ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - ΦΩΤΙΑ
Νύχτα απόκοσμη, αταίριαστη,
γιγάντιες γλώσσες της φωτιάς στα σπλάχνα της γης.
Νεκρός ο καιρός,
θρηνούν τα βουνά,
σταυρωμένα τα κορμιά των δέντρων,
σε μιαν απέραντη σιωπή.
Χώρα που δε χωράς στην αιωνιότητα,
φάντασμα απόκοσμο και σπαρακτικό!
Το πρόσωπο σου φαγωμένο απ’ τις φλόγες,
η ψυχή σου πλανιέται τρελή πάνω απ’ το καμένο σου κορμί!
Νεκρή ζωή που πήρες τη χαρά μας!
Πατρίδα ταπεινωμένη, άσπλαχνα προδομένη.
Θυσία ανίερη.
Ξαπλώνουμε στις στάχτες
ν’ αγαπήσουμε το γυμνό σου σώμα.
Ανέστιοι, μ’ ένα τεράστιο «γιατί».
Πεντάρφανοι, με μια φριχτά ματωμένη ψυχή.
Ιωάννα Αθανασιάδου
9-8-2021
ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ - Ν Ε Μ Ε Σ Ι Σ
Τα κόκκινα χείλη
του δειλινού χάθηκαν
μέσα στην ομίχλη.
Ξεθωριάσαν τα χρώματα
δεν ξεχωρίζω τώρα
τα σημάδια στη στάχτη.
Τα τελευταία αστέρια
χαιρετούν τον πλανήτη
πριν χαθούν στο άπειρο.
Το δράμα συντελείται
καθώς οι φλόγες
νανουρίζουν τη Φύση.
Το φως ξεψύχησε
στις καμένες φλέβες
των νεκρών δέντρων.
Από τον ουρανό ψηλά
μορφές Αγίων προσφέρουν
το δώρο της βροχής,
για μια βοήθεια
που δεν αξίζουμε.
Κενέ θνητέ ίσως
τώρα ήλθε η Νέμεσις…
ΑΘΗΝΑ 07/08/2021
ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ
ΟΛΓΑ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ - Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Νέφη πυκνά κύκλωσαν την καταπράσινη ράχη
της πατρίδας Σου,
που φαίνεται να μην είναι πιά «μας».
Τα αλληλούϊα ηχούν ανάκατα
με τις προσκλητήριες καμπάνες απελπισμένα,
για την πίστη που κατακάηκε
και τις ψυχές των δημιουργημάτων
που χέρια ανόσια καταδίκασαν στην πυρά.
Χάθηκε η νεφέλη που ανέβασε τον λαμπρό Κύριο
και νεφέλες καπνού γέμισαν τον ουρανό.
......
Ψυχές αλαφιασμένες
Στα φλογισμένα μάτια
δεν είδαμε τον όλεθρο;
Τ´ αλύχτισμα του δάσους
δεν τ´ακούσαμε ;
Ασήμαντοι περαστικοί
στα μονοπάτια του
την πίκρα περπατήσαμε
Μάθαμε στη χαρά να κελαηδά
τη λύπη αποκοιμίσαμε
να αντέχει τους χειμώνες
Εκποιητές των δώρων του
μια νύχτα ξάγρυπνη
τ´απαρνηθήκαμε
«Εγκαταλείψτε όσα ζήσατε»
Μετέωρη προστακτική
κι εμείς το φόβο δεν παλέψαμε
Αφήσαμε μισή ζωή και συνεχίσαμε
Στα πεφταστέρια του Περσέα οι ευχές
κι ένας καψαλισμένος Αίολος
κρυφά μας συμπονάει
Οι οιμωγές των δέντρων
στοιχειώνουν τις σιωπές μας
Κάθε καμένο φύλλο τους
ανάσα παιδική
που την προδώσαμε
Έρχονται ώρες διψασμένες
μέρες άχρωμες
Χέρια σφιχτά
ανάσα βαθιά ...
Μέσα απ´τις στάχτες
ξυπνούν τ´ αγριολουλούδα
Κάτω απ´την τέφρα
οι ρίζες ανασαίνουν
Χέρια σφιχτά
ανάσα βαθιά ...
Μια ακρούλα παραδείσου να κρατήσουμε
Ο άνθρωπος!
Αυτό το μέγα θαύμα!
Ο άνθρωπος!
Αυτό το μέγα τραύμα!
Σχίζεται η ψυχή
Μικρά ,ασήμαντα κουρέλια
Αιμορραγεί
Μικρές ,ασήμαντες κηλίδες κόκκινες
της φωτιάς
Καίγονται τα σωθικά μου
μέρες τώρα
καίγονται τα δάχτυλα μου κάθε που πιάνω το μολύβι
Τι να γράψω;
Έχει νόημα πια;
Έχει;
Φωνές
Κραυγές
Πόνος
Τόσος πόνος
Οδύρονται οι ουρανοί
κι ας είναι αθώοι
Κλαίνε τα βουνά
και καταριούνται την ασάλευτη φύση τους
Να μπορούσαν ,λέει, να τρέξουν
Να φύγουν βαστώντας στην αγκαλιά τους
αυτές τις ανήμπορες ζωές
πού ασφάλεια γύρευαν στα σπλάχνα τους
Να μπορούσαν,λέει, να κρύψουν από το πύρινο λεπίδι του Χάρου
αυτά τα εκατοντάδες μάτια
Αυτά τα πελώρια ερωτηματικά που με εκστατική απορία καρφώνονται στα φτερά των δακρυσμένων αγγέλων
Να σπάσω θέλω το μολύβι
Να κάψω κάθε στίχο
να τσαλακώσω όλα τα χαρτιά
Να ουρλιάξω θέλω που λέγομαι άνθρωπος
Μα και να γονατίσω θέλω ενώπιον της ανθρωπιάς
Αυτής που δεν δίστασε να εισέλθει στην κάμινο
και να σώσει την πρωτόπλαστη αξιοπρέπεια του ανθρώπου
λίγο πριν στην ιστορία του καταγραφεί ως κτήνος δίποδο ...
