ΒΑΣΙΛΗΣ Ι. ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ "Η μάντρα απέναντι" Διηγήματα

 

Συγγραφέας ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Ι ΒΑΣΙΛΗΣ
Τίτλος Η ΜΑΝΤΡΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Εκδόσεις 24 ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ετος Κυκλοφορίας Νοέμβριος 2021
Σελίδες 180
Διαστάσεις 14x21
Είδος Βιβλίου Πεζογραφία
ISBN: 978-618-201-3120


ΠΕΡΙΛΗΨΗ - ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

«Η Μάντρα απέναντι» είναι μια συλλογή διηγημάτων που παρακολουθεί τη σκοτεινή και αθέατη πλευρά τού ψυχισμού των ηρώων της. Ιχνηλατεί τα αίτια και τις βαθύτερες δυνάμεις που ορίζουν τις συμπεριφορές και τις αποφάσεις τους.

Άλλοτε η μάντρα αυτή είναι μέσα τους ως φόβος, αναστολή, βόλεμα, ηθικός φραγμός και άλλοτε ορθώνεται αμείλικτη μπροστά τους, στημένη εκεί από τις κοινωνικές σταθερές που τους παγιδεύει.

Οι αντιδράσεις των ηρώων ποικίλουν, η συνειδητοποίηση του ορίου μερικές φορές γίνεται καθήλωση και άλλες πρόκληση υπέρβασης. Η μοίρα και το μοιραίο εναλλάσσονται.

Η μάντρα είναι το όριο, η διαρκής δοκιμασία του ψυχισμού μας, που μπορεί να μας θεώσει ή να μας στείλει στη κόλαση.Η ίδια μάντρα.

Τελικά, μήπως όλη η πορεία της ζωής μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα συνεχές δίλημμα, σε μια μάντρα απέναντι;

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 



Ο Βασίλης Ι. Παπαμιχαλόπουλος γεννήθηκε το 1958 στα Λεχαινά της Ηλείας όπου και έζησε ως το 1971. Φοίτησε στη Σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού Κύμης, στη Σχολή Λογιστών ΤΕΙ Πειραιώς, στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας, και μετεκπαιδεύτηκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στην Ειδική Αγωγή.
Έχει εργαστεί στις παραπάνω ειδικότητες και έχει διδάξει στην Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Μεταλυκειακή βαθμίδα εκπαίδευσης.
Έχει εκδώσει:
1. « AB IMO PECTORE» Ποιήματα 1975 ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
2. «¨Ένα Χωριό γράφει την Ιστορία του – Κατσίγκρι- Άγιος Αδριανός» Τοπική ιστορία- Λαογραφία 2002 ΕΚΔ. ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
3. «Γωνία Διοπτεύσεως» Ποιήματα 2005 ΕΚΔ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
4. «Του έρωτα» Ποιήματα 2012 ΕΚΔ. ΑΠΑΡΣΙΣ
5. «Εν καταδύσει» Ποιήματα 2012 ΕΚΔ. ΑΠΑΡΣΙΣ
2. «Η σταγονούλα που φοβόταν το νερό». Παιδικό. ΕΚΔ. 24 γράμματα.



ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ  - Η ΜΑΜΑ

Παράξενο παιδί ο Πέτρος. Από μικρός, κολλημένος πάνω μου. Μωρό, με το που τον άφηνα στην κούνια, πλάνταζε στο κλάμα. Δεν μπορούσα να τον ηρεμήσω με τίποτα. Όλη η πολυκατοικία στο πόδι. Ο άλλος, μες στη γκρίνια και τις βλαστήμιες. «Κάν’ το να σκάσει, θα το πετάξω από το παράθυρο, το μούλικο», μου φώναζε και κουκουλωνόταν για να μην τον ακούει.

Αγκαλιά και πέρα δώθε στα δωμάτια. Κάποια στιγμή, δεν άντεχα άλλο. Έτοιμη να λιποθυμήσω από την εξάντληση. Τον έπαιρνα μαζί μου στο κρεβάτι. Μόνο έτσι ησύχαζε κάπως. Ο άλλος, πάλι νεύρα. Δεν βολευόταν με τίποτα. Στο τέλος, άρπαζε το μαξιλάρι και πήγαινε στον καναπέ του σαλονιού για να συνεχίσει τον ύπνο του. Αυτός σηκωνόταν φρέσκος, φρέσκος το πρωί για τη δουλειά του. Ήταν αποθηκάριος σ’ ένα από τα σούπερ μάρκετ του Σκλαβενίτη. Εγώ άντε να βρω κουράγιο για να ανοίξω το κομμωτήριο την άλλη μέρα. Οι πελάτισσες θέλουν να είσαι ευδιάθετη. Να ασχολείσαι με τα προσωπικά τους. Μια, δυο να σε δουν με κατεβασμένες μούρες τις έχασες.

Σαν να μην έφτανε η κούραση της νύχτας, είχα και τα πρωινά τρεξίματα. Με την ψυχή στο στόμα. Κάθε τρεις ώρες, δρομολόγια από τη Θηβών στη Σαρανταπόρου. Άλλες κόβουν το γάλα από τον πρώτο μήνα μόνο και μόνο, για να μην τους πέσει το στήθος. Παίρνουν κι από πάνω άδειες θηλασμού. Εγώ, παρόλη την κούραση που τραβούσα με τα πήγαινε έλα, τον βύζαξα μέχρι που με στράγγιξε όλη. Αν δούλευα σε τίποτα δημόσια θα ήμουν πιο ξεκούραστη. Προτίμησα βλέπεις την κομμωτική. Μόλις τέλειωσα το γυμνάσιο, η ξαδέρφη μου, η Άσπα, με είχε ζαλίσει να γραφτούμε στη σχολή. Με τα πρώτα λεφτά που έβγαλα από τη δουλειά, πήραν τα μυαλά μου αέρα. Να μείνω μόνη μου. Σπίτωσα και τον λεγάμενο. Στα είκοσί μου έμεινα έγκυος.

Τι τα θέλεις, παιδί ήμουν ακόμα όταν γέννησα τον Πέτρο. Νόμιζα πως έπαιζα. Αλλά κι αυτός, ο άτιμος, σαν κούκλα ήταν. Όποια φίλη μου μας συναντούσε στο δρόμο, ξετρελαινόταν μαζί του. Από αγκαλιά σε αγκαλιά. Κάπως έτσι κακομαθαίνουν και μετά αργούν να περπατήσουν.

Τεμπελάκος από μικρός. Και στην ομιλία, ελάχιστες κουβέντες. “Μα - μα, μπα - μπα”, κι ένα “ντου” όποτε ήθελε να δείξει κάτι. Κάποια στιγμή, τις έκοψε κι αυτές. Την γκρίνια όμως δεν την έκοψε. Μόνο όταν κούρνιαζε στη γωνιά του καναπέ ησύχαζε κάπως. Κουνιόταν εκεί μπρος πίσω με τις ώρες σαν υπνωτισμένος και δεν έδινε σημασία σε κανέναν μας.

Μέχρι τα τέσσερά του αυτό γινόταν. Χαμπάρι δεν είχα πάρει ακόμα. Υποψιαζόμουν πως η γυναίκα που τον φύλαγε δεν ασχολιόταν καθόλου μαζί του. Σχεδίαζα μάλιστα να προσλάβω κι άλλη κοπέλα στο κομμωτήριο για να είμαι εγώ πιο πολλές ώρες στο σπίτι.

Εκεί που ταρακουνήθηκα ήταν όταν έτυχε να συναντηθώ με κάτι φίλες μου για καφέ στον πεζόδρομο του Δημαρχείου. Είχαν και τα παιδιά τους μαζί. Ίδια ηλικία με τον Πέτρο μου. Τα άλλα μικρά, ξεσήκωναν τον τόπο. Έτρωγαν μόνα τους, έπαιζαν, έλεγαν κουβεντούλες μεταξύ τους. Ο δικός μου μουγκοθόδωρος. Ρούπι δεν το κούναγε από τη φούστα μου. Έτσι όπως τον κοίταζα ανάμεσα στα άλλα, κάτι άρχισε να μη μου αρέσει στη συμπεριφορά του. Είπα να ζητήσω τη γνώμη του Μάκη. Ήταν παιδοψυχίατρος, συμμαθητής μου από το γυμνάσιο,. Ζήτησε να τον δει. Τον πήγα. Κρυφά από τον άλλον. Δεν είχα καμιά όρεξη να ακούω τις φωνές του.

«Κοίτα Σόνια, αρχίζει ένας δύσκολος δρόμος για σένα και το παιδί. Θ’ αντιμετωπίσεις σοβαρά προβλήματα», μου είπε ο Μάκης μόλις τον εξέτασε. «Δηλαδή τι βλέπεις», ρώτησα αναστατωμένη. «Αυτισμός, βαρύς», απάντησε. «Μη φοβάσαι, εγώ εδώ θα είμαι. Να σταθείς δυνατή και γενναία», συμπλήρωσε. “Υπερβολές του Μάκη”, είπα από μέσα μου. “Ψυχίατρος είναι. Τι θα βλέπει; Μόνο αρρώστιες. Μπορεί το παιδί να είναι ανώριμο ακόμα, δειλό”. Μου πέρασε από το μυαλό μήπως δεν άκουγε καλά. Σκέφτηκα και την περίπτωση να έχει χτυπήσει στο κεφάλι. Μήπως έπεσε της γυναίκας που τον κρατούσε και φοβήθηκε να μας το πει. Τον πήγα σε ορυλά. Τον πήγα κι αλλού. Τα ίδια. Λες και ήταν συνεννοημένοι όλοι τους.

