Πίνακας: Μαρία Τασσοπούλου
Πλάσματα
4-9-2022
Έκανα κύκλο από χρυσαφένια αστέρια,
φωτιά και ήλιο καμωμένα, ατσάλι καυτό.
Εκεί, πάνω στις πληγές των αιώνων ,
μέσα στα βάθη της μνήμης των θεών.
Και άκουσα το κλάμα της σκέψης
μέσα στο ρου της ζωής.
Και έστρεξα στην κόγχη του αιώνα
που καλπάζει μέσα σε αιμάτινα ποτάμια της καταστροφής.
Μια μορφή σκληρή και αγέρωχη,
χωρίς ανθρώπινη λάμψη
και καρδιά χωρίς ζέση και αγάπη για ζωή.
Μέσα σε ένα σκληρό και άτεγκτο προσωπείο
δύναμη συνεχή, καταπιεστική.
Κρυβόταν ο κόσμος μέσα στον χιονιά,
αρκούδα με νύχια που είχε ξεσκίσει τα δικά της σωθικά.
Και έκλαιγε η γη, έκλαιγε με δάκρυ σαν δυνατή νεροποντή.
Κρότος και κραυγή, φωνή και βροντή.
Μανιτάρια και καπνοί....
Ποιο νερό να συλλέξω??
Ποιο χώμα να φιλήσω??
Ποιο πλάσμα να καλέσω??
Ποια ψυχή να ατενίσω??
Σιωπή...
Σιωπή...
Αυτή η εικόνα μου έρχεται όταν τα βλέφαρα διπλοκλειδώσω,
όταν το μαύρο πέπλο με παίρνει αγκαλιά,
όταν μπαίνω μέσα στο κύκλο με τις γλώσσες της φωτιάς,
όταν ατενίζω το μέλλον με τα άστρα της νυχτιάς.
Έκανα κύκλο από χρυσαφένια αστέρια,
πήρα νερό από το δάκρυ ενός παιδιού,
χώμα από τη γη μητέρα
και αγέρα από τη πνοή του φεγγαριού.
Έδωσα σταγόνα από το αίμα
πάνω στου ηνίοχου τα χνάρια τα βαθιά,
κόκκινο, μαύρο και αντάρα μέσα να πάλλεται η καρδιά...
Να νιώθει...
Να ζητά...
Να ορίζει...
Να πονά...
Λυσσομανά...
Λυσσομανά...
Χτύποι.
Χτυπά ,φωνάζει δυνατά...
Μέσα στη σιωπή...
Άκου, άκου πως κραυγάζει δυνατά!
Διπλός ο πέλεκυς και το φίδι κλειστό,
γλώσσα που κόπηκε σε ότι με μαεστρία
είχε θεριέψει πονηρό.
Κόπηκε το κεφάλι μέσα στη σιγή.
Έπεσε φωτιά να μην ξαναβγεί.
Τα ρουθούνια κυρτά η καρδιά φωτεινή,
το αδράχτι ξετυλίγεται με νέα κλωστή.
Πίνακας : Odysseas Anninos
Το γκρίζο σκοτεινό σύννεφο
4-9-2018
Το σύννεφο είχε γίνει γκρίζο σκοτεινό,
ερχόταν από την Μαύρη θάλασσα
με πόνο και θυμό.
Είχε χάσει μια ηλιαχτίδα από το πρωί
και η θάλασσα το πείραζε,
έκανε πάταγο με δύναμη πολλή.
Είχαν γεμίσει τα πνευμόνια του με υγρασία και βροντή.
Ο Γραίγος άνεμος είχε ανταρτέψει,
σήκωνε όλο τον ουρανό λες και ήθελε ερμητικά τη γη να διαφεντέψει.
Σπάραζε, μούγκριζε, τρομαχτικά,
έτρωγε σίδερο και ατσάλι με μια χαψιά.
Πηρούνιζε το κορμί με βία και ορμή,
ετίναζε τα σκαριά, τσόφλια στην κάθε δυνατή ριπή.
Η θάλασσα που είχε αφήσει από παλιά,
είχε γίνει γκρι, σώματα στο βυθό από ναυάγια του νοτιά.
Οι χώρες πολεμούσαν από καιρό αλλά τα πουλιά αψηφούσαν τα σχέδια τα ανθρώπινα,
έσκιζαν τον άνεμο με χαρά χωρίς τελειωμό.