[ Φ.Β. 0210806. ]
Φωτιά ακούτε;
τα δέντρα θροούν περίτρομα
τινάζονται,αγριεύουν
ολοφύρεται η καρδιά τους
φωνάζουν φωτιά
ακούς;
σέρνεται ολοτρόγυρα
παίζει κρυφτούλι
καταβροχθίζει
ανατολικά
δυτικά
στο βορρά
στο νότο
κοιμήθηκαν σε νεκροταφείο
θυμάρι και ρίγανη,
φλόγα και μαύρος καπνός
φτάνουν στον ουρανό
απλώνει η νύχτα εφιάλτη
μυρίζει θάνατο...
. . . . . .
Μια φορά ήταν ένα δάσος
και οι μέρες ήταν πράσινες
- ψάξε με δεν θα με βρεις -
τώρα ένα δέντρο μαύρο στάζει αίμα
δεν είμαι εγώ η φωτιά σκέφτεσαι
κι όμως είμαστε εμείς
δολοφόνοι ξέγνοιαστοι,
δεν θα το ξεχάσω
μη ξεχάσεις ούτε κι εσύ
θα περπατήσουμε πάνω στην τέφρα
στα καμένα φτερά
πως μπορούμε να ξεχάσουμε το δάσος
που πυρπολήσαμε με τα ίδια μας τα χέρια......
~Άννα Γεωργαλή ~
Σε δασωμένα γκρεμνά και ηλιοφώτιστους τόπους η πανδημία της φωτιάς.
Η κουλτούρα των αιώνων – πράσινο βαθύ - με κλώνους ανθηρούς
και πλειάδα χρωμάτων σκάβει τάφους ολούθε.
Η μερισματούχος φύση, στενάζει για το βιος της που χάθηκε,
τις προσευχές και της εκκλήσεις των ανθρώπων για τη γη τους.
Τους ανήμπορους φίλους που έμειναν να μετρούν πληγές και τραύματα.
Διμοιρίες οικόσιτων, ζώα συντροφιάς, φωλιές πουλιών, όλα στάχτη
και θάνατος. Ό,τι απόμεινε, -ακόλουθος αφαιρετικής όψης τραγωδίας-
ζητά εξηγήσεις απ’ το χορό του θρήνου. Δεν απαντούν τα τηλέφωνα.
Δεν ανταποκρίνονται στις γονυκλισίες οι αγέρηδες.
Οι αντιστάσεις χτύπησαν κόκκινο. Η λαίλαπα υποτροπιάζει ανελλιπώς.
Θα γράψουν λέει ιστορία τα έπη της. Αν προλάβουν της εναπομείνασας χαρτόμαζας τις ανατιμήσεις… Οι ειδικοί κάνουν ότι μπορούν.
Τα σωστικά μέσα επίσης. Διασωληνωμένα κατάχαμα τα έμβια.
Το οικοσύστημα πάσχει. Οι παντός είδους υπάρξεις, άταφα πτώματα
στην κόλαση της φωτιάς. Μπαρουτοκαπνισμένοι σωροί ερειπίων άφησαν την τελευταία τους πνοή πάνω σε σκέλεθρα καύσου,
με εκρηκτικές αναγομώσεις για στόχους - πειραματόζωα.
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω για ένα αναίμακτο αύριο…
Για μια άνοιξη παλιομοδίτικη. Με ένα σταυρό στο χέρι κι έναν ήλιο συμβατό
στης οδύνης το πρόσωπο. Πανίδα και χλωρίδα αυτοφυή σε εκτάρια γης,
με δικλίδες ασφαλείας στους ώμους και εφόδια αντιπυρικά στα γιλέκα
επιβίωσης. Κι αν γέμισε Νέρωνες η Πατρίδα μου, εγώ, το καθήκον μου θα το κάνω. Μια υδρόγειο ολάκερη με νερό θα γεμίσω. Να καθαρίσω τον ουρανό, να ξεπλύνω το μαύρο του κόσμου. Να’ χω κάτι να πω στη φύση που εκδικείται, στον αστικό και μη ιστό που ψάχνει με φακό το οξυγόνο.
Κι ένα κερί θ’ ανάψω στην παγκόσμια εκκλησιά.
Για τον παράδεισο που χάθηκε. Τον άνθρωπο, που ευελπιστώ να ανακαλύψει
κατεπειγόντως το στασίδι της ωριμότητας.
Τρέχουν οι αλαφιασμένοι.
Τρέχουνε μανάδες με παιδιά.
Πεθαίνουν στον αέρα τα πουλιά.
Στέκουν βουβά τα πρόσωπα των δέντρων.
Λάβα καταπίνει τη ζωή.
Τις μνήμες καταπίνει.
Τρέχει η φωτιά.
Τα δέντρα δεν μπορούν να τρέξουν.
Α, και πώς τρέχει ο θάνατος.
Με τι μαρμαρυγή.
Με φως καυτό
πώς κατακαίει ξερά κι αθώα.
Τα θρύψαλα του είναι πώς σαρώνει.
Θρηνεί η ζωή.
Ξυπόλητη πατώντας στα καμένα.
Εντός δύο λεπτών εκ-κενώστε
εντός δύο λεπτών τι να σώσεις
ρούχα
έναν υπνόσακο
φωτογραφίες των παιδιών
ταυτότητα
εκ-κένωση θα πει
κοιτάζω τη θάλασσα με άδεια μάτια
φοβάμαι να κοιτάξω πίσω
την καμένη γη
κάπου εκεί στο μαύρο τοπίο
το σπίτι μου ή ό,τι απόμεινε
Εκ-κένωση
θα πει έχω αδειάσει
Θα πει ξεκινάω απ΄το κενό
που απομένει στα χέρια μου
μη μιλάτε πια
δεν μ΄ενδιαφέρει
αν πήγατε διακοπές
σε μια παραλία είμαι κι εγώ
με φωτογραφίζουν δημοσιογράφοι
καθώς περιμένω το φέρι-μποτ
να με φορτώσει άδειο σακί
να μ΄αποθέσει σε κάποιο γυμναστήριο
να κοιμηθώ σ΄ένα ξένο στρώμα
μια ανάμεσα σε χίλιους
ποια είμαι
μια ταυτότητα άγνωστη κρατάω στα χέρια μου
πρόσφυγας στον τόπο μου
μη μιλάτε για δια-κοπές
κόπηκε το νήμα της ζωής
κι εσείς ποιητές μη γράφετε ποιήματα
για τον έρωτα
μόνο θρηνείστε τη χαμένη ομορφιά
τα δέντρα, τ΄άλογα, τα ελάφια
τους κήπους
για μένα θρηνείστε
εκ-κενώθηκα
δεν έχω δάκρυα πια.
