Carpe "Θύλακες ζωής..."



Οδυνηρό να βλέπω το σκοτάδι
να εκτελεί την αυγή.
Το σπέρμα της εφήμερης αίγλης
απλώνεται στους συμβιβασμένους
με το τίποτα.
Ακούγονται τα βήματα ενός κόσμου
που χωλαίνει βαριά.
Ψάχνω για κάποιο ίχνος,
για μια χειρονομία
απ' το αμίλητο βάδισμά μας
μέσα στην προσωρινή αθλιότητα του παρόντος.
Οι θύλακες της ζωής απομονώθηκαν.
Η οχλοβοή της απογοήτευσης διογκώθηκε.
Όαση μοναδική το χαμόγελο
στις παρυφές των χειλιών σου,
μέσα σ' ένα πλήθος
που παρακολουθεί ακίνητο
την αποδοκιμασία των ελεύθερων ανασασμών του.


Carpe.

Η φωτογραφία είναι από https://www.dawndraphoto.com/








" Βασιλιτζιά μου γλυκομύριστη" Τραγούδι του Λεόντιου Γεωργίου σε στίχους Αθω Χατζηματθαίου

 


Βασιλιτζιά μου γλυκομύριστη.
Κυπριακό ερωτικό τραγούδι.
Στίχοι: 'Αθως Χατζηματθαίου.
Μουσική και τραγούδι: Λεόντιος Γεωργίου.


Βασιλιτζιά μου γλυκομύριστη Ίντα να πω για τζειν’ τα δκυο τα σιείλη της που σγοιαν χαμογελούν, αθκεί η πλάση τζι ο νήλιος στέκει μπρος στο παραθύριν της, την άρκαν ομορκιάν της να θαμμάσει. Ψιντρή βασιλιτζιά μου, γλυτζιομύριστη, στου κόρφου το διχάλιν αθθισμένη. Γοργόνα του καμού, θαλασσογύριστη, που τα φιλιά του νήλιου, ζυμωμένη. Ίντα να πω για σένα γλυτζιοπέρτικα, του πλάστη μου εσού το πρώτον θάμμαν. Αντζιέλοι τζι αρκαντζιέλοι, αγγαρεύτηκαν, για να σμιλέψουν έναν τέθκειον πλάσμαν

'Αθως Χατζηματθαίου






ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΤΟΥΣΗ "Λύτρωση"

Frank Bramley A Hopeless Dawn (detail)


Και κάπως έτσι έμαθες
να εκτιμάς τα δάκρυα...
Στάλες ψυχής στα μάγουλά σου
Αρμυρή γεύση του πόνου
που βρήκε το δρόμο του.

Και τότε κατάλαβες
ότι σταγόνες είναι
από τη μέσα θάλασσα...
Τόσο βαθιά κι αυτή!
Τόσο τρικυμισμένη!

Κλάψε
Κολύμπι είναι στα βαθιά
Κλάψε
Μην τη φοβάσαι τη μέσα άβυσσο...
Θα αναδυθείς.

Θολά στην αρχή
μα στο τέλος καθαρά
θα δεις τη γαλήνη της
στο πρόσωπό σου.

Θα αναδυθείς!

" Πίσω από τους στίχους " , 2018









ΠΕΤΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΕΛΟΥΔΑΣ "ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΗ ΕΥΤΥΧΙΑ"



Δακρυσμένη ευτυχία
που βυθίστηκε στην απελπισία
Και ποτέ της δεν κοιτούσε
του ουρανού την μελωδική ευωδία.
Και όταν εκείνη η ευτυχία
έλεγε αντίο έβρεχε και μες
το κρύο συναντούσε τον εγωισμό
της και τον άπιστο θυμό της
Κορόιδευε την ύπαρξη της
χωρίς οδηγό ήταν η ζωή της
και κλείσανε της μοναξιάς τα σκαλοπάτια
Σύννεφα φωλιάζουν τώρα
στην κακόκεφη ψυχή

Και την ύστατη στιγμή
ένα συγνώμη αν είχε πεί
δε θα βασανίζοταν στου σκοταδιού
την φυλακή μια σκοτωμένη
και πικραμένη στις φουρτούνες βιοτή.-
Όμως μια προσευχή γίνεται
σωσίβιο και ανασταίνεται
η ψυχή και χαιδεύει τα μαλλιά
της ελπίδας και ξαναγεννήθηκε
η νέα ζωή ελεύθερη από της αμαρτίας
την ειρκτή!.-






Η ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Νικόλαος Γύζης - Γιαγιά χορεύει με τα εγγόνια της

Γιάννης Βαρβέρης - Tης γιαγιάς  

Σοβαρός άνθρωπος να γράφει ποιήματα
για τη γιαγιά του;
Όμως, κι ας έχει φύγει τώρα είκοσι χρόνια
εμένα με βοηθάει να θυμηθώ
πως άλλοτε θυμόμουν μυρωδιές
κινήσεις φράσεις της και τα φορέματά της
κι ότι έβαζα σημάδια στο μυαλό
για κάθε τι δικό της.