Την εποχή εκείνη, οι καυγάδες με τον άλλον είχαν γίνει καθημερινή υπόθεση. Δεν σεβόταν τίποτα. Ούτε την εγκυμοσύνη μου. Ήμουν ετοιμόγεννη στην κόρη μας, την Κατερίνα. Τον ενοχλούσε συνεχώς η γκρίνια και η συμπεριφορά του Πέτρου. Μόλις μάλιστα έμαθε για τις επισκέψεις μου στον Μάκη, το πράγμα φούντωσε ακόμα περισσότερο. Τα έριξε επάνω μου. «Το σόι σου φταίει. Μουρλοί δεν είναι όλοι τους; Ο ξάδερφός σου, ο Νικήτας, η θεία σου η Μάρω, με χάπια δεν την βγάζουνε; Τις αμαρτίες τού σογιού σου πληρώνω», μου φώναζε κάθε τόσο. Μας άκουγε όλο το Περιστέρι

«Είναι λίγο πιο πίσω από τ’ άλλα παιδιά της ηλικία του. Τι να κάνουμε, θα ωριμάσει. Τρελό δεν είναι», του φώναζα για να τον ηρεμίσω. Αυτός, τα δικά του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μια πελάτισσα, που το συζήτησα, μού είπε να πάω το παιδί στον Αγιάννη το Ρώσο. Το έκανα. Στα γόνατα έπεσα και τον παρακάλεσα. Του έταξα το χρυσό μου δαχτυλίδι. Φώναξα και στο σπίτι μια καλή ξεματιάστρα που μου σύστησε η ξαδέρφη μου. Ποτέ δεν ξέρεις. Το κακό μάτι μέχρι και θανατικό φέρνει.

Για ένα διάστημα, άρχισε να παίρνει τα πάνω του, το καμάρι μου. «Ο Άγιος με λυπήθηκε, χίλιες του δόξες», έλεγα κι έκανα το σταυρό μου. Δεν πρόλαβα να χαρώ. Τα πράγματα στη ζωή μου ήρθαν τούμπα. Ο άλλος πήρε τα πράγματά του και την κοπάνησε. Ο Πέτρος, εκεί που πήγαινε να συνέλθει, ξανακύλησε. Πέντε χρονών. Ετοιμαζόμασταν για το νηπιαγωγείο. Οι δασκάλες μόλις τον είδαν επέμεναν να τον γράψω στο Ειδικό. «Θα πάει καλύτερα», μου έλεγαν. Στην αρχή ούτε να το ακούσω. Υπολόγιζα και την απόσταση. Μου είπαν όμως πως περνάει από τη Θηβών λεωφορείο και τα μαζεύει για το Ίλιον. Έπειτα σκέφτηκα ότι στο Γυμνάσιο θα είναι πάλι μαζί με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιά μας. Το αποφάσισα.

Τι αποφάσισα - χαμένη ήμουν εκείνο το διάστημα. Από τη μια η κατάθλιψη, από την άλλη οι ενοχές, ούτε ήξερα τι μου γινόταν. Είκοσι έξι χρονών και είχα φορτωθεί όλα τα βάρη του κόσμου. Οι ημικρανίες με τρέλαιναν. Ο Μάκης μού έγραψε χάπια. Κομμάτια μ’ έκαναν. Δυο τρεις μήνες τα πήρα. Η κατάσταση γύρω μου γινόταν ανεξέλεγκτη. Φοβήθηκα πως θα έχανα και τη μικρή. Έπρεπε κάτι να κάνω. Ζορίστηκα που τα έκοψα. Αναγκαστικά, βρήκα παρηγοριά στο ποτό. Μετά την ένταση της ημέρας, δυο τρία ποτηράκια με βοηθούσαν για να χαλαρώσω.

Ο άλλος, με το που έφυγε, ούτε που ενδιαφέρθηκε ξανά. Στην αρχή μόνο κάνα τηλέφωνο. Μία στο τόσο, έβαζε κάτι, για τα μάτια, στο βιβλιάριο της τράπεζας. Όποτε το θυμόταν. Ύστερα, μην τον είδατε. Η Άσπα τον συνάντησε τυχαία μετά από χρόνια στο Παγκράτι. Μου είπε πως έσερνε κι ένα αγοράκι από κοντά. Σαν τον Πέτρο κι αυτό, ευαίσθητο. Με το ζόρι το κρατούσε μην του ξεφύγει. Ο ίδιος, καταβεβλημένος.

Ο μικρός, με το που έπαψε να βλέπει τον πατέρα του, δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο. Τα βράδια, ούτε δίπλα μου δεν ησύχαζε πια. Δοκίμασα διάφορα. Μόνο με τα στήθη μου ηρεμούσε. Τα χούφτωνε, πότε το ένα και πότε το άλλο και βύζαινε σαν μωρό. “Μα, μα, μαμ…” και αποκοιμιόταν. Τι να κάνω; Τον άφηνα. Όλη τη νύχτα ξεκούμπωτη, μαζί του στο διπλό κρεβάτι, και πιο κει η Κατερίνα στην κούνια. Άλλα τσιριχτά κι αυτή. Το μαγαζί κλειστό. Ευτυχώς που οι γονείς μου μού έδιναν εκείνα τα δυο ενοίκια από τα διαμερίσματα. Τσίμα τσίμα την έβγαζα. Πήρα και το επίδομα για τον Πέτρο. Τα φούσκωσα λίγο στην επιτροπή, αλλά τι να κάνω. Χρειαζόμουν τα λεφτά.

Γύρω στα οχτώ του, τα πράγματα στο σπίτι είχαν μπει σε μια σειρά. Η μικρή μου, λες και καταλάβαινε την κατάσταση, δεν με κούραζε καθόλου. Μου έμενε έτσι χρόνος για ν’ ασχολούμαι με τον Πέτρο. Με είχε περισσότερη ανάγκη. Αγώνα δρόμου έκανα για να τον βοηθήσω να ωριμάσει. Και στο σχολείο καλά πήγαιναν τα πράγματα. Ευχαριστημένες οι δασκάλες του. Όλο επαινετικά λόγια: «Ακούει, είναι ήσυχος με τα παιδιά, έπαψε να δαγκώνεται και να χτυπάει. Τρώει μόνος του. Έμαθε και κάποιες λεξούλες». Μου τις επαναλάμβανε κι εμένα στο σπίτι, όταν ερχόταν. Πενήντα φορές την κάθε μία. Λιγωνόταν στα γέλια. Τι αστείο εύρισκε δεν μπορούσα να καταλάβω.

Στη γιορτή της Εικοστής Πέμπτης Μαρτίου που με είχαν καλέσει στο σχολείο, τον χάρηκα ιδιαίτερα. Το πιο όμορφο και το πιο ψηλό παιδί απ’ όλα. Άσπρος άσπρος, σγουρά πυρόξανθα μαλλιά, σαν βασιλόπουλο ήταν. Και υπάκουος. Στεκόταν στην μέση της σκηνής με το σημαιάκι στο χέρι και δεν έβγαζε άχνα. Γύρω του τ’ άλλα παιδιά, με τα όπλα και τα φυσεκλίκια, έπαιζαν τους κλέφτες και τους αρματολούς. Στο τέλος της γιορτής, είχε τέτοιον ενθουσιασμό, που ούτε καν αντέδρασε όταν τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον φίλησα. Το βράδυ, στο κρεβάτι, με τη σημαιούλα μαζί.

Ηρέμησα κι εγώ στο σπίτι. Επιτέλους παρακολούθησα με την ησυχία μου μια πρωινή εκπομπή στην τηλεόραση. Μπόρεσα να πιώ έναν καφέ με μια φίλη μου. Και το απόγευμα, μόλις ξυπνούσε, το ίδιο ευδιάθετος ήταν. Έβαζε στο κασετόφωνο τραγούδια και περίμενε να του χορέψω. Τα σάλια του ποτάμι. Σηκωνόταν, στριφογύριζε στο δωμάτιο, χοροπηδούσε, έτρεμε ολόκληρος. Χρόνια είχαν να ακουστούν τραγούδια στο σπίτι. Ξαναθυμήθηκα τα παλιά μου γλέντια, τότε που ήμουν ελεύθερη. Κάθε Σάββατο βράδυ, παρέα με τις φίλες μου στα κέντρα. Άτζελα, Ρίτα, Λεπά… Όλα τα είχαμε γυρίσει.

Μετά το χορό, πιάναμε το παιχνίδι. Του άρεσε να πετάμε ο ένας στον άλλον μαξιλάρια. Μόλις κουραζόταν κι απ’ αυτό, παίζαμε με το αρκουδάκι τού νυχτικού μου. Το έπιανε και ορμούσε να το δαγκώσει. Εγώ, μόλις με πλησίαζε, τραβιόμουν προς τα πίσω. Στο τέλος περίμενε να του κάνω το λαγό. Εκεί να τον δεις πως λυνόταν στα γέλια.

Μπορεί να μην έτρεχε έξω με τα άλλα παιδιά, να μην τα αποζητούσε, όμως ήμουν σίγουρη ότι μεγαλώνοντας θα τα πήγαινε καλύτερα. Προς το παρόν, τον είχα πάνω μου, κοντά μου, γιατί ήταν λιγάκι επικίνδυνο να τον αφήνω μόνο του. Υπομονή έκανα μέχρι να ξεπεταχτεί. Η μικρή μου, μόλις μεγάλωσε λίγο, με βοηθούσε ακόμα περισσότερο. Όλα μόνη της. Να ντυθεί, να διαβάσει, να τακτοποιήσει το δωμάτιό της, ως και το πρωινό ακόμα μοναχή της το έφτιαχνε.