Τρεκλίζουμε στα σύνορα του αδύνατου
τώρα που οι πύρινες γλώσσες καταβροχθίζουν τα πάντα,
μεταβάλλοντας το κάλλος σε κόλαση.
Οι εικόνες πολλές, τρομακτικές, κόκκινες, τραγικές.
Μας έπνιξε η μυρωδιά του καμένου ξύλου
που πέρασε μέσα μας, άγγιξε την ψυχή μας και τις αντοχές μας!
Πού πας Ελλάδα μου; Με τα συμφέροντα να διαγκωνίζονται στις κορφές
τα σκοτεινά, που δεν καταλαβαίνεις πώς περιπλέκονται γύρω σου
και εκείνα, ίσως, των πυρομανών που χορεύουν στην ψυχή τους:
Τόποι βραδυφλεγείς που δεν αργούν να εξελιχθούν σε παρανάλωμα.
Αγανάκτηση κι αποστροφή. Ίδια τα σενάρια εδώ και χρόνια
αλλά δεν καταφέραμε να μάθουμε παρά μονάχα την αρχή.
Αυτήν την ξέρουμε καλά γι’ αυτό μας θλίβει
γιατί θα έχει ένα αναμενόμενο οικτρό τέλος.
Φωτιές παντού, κάνουν τη χαρά σου πόνο και οργή
για τα αδιέξοδα και τους κινδύνους, για τα νεκρά σώματα
πεσμένα κάτω, από κατακόκκινες ,πύρινες σφαίρες,
για την ουτοπία της σωτηρίας σε τούτα τα επικίνδυνα καλοκαίρια.
Φωτιές παντού ,κάνουν τη χαρά πόνο και οργή
γιατί είναι πολύ στενά ακόμα τα όρια του κομματισμού
του αλληλοσπαραγμού και της απόδοσης ευθύνης.
Μέχρις εδώ .
Μέσα στις ευφυείς προτάσεις ,στις χιλιάδες ιδέες
για ανάπτυξη ,πώς δεν υπάρχουν και αυτές
οι λίγες, για να μη μας στοιχίζουν πολλά οι μελλούμενες φωτιές;
Φωτιές που έρχονται κι εσείς μετράτε τους κόκκους της άμμου
όταν άλλοι, μετράνε στρέμματα δάσους που θα κάψουν.
Τώρα ο νους κυριεύεται από αγανάκτηση ,μα γιατί;
Τα κοκκινόσταχτα τοπία παρέδωσαν τη ζωντάνια τους
έκλεισαν τη συμφωνία του οξυγόνου ,κάηκαν οι πνεύμονες.
Δεν προλάβατε πάλι ,δεν μάθατε από το πάθημα, γιατί δε θέλατε,
δεν σας άγγιξαν οι θάνατοι τόσων οργανισμών.
Μέχρις εδώ.
Τι να πω όταν την εξουσία τούτες τις μέρες
την έχει καταλάβει η φωτιά.
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ - Τώρα ο υπάνθρωπος
Τώρα ο υπάνθρωπος
Ο άνθρωπος τον άνθρωπο πια δεν υπολογίζει
τον εαυτό του χαίρεται
και όσο για την τύχη μας, εκείνος την ορίζει
Χαιρέκακος, μνησίκακος ,πυρομανής συνάμα
στο νου του όλο τριγυρνά ετούτο δω το «θάμα».
Κι αν η φωτιά που άναψε τη φύση κατακαίει
και για το βιος που χάνεται ο κάθε ένας κλαίει
κι αν τα ζωάκια τα μικρά κάρβουνο πια γενήκαν
και όσα ζώα σε αυτήν μέσα παγιδευτήκαν
σπίτια και αυτοκίνητα
«άνθρωποι και ποντίκια»
χαίρεται για την πράξη του τη θεωρεί αντρίκια
αυτός ένας υπάνθρωπος ,τίποτα δε λυπάται
μόνο τον εαυτούλη του προσέχει και θυμάται
πως όταν ο υδράργυρος αρχίζει κι ανεβαίνει
κάτι να βρει να σοφιστεί
ώστε η γη που μάτιασε να είναι όλη καμένη.
Οι νόμοι να αλλάξουνε για κάθε εμπρηστή
έτσι ο κάθε επίδοξος να σκέφτεται πολύ
όταν τη φύση γύρω του επιθυμεί να κάψει
χρόνια πολλά τα βίτσια του στη φυλακή
να θάψει.
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Βαρυμπόμπη 4-8-2021
Κουράγιο, Μάνα μου Ελλάδα,
έχεις πολλές μαύρες ράχες να καταγράψεις,
πολλά τοπία, "κρανίου τόπος".
Μια λέξη, που επικρατεί, κουράγιο...
Και κάτι άλλο που ακούστηκε κατά κόρον...
"Ευτυχώς δεν θρηνήσαμε ανθρώπινες ζωές"
Χίλιες φορές, ευτυχώς, πάνω από όλα η Ζωή
Όμως, τα δάση, είναι ΖΩΗ, αποτελούνται από δέντρα, που έχουν ζωή και δίνουν Ζωή...
Αυτό το ξέχασαν κάποιοι....
Όμως τα δάση, είναι σπίτι και καταφύγιο πολλών ζώων...
Αυτό το ξέχασαν κάποιοι..
Όμως, άνθρωποι έχασαν το βιος τους, μπροστά στα μάτια τους, κόπος μιας ολόκληρης ζωής...
"Να φύγω που να πάω, εδώ είναι το σπίτι μου"
Αυτό το ξέχασαν κάποιοι...
ΞΕΧΑΣΑΝ, ότι τούτη η Γη που την πατούμε, την κληρονόμησαμε από τους προγόνους μας.
Ξέχασαν, ότι πρέπει να την παραδώσουμε στους απογόνους μας ...