Έτσι έλεγχα τη μνήμη κάθε τόσο
νομίζοντας πως αν θυμόμουν
αγαπούσα.

Τώρα θυμάμαι μόνο πως θυμόμουνα.
Αγωνιζόμουνα να συνεχίσω να την αγαπώ.
Κι άρα τα πρώτα χρόνια
έστω λιγότερο
την αγαπούσα.

Όπως την αγαπούσατε κι εσείς.
Όπως τους αγαπούσατε κι εσείς∙
πριν γίνει λίγο λίγο μόνη αγάπη μας
η πίκρα
όταν δεν σκεπτόμαστε
πως πάει
δεν αγαπάμε πια.



 Νικόλαος Γύζης - Tο παραμύθι της γιαγιάς



Κάτια Γκορετσάν - Ποίημα για τη γιαγιά μου

Η γιαγιά κλαίει ακόμα στις οικογενειακές συγκεντρώσεις/η γιαγιά κλαίει ακόμα/
όλες αυτές οι αναμνήσεις/είπε κάποιος/είναι όνειρο/είπε κάποιος άλλος/η γιαγιά
κλαίει ακόμα/είπε/ήταν τόσο δύσκολο έμεινα μόνη με τη μητέρα μου/μπράβο γιαγιά/
ο αδελφός δολοφονήθηκε στο δάσος επειδή έσφαζε βόδια/ από συμμορία Νάνων/τον πατέρα τον έσυραν στο έδαφος ως το καλάθι και τον πήραν μακριά/ ήταν τόσο δύσκολο/ είπε η Γιαγιά/κανείς δεν τόλμησε να έρθει στο σπίτι μας/
ο πατέρας φυλακίστηκε στην παλιά φυλακή που τη λένε stari pisker/ τον έδειραν/τον ανέκριναν/η καλή γιαγιά τον επισκεπτόταν/στην ψυχιατρική κλινική/τρελός/όχι άνθρωπος/σα σκουπίδι/η γιαγιά κλαίει ακόμα/έχουν περάσει πολλά χρόνια/και τώρα που ‘χει χαθεί η μνήμη/θυμάται μόνο τις απώλειες/ 
η καλή γιαγιά ονειρεύεται στο δάσος/μακρά νύχτα και νεκρός θάνατος στην πόρτα σου/στη βαθιά νύχτα τρέχω μακριά απ’ τη μαύρη σκιά που δε μ’ αφήνει να κοιμηθώ/κάποιοι από ‘μας ποτέ δε θα κοιμηθούν ήρεμα/εφιαλτής όταν περπατώ στο νοσοκομείο και ψάχνω για άδεια σώματα/σώματα θανάτου/σώματα που ποτέ δεν κάηκαν/το δάσος κλαίει/καλεί τα φαντάσματα/το δάσος κλαίει/αγκαλιάζω τη γιαγιά/όταν μαζεύουμε λεβάντες μπροστά απ’το σπίτι της/περιπλανιέμαι στο δάσος/εκεί που χάθηκαν/ο χάρτης χάθηκε/η μαύρη σκιά μεγαλώνει/διατάζει να την πιάσει/να τη σκοτώσει/να τη σφάξει/ βρύση/και μετά ξεκινά η βροχή στο δάσος/δεν υπήρξε τίποτα εδώ/μετά κοιμήθηκα ήρεμα/το κομμένο δέντρο/και η γιαγιά συνέχιζαν να κλαίνε. 

Κάτια Γκορετσάν, Μη φοβάσαι να πεθάνεις αγάπη μου, Mεταφράζει η Αγγελική Δημουλή


Νικόλαος Γύζης - Παππούς και εγγόνια


Κάτια Γκορετσάν  - Μη φοβάσαι να πεθάνεις αγάπη μου

Και πήγαμε τον παππού στο γηροκομείο.

Όταν πήγαμε να τον επισκεφτούμε με την αδελφή μου
στάθηκα στο ασανσέρ και είπα:
δε μπορώ, δε μπορώ να τον δω. Πάω σπίτι.
Η αδελφή μου, εννοείται μεγαλύτερη, μου κράτησε το χέρι και είπε-πάμε μέσα.

Περπατήσαμε σ’ έναν λευκό χώρο.
Ο παππούς που τον αγαπάω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου,
ήταν εκεί σε μια αναπηρική πολυθρόνα.
Ένας άνθρωπος που δούλεψε όλη του τη ζωή και αγάπησε τα δάση τακτοποιώντας με τόση λεπτομέρεια τα κλαδιά.
Σήμερα, αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά μου.