Δεκατρία προς τα δεκατέσσερα, ήρθαν πάλι τα πάνω κάτω. Ο Πέτρος δυσκόλεψε απότομα. Τώρα θα μου πεις, και ποιο παιδί δεν αλλάζει στην ηλικία του. Κάνουν τ’ αντράκια. Από τα δώδεκα, είχαν αρχίσει να φαίνονται τα σημάδια. Ψήλωνε, άρχισε να βγάζει τρίχες στο πουλάκι του και στα πόδια, η φωνή του χόντρυνε απότομα. Όμως, τότε ήταν ήρεμος ακόμα. Μετά, σκέτος κυκλώνας μέσα του. Πεισματάρης, νευρίαζε με το παραμικρό, άρχισε πάλι να τραυματίζεται από τα δαγκώματα.

Η Κατερίνα μού έβγαλε κι αυτή αντίδραση. Αντιμιλούσε συνέχεια. Μόνο μαζί της ήθελε να ασχολούμαι. Στο αδερφό της ούτε που έδινε σημασία. Άρχισε να τον ζηλεύει. Κάποιο βράδυ, την έπιασα στο τηλέφωνο να μιλά με μια συμμαθήτρια της. «Το βαρέθηκα, το παλαβό», της έλεγε. «Δεν μπορώ να ησυχάσω. Έχουμε τρελαθεί εδώ μέσα. Όλοι μαζί του ασχολούμαστε». Μόλις μπήκα στο δωμάτιο, μαζεύτηκε. Μου ήρθε να της δώσω ένα χαστούκι, αλλά συγκρατήθηκα. “Όταν θα έρθει ο καιρός να γίνει μάνα θα με θυμηθεί”, σκέφτηκα.

Ο Πέτρος, όσο πιο πολύ έμπαινε στην εφηβεία, τόσο πιο δύσκολος γινόταν. Το βλέμμα του άλλαζε. Είχε χαθεί το παιδί από τα μάτια του. Πονήρεψε απότομα. Όταν βρισκόταν στο δωμάτιο τής Κατερίνας, όλο με τα εσώρουχά της είχε να κάνει. Της άνοιγε τα συρτάρια και τα ανακάτευε. Μια φορά τον έπιασα που τα είχε φορέσει. Εκεί φοβήθηκα λίγο. “Λες να με βρει κανένα κακό”, σκέφτηκα. Άδικος ο φόβος μου. Μην με δει να γδύνομαι. Ερχόταν, μ’ αγκάλιαζε, κολλούσε με μανία πάνω μου και τριβόταν.

Πώς να τον κάνω ζάφτι; Είχε γίνει κοτζάμ ντερέκι, κι εγώ ένα σαμιαμίδι. Πενήντα τέσσερα κιλά βάρος, ένα και πενήντα πέντε ύψος. Στο μπάνιο που τον σαπούνιζα, μου άρπαζε το χέρι και το πίεζε πάνω στο πουλί του. “Μα, μα, μαμ…” ασταμάτητα. Σαν τανάλια με έσφιγγε. Ο ερεθισμός του έφτανε μέχρι τον αφαλό. Από τη μια το χαιρόμουν. Άντρας σωστός. Και τι άντρας! Ούτε ο άλλος δεν είχε τέτοιες χάρες. Από την άλλη όμως, τον έβλεπα που παιδευόταν και στενοχωριόμουν.

Από το σχολείο, κάθε μέρα έφταναν παράπονα. Μου έλεγαν πως όλο στη τουαλέτα κλεινόταν και μετά κυκλοφορούσε στους διαδρόμους με κατεβασμένο το παντελόνι και το πουλί έξω. Έβαζε χέρι στα κορίτσια. Και στις δασκάλες του ακόμα. «Δεν μπορεί, θα το ξεπεράσει κι αυτό», τους δικαιολογιόμουν. «Θα συμμορφωθεί, όπως συμμορφώθηκε και με τόσα άλλα. Μια κρίση περνάει σαν όλα τα παιδιά της ηλικίας του».

«Εφηβεία, Μαιρούλα. Τι περίμενες; Φτάσαμε», μου είπε ο Μάκης. Σιγά το νέο. «Τι κάνουμε», ρώτησα. Μου τα μάσαγε. «Πες μου ακριβώς», τον πίεσα. Μου πρότεινε να του δώσω φάρμακα. Του τα έδωσα. Τι το θες… Τα ήξερα κι από εμένα. Το παιδί έχασε την ζωντάνια του. Καθόταν ζαρωμένο σε μια γωνιά κι ούτε κουνιόταν. Ήταν να τον λυπάσαι. Του τα έκοψα. “Καλύτερα όπως ήταν πριν, κι ας κάνει τα δικά του”. Δεν μπορεί, κάπου θα εκτονωθεί η κατάσταση”, παρηγοριόμουν.

Έκανα υπομονή. Όμως εκείνο το βράδυ τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο. Κάποια στιγμή ξύπνησα απότομα από ένα δυνατό τράνταγμα. Πίσω μου, ο Πέτρος ανάσαινε βαριά, τριβόταν με δύναμη επάνω μου, και κάθε τόσο ακουγόταν το μουγκρητό του. “Μα, μα, μαμ…” Το νυχτικό μου ήταν μισοσηκωμένο. Πάλευε χωρίς να ξέρει κι αυτός τι να κάνει. Μήπως κι εγώ καταλάβαινα μες τον ύπνο μου τι μου γινόταν; Όταν συνήλθα κάπως, προσπάθησα να τον ξεκολλήσω από πάνω μου. Αφήνιασε περισσότερο. Δαγκωνόταν με τόση λύσσα, που ήταν αδύνατον να του τραβήξω το χέρι απ’ το στόμα. Φοβήθηκα πως θα γεμίσει ξανά πληγές. Ήταν μισοσκόταδο και δεν μπορούσα να δω καθαρά. Μπορεί και να είχε ματωθεί. “Μα, μα, μαμ…” γρύλιζε και ορμούσε επάνω μου. «Ηρέμισε, πουλάκι μου», του είπα πλησιάζοντας το πρόσωπό μου στο δικό του.

Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Με τέτοιο επιθετικό βλέμμα δεν τον είχα δει ποτέ ξανά. Με κοιτούσε ψυχρά, βαριανασαίνοντας, λες και δεν με αναγνώριζε. Ταυτόχρονα μου γράπωσε το χέρι και δεν μου το άφηνε με τίποτα. “Μα, μα, μαμ…” και με κοίταζε. Τον χάιδεψα λίγο πάνω από την πιτζάμα μπας και τον ηρεμίσω. Χειρότερος έγινε. Αγρίμι. “Μα, μα, μαμ…”. Τον λυπόμουν. Δεν μπορούσα να τον βλέπω να κάνει έτσι. Απελπίστηκα. Έτσι μου ερχόταν να σηκωθώ, ν’ ανοίξω την πόρτα και να πάρω τους δρόμους. Όπως ήμουν με το νυχτικό. Να λυπηθεί κάποιος Χριστιανός κι εμένα. Αλλά και πάλι σκέφτηκα, - ποιος μπορούσε να λύσει το δικό μου πρόβλημα; Ήθελα δεν ήθελα, κάτι έπρεπε να κάνω. Έβαλα το χέρι μου μέσα από την πιτζάμα κι άρχισα να τον χαϊδεύω. Σιγά, σιγά μαλάκωνε. Σήκωνε το κεφάλι, το έστρεφε πέρα δώθε δαγκώνοντας τη γλώσσα και γρύλιζε ευχαριστημένος. “Μα, μα, μαμ…”, κάθε τόσο. “Ας τον μάθω τουλάχιστον να χαλαρώνει μόνος του”, σκέφτηκα και συνέχισα.

Ποτάμι, το πουλάκι μου. Η πιτζάμα του, τα σεντόνια, το νυχτικό μου, χάλια. Μέχρι να φέρω το ρολό της κουζίνας, είχε κοιμηθεί του καλού καιρού. Τίποτα δεν ακουγόταν στο σπίτι. Η ησυχία, σαν καταπακτή κάτω από τα πόδια μου, με κατάπινε ολόκληρη. Κοίταξα το λερωμένο νυχτικό μου και μου ήρθε κάτι σαν σκοτοδίνη. Τοίχο τοίχο έφτασα στην κουζίνα, άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί και μετά ξάπλωσα στον καναπέ του σαλονιού. Προσπάθησα να σκεφτώ. Να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά. Κάθε φορά που η σκέψη μου πήγαινε να πάρει ένα δρόμο χανόταν αμέσως στο ίδιο μαύρο σύννεφο. Το χάραμα με βρήκε στην ίδια θέση.

«Καλά έκανες», με καθησύχασε ο Μάκης την άλλη μέρα που του τηλεφώνησα. Το σκέφτηκα πολύ για να τον πάρω τηλέφωνο. Ντρεπόμουν. «Γίνεται κι αυτό καμιά φορά. Μη σε ξενίζει. Δεν είσαι η μόνη που αντιμετωπίζεις το πρόβλημα μ’ αυτόν τον τρόπο. Στην περίπτωσή σου, δεν έχεις και πολλές επιλογές. Τον εαυτό σου μόνο πρόσεξε», με συμβούλεψε. Το τελευταίο δεν το πολυκατάλαβα. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να μεγαλώσει το παιδί και να πάει καλά. Και θα πήγαινε. Ήμουν σίγουρη. Όσο για το συγκεκριμένο, μια θυσία ήταν κι αυτή. Θα μάθαινε το πουλάκι μου και θα ηρεμούσε από μόνο του.

