να μοιάζουν τυχαίες συναντήσεις. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του: ο εραστής που ποτέ δε φανερωνόταν, ο πιο άπληστος για έρωτα, αλλά κι ο πιο τσιγκούνης, αυτός που δεν έδινε τίποτα και τα ήθελε όλα, αυτός που ποτέ δεν επέτρεψε να του αφήσουν στην καρδιά ένα περαστικό αποτύπωμα, ο κυνηγός που παραμόνευε, ξεσπάθωσε με μια παράφορη ανταλλαγή από υπογραμμένα γράμματα, γενναιοδωρίες, απερίσκεπτες βόλτες στο σπίτι της περιστερούς, ακόμα και σε δυο περιστάσεις που ο σύζυγος δεν έλειπε σε ταξίδι, ούτε βρισκόταν στην αγορά. Ήταν η μόνη φορά, από τον καιρό του πρώτου έρωτα, που είχε νιώσει τρυπημένος από ένα βέλος. Έξι μήνες μετά την πρώτη συνάντηση, βρέθηκαν τελικά στην καμπίνα ενός ποταμόπλοιου που περίμενε για επισκευή στις αποβάθρες του ποταμού. Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Η Ολυμπία Σουλέτα έκανε εύθυμα έρωτα, σαν αναστατωμένη περιστέρα και της άρεσε να μένει γυμνή πολλές ώρες, ενώ ξεκουραζόταν με το πάσο της, με τόσο έρωτα όσο και στον ίδιο τον έρωτα. Η καμπίνα ήταν ξεχαρβαλωμένη, μισοβαμμένη κι η μυρουδιά από νέφτι ήταν ωραία για να μείνει στη θύμηση συνδυασμένη μ’ ένα ευτυχισμένο απόγευμα. Ξαφνικά, ικανοποιώντας μια ασυνήθιστη έμπνευση, ο Φλορεντίνο Αρίσα άνοιξε ένα κουτί με κόκκινη μπογιά που βρισκόταν κοντά στην κουκέτα, μούσκεψε το δείκτη του και ζωγράφισε, χαμηλά στην κοιλιά της ωραίας περιστερούς ένα ματωμένο βέλος που έδειχνε προς το νότο κι έγραψε: Αυτό το μουνάκι είναι δικό μου. Εκείνη την ίδια νύχτα, η Ολυμπία Σουλέτα ξεντύθηκε μπροστά στον άντρα της, χωρίς να θυμηθεί την επιγραφή κι εκείνος δεν είπε κουβέντα, ούτε και κόπηκε η αναπνοή του, τίποτα, μόνο πήγε στο μπάνιο για το ξυράφι του, ενώ εκείνη έβαζε τη νυχτικιά της, και της έκοψε το λαρύγγι μια κι έξω. 
 [μετάφραση από τα ισπανικά: Κλαίτη Σωτηριάδου – Μπαράχας]

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/