Και στάθηκα εκεί-νευρική και χεσμένη απ’ το φόβο- και ήθελα να του ζητήσω να μην πεθάνει αλλά δε θα μ’ άκουγε,
γιατί ήταν πάντα τόσο πολύ πεισματάρης και ούτε που θα ‘θελε ν’ ακούσει για βοήθεια.
Σκέφτηκα ότι τα μάτια μου θα πέσουν απ’το βάρος των δακρύων και είπα:
Γύρνα τον στον ήλιο.
Η αδελφή μου κι εγώ κλαίγαμε και κρατούσαμε τα χέρια του,
κι εκείνος ήταν απλώς εκεί, ήρεμος, ήσυχος, με τα μάτια κλειστά.
Πώς να του πω τώρα : λυπάμαι για όλες τις φορές που τις ξόδεψα με φλυαρίες,
λογομαχίες και άλλες παρόμοιες βλακείες;
Πώς να του πω τώρα: ντρέπομαι που δεν αφιέρωσα αυτόν το χρόνο στην αγάπη;
Πώς να του πω ο,τιδήποτε όταν δε μπορεί να με ακούσει και βρίσκεται κλεισμένος σ’ ένα άδειο, κρύο δωμάτιο;
Πώς να του πω ότι φεύγουμε ή πώς να του πω τώρα ό, τιδήποτε;

Σε τέτοιες στιγμές
η ποίηση για μένα δε σημαίνει τίποτα, βασικά, τίποτα περισσότερο:
Όταν τον κρατάω αγκαλιά
Όταν κρατάς τα παγωμένα χέρια και τα πιέζεις
Όταν προσπαθώ να του βάλω ένα πουλόβερ
Όταν γέρνω πάνω του κι εκείνος με φιλάει
Όταν του κάνω μασάζ στο σβέρκο
Όταν τον σηκώνουμε με την αδελφή μου και τον βάζουμε στην αναπηρική καρέκλα
Όταν τον ταίζω μ’ ένα κουτάλι και του δίνω να πιει
από τότε που δε μπορεί να κρατήσει με τα χέρια του το ποτήρι
Από τότε που έπεσε δίχως συναισθήματα στο λευκό κρεβάτι
Από τότε που πεθαίνει και δε μπορώ να κάνω τίποτα
για να τον προειδοποιήσω, γιατί δε μπορώ να γράψω ένα ποίημα γι’ αυτόν
ώστε να τον κρατήσω ζωντανό, δε μπορώ και δεν ξέρω τι άλλο να κάνω.
Ο Γιάνες πεθαίνει. Ο παππούς μου πεθαίνει
και τώρα ακριβώς
για πρώτη φορά
τον αγγίζω με τα χέρια μου.


Κάτια Γκορετσάν, Μη φοβάσαι να πεθάνεις αγάπη μου, Mεταφράζει η Αγγελική Δημουλή


Νικόλαος Γύζης - Παππούς και εγγονός

Raul Gomez Jattin - Γιαγιά εξ Ανατολής


Για εκείνην τη γιαγιά την ονειρεμένη
την ερχόμενη από Κωνσταντινούπολη
Για εκείνην τη γυναίκα την αδίστακτη
που το ψωμί μου καρπωνόταν
Για εκείνο το τέρας το μυθολογικό
με μια κοιλιά φουσκωμένη
σαν γιγάντια κολοκύθα
Όντας παιδί τη μίσησα
Κι όμως επιστρέφει
ετούτη τη μοιραία νύχτα
μ¢ έναν αέρα ομορφιάς
Θα υπάρχει λόγος που λένε
ότι ο χρόνος γιατρεύει σχεδόν τα πάντα
Επιστρέφει με πληγές στην ψυχή
απ¢ τη φυγή της απ¢ το χαρέμι
με το «να πάρει» σε γλώσσα αραβική κι ισπανική
Με τη μοναξιά της μες σ¢ αυτές τις δυο γλώσσες
Κι εκείνη την ακαθόριστη λάμψη στην πλάτη
απ¢ την ψηλή της Συρίας κορφή

 Γεώργιος Ιακωβίδης - Τα πρώτα βήματα, 1892

Raul Gomez Jattin -Abuela Oriental

A esa abuela ensoñada
venida de Constantinopla
A esa mujer malvada
que me esquilmaba el pan
A ese monstruo mitológico
con un vientre crecido
como una calabaza gigante
Yo la odié en niñez
Y sin embargo vuelve
en esta noche aciaga
con algo de hermosura
Por algo se dice
que con el tiempo uno perdona casi todo
Vuelve con sus cicatrices en el alma
de fugada de un harén
con sus "mierda" en árabe y en español
Con su soledad en esos dos idiomas
Y ese vago destello en su espalda
de alta espiga de Siria

Raul Gomez Jattin
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη




 Γεώργιος Ιακωβίδης - Παιδική Συναυλία, 1884-90

Γιάννης Καρατζόγλου - Ο θάνατος του παππού 


M’ εγκαταλείψατε όλοι, κραύγαζε ο γέρων μες στη νύχτα
ούτε έρχεστε να με δείτε ούτε με παίρνετε τηλέφωνο
δεν πλησιάζετε το θάνατο, θαρρείτε πώς είναι μεταδοτικός
πως, επειδή αυτός με τριγυρίζει, μ΄ ακουμπάει και με κλώθει
θα μολυνθείτε και εσείς με το υπέρτατο άρωμά του.