Μόλις έκλεισε τα δεκαοχτώ, χρειάστηκε να τον πάω η ίδια να περάσει περιοδεύων. Πρώτο μπόι το αντράκι μου. Τον καμάρωνα. Αν τους έγδυναν όπως παλιά, θα ήταν ο πιο αρσενικός απ’ όλους. Ήμουν βέβαιη γι’ αυτό. Τέτοιο παλληκάρι όλες θα το ζήλευαν. Του έδωσαν αμέσως την απαλλαγή. Δεν ξέρω αν χάρηκα ή λυπήθηκα. Μάλλον χάρηκα. Πού να τρέχει στα στρατόπεδα. Είναι πάρα πολύ ευαίσθητος. Ο Πέτρος θέλει μια ειδική μεταχείριση. Σκοπιές, καψώνια, άντε να τα βγάλει πέρα. Τα άλλα παιδιά είναι ξεπεταγμένα. Αν ήταν πιο ομιλητικός και καπάτσος, τότε ίσως μπορούσε να κάνει το στρατιωτικό του.

Άσε, καλύτερα έτσι. Γλίτωσε και τα τρεξίματα. Άλλωστε καλά τα περνούσαμε οι δυο μας. Είχαμε ξαναβρεί το ρυθμό μας. Μόνο τα βράδια, πότε, πότε του έβγαινε εκείνο το άγριο και το ανυπόμονο. Πού να το κόψει! Κολλημένος επάνω μου. Είχε βολευτεί ο τεμπελάκος. Έτσι μάλιστα και μάθαινε κάτι καινούριο, δεν του έβγαινε με τίποτα από το μυαλό. Κάποια φορά, τον φίλησα όπως παλιά που ήταν μικρός, στο μπάνιο. Κόντεψε να μου ξεριζώσει τα μαλλιά από το τράβηγμα. Μετά, μου το ζητούσε κάθε φορά.

Τον Μάκη σταμάτησα να τον ενοχλώ. Τι να μου κάνει κι αυτός; Έτσι κι αλλιώς, από την αρχή μόνη μου τα έβγαλα πέρα. Όχι μόνο με τον Πέτρο αλλά και με την Κατερίνα. Φουλ εφηβεία κι αυτή. Όλο νεύρα και αντίδραση. Ό,τι και να έκανα, λάθος το εύρισκε. Τα πάντα επάνω μου, χάλια. Δεν με άκουγε σε τίποτα. Του κεφαλιού της. Χωρίς να με ενημερώσει καν, έψαξε και βρήκε τον άλλον. Τώρα θα μου πεις - και ποια μάνα τα πάει καλά με την κόρη της; Θυμάμαι και τα δικά μου, στην ηλικία της. Από αντίδραση είχα φύγει κι εγώ από το σπίτι. Στο Γυμνάσιο όμως, πρώτη μαθήτρια η Κατερίνα μου. Αριστούχος. Όλο συγχαρητήρια μού έδιναν οι καθηγητές της.

Στα είκοσι πέντε του, ο Πέτρος ήταν ένας λεβέντης ίσαμε εκεί πάνω. Ψηλός ένα και ογδόντα. Οι πλάτες του φαρδιές, λες και δούλευε στην οικοδομή. Τα μαλλιά του έφταναν στους ώμους. Του τα περιποιόμουν με τις ώρες. Τόσα χρόνια στο κομμωτήριο, τέτοια μεταξένια μαλλιά δεν είχαν ποτέ αγγίξει τα δάχτυλά μου. Καμιά φορά, του τα έπιανα κοτσίδα. Με ηθοποιό μού έμοιαζε. Παιδί όμως. Δίκιο έχουν που λένε ότι οι άντρες δεν μεγαλώνουν ποτέ. Ακόμα ξεκαρδιζόταν στα γέλια με τον λαγό, το πουλάκι μου.

Στο σπίτι είχαμε μείνει οι δυο μας. Η Κατερίνα, με το που πέρασε στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, δεν ξαναγύρισε. Όποτε κατέβαινε στην Αθήνα, προτιμούσε να μένει στον πατέρα της. Τη βοηθούσε οικονομικά στις σπουδές της. Πιο πολύ τα λέγαμε από το τηλέφωνο. Μια χαρά ακουγόταν. Ανεξάρτητο κορίτσι. Της είχα εμπιστοσύνη. Σίγουρα θα έβρισκε το δρόμο της.

Στενοχωριόμουν βέβαια που δεν ερχόταν να μας δει. Όμως το έβλεπα κι αλλιώς. “Δε βαριέσαι”, έλεγα. “Ας προχωρήσει αυτή κι ας τραβάω εγώ τα ζόρια”. Μετά από τόσο καιρό το είχα πάρει απόφαση. Τι να πεις. Έτσι είναι η ζωή. Δεν θα μπορούσα να την φροντίζω όσο θα ήθελα. Ήμουν πάντα απασχολημένη με τον Πέτρο. Μ’ είχε περισσότερο ανάγκη. Όχι πως δεν είχε μεγαλώσει, αλλά να, - πάντοτε πιο πίσω το πουλάκι μου. Στο μεταξύ, οι εντάσεις του είχαν καταλαγιάσει. Φτάνει να με είχε δίπλα του. Και στο κρεβάτι, το βράδυ, μαζί. Τον είχα συνηθίσει κι εγώ.

Στη γειτονιά, λέγανε τα δικά τους. Μέχρι και για το κορίτσι πως έφυγε γιατί δεν άντεχε. Τι δεν άντεχε; Αλλά έτσι είναι ο κόσμος. Την καμπούρα του δεν την κοιτάζει ποτέ. Πάντα τους άλλους κρίνει. Ας είχαν αυτοί το πρόβλημά μου και θα τα λέγαμε.

Σήμερα ο Πέτρος μου, κλείνει τα τριάντα πέντε. Να είναι γερό το παλληκάρι μου. Πότε το είχα μωρό στην κούνια, πότε έγινε άντρας ούτε που το κατάλαβα. Νερό περάσανε τα χρόνια. Στην ηλικία μου, βέβαια, άλλες χωρισμένες ξαναπαντρεύονται. Ξεκινούν καινούρια ζωή. Εμένα, βλέπεις, μου τα ‘φερε ανάποδα η μοίρα. Τι να κάνω; Συμβιβάστηκα. Ακόμα και το μέσα συνήθισα. Σπάνια βγαίνω. Ο Πέτρος με παρασέρνει τις περισσότερες φορές. Ξεσηκώνει τον τόπο από τις φωνές. Καμιά φορά που βαριέμαι για να μην μας ακούνε οι γείτονες, τον κατεβάζω στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Είναι άνετος χώρος. Περιποιημένος. Γύρω γύρω έχει παρτέρια με δέντρα και ζαρτινιέρες με λουλούδια. Για να περάσει η ώρα, παίρνω μαζί μου και κανένα περιοδικό. Έτσι κι αλλιώς, με τις μάντρες τριγύρω έχω το κεφάλι μου ήσυχο.

Ο Πέτρος περιφέρεται και περιεργάζεται τα πάντα με τις ώρες. Πού τη βρίσκει τόση υπομονή, δεν μπορώ να καταλάβω. Φαίνεται όμως ότι έχει σοβαρέψει. Μικρός έτσι κι έβλεπε περιστέρι ή σπουργίτι, τρελαινόταν. Ορμούσε καταπάνω τους, προσπαθώντας να τα πιάσει.

Για να είμαι ειλικρινής, αν ξεκινούσα τη ζωή μου από την αρχή, ίσως να έπαιρνα άλλες αποφάσεις. Σίγουρα θα τελείωνα το Λύκειο. Μπορεί και να σπούδαζα. Για γάμο, θα το σκεφτόμουν. Μα και να παντρευόμουν, θα αργούσα να κάνω παιδί. Όμως, όταν έχεις πια μεγαλώσει και τυραννιέσαι με τα “αν” και τα “ίσως”, στο τέλος καταλήγεις πως “μια ιδέα είναι όλα”. Όσο για το αύριο, κανείς δεν το ξέρει. Καμιά φορά που μου περνάει από το μυαλό, φοβάμαι. Όχι για τον εαυτό μου, αλλά για τον Πέτρο. Τρομάζω στη σκέψη πως θα φύγω και θα μείνει μόνος του. Ανυπεράσπιστος.

Από την άλλη σκέφτομαι πως θα έχει το επίδομα, τα δυο σπιτάκια και θα τον προσέχει η αδερφή του. Λίγο είναι; Κυρίως η αδερφή του. Πριν λίγες μέρες, το πουλάκι μου, μου ανακοίνωσε πως παντρεύεται. Μου έστειλε και το προσκλητήριο. Ας είναι ευτυχισμένο, το κορίτσι.

Θυμάμαι πως πριν φύγει από το σπίτι, κάναμε σχέδια να πιάσουμε ένα διαμέρισμα πιο ευρύχωρο. Η Κατερίνα το ήθελε να έχει και τζάκι. Τελικά ξέμεινα εδώ. Στο δυάρι. Καλό είναι για μένα και τον Πέτρο. Και γκαρσονιέρα να ήταν, πάλι θα μας χωρούσε. Μήπως πρόκειται να βάλω άλλον άνθρωπο στο σπίτι μου;

Τώρα που είπα “άνθρωπο”, τις προάλλες μού έφερε πάλι προξενιά η ξαδέρφη μου. Επιμένει ακόμα αυτή. Πού να καταλάβει; Η ίδια μετά από το χωρισμό της, τον έναν πιάνει και τον άλλον αφήνει. «Είσαι με τα καλά σου, μωρή», της είπα. «Τι τον θέλω εγώ τον άντρα; Να μου τύχει πάλι κανένας παλαβός; Λίγα με έχουν βρει στη ζωή μου; Α, παράτα με. Ζωή είναι. Θα περάσει».