Μόνο έκραζαν και έπαιζαν με τα κύματα και αποζητούσαν κάπου κάπου την ηρεμία,
ένα διάλειμμα, ένα σπιτικό ζεστό,
ίσως και την νηνεμία.
Η ηλιαχτίδα κάπου κρυμμένη,
μέσα στην αγκαλιά του Ήλιου ξεχασμένη,
άκουσε όλον αυτόν τον ορυμαγδό και βγήκε δειλά, δειλά, να μάθει για ποιον λόγο τέτοιο κακό.
Πρώτα ξεπρόβαλλε χλωμή, μόλις πρωτοξύπνησε, ήθελε να ετοιμαστεί και
μετά πήρε φόρα και φως και έγινε ολοφώτεινη, Ήλιος χρυσός.
Το σύννεφο έγινε ανοιχτόχρωμος θησαυρός.
Πετάρισε η καρδιά του, έγινε δαντέλα και δίχτυ για να πιάσει στην αγκαλιά του την ηλιαχτίδα, την βασίλισσα της καρδιάς του.
Πέρασε η ώρα, πέρασε ο καιρός,
έπαιξε ο αγέρας, φύσηξε νέος ξεσηκωμός.
Ο Γραίγος άνεμος έγινε πιο γλυκός,
συγκινήθηκε με τον έρωτα,
έφυγε απαλά χωρίς να γίνει μια σταλιά αντιληπτός.
Μόνο το σύννεφο, η ηλιαχτίδα και οι βαρκούλες που ανέμιζαν στο γαλάζιο γεμάτη ελπίδα.
Το αύριο ήταν εδώ.
Λευκό και μπλε,
σπίτια άσπρα, Ήλιος και του αιθέρα φτερωτές μορφές.
Πότε ασήμιζε το νερό, πότε στο γαλάζιο στολιζότανε, στο χρώμα και στο φως λουζότανε.
Και οι καρδιές γελούσανε,
με τα πουλιά και τα καράβια χόρευαν και τραγουδούσανε.
Πίνακας: IIrakliss Efthimiou
Η ελαφρότητα του είναι.
5-9-2022
Ο καπνός από το τσιγάρο γλύφει τα γένια,
αγκάθι στην σάρκα, χαμένο το βλέμμα.
Ξημέρωμα και ποτό,
γεύση από κάλπικο αλλά και κάτι πικρό.
Αυτός ο Άρης από ψηλά φώτιζε
το τίποτα και τη γυμνή αγκαλιά.
Είχε κάψει την σάρκα από τη πυρά,
φλόγα που κατάπινε τα σωθικά.
Και η σκέψη πετούσε στο πουθενά,
χαμένη στο άνυδρο του σήμερα και στην άδεια καρδιά.
Και όταν σκέφτεται??!!
Χτυπά.
Ναι ! ΧΤΥΠΑ.
Η σκέψη είναι καπνός,
πετάει, χάνεται, γίνεται εχθρός.
Κόβει την φλέβα με το γυαλί,
γίνεται κοπίδι που σε χαράζει ξανά σε κάθε πληγή.
Ξανά και ξανά, χωρίς ενοχή.
Και στάζει αίμα η ελαφρότητα του είναι σου που χωλαίνει,
ξέρει μόνο να διαχωρίζει και να διαπομπεύει.
Ότι δεν καταλαβαίνει ξένο να το ορίζει,
ξέρει μόνο να το υποβιβάζει, να το ευνουχίζει.
Γιατί??
Γιατί??!!
Θέλεις να ζεις μέσα στον δικό σου κόσμο.
Εκεί που θα είσαι βασιλιάς και ίσως ο πρώτος.
Που δεν θα βλέπουν τα ελαττώματά σου αλλά μόνο τα εμβάσματα και τα πολλά τα λεφτά σου.
"Κύριος " που γκαζώνει και πιασάρικος,
ο καλύτερος και ο κατάλληλος.
Αλλά λυπάμαι που το λέω γλυκέ μου...
Η θάλασσα έχει ψαράκια, μέδουσες αλλά και καρχαρίες.
Αθώους, τσιράκια και εγκληματίες.
Οπότε μείνε στο χωριό σου να είσαι ο πρώτος ,
εκεί που ξέρουν να καλύπτουν καλά τον αμέτρητο κομπλεξισμό σου.