Ξέχασαν, τι θα παραδώσουμε, στάχτες;
Τι θα τους παραδώσουμε, ένα περιβάλλον, όπου θα κυκλοφορούν με μάσκες οξυγόνου;
Όπου τον χειμώνα, θα πνίγονται από τις πλημμύρες;
ΚΡΑΤΑ, Μάνα μου Ελλάδα...
Ούτε, ένα συγνώμη, δεν ακούστηκε, γιατί σχεδόν, καμιά πρόληψη δεν υπήρχε, να σε προφυλάξουν, να προστατέψουν τα δάση σου, με την πλούσια πανίδα και χλωρίδα τους.
Ξέχασαν, ότι οι Ανθρώπινες Ζωές, ανάσες παίρνουν, από το πράσινο και όχι από Αιολικά πάρκα...
Χτυπήθηκες, από την πύρινη λαίλαπα ανελέητα, που σίγουρα, δεν κάνει επιδρομή από μόνη της, αλλά από ανθρώπων χέρια...
ΕΓΚΛΗΜΑ: Έγκλημα εξ αμέλειας;
Έγκλημα εκ προμελέτης;
Εγκληματική αμέλεια;
Εγκληματική, μη πρόληψη μέτρων;
Φυσικά, σε όλο τον πλανήτη, συντελείται, αυτό το Έγκλημα.
Έγκλημα, που οδηγεί, σε ασύλληπτες οικολογικές καταστροφές, με ασύλληπτες κλιματολογικές αλλαγές.
Όμως, επιτρέψτε μου, σήμερα να θρηνήσω για την χώρα μου, για την Ελλάδα μου....
Να της ζητήσω μια συγνώμη, που δεν ξεσηκώθηκα, όταν επάνω της, συντελέστηκε κάθε είδους εγκληματικό έργο...
Που δεν ξεσηκώθηκα, όταν κανένα σχεδόν μέτρο πρόληψης, δεν υπήρχε για το Περιβάλλον, δάση, θάλασσα, αέρα, για τους ζώντες κατοίκους της...
ΚΟΥΡΑΓΙΟ, ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΕΛΛΑΔΑ....
Σου οφείλουμε, μια Συγνώμη, από Ψυχής, με όλη την ειλικρίνεια!
Είναι επίπονο, να καταγράφεις τις πληγές σου, χωρίς να παίρνει κανένας την ευθύνη, χωρίς να τιμωρούνται, οι Ένοχοι....
.
Βάσω Ιορδάνου Κοσμίδου
Κάτοικος: Ελλάδας
7/8/2021
Στάχτη και
κόκκινα δάκρυα,
ο ουρανός κλαίει,
κλαίει για την ύπαρξη,
την ύπαρξη του ανθρώπου στη γη…
μάταια, δεν ακούει…
Είπα κάποτε
«θα εκδικηθεί η φύση για όση κακία δέχτηκε»…
Μα η εκδίκηση ήρθε,
η απάντηση μέσα στη φωτιά,
είναι πάλι φωτιά…
Οι μικροί μου φίλοι εξεγέρθηκαν,
ένα σμήνος ακολουθεί το μετέωρο γεράκι.
Η δειλία που κοντοστάθηκε πίσω από την πόρτα
είναι εδώ και ετοιμάζει τον πιο γλυκό επικήδειο,
θλιβερό ρέκβιεμ κρουστών.
Άνθρωπος, ο θόρυβος του κόσμου…
Η ψυχή κλαίει κι αυτή
πικρό δάκρυ τ΄ουρανού…
Πενθεί η φύση ολάκερη.
Κρυφτείτε άνθρωποι, έρχεται ο ιός,
κρυφτείτε άνθρωποι, έρχεται η μετάλλαξή του,
κρυφτείτε άνθρωποι, έρχονται οι φλόγες,
κρυφτείτε άνθρωποι, έρχεται η ντροπή σας…
Σαν κλαίει η ψυχή ελευθερώνεται,
μα εσείς κρυφτείτε…
Στάχτες παντού…
4/8/2021
Φύτεψες το Όνειρο στη γλάστρα
κι΄η μεσίστια έμπνευση χάθηκε
στην υστερία του χρόνου.
Άνθρωπε ρόδο-κραυγή-καταιγίδα,
διάστικτο πράσινο της φύσης,
χάθηκε η μυθιστορία της μνήμης.
Στο άσπρο χνούδι του Αυγούστου
δεν έχτισες το απόμακρο σπήλαιο
να κρύβονται οι απέλπιδες.
Ο ήχος είναι το έλασμα της εικόνας,
δίαυλος και συναξάρι.
Πώς παρα κάμπτεις το άσυλο της ποίησης ;;
Ποια η εκκένωση της αστάθειας ;;
Ένας ανυπεράσπιστος δωδεκάλογος
οι κινούμενες φλόγες,
ο χρόνος λεηλατεί τη φύση
και το φως του περικλείει το επέκεινα.
Υπάρχεις, οιωνοσκοπώντας την ύπαρξη,
υπάρχεις, δρασκελώντας τον αιώνα σου,
και συσκευάζομαι ολόκληρος,
με την αθώα πτήση της λέξης,
ένα λιβάνι φως εσπερινό.
Από το υπό έκδοση, εκδ. ΔΡΟΜΩΝ--"Ωδή στον ποιητή Νίκο Καρούζο"--"και σε κάθε πολύνικο ταξιδευτή της Οδύνης, της Ποίησης και της Αγάπης"
Carpe - Τα πορφυρά χαλάσματα…
Μέσα απ’ τα χέρια μου
έφυγε ο ουρανός
μια νύχτα βαθιά,
κομματιάζοντας το λάβαρο της ελπίδας.
Οι ύμνοι του φεγγαριού
αγνοούμενους μας άφησαν μόνο.
Μαζεύω τη φωνή μου,
κλείνω τα μάτια μου,
στην ορμή της ερημιάς
γινήκαμε αόρατοι.
Μια συμφορά που σκάρωσαν
ο θάνατος κι φλόγες.
Ανοίγω το σακούλι του αναστεναγμού
για ν’ αντικρύσω τον πόνο,
αυτόν που σμίλεψε
τόσες ζωές που έφυγαν.
Αφουγκράστηκα τη γη
σκιές ανύποπτες παντού,
μάτια να ξεχύνονται,
ζωές που βιάστηκαν να χαθούν
μέσα στο άναυδο σκοτάδι.