Εδώ που τα λέμε, τι να τον κάνω τον άντρα εγώ; Άντρα έχω.

Από το βιβλίο "Η μάντρα απέναντι"




ΑΡΣΙΝΟΗ ΒΗΤΑ ( ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ) - ΑΤΙΤΛΟ



Φέτος θέλω να φτιάξω μόνη μου
ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο
θα είναι ιδιαίτερο
μα θαρρώ το πιο όμορφο από όλα.
Δεν θα το στολίσω δίπλα στο παράθυρο
ούτε στη μέση του πιο μεγάλου δωματίου.
Θα το φτιάξω στο μυαλό μου,
θα το τοποθετήσω δίπλα στην καρδιά μου
δεν θα έχει κλαδιά
ούτε φωτάκια πολύχρωμα
ούτε ένα αστέρι ψηλά.
Θα έχει καλοσύνη στις λέξεις
για να δημιουργεί εμπιστοσύνη,
καλοσύνη στη σκέψη
για να δημιουργεί βάθος,
καλοσύνη στο να δίνω
για να δημιουργεί αγάπη.
Θα έχει συμπόνια
για να είμαι συνάνθρωπος.
Θα έχει αλληλεγγύη
για να είμαι άνθρωπος.
Θα έχει ειρήνη
γιατί είναι Χριστού-γεννα.
Φέτος θα φτιάξω ένα δέντρο
για να γεμίσω με ηλιαχτίδες
γύρω μου κι εντός μου
το γκρίζο καιρό.
*
*
φωτ : πίνακας Tara Turner





ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Όταν η γιαγιά έχει όρεξη για κουβέντα"



Απόγευμα Κυριακής. Μια βόλτα από το σπίτι της γιαγιάς δεν θα τον χαλούσε. Ήξερε καλά, ότι μαζί με το χρηματικό φιλοδώρημα θα είχε την ευκαιρία να ακούσει και μια ιστορία από εκείνες, που θες να τις βάλεις πολύ αλατοπίπερο, για να είναι νόστιμες. Σήμερα όμως, όσα άκουσε ήταν πέρα για πέρα αληθινά και πολύ ενδιαφέροντα.

Η γιαγιά του, έχει φτιάξει λαχανοντολμάδες, φαγητό διαχρονικό και επίκαιρο, όπως συχνά λέει ο παππούς, παραλληλίζοντας τις ιδέες του για την πολιτική με τα φαγητά. Βρίσκει νόστιμη την πολιτική εκείνων, των λίγων, που διαρκώς πασχίζουν για την καθημερινότητα του κοσμάκη, αδιαφορώντας για το αν θα ξαναβγούν και δεν αγνοεί το φαγητό της γιαγιάς, που όποτε μαγειρεύεται,βρίσκει πολλούς αποδέκτες!

Η γιαγιά αγωνιά να το φτιάξει ωραίο, εμφανίσιμο και γευστικό και αυτή η μανία της ουδέποτε καταβλήθηκε, ουδέποτε πήγε χαμένη. Απεναντίας, επιτείνεται με την πίστη ότι οι λαχανοντολμάδες συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού και γι’ αυτό έχουν θέση στο τραπέζι, γύρω στα Χριστούγεννα.

Είναι, όσο θυμάται τον εαυτό της, εύσωμη έως υπέρβαρη και προλαβαίνει, πριν αρχίσει μια ιστορία, να ομολογήσει: το σώμα να κρύβει μέσα του αρμονικά το πνεύμα ,να μην λειτουργεί υπερτροφικά σε βάρος του νου, γιατί εκείνος αδρανεί και έχουμε άσχημο αποτέλεσμα. Για να της πει κάποιος: δε νομίζω να συμβαίνει το ίδιο με εσένα, γιατί μια χαρά ο νους σου καταστρώνει σχέδια και ιστορίες, που μένουμε με ανοιχτό το στόμα.

Αρχίζει αμέσως την αφήγηση.

2021.Δεκέμβριος μέρα δωδεκάτη του Αγίου Σπυρίδωνα. Αν παίρνει, που λένε ένα σπυρί η μέρα, δεν το ξέρουμε, μάλλον είναι δοξασία που ταυτίζει το Σπύρο με το σπυρί και πάει λέγοντας. Η αλήθεια έχει να κάνει με το χειμερινό ηλιοστάσιο αλλά δε βαριέσαι ας υπάρχουν και οι δοξασίες ,να μας ελκύουν, να μας ευχαριστούν, να μας βάζουν για λίγο σε έναν κόσμο παραμυθικό ή παραμυθικοϊστορικό που μας αρέσει.

Κι όπως λέει ο παππούς σου, έχουμε πάλι εκλογές και εγώ έχω μαγειρέψει λαχανοντολμάδες! Τυχαίο; Δεν ξέρω. Σύμπτωση θα την πω, για να μη δημιουργήσω εντυπώσεις. Τρία βασικά πράγματα μας απασχολούν: η υγεία, η οικονομία και τα εθνικά μας ζητήματα. Κι αν πάνε να λυθούν τα δύο, η υγεία φαίνεται πως δεν ελέγχεται, όταν ενσκήψει πανδημία, και τα άλλα κάνουν στην άκρη να περάσει η υγεία. Χωρίς την υγεία, τίποτα δεν έχει αξία ,όλα παραμελούνται σαν άοσμα, άγευστα και άχρωμα.Το ενδιαφέρον όλο στρέφεται στο πώς θα γλιτώσουμε, πώς θα τελειώσει η επέλαση του κορωνοϊού,του ιού που προέκυψε, άλλως πως, για να στείλει στο θάνατο εκατομμύρια ψυχές.

Λέγοντας αυτά, τυλίγω ανόρεχτα τους λαχανοντολμάδες. Σκέφτομαι τι θα γίνει στα επόμενα χρόνια, τι θα γίνουν τα παιδιά μας, τι θ’απογίνετε τα εγγόνια μας, τι κόσμο θα παραλάβετε από εμάς.

Η τηλεόραση είναι τις περισσότερες ώρες ανοιχτή, όπως παλιότερα το ραδιόφωνο αλλά οι ειδήσεις είναι πάντα δυσάρεστες ή σχεδόν πάντα.

«Σκότωσε στο ξύλο τη γυναίκα του ,αφήνοντας πίσω τρία παιδιά». Έτσι φτάνουμε για το 2021 στη 16η γυναικοκτονία».

Αγανακτείς, για τον άνθρωπο που δεν εξημερώθηκε ,που ανέλεγκτα κάνει ό,τι του κατεβάσει το κεφάλι κι από την άλλη;

«Νίκος Ανδρουλάκης και Γιώργος Παπανδρέου στο δεύτερο γύρο»

Πως τάχα δένουν παιδί μου, όλα αυτά, μου λες;

Οι γυναίκες πονούν πολύ, χάνονται,πεθαίνουν,υπαιτιότητα των ανδρών.Οι πολίτες ψηφίζουν και αγωνιούν, πώς θα σωθούν. Οι πολιτικοί πάνε σε δεύτερο γύρο, με επιχειρήματα που αφορούν στην καλυτέρευση της ζωής των πολιτών. Τι κατάλαβες;

-«Με συγκλονίζει το πρώτο , που θα έπρεπε, τα άλλα δύο να έχουν φροντίσει να μην υφίσταται πλέον».

Αυτό περίμενα να ακούσω γιατί είναι η αλήθεια. Το 2021, εγώ η γιαγιά σου,λέω τα ίδια σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Μάλιστα αναρωτιέμαι συχνά: «τι άλλαξε» για να απαντήσω πάλι εγώ :«τίποτα τα ίδια και χειρότερα».

Έτσι κυλάει μάτια μου η ζωή, με πολλές θυσίες ελάχιστες απολαβές και πολύ στενοχώρια για το αβέβαιο, του κάθε αύριο. Και όπως καταλαβαίνεις το αύριο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες ,σταθμισμένους και αστάθμητους. Γιατί ποιος περίμενε ότι μέσα σε δύο χρόνια από το 2019 ως το 2021 θα χάνονταν εκατομμύρια συνάνθρωποί μας, ποιος περίμενε ότι η επιστήμη θα στεκόταν αδύναμη να κατατροπώσει άμεσα έναν ιό, που αλωνίζει τις χώρες και σαρώνει τον πλανήτη, σαν να πρόκειται για ένα χωριό.

Πάντοτε επικρατούσε το συμφέρον, και οι άνθρωποι βρεθήκαμε να αντιμετωπίζουν με καχυποψία κάθε κίνηση των επιστημόνων, κάθε προσπάθεια των φαρμακευτικών εταιρειών να παρουσιάσουν το σωτήριο εμβόλιο κατά του κορωνοϊού!