Πολιτικοί μιας γνωστής κουλτούρας,
" καλύτερα πρώτος στο χωριό πάρα τελευταίος στην πόλη της νομενκλατούρας."
Ο καπνός από το τσιγάρο γλύφει τα γένια
και η ελαφρότητα της σκέψης αδυνατίζει το βλέμμα.
Ίσως να χαθείς μέσα στο σκοτάδι και το πρωί να σηκωθείς σαν ένα αναγεννημένο πρόβατο μέσα στο κοπάδι.
Γιατί ο λύκος δεν είσαι εσύ...
Ο λύκος πρέπει στη φτώχεια να γαλουχηθεί.
Να πιάσει το χώμα, να βγάλει κραυγή,
να χτυπήσει τη γη, να κάνει στροφή.
Στροφή αληθινή και κιμπάρικη,
αντρίκια μέσα από τα μύχια και αντάρτικη.
Πολιτικοί και πολιτικάντηδες όλοι στην εξουσία, αστέρες και καβατζιάρηδες ,
τοπικιστές και αλανιάρηδες,
βαριά πεπόνια και κουλτουριάρηδες,
συνεχίστε την απατηλή ζωή σας σαν ονειροβάτες σε τσίρκο να χτυπάτε το ντέφι στο πανηγύρι, ψήφους να πάρετε και κανένα ρούχο.
Μόνο που η ενδυμασία δεν αλλάζει τη ψυχή,
αυτή μένει και είναι ρηχή.
Πήγαινε να κολυμπήσεις σε βαθιά νερά,
εκεί που πονάει και αισθάνεται η καρδιά.
Ο πάτος δεν έχει ούτε σταγόνα.
Άνυδρη η ζωή χαμένη σε κώμα.
Ξημέρωμα και ποτό,
γεύση από κάλπικο αλλά και κάτι πικρό.
Πίνακας: Odysseas Anninos
Μυρίζει γιασεμί και τζιράνι
2-9-2017
Μυρίζει γιασεμί και τζιράνι,
φύλλα γλυκά, ολόδροσο στεφάνι.
Η άνοιξη και το καλοκαίρι,
έχουν γλυκά πιαστεί στο χέρι.
Σε λίγο αποχωρούν,
με μια ανάμνηση από θάλασσα και πονηρό μελτέμι.
Γλυκές ορμές, αναπόλησης λιμάνι,
κύμα, γλάροι, παγωτό χωνάκι στο χέρι.
Ένα αγεράκι ντροπαλό,
με ροδαλά μαγουλάκια, παχουλό,
χαϊδεύει τα φύλλα, το ρίχνει στο χορό.
Και όπως θροΐζουν τα φύλλα από χαρά,
ένα σύννεφο κρύβει τον ήλιο,
του λέει γλυκά μυστικά.
Του μιλάει για βροχές
για νοτισμένη γη,
για χτύπους πάνω στο κεραμίδι, την σκεπή.
Ο μαντρότοιχος θα χάσει τα πλουμίδια,
θα πέσουν στο χώμα,
θα γίνουν τροφή στου νέου χρόνου τα καλούδια.
Και μερικά φύλλα το αγέρι θα τα στροβιλίσει,
θα τα πάει στην σκεπή,
στο δρόμο θα τα ακουμπήσει.
Η βροχή θα παίξει με αυτά,
θα κελλαρύσει, θα τα στολίσει,
θα δώσει μυρωδιά, θα τα αναγεννήσει.
Ποταμάκια θα αρχίσουν να τρέχουν γοργά,
να θέλουν να ποτίσουν,
να φτάσουν στην θάλασσα,
να γίνουν φιδάκια τορνευτά.
Και τα χελιδόνια θα φύγουν,
θα πάνε σε μέρη μακρινά,
θα αποχαιρετήσουν την γειτονιά,
θα δώσουν υπόσχεση ότι θα έρθουν ξανά.
Με μια άνοιξη στο πέταγμα και την καρδιά.
Η ημέρα έχει αρχίσει και μικραίνει,
η νύχτα τα καλά της φορεί και προσμένει.
Το αεράκι θα μεγαλώσει,
θα γίνει δυνατό, θα έχει ανδρειώσει.