Μια νύχτα ντυμένη με σάρκα και αίμα
άρχισε να φεύγει.
Στα πορφυρά χαλάσματα
του ήλιου περπατά η ελπίδα,
κρατώντας σφιχτά πια… τις ανάσες μας.
Όλα μοιάζουν γαλήνια
κι οι φυλλωσιές σαλεύουν,
αρχέγονο στήνουν χορό,
Δρυάδες και χορεύουν
Ήλιος της γης τ’ αρώματα
με χάρη αναδεύει
ο άνεμος ανάερα,
ολούθε τα ξοδεύει,
αισθήσεις αφυπνίζει
και τα βλέμματα μαγεύει.
Μα δες.. άδικο χέρι ..
γλώσσες φωτιάς σπέρνει
Πανάρχαια κατάρα,
μπαμπέσικα, γητεύει
και σε πύρινο παζάρι
την ομορφιά ξοδεύει
Ύπουλα, μουλωχτά,
κοιτά το χάος και γελά
Αδηφάγες φλόγες ροβολούν,
την καθημερινότητα ταράζουν
τους ανθρώπους τρομάζουν.
Σαν λάβα ξεχύνονται
εστίες και όνειρα καταπίνουν.
Λάβα καυτή, αχόρταγη
Απ’ το βουνό ως τη θάλασσα
δάση και σπίτια, γκρίζα στάχτη.
Το θαλερό πράσινο
σε χρώμα μουντό πνίγει.
Μαύρος καπνός τον ήλιο κρύβει,
εικόνα ζοφερή το χθεσινό κάλλος
Της παράνοιας το άτι τριποδίζει
της απληστίας μπαϊράκι στήνει.
Άλλος για χαμένους κόπους θρηνεί
κι άλλος με κολασμένη ηδονή
αργύρια προδοσίας λογαριάζει,
με τον πυρσό νέες φωτιές βάζει.
Γιγαντώνουν οι πύρινες γλώσσες,
τρέφονται με τη φλόγα των ονείρων,
που προσάναμμα γίνονται,
θυσία στο πύρινο μένος.
Καψαλισμένα τα φτερά των αστέγων
στάχτη πάνω στη στάχτη
κι η οργή σιωπηλό μοιρολόι.
Αναστενάρηδες απ’ τον Άγιο λησμονημένοι,
σε πυρωμένα κάρβουνα πατούν,
σχεδόν δεν αναπνέουν.
Στου άδικου τη λαίλαπα αναζητούν το δίκιο
ατέλειωτο μηρυκάζοντας ψέμα.
Την παράνοια των καιρών αναθεματίζουν
ικεσίες μάταια υφαίνουν,
προς του ολέθρου τον μύστη.
Τι τραγικοί κι αθώοι.
πκ
Θροΐζουν πεύκα στην πλαγιά, η λεύκα αναρριγεί
κι ο Πάνας με τη σύριγγα συνθέτει μουσική.
Στ’ απόσκια βόσκουν ήρεμα οι κερασφόροι τράγοι
ενώ σιγούν τα όμορφα βουκολικά τραγούδια
και στις ροές του ποταμού λικνίζονται Νεράιδες.
Τραγούδια λένε στις πηγές κεφάτες Ναϊάδες
στήνουν χορό ανάλαφρο, πανώριες οι Δρυάδες.
Ορθώνεται το κάλλος στων δασών τα ελάτια
του ηλιάτορα τα κύμβαλα λευκά ξυπνούν κρινάκια.
Γλυκά ηχούν οι ρεματιές στης πλάσης το γιορτάσι
στ’ απόσκια και στα ριζιμιά ξυπνάει το ελάφι
κι ολούθε δίψα για ζωή, έκσταση και αγάπη.
Αίφνης καπνός και κουρνιαχτός τη μέρα σκοτεινιάζει
και μιας δρυός το φύλλωμα, πύρινες γλώσσες βγάζει.
Παύει ο Πάνας μουσική στη σύριγγα να παίζει
ξαφνιάζεται κι ο Δίας στο Ολύμπιο τραπέζι.
Μουντάδα σκονισμένη την μαγεία σκεπάζει
τα βαθύκομα δέντρα η φωτιά κατασπαράζει.
Έγινε θρήνος η χαρά και χάος το γιορτάσι
και καταπίνει η λαίλαπα το πράσινο στα δάση.
Λάβρος στενάζει ο ουρανός, και οι Δρυάδες κλαίνε
και πιλαλούνε μακριά και μοιρολόγια λένε.
Ο Πάνας με τη σύριγγα στο κατόπι τους τρέχει,
μες στης φωτιάς την κόλαση που έλεος δεν έχει.
Όλοι μαζί παρακαλούν να έρθει ένα δρολάπι
σαν χείμαρρος να ξεχυθεί στην πύρινη κατάρα
και όπως ήρθε ξαφνικά να σβήσει η αντάρα.
Βουβαίνεται η δασοπλαγιά, η ελπίδα αλαργεύει
και κάθε πλάσμα ζωντανό διέξοδο γυρεύει.
Εκεί που δέντρα ύψωναν πυκνή την φυλλωσιά τους
τώρα υψώνονται κορμοί που λείπει η καρδιά τους,
απόσταχτα καπνίζουνε, δε ρίχνουν τη σκιά τους.
Την κόλαση μ’ απελπισιά κοιτάζουν οι ανθρώποι
κι ο πόνος μες στο βλέμμα τους της πίκρας καταπότι.
Μαύρα τα δέντρα, άψυχα, δίχως χλωρό κλαράκι
στο πέρασμα της κόλασης στέρφο και το ρυάκι.
Δεν κελαηδούνε πια πουλιά, μήτε και φτερουγίζουν
μον’ στο κεμέρι αρπακτικών ρεάλια κουδουνίζουν.
Σε γκρίζα δέντρα κι άψυχα, Δρυάδες δε γυρίζουν
μονάχα γκρίζοι οιωνοί στ’ αποκαΐδια τρίζουν
πκ
Χάθηκε ο ήλιος πίσω από μαύρα σύννεφα καπνού
Κόπηκε η ανάσα από φρίκη!