Δεν σας ζητάω φάρμακα κλύσματα κι εξετάσεις
από την τσέπη μου πληρώνω τους γιατρούς και τα νοσοκομεία.
Λίγη παρέα θέλω, λίγη ζεστασιά, ιδίως τα βράδια.
Δεν υποφέρεται η μοναξιά του τέλους, δεν μολογιέται…

Έτσι εγκαταλείψανε τον γέροντα παππού τους να φύγει μόνος στο ταξίδι
κόρες αγόρια εγγονές νύφες γαμπροί ξαδέρφες και ξαδέρφια.
Και τούτα βλέποντας η μόνη του γυναίκα
που ‘χε φύγει καιρό στον ουρανό
του ’δωσε χέρι και τον τράβηξε ψηλά, κοντά της…

Γιάννης Καρατζόγλου
από τη συγκεντρωτική έκδοση Πηγαίος κώδικας, ποιήματα 1964-2009, 2009 




 Γεώργιος Ιακωβίδης - H αγαπημένη της γιαγιάς

Ρένα Καρθαίου - Θέλω τον παππού και τη γιαγιά κοντούς

Θεέ μου, σε παρακαλώ
τον παππού μου να κοντύνεις,
και γιαγιά πολύ ψηλή
στα παιδιά μη δίνεις.

Εύκολα θέλω να φτάνω
τον παππού και τη γιαγιά,
να μπορώ να τους χαϊδεύω
τ΄ άσπρα, κάτασπρα μαλλιά.

Ο παππούλης κι η γιαγιούλα
θέλω να ΄ναι πιο κοντά.
Όχι να ΄ναι αυτοί στα ύψη
κι εγώ τόσο χαμηλά.

Θέλω να ‘μαστε ίσια, ίσια
και να παίζουμε μαζί.
Έτσι πιο όμορφη θα νιώθω
τη ζωή.

Γι’ αυτό άκουσέ με, Θεέ μου,
κάνε τους και τους δυο κοντούς.
Αυτό πάει να πει γιαγιούλα
και γλυκός γλυκός παππούς.

 Γεώργιος Ιακωβίδης - Το χτένισμα της εγγονής

Ναπολέων  Λαπαθιώτης  - Απόψε πέθανε η γιαγιά

Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρυνό το σπίτι·
ένα κερί θαμπό θαμπό στο τζάμι σιγοτρέμει,
κλαίει με πικρό παράπονο σε μια γωνιά η ανέμη…
θα πέταξε η ψυχούλα της προς τον Αποσπερίτη…
Απόψε πέθανε η γιαγιά στο αντικρινό το σπίτι.

Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!
όλα βουβάθηκαν με μιας και ντύθηκαν στα μαύρα,
μια σκιά προς τα μεσάνυχτα φτερούγησε στην αύρα…
Μην ήταν η ψυχούλα της η παραπονεμένη;
Κοιμήθηκε. Πόσο απαλά κοιμάται όποιος πεθαίνει!

Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι,
όλα τα μύρα κ’ οι δροσιές ολόγυρα της ήσαν,
κι ήρθαν αγάλια οι άγγελοι και τη γλυκοφιλήσαν…
Σαν κύμα, μόνο τα παιδιά ψυχομαχούν κι οι γέροι…
Την ύστερή της την πνοή την άρπαξε το αγέρι.

Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;
Με τη γιαγιά, ολομόναχο, την αποκοιμισμένη,
πώς φέγγει το θαμπό κερί και τρέμει κι ανασαίνει!
Ανατριχιάζει το θαμπό κερί, σαν να φοβάται…
Άσπρες ψυχές των συντριμμιών και των παιδιών πού πάτε;

 Γράφτηκε 23.12.1907 και δημοσιεύτηκε στο τ. 9 (Ιαν. 1908) της Ηγησώς


Γεώργιος Ιακωβίδης -Ο κακός εγγονός, 1884


ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ - [Γιαγιά, βάλε και άνθη νερατζιάς]

Σήμερα θέλω παραμύθι γι’ αγάπη, γιαγιά∙
μόνο γι’ αγάπη
και…-μην ξεχάσεις-
βάλε και άνθη νεραντζιάς μέσα.
Θέλω πολλή μοσκοβολιά από άνθη νεραντζιάς.

Βάλε και νύχτα με ανήσυχα άστρα.
Βάλε και σιωπή, πολλή σιωπή,
φορτωμένη με χτυποκάρδια.
Βάλε μέσα και δάκρυα
-όχι, μη βάζεις δάκρυα-
βάλε μέσα φιλιά.

Πρόσεξε όμως να μην πονάνε
γιατί είναι πολύ απαλό το στόμα της.

Έτσι γιαγιά;
Λοιπόν… Καληνύχτα.