Και να, που μέχρι σήμερα παραδέρνουμε μεταξύ άδικου και δίκαιου, μεταξύ καχυποψίας και αλήθειας. Όταν ο κορωνοϊός σκορπά το θανατικό από μέρα σε μέρα, μας δίνουν κουράγιο ότι θα τελειώσει και μας πείθουν να εμβολιαστούμε μια, δυο ,τρεις και τέσσερις ίσως φορές,προκειμένου να γλιτώσουμε το θάνατο ή όταν τον συναντήσουμε, να τον προσπεράσουμε κάπως ανώδυνα. Κι εμείς γνωρίζουμε ότι θα κάνει κύκλους, ποτέ κύκλο, μετάλλαξη τη λένε, και θα πάρει χρόνο να εκλείψει ολοκληρωτικά.Λένε ότι και ο λοιμός των Αθηνών κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια και πολλούς ξεπάστρεψε.Ναι ο κορωνοϊός είναι η φριχτή μοίρα των ανθρώπων.Εκεί που περνούσαμε καλά,γεμίσαμε φόβο,πόνο,θλίψη.Ο θάνατος τα επισκιάζει όλα και η δημιουργικότητα όλο και λιγοστεύει.Βλέπεις η ασθένεια δε ζητάει τη συγκατάθεσή μας για να μπορέσει να υπεισέλθει στη ζωή και όλος ο φόβος μας, στρέφεται γύρω σε αυτό.Ο φόβος παιδί μου,δημιουργεί αβεβαιότητα,επηρεάζει τον άνθρωπο αρνητικά κι όσο ενυπάρχει ,κυριαρχεί και τον καταστρέφει.

-«Ωραία τα λέει η γιαγιά. Ισιώνω την πλάτη μου να ακούσω καλύτερα, να προσέξω αυτά που μου λέει και που δεν είναι ασήμαντα».

Μέχρι που μας βρήκε η πανδημία νιώθαμε δυνατοί, άτρωτοι και τα μέχρι τότε προβλήματα θεωρούνταν σταδιακά προσπελάσιμα. Αλλά η πανδημία είναι άλλο πράγμα. Τρέχεις και δεν προλαβαίνεις. Χάνεις το μπούσουλα. Κι ο άνθρωπος που στον εικοστό πρώτο αιώνα έμαθε να διορθώνει τα όποια λάθη ,εδώ φάνηκε αδύναμος. Πάντα θα υπάρχει κάτι που θα γεννάται για να τον προβληματίζει, ίσως και να τον επαναφέρει -όσοι το πιστεύουν -σε μία τάξη ,ευκοσμία. Κι αν ακόμα θεωρήσουμε ότι υπήρξαν παράφρονες που με πολέμους ήθελαν να επιβληθούν ,πάλι υπήρχε η δυνατότητα έστω με νικητές και ηττημένους κατατρόπωσης τους. Η πανδημία είναι άλλο πράγμα. Δεν είναι κάτι ,ένα ψηφιδωτό που θα βρεις τη θέση των ψηφίδων. Δεν είναι ένας πόλεμος που έστω με νεκρούς θα λήξει .Εδώ ο άνθρωπος αντιμάχεται τον ιό δίχως συγγενείς ,μόνος. Η επιστήμη δια των λειτουργών της είναι κοντά του,όμως γνωρίζει εκ των προτέρων τον κίνδυνο του θανάτου του. Αλλά ο άνθρωπος αυτός ήταν,είναι και θα είναι:αντιμάχεται τη λογική του και έχει πολλά προβλήματα. Αντιμάχεται την επιστήμη που τρέχει να τον βοηθήσει. Μήπως είναι η κατάρα των πρωτόπλαστων ,αναρωτιέμαι καμιά φορά-του Αδάμ που θέλησε να ξεπεράσει το δημιουργό και από δημιουργός κατάντησε ένα ταλαιπωρημένο δημιούργημα;

-«Τι είναι αυτό που σου δημιουργεί αυτόν τον προβληματισμό», τη ρωτάω.

Είναι όλα μαζί που έκρυβε ο άνθρωπος και έφτασε η πανδημία για να τα φανερώσει. Τι να φανερώσει δηλαδή; Πρώτα απ’ όλα την απιστία του, τη δυσπιστία του, τις συγκεχυμένες στο μυαλό του γνώσεις. Έτσι λειτούργησε παράλογα, αψηφώντας -από φόβο- τη δύναμη της επιστήμης και εμπιστευόμενος τον εαυτό του και την πίστη του σε μια ανώτερη δύναμη ,όπως κι αν την ονομάζει. Και αντί να είμαστε ευγνώμονες απέναντι στην ιατρική επιστήμη και τα συναφή, απέναντι στους λειτουργούς της που με αυταπάρνηση ,εργάστηκαν για χρόνια, περάσαμε στην επίθεση και σε φρικαλεότητες που δεν γνωρίζαμε.

-«Διχασμός;»

Όχι κάτι χειρότερο. Αν διχασμός σημαίνει διαχωρισμός,εδώ έχουμε αντιθέσεις και ανάμεσα στις ομάδες των διχασμένων. Κι όλα αυτά συμβαίνουν από το φόβο του θανάτου ,που μετεωρίζεται πάνω από τα κεφάλια μας.

-«Αυτό πού οδηγεί;»

Αυτή η κατάσταση θα οδηγήσει σε μια κατακερματισμένη ανθρωπότητα,με πολλά προβλήματα,επικοινωνιακά και εργασιακά.

Και μη ξεχνάς το άτομο είναι το αλάτι της γης. Δίχως αυτό, τίποτα δεν είναι δυνατό να συμβεί, δεν υπάρχει δράση, επαφή,δημιουργικότητα,ομορφιά,νοστιμιά. Να μη χάσουμε τον άνθρωπο, ως μονάδα που θα επιλέξει να αποστασιοποιηθεί ,να μείνει άπρακτος, ανενεργός από φόβο.

Η ζωή όπως βλέπεις συνεχίζεται σαν το ποτάμι, που με όλα τα εμπόδια θα καταλήξει σε μια έξοδο.Ας μάθουμε μέσα στους τρελούς ρυθμούς της,σεβόμενοι τον εαυτό μας να κάνουμε αυτά που πρέπει να κάνουμε και όχι αυτά που θέλουμε. Το πρώτο αφορά το σύνολο το δεύτερο το μέρος.

Σκέψου καλά.

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός


Πίνακας : Μeyer von Βremen With the Grandmother









Εκδήλωση της Ε.Ε.Λ (Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών) Για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του ΄21


Ε.Τ.Α.Ι.Ρ.Ι.Α… Ε.Λ.Λ.Η.Ν.Ω.Ν...Λ.Ο.Γ.Ο.Τ.Ε.Χ.Ν.Ω.Ν
Ακαδημίας και Γενναδίου 8 -10678 ΑΘΗΝΑ
Τηλ:2103834559 E-mail: eel@otenet.gr Website: www.eel.org.gr




Π...Ρ...Ο...Σ...Κ...Λ...Η...Σ...Η

ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021 και ώρα 10:30πμ--13.00πμ.

"Για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του ΄21"


Χαιρετίζει:Παύλος Ναθαναήλ, πρώην Πρόεδρος, νυν Αντ/δρος Δ.Σ. Ε.Ε.Λ.

Ο...Μ...Ι...Λ...Η...Τ...Ε...Σ:

Αθανάσιος Νασιόπουλος, Καθηγητής Πανεπ. Δυτικής Αττικής
ΘΕΜΑ. "Επιτομή Ιστορικής Μνήμης. Από τη Βοστίτσα ως τα Καλάβρυτα"

Ελένη Συκά-Κοντόζογλου, Ποιήτρια-μέλος ΔΣ της ΕΕΛ
ΘΕΜΑ. "Κορινθία 1821-26 Οκτωβρίου 1823"

Βασίλης Γεωργιάδης, Ιστορικός-Λογοτέχνης -μέλος ΕΕΛ
ΘΕΜΑ. "Η Ελληνικότητα και η Παγκοσμιότητα των ιδεών του Δ. Σολωμού"

Βίκυ Αναγνώστη, Αρχαιολόγος-Φιλόλογος-Ποιήτρια.
ΘΕΜΑ. "Νεοελληνικός Διαφωτισμός και η επανάσταση του ΄21."

Κωνσταντίνος Γεωργάτος, Ποιητής μέλος της ΕΕΕΛ
ΘΕΜΑ. "Από της Γης το Τραύμα, στης Ψυχής το Θαύμα"

Συντονίζει. ● Βίβιαν Γιαννούδη -Αυγερινού, μέλος ΔΣ της ΕΕΛ

ΠΡΟΣΟΧΗ: Για την είσοδο στο χώρο της εκδήλωσης είναι απαραίτητο το πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης.


Για το Δ.Σ

Ο Πρόεδρος της ΕΕΛ                     Ο Γεν. Γραμματέας της ΕΕΛ

Κώστας Καρούσος                            Γιώργος Μαρινάκης







ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣ - Δύο ποιήματα από τη συλλογή «Πρώτη Δημοτικού και άλλα» (Εκδόσεις «Ιωλκός» 2019) μεταφρασμένα στα Γαλλικά από την Παρασκευή Μόλαρη

 

Νίκος Παπάνας : Δύο ποιήματα από τη συλλογή «Πρώτη Δημοτικού και άλλα»(Εκδόσεις «Ιωλκός» 2019) Μεταφρασμένα στα Γαλλικά από την Παρασκευή Μόλαρη



i. ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

Όταν μεγαλώσω, θα γίνω αστροναύτης
να σε κοιτώ από ψηλά.

Όταν μεγαλώσω, θα γίνω λαχειοπώλης
να βρω με ποιο λαχείο θα σε κερδίσω.

Όταν μεγαλώσω, θα γίνω ένα μικρό σκυλάκι
μέρα νύχτα να σ’ ακολουθώ.

Όταν μεγαλώσω, φοβάμαι ότι θα σε προδώσω
κι όταν το μετανιώσω, θα’ ναι αργά.

**

PREMIERE ANNEE A L’ECOLE PRIMAIRE

Quand je serai grand, je deviendrai astronaute
pour te regarder de haut.