Φλόγες τυλίξαν τη ζωή .
Χάθηκε ο ήχος των πουλιών ξεροκανίδια οι φωλιές τους
Κραυγές πόνου από πληγωμένα ζώα
τρέχουν σε λάθος μονοπάτι να σωθούν.
Άνθρωποι ανήμποροι απελπισμένοι
σκεπάζουν το πρόσωπό τους μ απελπισία
ένας κρατάει στην αγκαλιά του δυο παιδιά άλλος κρατάει τον σκύλο του
άλλος ένα κλουβί με το κανάρι μέσα .
Όλοι τρέχουν μέσα σε μαύρα σύννεφα
καπνού με δάκρυα σπαραγμού!
Κι οι φλόγες τρέχουνε ξωπίσω!
Πέφτουν τα δέντρα νικημένα στη γη
μαύρα σκιάχτρα μοιάζουν με χέρια απλωμένα στον ουρανό ικευτικά!
Στάχτη, μαυρίλα ,φωτιά, παντού!
Αγκομαχούν και τριζοβολάνε τα σπίτια βγάζοντας κραυγές πόνου
από τις φλόγες!
Θόρυβο κάνει ο θάνατος!
. με μυρωδιά καταστροφής μαζί...
Φονική ή φωτιά χωρίς διακρίσεις και συμπόνια
Ασταμάτητη χωρίς έλεος προχωρεί
Αδίστακτη χαρίζει όλεθρο στο πέρασμά της
Δακρύζει η νύχτα για το μακελειό
Ποιος σταματάει το ασταμάτητο ?
Διάβα θανάτου σαρώνει τα πάντα!
Μάχονται θαρραλέα ηρωικά οι λίγοι..
Κρύβονται βολεμένοι οι ειδικοί!
Αδιαφορούν στα καφέ οι πολλοί!
Τρέχουν πανικόβλητοι άνθρωποι
και ζώα να σωθούν!
Μηδέν βοήθεια από.πουθενά!
"Και τώρα τι θα κάνετε".....
Ρωτάνε τα κανάλια του "αίσχους " τους κατεστραμμένους ανθρώπους .
Ωρα μηδέν χτύπησε το ρολόι!
Κράτα τα δάκρυα σου Ελλάδα μου
θα σου χρειαστούν !μ.κ
μίνα King
Ποτέ η φρίκη δεν έφερε τόση πικρή γεύση στη ζωή μας!
Στάχτη εκεί που έλαμπε φως Αποκαίδια το βιός και τα όνειρά μας!
Βάφτηκαν όλα αιμάτινα ..
σύννεφα, θάλασσα ,
κα γη και ουρανός
μαζί με την ψυχή μας! μ.k1
μινα king
Τότε,
τί θ'απογίνουμε;
Με τόσο κόκκινο
βαμμένη απρόσμενα,
η τηλεόραση,
βλέμματα ακάλυπτα, αλλοιωμένα
από πόνο αληθινό,
για μιά στιγμή το πίστεψα,
λίγο ακόμα θά' μουν σίγουρος,
ακόμα λίγο και θα τό'νοιωθα βαθιά,
ότι αυτό το κόκκινο της θάλασσας,
ήταν το αίμα μας,
αυτή η φλόγα η θαλερή,
είναι κοινή μας μοίρα.
Τώρα όμως,
άλλαξε θέμα η τηλεόραση·
συνήλθα.
Τώρα επέστρεψα στις διακοπές μου·
κάτι παιδιά που καβαλάνε κύματα
σαν τα δελφίνια,
άλλα αμούστακα ακόμη
κι άλλα με το νεανικό τους γένι,
το πρόσωπό τους παθιασμένο,
καψαλισμένο,
ξεπρόβαλαν ξάφνου
μέσα από τή θάλασσα·
τρέχουνε, παίζουν, κάνουν βουτιές
κι όλα μαζί,
μαζεύουνε σκουπίδια
απ'την παραλία.
Ένα απ'αυτά
-το πιό μικρό -
βρήκε ένα ζευγάρι πεταμένα κόκκινα γυαλιά,
-δικά μου ήταν, από περασμένα καλοκαίρια -
με είδε τυφλωμένο απ'τον ήλιο,
ήρθε και μου τα φόρεσε,
χωρίς δεύτερη σκέψη.
Μου ταίριαξαν κουτί.
Βλέπω τα νεκρά σπίτια
κι ακόμη το νεκρό δάσος
Τρία μερόνυχτα χορεύουν πάνω στις κραυγές τους
οι πεινασμένες φλόγες
Δίχως καμία συλλοή
διχώς λυπημό δίχως σέβας
Ήταν πολλή ζωή εκεί
Ήταν πολλά δυνατά δέντρα
Ήταν πολλές οι ομορφιές
Και τώρα καρφωμένα μαύρα σκαριά
σε γη καμένη
Πως στεναγμοί καπνών
βλέπω ν` ανεβαίνουν απ`τις μπλαβές τις στάχτες
Και μία λίμνη να θωρεί με ρίγη μες τα μάτια
τις μυρσίνες τις ολόδροσες
γονατιστά ναυάγια
Βλέπω νυχτιές ανάστερες
διχώς ευχές κι ελπίδα
Και τις αυγές να στάζουνε
φαρμακερές ανάσες
Ο ήλιος δρόμο αλλάζει όταν βγει
Που να χαράξει τώρα τη ζωή
Η σκέψη μου δεν φεύγει απ` τα πουλιά...
Ποιός είν` ο άνομος εκείνος
οπού την ζωή παραμορφώνει
Ποιός είναι ο εχθρός
*******
~ Ξανθή Κούτρα ~ © All rights reserved
Θάθελα
τα δάκρυά μου,να γίνουν βροχή
τις πυρκαγιές να σβήσω.
Θάθελα
Θεϊκιά δύναμη να είχα
ό,τι κάηκε ,να το αναστήσω.
Αγάντα γλυκειά μου
Τρανή-μικρή Πατρίδα.
Κείνοι που πράξαν το κακό,
την παιδωμή τους
θε νάβρουν.
Θεοδώρα Κουφοπούλου Ηλιοπούλου
Αύγουστος 2021
Από τις φλόγες
σαν άλλης Μικρασίας
πρόσφυγες κυνηγημένοι
αγωνιώδους Μαραθώνιου επιβίωσης.