Grandma's Quilting by Deborah L Chabrian


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ-ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ ( 2 Οκτωβρίου 1801 - 9 Νοεμβρίου 1832 )

 

Η Ελισάβετ Μουτσά(ν) γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, κόρη του Φραγκίσκου Μουτσά(ν) και της Αγγελικής το γένος Σιγούρου. Οι γονείς της κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες της Ζακύνθου και ο πατέρας της ασχολήθηκε με την πολιτική. Η Ελισάβετ μεγάλωσε σε αυστηρό, κλειστό περιβάλλον, ασχολήθηκε ωστόσο με τα γράμματα από νεαρή ηλικία. Γνώριζε την ιταλική και τη γαλλική γλώσσα και επηρεάστηκε από τους τρεις δασκάλους της, τον Γεώργιο Τσουκαλά, τον Θεοδόσιο Δημάδη και τον Βασίλειο Ρομαντζά, όλοι κατώτεροι ορθόδοξοι κληρικοί. Το 1831, μετά από απόφαση της οικογένειάς της παντρεύτηκε τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της Νικόλαο Μαρτινέγκο, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο τον Ελισσαβέτιο, λίγες ώρες μετά τη γέννηση του οποίου πέθανε από επιπλοκές στον τοκετό. Στο χώρο της λογοτεχνίας η Μαρτινέγκου έγραψε έργα για το θέατρο, δύο πεζές μεταφράσεις, της Οδύσσειας του Ομήρου και του Προμηθέα δεσμώτη του Αισχύλου. Έγραψε επίσης οικονομικές και ποιητικές μελέτες, καθώς επίσης ποιήματα και θεατρικά έργα στο ιταλικά. Παρά τον μεγάλο όγκο του συγγραφικού της έργου, το μόνο που σώθηκε ακέραιο είναι η Αυτοβιογραφία της, την οποία εξέδωσε ο γιος της το 1881. 

Η ΑΥΤΟBIOΓΡΑΦΟΥΜΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ - ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ

της Ελένης Καρασαβίδου

Η Ελισάβετ Μουτζάν, γόνος δύο από τις ιστορικότερες ζακυνθινές οικογένειες (των γραμμένων στο “Libro d’oro” –“τη Χρυσή Βίβλο” των ευγενών του νησιού- από το 1633, ενετικής προελεύσεως Μουτζάν, ή Μουτσά, από την πλευρά του πατέρα της, και των Σιγούρων, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική και πνευματική ιστορία του νησιού, από την πλευρά της μητέρας της) γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1801 και πέθανε το Νοέμβριο του 1832. Δεκάξι μέρες μετά τη γέννηση του πρώτου και τελευταίου της παιδιού. 

Παρόλ’ αυτά, σε τούτη την τόσο σύντομη ζωή των τριάντα ενός της χρόνων, πρόλαβε να μας κληροδοτήσει βιώματα και στοιχεία της προσωπικότητάς της που της αποδίδουν δικαιωματικά το χαρακτηρισμό του τραγικού προσώπου. Ίσως, γιατί, όπως ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, στην εισαγωγή του βιβλίου του “Ε. Μουτζάν - Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία”, σημειώνει: «Η ιστορία της αθώας και επιμελούς Μπέτας που αποστήθιζε το ‘αμαθήτευτον μάθημα’, της ευφάνταστης και διψασμένης για γράμματα Ελίζας που συγκροτούσε με κόπο την ‘γραμματισμένη ζωή της’, και της υπάκουα εξεγερμένης Ελισάβετ που είχε αφιερωθεί με πάθος -ή με μανία- στο γράψιμο, είναι η ιστορία μιας τυπικής περίπτωσης γυναίκας της αστικής τάξης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Αλλά παράλληλα είναι η ιστορία μιας τυπικής περίπτωσης οδηγημένης έως τα όριά της, επειδή από το ένα μέρος η πρωταγωνίστρια (ή η μάρτυς) έτυχε να έχει πλήρη συνείδηση της μοίρας της και από το άλλο μέρος αποφάσισε να αντιμετωπίσει τη μοίρα αυτή.» 

Η Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου γεννήθηκε σε μια εποχή όπου στην Ευρώπη ορθωνόταν πανίσχυρο το ανδροκρατικό πρότυπο και η ανθρώπινη εταιρία του Διαφωτισμού σταματούσε εκεί που άρχιζαν «τα μακριά φορέματα της γυναικείας σκλαβείας». 