Quand je serai grand, je deviendrai vendeur de billets de loterie
pour chercher par quel gros lot je te gagnerai.

Quand je serai grand, je deviendrai un petit chien
pour te suivre jour et nuit.

Quand je serai grand, j'ai peur de te trahir
et quand je le regretterai, il sera trop tard.



🌼
 
ii. ΣΑΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ


Μήπως θα βρούμε κάτι σαν αιωνιότητα.
φιλί με τη διάρκεια τ’ ουρανού,
αγκάλιασμα που δεν κυοφορεί την πλήξη,
βότσαλο που θα στίλβει αδιάκοπα έξω απ’ το νερό.

Μήπως θα βρούμε κάτι σαν αιωνιότητα.
μιας κόρης το άγαλμα σε πείσμα ενός φτερού,
κλειδοκύμβαλου γαλήνιαν όψη.

Μήπως αβύθιστη μπρατσέρα της βροχής,
μάτι ασημένιο που δε γνώρισε τα δάκρυα.

**

COMME L'ÉTERNITÉ

Trouverions-nous quelque chose comme l'éternité;
un baiser avec la durée du ciel,
un câlin qui ne porte pas l'ennui,
un caillou qui brillera constamment hors de l'eau.

Trouverions-nous quelque chose comme l'éternité;
la statue d'une koré au mepris d’une plume,
la vue sereine d’un piano.

Peut-être un insubmersible voilier de la pluie,
un œil d'argent n’ayant pas connu les larmes.

 🌼



Από το 1988 ο Νίκος Παπάνας έχει δημοσιεύσει ποιήματα, μεταφράσεις ποιημάτων και δοκίμια για την ποίηση σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Το 2004 έλαβε τιμητική διάκριση από το Σύνδεσμο Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας. Κυκλοφόρησαν οι ακόλουθες ποιητικές συλλογές του: «Πρώτη δημοτικού και άλλα» (Εκδόσεις Ιωλκός, 2019) και «Σε ανακηρύσσω νικήτρια» (Εκδόσεις Ιωλκός, 2021).


🌼

Η Παρασκευή Β. Μόλαρη είναι πτυχιούχος Αγγλικής και Ελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και πτυχιούχος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών Μάστερ ΙΙ από το Πανεπιστήμιο Paul Valéry Montpellier III. Τμήμα Νεοελληνικών σπουδών στη Νεότερη Ελληνική Ιστορία και Ιστορία της Εκπαίδευσης. Έχει παρουσιάσει και μεταφράσει πλήθος ποιημάτων σύγχρονων Ελλήνων ποιητών και τα οποία χρησιμοποιούνται ως διδακτικό υλικό στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ως συνεργάτης του επιστημονικού περιοδικού ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ έχει δημοσιεύσεις μεταφραστικές της εργασίες και παρουσιάσεις, καθώς και στο Δίκτυο Πολιτικής Ανωτάτης Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών.




ΒΑΣΩ ΙΟΡΔΑΝΟΥ - ΚΟΣΜΙΔΟΥ "Σκέψεις στη βροχή"


Rainy Day  painting by Emerico Imre Toth 

Είναι η δική μας βροχή
για να ξυπνήσει και να ζωντανέψει
μέσα μας, η φύση της καρδιάς μας.

Είναι ίσως
για να ποτίσει τις ψυχές μας
να αναγεννηθούν πιο ανθρώπινες.
Είναι κάθε σταγόνα μνήμη.
Είναι για να κρύβει τα δάκρυα ψυχής και σώματος.
Είναι για να σβήνει φωτιές.
Είναι για ν' ανθίζει συναισθήματα.
Είναι της Γης πανηγύρι και κόλαση μαζί...
Είναι η ανάσα αυτών που μας λείπουν.
Είναι το τραγούδι ερωτευμένων.
Είναι όμως και μουρμούρα απουσίας...
Είναι και μεθυστική ζαλάδα προσμονής.
Είναι για να ταξιδέψει τα όνειρα
ή για ναυαγήσει όνειρα.
Είναι το παραμύθι στη μοναξιά μας...
Είναι ο ήχος ψυχής που θέλει να ζήσει!

Είναι κάθε σταγόνα και λέξη.
Πιάστην και φτιάξε στίχους!
Είναι κάθε σταγόνα μια νότα
πιάστην και φτιάξε μουσική!
Και τώρα τραγούδα μαζί της.
Να δεις τι τραγούδι σου βγαίνει
χαράς ή λύπης
.
.
Βάσω Ιορδάνου Κοσμίδου
Από το βιβλίο : "Δραπετεύουσες Σκέψεις"
Εκδόσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗ, 2018





ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ - Κριτική παρουσίαση του βιβλίου "Γλωσσικό Ιδίωμα Λήμνου" του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΡΑΓΑΡΑ

 

«Γλωσσικό Ιδίωμα Λήμνου», τόμοι 4, σελ. 1.666.
Εκδόσεις Αγιαρμόλας, Αθήνα 2021.

«Έπειτα από πολύχρονη κυοφορία ο φίλος Σταύρος Τραγάρας έτεκεν τετράδυμα. Τέσσερις τόμοι, 1666 σελίδες, χιλιάδες λήμματα στο ‘Γλωσσικό Ιδίωμα Λήμνου’, ένα πληρέστατο λεξικό της λημνιάς γλώσσας, από έναν άνθρωπο γέννημα-θρέμμα της λημνίας γης, ο οποίος αγάπησε τη λαλιά της πατρίδας του, την κατέγραψε και την μελέτησε. Μια μεγάλη προσφορά στην γλωσσική επιστήμη». Αυτά έγραψα πρόχειρα αλλά με πλήρη επίγνωση, πριν από λίγες εβδομάδες όταν έφτασε στα χέρια μου η ογκώδης κασετίνα με το τετράτομο λεξικό.

Όταν ξέσπασε η πανδημία, ο Τραγάρας ανέστειλε τυχόν εκδηλώσεις που είχε κατά νου να πραγματοποιήσει ως πρόεδρος του Συλλόγου Ατσικιωτών κι επικεντρώθηκε στο γράψιμο και στην έκδοση των έργων του. Ούτε λίγο ούτε πολύ κατά την διετία 2020-2021 εξέδωσε τέσσερα ογκώδη βιβλία, με γλωσσικό κυρίως περιεχόμενο, συνολικού μεγέθους άνω των δυόμισι χιλιάδων σελίδων. Τον κατέλαβε, όπως μου εξομολογήθηκε, η αγωνία του μεσήλικα δημιουργού, την οποία και ο γράφων βιώνει εσχάτως, πως ο χρόνος που ρέει αμείλικτος, κάνει πλέον υπαρκτή την απειλή να μείνει ανέκδοτο κάποιο έργο.

Ο δημιουργός, είτε συγγραφέας είναι είτε καλλιτέχνης, βιώνει την αγωνία της κυοφορίας. Ιδίως όταν το έργο του είναι προϊόν κοπιώδους και μακροχρόνιας εργασίας, αγωνιά, όπως η επίτοκος, να ξελευτερωθεί από το έμβρυο, να το δει να γεννιέται και να ανθίζει, να κυκλοφορεί στον κόσμο κι ο ίδιος να απολαμβάνει το δημιούργημά του, το οποίο πλέον είναι κοινόχρηστο. Κάπως έτσι προέκυψαν μαζεμένα τέσσερα έργα του Τραγάρα, τα τρία μέσα στο 2021. Το σημαντικότερο από τα προϊόντα του τραγάρειου (ας μου επιτρέψει το νεολογισμό ο αγαπητός Σταύρος) εκδοτικού οίστρου της τελευταίας διετίας, είναι το τετράτομο λεξικό της λημνιάς ιδιολέκτου.

Πρόκειται για το έργο ζωής του Τραγάρα. Έργο πολύτιμο, το οποίο δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος πως ακόμα κι αν όλα τα υπόλοιπα γραπτά του χαθούν, μόνο με αυτό ο Σταύρος καταλαμβάνει μια περίοπτη θέση στην πυραμίδα της λημνιάς γραμματείας. Έργο παρακαταθήκη, έργο βοήθημα κάθε ειδικού γλωσσολόγου και μη, έργο πλούσιο από έναν ακάματο ερευνητή και γόνιμο δημιουργό. Ο Τραγάρας σε όλα τα έργα του μετατρέπει την αγάπη για τον τόπο του σε δημιουργία. Και είναι πολλά: τέσσερις ποιητικές συλλογές, επτά πεζογραφικά, δύο γλωσσικά και ίσως έπεται συνέχεια, ποιος ξέρει.

Εδώ ξεπέρασε τον εαυτό του. Στους τέσσερις τόμους δεν είναι αποτυπωμένα μόνο τα δικά του βιώματα από την πατρίδα του αλλά τα βιώματα γενεών και γενεών σε απροσδιόριστο βάθος χρόνου, όσο υπήρξαν άνθρωποι που μιλούσαν την ίδια λαλιά πάνω στο νησί. Χιλιετίες ολόκληρες απαιτήθηκαν για να επινοήσουν, να πλάσουν, να μαλάξουν, να διορθώσουν, να κρατήσουν και να πετάξουν, να προσθέσουν, να προσαρμόσουν, να αφομοιώσουν, να γράψουν και να τραγουδήσουν, όσοι διάβηκαν από τη Λήμνο, τη γλώσσα που κατέγραψε ο Τραγάρας.

Το έργο είναι αφιερωμένο στις δυο του εγγονούλες, τη Σταυριάνα και τη Βικτώρια, μιας και στη γενιά τους απευθύνεται, μια γενιά η οποία θα ζήσει στην ψηφιακή εποχή κι επομένως δεν θα γνωρίσει την κοινωνία του χωραφιού και της μάντρας που δημιούργησε αυτόν τον λεκτικό πλούτο, τον οποίο έχει καταγράψει.