Τρέχουν...μόνο μπροστά...πίσω δεν έχει...
Στο τέρμα η ελπίδα ενός πλεούμενου σωτηρίας...
Μπροστά, στο βάθος τους καλεί ένα αισιόδοξο ΙΣΩΣ...
Πίσω...θεόρατο πυρωμένο σύννεφο η μέχρι τώρα ύπαρξή τους...
Μέση;
Μέση δεν έχει...σταματημό δεν έχει...ούτε ανάσας,ούτε δισταγμού στιγμή.
Ώρα μηδέν...
Σταματημός ίσον θάνατος.
Η νύχτα πορφυρή φεγγοβολά αλλόκοτα.
Καπνός παντού,θολούρα,βρέχει στάχτες και κάρβουνα...
Δέντρα , ζώα ,σπίτια ,ξεκαπνίζουν αδιακοπα σημαίνοντας το τέλος μιας ολόκληρης γενιάς.
Ένας ο δρόμος,θολός,μαυρισμένος,
Στο ίδιο κοπάδι, άνθρωποι ,ζώα, σε μια τραγική παρέλαση που οσμίστηκε το θάνατο και τρόμαξε.
Ασθμαίνουν,πασκίζουν να φτάσουν τη θάλασσα να γλιτώσουν
Τρέχοντας καλούν σε βοήθεια
Μία ή καμία βαλίτσα στο χέρι
Στοιβαγμένοι μέσα κόποι, μιας ζωής, σπίτια,αγαπημένοι.
Όλα βρεγμένα με το δάκρυ του πόνου
και τον αναστεναγμό μιας ανομολόγητης οργής...
Ε.Κ
6/8/21
Πύρινη σάρκα
ανθρώπινη λαίλαπα
σωστό μπέρδεμα...
Στάχτη και κάρβουνο
κηνύγι οξυγόνου
συμφέροντος ξημέρωμα
εκλεκτών μόνο επιβίωση.
Ε.Κ.
5/8/21
Θλίβομαι, ντρέπομαι, εκνευρίζομαι,
κρατιέμαι μην ξεφύγω.
Ελπίδες δεν έχω πια.
Ανοήτος δεν είμαι.
Δεν θα ξεφύγουμε απ΄ το μαύρο.
Δεν θα λογαριαστούμε ποτέ
με τους φαύλους που κάθε χρόνο
μας βυθίζουν στο μαύρο.
Δίχως άνοιξη πια. Δίχως καλοκαίρι.
Μια απροσδιόριστη εποχή στην Κόλαση.
Μια ασταμάτητη οθόνη στραμμένη στον εφιάλτη.
Κατάρα της Δήμητρας;
Απουσία της Περσεφόνης;
Δεν ξέρω γιατί μας σέρνει
μαζί της αυτή η πλάση.
Γιατί φυτρώνουμε σαν ζιζάνια;
Κρύψε μας τον ήλιο,
τεφρέ ουρανέ της Καλαμάτας.
Γεμάτε καπνό ουρανέ της Καλαμάτας,
κρύψε μας το φεγγάρι.
Τελειώνει η μέρα
με όλες τις προσδοκίες
να καίγονται κι αυτές.
Ακούραστες ψυχές
στον ήχο της φλόγας
μάχονται τις λασπωμένες ψυχές
που καίουν την ανάσα μας.
Η σιωπή θρηνεί
τα όνειρα που φεύγουν,
τα όνειρα που δεν θα έχουν
πια μυρωδάτους ίσκιους,
τα όνειρα που καίγονται,
επειδή κάποιοι ανθοβολούν σε βούρκο.
Μ.Λ.
- Μαύρα φτερά ανενόχλητα
δαγκώνουν το φως
- Φυσάει θλίψη
- Σύννεφα ραγισμένα
την μέρα πληγώνουν
την νύχτα ματώνουν
Κι εκείνη η βροχή μας ξέχασε
Κι εκείνο το φεγγάρι να απορεί
Ετούτο το Γιατί πονάει …
- Φυσάει αδιαφορία
Ειναι και οι γενναίοι που κρατούν Θερμοπύλες !!!
τους Εφιάλτες όμως ;
Πώς ; Πώς να τους γνωρίσεις;…
… a.n.
Αρνούμαι να παραδώσω την τέφρα μου.
Κοντοζυγώνει η πυρά στο πλάτωμα
που έγειρε η μήτρα μου
Λαμπαδιάζει τους σταυρούς της ζωής μου
Τρέχω να σωθώ χορεύοντας τον φόβο
Δεν έχω Πατρίδα να με κλάψει
Νεκροί οι ιστοί μου κρέμονται στα πέταλα της τύχης μου
Έρεβος ο ουρανός και η
νύχτα στο κόκκινο θα με χωνέψει αυτοστιγμής
Αφέντη που να υποκλιθώ?
Μπροστά μου μόνο η καμμένη κούκλα της Μαρίας
Δεν έφτασαν τα δάκρυα της να την σώσουν...
Αύριο θα σκουπίσουν,
μια χούφτα από την στάχτη της
Αρνήθηκα σου λέω...
Σήμερα όμως...
Σήμερα με μίσησα όσο ποτέ.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΗΤΤΑ - Μυρίζει θάνατος...
Άλαλοι καιροί/
Θρυμματισμένες Άνοιξες/
Πύρινα καλοκαίρια/
Σαρκοβόρες σκήτες ονείρων/
Αδειανές σπαρταρούν οι φωλιές/
Πύρινες γλώσσες αδηφάγες/
Φλόγες αναδεύουν της κόλασης τα σωθικά/
Οργισμένα σήματα
-φρυκτωρίες-
στων δασών τις κορφές/
Σφιχταγκαλιασμένα τα δένδρα/
άκου, πως τρίζουν τα δόντια
στο στερνό τους φιλί/
Φύλλα και κλαδιά, αναμμένα δαυλιά,
ανάμεσα σε "φυτρωμένα" σπίτια/
Πυρωμένα ακόντια, βολές στην καρδιά/
Δες live το στερνό τους ταγκό!/
Πλάσματα, ουρλιαχτά
της νυχτιάς νεκρική συντροφιά/
Πουλιά κυνηγημένα,
ερπετά...αποκαΐδια.../
Και τώρα που 'χεις επιλέξει
το θάνατο που σου αρμόζει,
τον ασφυκτικό,
πάρε βαθιά ανάσα.../
Η live μετάδοση, συνεχίζεται.../
Μα πρόσεχε!/
Μακριά απ' τις οθόνες τα παιδιά.../
Σκληρές εικόνες.../
Και κοίτα μη γυρέψεις ευθύνες.../
Δεν υπάρχουν πουθενά!/
Κατερίνα Πήττα
04/08/2021
ΝΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΠΟΥΛΙΝΑΚΗΣ - Διαβεβαίωση
Σας διαβεβαιώνω πως , ναι , κάηκε η ζωή
στις πλατειούλες τούτου του κόσμου.