Η νεαρή Ζακυνθινιά, σύντομα και βαθιά, θα συγκρουστεί με όλες αυτές τις έννοιες και θα αναδείξει το μικρό της δωμάτιο σε φλάμπουρο αντίστασης. Είναι, στην πραγματικότητα, μια αθόρυβη πορεία. Ένα μυστικό, προσωπικό δράμα. Η ζωή περνάει από έξω με μεγάλες δρασκελιές. Η Ευρώπη αναμετράται με το παρελθόν και το μέλλον της. Τα Επτάνησα βράζουν. Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του 1815, τα οριακά γεγονότα του Υψόλιθου και η Eπανάσταση του 1821 για εθνική αποκατάσταση και κοινωνική δικαιοσύνη, η φριχτή τρομοκρατία των Άγγλων, φαίνονται να περνούν αδιάφορα μπρος απ’ την κλειστή πόρτα. Οι αγέρηδες της εποχής βρίσκουν κλειστά παράθυρα. Αλλά και μια φλογισμένη πένα, που μέσα από τις γρίλιες τους θα φροντίσει να πιάσει όλο τον επαναστατικό αγέρα των αρχών του 19ου αιώνα, και να αποδώσει στο χαρτί τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να αναμετρηθεί με το «Θεό», με τη μοίρα του, και να τον «κερδίσει». 

Πραγματικά αυτό που μας συγκινεί στην αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου δεν είναι τόσο η απαράμιλλη λογοτεχνική της αξία, η οποία θα ήταν εξάλλου τόσο δύσκολο να επιτευχθεί, εξαιτίας των αντικειμενικών δυσκολιών που βάραιναν την πένα της σε κάθε της βήμα, αλλά το γεγονός ότι σε αυτή συναντάμε τη γραφή στην πιο πρωτογενή μορφή της, στην ίδια τη Σισύφεια κοινωνική αποστολή της, έτσι καθώς βοηθά τον άνθρωπο να βρει και να σκαλίσει το αληθινό του πρόσωπο και ν’ αρθρώσει την πιο μυστική του κραυγή, χρησιμοποιώντας την πένα του/της ως έμβολο ενάντια στη μοίρα του…… 

Κι είναι η Ελισάβετ που, παρόλα αυτά, θα παίρνει την πένα, σχεδόν κάθε βράδυ, και θ’ αγωνίζεται, φλεγόμενη, με τη βοήθεια αρχικά της μητέρας της και της γιαγιάς της κι αργότερα κάποιων κληρικών (από τους οποίους ξεχωρίζει ο προοδευτικός Κωνσταντινουπολίτης λόγιος Θεοδόσιος Δημάδης) για κάτι που σήμερα θεωρείται αυτονόητο και είναι, ίσως γι’ αυτό, λιγότερο εκτιμητέο. Να μορφωθεί, να μάθει να σκέφτεται, ακριβώς για να μάθει να συμμετέχει: 

«Ζηλωταί του βαρβαρικού ήθους της Πατρίδος μου μη συγχυσθήτε! Αλλά τι λέγω μη συγχυσθήτε, αλλοίμονον! Σείς εγινήκατε θηρία από τον θυμόν σας. Εγώ συγχωρώ εις τας κόρας πολλά γράμματα. Εγώ διορίζω εις αυτάς τας ίδιας την ελευθερίαν εις το να ευγαίνουν από το σπήτι, όθεν εγώ εις τα μάτια σας φαίνομαι εν τέρας της φύσεως, δεν με μέλλει. Το ήθος είναι βάρβαρον, τυραννικόν. Εγώ μισώ, βδελύττωμαι, ονειδίζω όλα τα βαρβαρικά, τα τυραννικά πράγματα, μήτε φοβούμαι εκείνους οπού τ’ αγαπούν και διαφεντεύουν... Ήθος τυραννικόν, ήθος βάρβαρο εσύ, ναι με καταδικάζεις αλλ’ εγώ εμπαίζω την καταδίκην σου, όχι, όχι, ο θεός δεν μου έδωσε καρδίαν αχρείαν, ούτε συ με τα κλεισίματα σου, με τα φυλακώματα σου ηδυνήθης ποτέ να μου την αχρειώσης, αυτή επιθυμεί πάντοτε τας μεγάλας επιχειρήσεις και είναι πάντοτε έτοιμη να τας αρχίση και να τας τελειώση.» 


Αυτοβιογραφία



Κλασικό παράδειγμα τραγικής ειρωνείας αποτελεί ο χαρακτηρισμός της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου (1801-1832) ως της πρώτης Ελληνίδας πεζογράφου, επειδή αυτό αποτέλεσε μεν τον αποκλειστικό σκοπό της σύντομης ζωής της, αλλά ο σκοπός αυτός τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, αφού δεν είδε κανένα από τα έργα της να δημοσιεύεται όσο ζούσε. 



Μέσα από την "Αυτοβιογραφία" της αναπτύσσεται το δράμα μιας νεαρής γυναίκας της αστικής τάξης της Επτανήσου, που ενώ επιθυμεί να λάβει μέρος στην πνευματική, τουλάχιστον, ζωή του τόπου, και προσπαθεί σκληρά γι' αυτό, αναγκάζεται -σύμφωνα με το "βαρβαρικό ήθος της πατρίδος" της- να ζει έγκλειστη στο σπίτι του πατέρα της, αποκομμένη απ' όσα συμβαίνουν έξω. 