Με πείσμα θα ρίξει όλα τα φύλλα χάμω
και με την στέγη θα δώσει αγώνα μεγάλο.
Θα τινάζει τα γυμνά κλαδιά στον τοίχο,
να δείξει ότι είναι ατρόμητο,
θα κάνει μεγάλο γδούπο και ήχο.
Θα σφυρίζει με όλη του την χάρη
και με τα παντζούρια θα τα βάλει.
Ομπρέλες θα παρασύρει,
πόρτες με φούρια μεγάλη και πάταγο θα κλείνει.
Θα διώχνει τα σύννεφα με αισιοδοξία,
θα φέρει τον ήλιο αλλά θα περιμένει τον χιονιά και τα κρύα.
Σε λίγο θα ξεμυτισουν και τα σαλιγκάρια,
θα αφήσουν ασημένιες κλωστές,
θα κεντήσουν με λαχτάρα.
θα έρθουν και τα πουλιά από τα βουνά,
να προϋπαντήσουν του χειμώνα τα μακρινά χτυποκάρδια με μια αγκαλιά.
Καπνός θα βγει από την καμινάδα,
θα προσπαθήσει να φτάσει μέχρι τον ουρανό,
να κάνει μια βεραντζάδα.
Θα κοκκινίσουν μυτούλες,
σκουφιά, παλτά,
θα τρίξει το ξύλο από του τζακιου την φωτιά.
Η μάντρα θα μείνει γυμνή,
θα περιμένει το χάδι από τον ήλιο που θα έχει κρυφτεί.
Οι γάτες θα προσμονούν αρπαχτές για λίγο ήλιο,
θα τεντώνονται νωχελικά,
θα νιαουράζουν πονηρά.
Και το δέντρο θα χαϊδεύει με τα κλαδιά τον ουρανό,
γυμνά χέρια προς τις ηλιαχτίδες,
θα τις παρακαλά για φιλί γλυκό.
Φθινόπωρο χρυσαφί και πορτοκαλί,
μέλι στα χείλη και στην ψυχή.
Θα μυρίσει νοτισμένη γη.
Πίνακας:Vassilis Michailidis
Φιγούρες ανθρώπων
11-7-2016
Φιγούρες ανθρώπων σε πόνο πνιγμένες,
σώματα που στάζουν στο κόκκινο βαμμένες.
Σε ένα χορό του φόβου, χαμένα στην εξάρτηση,
ο καθένας με το πάθος του, αναζητώντας την ανάταση.
Μια στην εξύψωση, ψάχνοντας το θεϊκό,
σε λάθος παράδρομους στης ψυχής τον σουρεαλισμό.
Μια στο τίποτα, το κενό, το καθόλου,
νομίζοντας απατηλά ότι ορίζει το όλον.
Κορμιά μπερδεμένα, συνήθως χωρίς σκοπό,
με μόνη ουσία τον πλεονασμό.
Χέρια στο άπειρο με προσέγγιση στο μηδέν,
σώματα στο υπέρκορο με γεύση από καθόλου όσο ουδέν.
Χαμένη η ματιά μου στου καμβά τις καμπύλες,
με χρώμα της ζωής με ένταση, με καταιγίδες.
Να μυρίζει η ανάγκη της ψυχής για παρέα,
χαμένη στο σύνολο, να απορροφάται στον αέρα.
Σαν κύματα θάλασσας από τις σάρκες ανθρώπων,
τα κύματα οι σκέψεις τους, οι ελπίδες των όντων.
Στριφογυρίζουν και στροβιλίζονται,
χορεύουν και ορίζονται μες τον καμβά της ζωής σε κύκλους και εμπειρίες,
μα στο τέλος στο στόμα τους έχουν μια γεύση από ασυδοσίες.
Τινάζω το κόκκινο, αναμειγνύω τις σκέψεις,
που είναι τα χρώματα στης ζωής τις αντιθέσεις.
Τα ενώνω, τα μπερδεύω και μέχρι τον ουρανό τα στέλνω.
Και οι καμπύλες γίνονται ευθείες στον ουρανό σαν ικεσίες.
Και ο όχλος αυτός αποκτά μορφή.
Γίνεται μια μάζα με ουσία και δομή.
Με ιστορία και ενδιαφέρον,
με σκοπό και προορισμό.
Μια ανάμειξη και ένωση ήθελαν προς τον ουρανό.