Το λεξικό αυτοσυστήνεται ως «ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό και ιδιωματισμών» του λημνιακού ιδιώματος. Θα πρόσθετα και λαογραφικό/εθνογραφικό, διότι στην προσπάθεια να επεξηγήσει πιο παραστατικά τις λέξεις, ο συγγραφέας παραθέτει φράσεις, παροιμίες, στίχους από τραγούδια, παλιές συνήθειες, έθιμα κι άλλες πληροφορίες για τον παλιό κόσμο της υπαίθρου. Κάποια λήμματα, μάλιστα, είναι στην ουσία μικρά θεματικά άρθρα, π.χ. το λήμμα «αγέρας», με τα παράγωγα και τα παραδείγματα, καταλαμβάνει τρεις σελίδες, το λήμμα «άσπερ» [άσπρη] μιάμιση σελίδα, το λήμμα «βρακί» τέσσερις σελίδες, το «κλικ’» μιάμιση σελίδα, το «πο-» [πρόθεμα] 14 σελίδες(!), το «παρα-» [πρόθεμα] 16 σελίδες(!) κλπ.

Το περιεχόμενο έχει δομηθεί αλφαβητικά και είναι μοιρασμένο σε τέσσερις τόμους, με συνεχόμενη σελιδαρίθμηση: Α-Ζ (σελ. 1-474), Η-Μ (σελ. 475-960), Ν-Ρ (σελ. 961-1274) και Σ-Ω (σελ. 1275-1666). Στον πρώτο τόμο προηγείται ένας πρόλογος με αναφορές σε προηγούμενες προσπάθειες καταγραφής της λημνιακής ιδιολέκτου, τις οποίες ο Τραγάρας έχει μελετήσει και συμβουλευτεί (εκτενής βιβλιογραφία υπάρχει στον τελευταίο τόμο του έργου), και με την περιγραφή της δικιάς του καταγραφικής προσπάθειας, την οποία ξεκίνησε πρόχειρα κι ανοργάνωτα την δεκ. ’90, και συνέχισε πιο συστηματικά από την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας και εξής.

Όπως ομολογεί κι ο ίδιος, η ενασχόλησή του με την έκδοση της εφημερίδας του Συλλόγου Ατσικιωτών και με τα κοινωνικο-πολιτικά σατιρικά κείμενα στη λημνιά γλώσσα που δημοσίευε στον τύπο επί δέκα και πλέον χρόνια: «μου έδωσε την ευκαιρία να ακονίσω τα λημνιά του ακόμα περισσότερο». Άρχισε να μαγνητοφωνεί τους συντοπίτες του και ν’ αποδελτιώνει το υλικό, γλωσσικό και λαογραφικό συνάμα. Ο όγκος της ύλης, τον έκανε να ξεχωρίσει τα «αρσίζκα», τα οποία εξέδωσε πέρυσι σε χωριστό τόμο, με τίτλο «Βωμολοχικά Λήμνου», στα οποία θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά σε άλλο σημείωμα. Φέτος προχώρησε στην έκδοση του λεξικού.

Ενημερωτική και χρήσιμη είναι η σύντομη «Εισαγωγή στο γλωσσικό ιδίωμα της Λήμνου», στον πρώτο τόμο. Σε αυτήν περιγράφει εν συντομία τα γενικά χαρακτηριστικά της τοπικής γλώσσας, ως προς την προφορά και την γραμματική της. Προφανώς δεν είναι γλωσσολόγος ο Τραγάρας, ούτε έχει την πρόθεση να υποκαταστήσει τους ειδικούς, αλλά είναι ένας Λημνιός των χωραφιών και της υπαίθρου, που κατάφερε με πολύ μόχθο να θωρακιστεί με μια ισχυρή επιστημονική πανοπλία ως ιατρός. Συνεπώς, οι γλωσσικές παρατηρήσεις του, μπορεί να μην έχουν την εγκυρότητα του ειδικού, αλλά συνδυάζουν τη γνώση του αυτόχθονα με τη σοβαρή προσέγγιση του επιστήμονα.

Τα λήμματα, όπως προανέφερα, παρατίθενται αλφαβητικά, με έντονη γραφή (bold), σε φαρδιά προεξοχή ώστε να ξεχωρίζουν (είναι τεχνικό το ζήτημα αλλά θα μπορούσε να είναι λιγότερο φαρδιά η προεξοχή ώστε να περιοριστεί η σπατάλη του χώρου). Καθένα περιλαμβάνει την ερμηνεία ή τις ερμηνείες της λέξης αν αυτή έχει πολλαπλή χρήση, με παραδείγματα της χρήσης της σε φράσεις, στίχους, τοπωνύμια και την ετυμολογία της, με συντομογραφίες για την οικονομία του χώρου, που επεξηγούνται στην εισαγωγή (σ. 19-21). Επιπλέον, παρατίθενται τυχόν παράγωγα ή/και σύνθετα, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις είναι δεκάδες, π.χ. στο λήμμα «άγριγιος» τα σύνθετα καταλαμβάνουν περίπου δύο σελίδες. Σε κάποιες περιπτώσεις δίνονται ιστορικές ή λαογραφικές πληροφορίες σχετικές με τη λημματογραφούμενη λέξη, ειδικά αν αυτή αφορά τοπωνύμια.

Οι λέξεις καταγράφονται με τη λημνιά πρόφορά τους, την ατσ’κιώτικη να πω καλύτερα, διότι από χωριό σε χωριό παρατηρούνται φωνητικές μικροδιαφορές. Αποφεύγει να βάζει απόστροφο στη συγκοπή των φωνηέντων, κάτι που έχουμε διαπιστώσει και σε παλιότερα κείμενά του, για να μην φορτώνει τις λέξεις με αποστρόφους, όπως σημειώνει στην εισαγωγή. Π.χ. γράφει: ζγος, ζμώνω, όχι ζ’γος, ζ’μώνω. Χρησιμοποιεί απόστροφο μόνο όταν στον προφορικό λόγο το συγκοπτόμενο φωνήεν δεν μένει άηχο αλλά γίνεται ημίφωνο, δηλαδή υπονοείται, κάτι που συμβαίνει συνήθως με το τελικό ‘ι’. Π.χ. τσακμάκ’, τσκάλ’ [τσουκάλι] κ.ά.

Πρόκειται για ένα πολύ πλούσιο λεξικό, καθώς δεν περιορίζεται στις «παράξενες» και σπάνιες λέξεις, αυτές που δεν απαντούν στην κοινή νεοελληνική. Περιλαμβάνει και λέξεις κοινές πανελληνίως, με τη λημνιά προφορά τους βεβαίως. Έτσι ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να παραθέσει παράγωγα ή σύνθετα και κυρίως φράσεις, ώστε να κατανοήσει ο αναγνώστης τον τρόπο χρήσης της λέξης από την τοπική κοινωνία και παράλληλα να γίνει κοινωνός, όσο γίνεται, του παλιού τρόπου ζωής. Π.χ. με αφορμή τη λέξη πγάδ [πηγάδι], μας δίνει ένα σωρό παράγωγα (πγάδα, πήγαδος, πγαδάρα, πγάδαρος, πγαδέλ’) και είκοσι περίπου φράσεις με τη λέξη.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα έργο μεγάλου μόχθου, το οποίο είναι κατά τη γνώμη μου το πληρέστερο λημνιό λεξικό που έχει συνταχθεί κι αξίζει να βρίσκεται σε κάθε σπίτι.

Μικρό βιογραφικό


Ο Σταύρος Κων. Τραγάρας γεννήθηκε το 1954 και μεγάλωσε στο χωριό Ατσική της Λήμνου. Τελευταίο παιδί υπερπολύτεκνης αγροτικής οικογένειας, από μικρός εργάστηκε τόσο στις αγροτικές δουλειές αλλά και στο καφενείο που είχαν οι γονείς του στο χωριό. Τέλειωσε αριστούχος το εξατάξιο Γυμνάσιο Λήμνου και στη συνέχεια την Ιατρική Σχολή Αθηνών. Ειδικεύτηκε ως πνευμονολόγος και εργάστηκε ως νοσοκομειακός ιατρός, εντατικολόγος, για πολλά χρόνια στο Θριάσιο Νοσοκομείο Ελευσίνας. Εγκαταστάθηκε μόνιμα και δημιούργησε οικογένεια στην Αθήνα, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Με την σύζυγό του, τη φιλόλογο Ευτυχία Κτιστάκη από την Κρήτη, έχουν μια κόρη κι έναν γιο, επιτυχημένους επιστήμονες και έχουν γνωρίσει εγγόνια.
Αν και ζει μόνιμα στην Αθήνα, ποτέ δεν ξεκόπηκε από τις ρίζες του, από το χωριό όπου έζησε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια. «Στην πραγματικότητα είναι ένας αθεράπευτος αγρότης και ανήκει δικαιωματικά στα παιδιά των χωραφιών», όπως αναφέρεται στην πρώτη ποιητική συλλογή του. Αυτό το απέδειξε στην πράξη, ως ενεργό και δραστήριο μέλος και πρόεδρος του Συλλόγου Ατσικιωτών Λήμνου καθώς και με τις ερευνητικές και συγγραφικές του δραστηριότητες. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, επτά πεζογραφικά έργα και δύο γλωσσικά, τα περισσότερα από τις εκδόσεις «Αγιαρμόλας».



 Θ. Μπελίτσος, 10.12.2021