Διέξοδο στο δράμα αυτό έδωσαν το γράψιμο, που υπήρξε γι' αυτή μια ζωτική ανάγκη, και η "μελαγχολική Μούσα" της, που έπαιζε γι' αυτήν ένα λυτρωτικό ρόλο, για να αναδειχθεί γρήγορα σε όργανο κριτικής και καταγγελίας.


ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Αν ο Θεός μάς χάριζε ένα κομμάτι ζωής (Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων)"

 «Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου

είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.

Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά».(Κ. Καβάφης)


Δεν γνωρίζω αν ο ποιητής μέσα από αυτόν τον σπαρακτικό μονόλογό του ήθελε να αποδώσει τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου και τη δυσμορφία του σώματος των γηρατειών (αναμενόμενη άλλωστε) ή τις επιπτώσεις που αυτά επιφέρουν στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Σίγουρα η μελαγχολία είναι διάχυτη τόσο από τις «πληγές» που φέρνει ο χρόνος στο σώμα μας όσο και στα συναισθήματά μας. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο αισθητικό – αν κι αυτό πλήγωνε ιδιαίτερα τον αλεξανδρινό ποιητή – αλλά και ψυχολογικό. Τι μάς λυπεί περισσότερο στα γηρατειά; Αυτά που χάσαμε και χάνουμε καθημερινά – ο χρόνος τρέχει και βαραίνει πιο πολύ τους ηλικιωμένους – ή αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε και τώρα βιαζόμαστε να ζήσουμε;

Και μπορεί ο Καβάφης στην «πληγή από φρικτό μαχαίρι» να βρήκε ως φάρμακο την τέχνη της Ποιήσεως που τόσο πιστά υπηρέτησε και τον βοήθησε να εξωτερικεύσει τις φιλοσοφικές τους ενατενίσεις και υπαρξιακούς του προβληματισμούς «νάρκης του άλγους δοκιμές, εν φαντασία και Λόγω». Οι άλλοι, οι «κοινοί θνητοί» ζώντας την πεζή καθημερινότητα και τη μελαγχολία που σκορπά «το γήρασμα του σώματος και της μορφής» ποιο φάρμακο μπορούν να βρουν για «να μη νιώθεται η πληγή» έστω και για λίγο;

Το μετέωρο βήμα των Ηλικιωμένων

Σήμερα 1η Οκτωβρίου, Παγκόσμια Ημέρα των Ηλικιωμένων, ποιες σκέψεις και ποιες λέξεις στριφογυρίζουν στο μυαλό όλων εκείνων που σχηματικά ανήκουν σε αυτήν την ομάδα; Έχουν σημείο αναφοράς το παρελθόν μέσα από τη λειτουργία της μνήμης ή πλέκουν τον ιστό αυτών που θέλουν να ζήσουν στο υπόλοιπο του χρόνου τους; Σίγουρα το παρελθόν και οι θύμησες διαπερνούν κάθε στιγμή της ζωής τους και άλλοτε λειτουργούν ως βάλσαμο κι άλλοτε ως τυραννική υπενθύμιση πως έμειναν πολλά ακόμη για να γνωρίσουν και να ζήσουν.

«Οι σκέψεις σας και τα λόγια μου είναι κύματα μιας σφραγισμένης μνήμης που κρατάει ενθύμια από το παρελθόν μας».(ΧαλίλΓκιμπράν)

Αλήθεια ποιος κλάδος της επιστήμης μπορεί να καταγράψει όλες αυτές τις σκέψεις των Ηλικιωμένων; Ποιος «σοφός» μπορεί να συμβουλέψει για τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να θεραπεύσουν τη μελαγχολία για «το γήρασμα του σώματος» και να υπερβούν το καβαφικό «Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά». Υπάρχει κατάλογος τέτοιων συνταγών ή κάθε ηλικιωμένος συνιστά και μία ξεχωριστή περίπτωση;

Τι μπορείς, όμως, να προτείνεις σε ανθρώπους που νιώθουν πως δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να ζήσουν και να γνωρίσουν όσα ήθελαν; Τι να προτείνεις σε ανθρώπους που βλέπουν πως ο χρόνος ζωής τους ακουμπά τα όριά του και οι δυνάμεις τους λιγοστεύουν; Τι να προτείνεις σε ανθρώπους που βιάζονται να ζήσουν πιο έντονα αυτά που δεν μπόρεσαν στη νιότη τους; Τι να προτείνεις σε ανθρώπους που τώρα αναγνωρίζουν το λάθος τους και δεν μπορούν να το διορθώσουν; Και πώς να ακυρώσεις τις νουθεσίες της λογικής σου, της «ψεύτρας» που έφραζε το πάθος για ζωή με το «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό»;

Ο Κ. Καβάφης περιέγραψε με απόλυτη ενάργεια όλα τα παραπάνω αναδεικνύοντας το μετέωρο βήμα των Ηλικιωμένων που ζώντας το παρόν ατενίζουν με μελαγχολία το μακρύ παρελθόν και με αγωνία το σύντομο μέλλον.

«Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια

σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια

που είχε και δύναμη και λόγο, κ’ εμορφιά…

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα∙

και πως την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα!»

Διδαχές για τη ζωή…

Ο Άγγλος συγγραφέας Καρλάϋλ παλιότερα είχε προτείνει ως διδαχή κάτι σχετικό για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαχειριζόμαστε το χρόνο μας στα διάφορα στάδια της ζωής. Διδαχές που ακουμπούν την καθημερινότητά μας αλλά και την τέχνη περί του βίου:

«Ο άνθρωπος θα πρέπει να περνάει το πρώτο μέρος της ζωής του συνδιαλεγόμενος με τους νεκρούς, το δεύτερο με τους ζωντανούς και το τρίτο με τον εαυτό του».

Ο καθένας θα μπορούσε να δώσει διαφορετική ερμηνεία για την πρότασή του. Μπορεί να συμφωνήσει ή και να διαφωνήσει. Ή και να αντιπροτείνει κάτι άλλο. Εξάλλου, όπως προείπα, ο κάθε άνθρωπος και η ζωή του συνιστούν μία ξεχωριστή περίπτωση. Οι γενικεύσεις στις προτάσεις περί της τέχνης του βίου είναι επικίνδυνες και αναποτελεσματικές.

Ο Αντρέ Μωρουά – Γάλλος λογοτέχνης και ακαδημαϊκός – προβαίνει σε μία εξειδίκευση της προτροπής του Καρλάϋλ. Ειδικότερα τονίζει για κάθε μέρος – στάδιο της ζωής:


«Το πρώτο μέρος της ζωής θα πρέπει να αφιερώνεται στη μελέτη των μεγάλων αντρών του παρελθόντος, της ζωής τους και των συγγραμμάτων τους. Πρόκειται για τους ανθρώπους που έχουν διαπλάσει τη σκέψη μας, έκτισαν τον πολιτισμό μας και μας χάρισαν τη γλώσσα μας.

Στο δεύτερο μέρος της ζωής πολλά είναι εκείνα, που μπορούμε να μάθουμε από τους ζώντες με το να συμμεριζόμαστε την πείρα των άλλων. Από τη μελέτη των σκέψεων και του τρόπου ζωής των άλλων μπορούμε να ζυγίζουμε, να συγκρίνουμε και να καταλήγουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα για τη δική μας τη ζωή.

Ας μη χάνουμε την ευκαιρία να μαθαίνουμε από τους μεγάλους άντρες της σήμερον. Καλό είναι να γνωρίζεται κανείς με τους πολιτισμούς του παρελθόντος, αλλά ακόμη καλύτερα είναι να κτίζει το σημερινό πολιτισμό και να προσπαθεί να καταλάβει και να εφαρμόζει τις νέες ιδέες.

Η τρίτη περίοδος… του διαλόγου με τον εαυτό μας… αφορά την προχωρημένη ηλικία. Στην πραγματικότητα το γήρας αρχίζει τη στιγμή που βρίσκει κανείς πως είναι αναγκαίο, λόγω κόπωσης ή προτίμησης, να αποχωρήσει από τον ενεργό βίο και να αφήσει τους νέους να αναλάβουν. Έρχεται εποχή που χάνει κανείς το ενδιαφέρον του στην αγάπη. Σε ποια ηλικία; «ως μπορώ να το ξέρω», απάντησε η Κα ντε Μέττερνιχ, «είμαι μόλις 78 ετών!».

Οι τρεις περίοδοι της ζωής δεν ξεχωρίζουν η μία από την άλλη, αλλά αλληλοσυνδέονται και φωτίζουν η μία την άλλη. Τα μελετηρά νιάτα προπαρασκευάζουν το έδαφος για τα ευτυχισμένα γεράματα».

«Αν ο θεός μου χάριζε ένα κομμάτι ζωής…»

Ίσως, όμως, οι πιο συγκλονιστικές συμβουλές για όλους μας και όχι μόνον για όσους βρίσκονται στην «έξοδο» της ζωής και του χρόνου είναι η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες λίγο πριν τον θάνατό του. Μία επιστολή που συνιστά μία διαχρονική παρακαταθήκη για όλους τους ανθρώπους. Λόγια και διδαχές που θα μπορούσε ο καθένας να εξωτερικεύσει ως απόσταγμα σοφίας για τη ζωή. 

«Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν.

Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’ αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ‘θελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.

Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις «συγνώμη», «συγχώρεσέ με», «σε παρακαλώ», «ευχαριστώ» κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.

Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».

Ο Καβάφης στον δραματικό μονόλογό του στα «Κεριά» διατυπώνει την πιο αισιόδοξη πλευρά της ζωής του (ίσως να είναι και η μοναδική) διδάσκοντας ταυτόχρονα για τον τρόπο διαχείρισης του παρελθόντος (τα σβησμένα κεριά).

«Εμπρός κυττάζω τ’ αναμμένα μου κεριά»

"ΚΕΡΙΑ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ"

https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/