Κι ούτε ένα τοσοδά μικρούλι κλαδάκι
παρηγοριάς δεν απέμεινε.
Κι έτσι γέμισε ο τόπος μου
ανοικοκύρευτες , στραβολαιμιασμένες στάχτες
και βλαβερά εισπνεόμενα μικροσωματίδια ονείρων
που αρρωσταίνουν τα πλεμόνια του αύριο.
Σας διαβεβαιώνω πως , ναι , φοβάμαι... φοβάμαι πολύ.
Μήπως έχω καταντήσει , ο άμοιρος , μισοδαγκωμένο υπόλειμμα
ενός πάρτι ευημερούντος θανάτου.
Νίκος Αντ. Πουλινάκης
"Έχεις στις φλέβες σου... Θεό..." (Τζένη Σακοράφα / (8/8/2021) / "Επανεκκίνηση..."). -Πενθώ... Το οξυγόνο... απανθρακώθηκε... Ένα φύλλο τόλμησε να κολυμπήσει ψάχνοντας διέξοδο... Διαμελίστηκε. -Ζητώ... Μια ανάσα... Αυτή που με γέννησε... κι αυτή που θ' αφήσω φεύγοντας... Δεν τη βρίσκω. Πουθενά η ανάσα μου. -Ρωτώ... Γιατί;;; -Πατώ... σε μαύρες πέτρες... πύρινες... Η θερμοκρασία τους λιώνει τα σωθικά μου... -Ελπίζω... Μόνο σ' εσένα... που αψηφάς τη λαίλαπα... μάχεσαι με τις φλόγες... για ένα αύριο... που σήμερα δεν έχει... για ένα λυχνάρι αδειανό... δίχως ευχές... Μα εσύ... βουτηγμένος στης στάχτης την κόλαση... δίχως πνοή... έχεις στις φλέβες σου Θεό... Απεκδύεσαι τη θνητότητά σου... κι υψώνεσαι... Κι εγώ... γράφω ποιήματα... να υμνήσω τη μορφή σου!!! ... "Δακρύζω δένδρα... Αρκετά δάκρυσαν εκείνα για εμένα..." (Τζένη Σακοράφα / "Επανεκκίνηση...") ... "Όταν ο άνθρωπος... αγκαλιάσει τον συνάνθρωπο... μες στη στέγη της φύσης... Τότε... θα οδηγηθεί στη ΘΕΩΣΗ..." (Τζένη Σακοράφα/ "Επανεκκίνηση...2021")
Στάχτες κι αποκαϊδια και οι σκέψεις μας- και ο ύπνος μας- και τα καθημερινά μας !
Ούτ΄έν΄ανθάκι δεν μας απόμεινε πια για να το αφηγηθούμε ....
Το νερό στόμωσε τα σιφόνια με χιλιάδες μικρά μαύρα δεντράκια
κι εγώ ψέλλιζα τρισάγια , για τον κορυδαλλό και για τ΄αηδονάκια !
Με την άδεια χούφτα μου , σχημάτιζα σύννεφα , βροχές ολόδροσες και ολοπράσινα κλαδιά , να καλοπιάσω τα κυκλάμινα μη μου κρατούν κακία ...
Που και που , άφηνα να πέσει αθόρυβα , ένα κιτρινοκόκκινο φύλλο μέσα από τα μάτια μου !
Να θυμηθώ να φυτέψω μία ροδιά Κύριε !!...κάπου θα βρω ένα τόσο δα σημείο να την φυτέψω......Νοέμβρη μήνα ...τι λες κι εσύ ;;;
Δεν θ΄ανεμίζει πανέμορφο , το τρελό ζουμερό μήνυμά της ;;;;
Λένε πως η στάχτη , θρέφει τις ρίζες της Ελπίδας........
β- 7/8/21
ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑ - ΕΚΟΥΣΙΑ ΣΤΑΥΡΩΣΗ
Ολόκληρο το δάσος
απερίσκεπτα δολοφονήσαμε,
για να φτιάξουμε με επιμέλεια
τους σκαλιστούς
ξύλινους σταυρούς μας.
Βαρβάρα Χριστιά
Οι ρόδινες γλώσσες της φωτιάς
καταβροχθίζουν ανελέητες
την αντικρινή πλαγιά
στο πέρασμά τους ξετυλίγουν
το νεκρικό σάβανο της καμένης γης
τα πλάσματα της φύσης συρρικνώνονται
σε άμορφη μάζα
τα τείχη του μπετόν πέφτουν αμαχητί
ο μύθος της ευωχίας εξανεμίζεται
καθώς το νερό που ματαιοπονεί
να σιγάσει τη λαίλαπα
η γκρίζα βροχή της στάχτης
καθίζει στην καρδιά μας
η τοξική εισπνοή της αλήθειας
διαπερνά τα σπλάχνα μας
ανοχύρωτες οι ζωές μας περιφέρονται
στο λαβύρινθο της μεγαλόστομης απραξίας
ετήσιος φόρος αίματος στο Μινώταυρο
ενώ ο Θησέας κείτεται άψυχος
στο βάραθρο της Σκύρου.
© Δημήτρης Φιλελές
.Χθες που ματώθηκε η πληγή
δεν είδαμε το βάθος
Παράθυρα μόνο θάμπωναν με γκρίζα αποκαΐδια
Παιχνίδια από σιδερικά , άντεξαν τη φωτιά
Και στο τραγούδι το ριξαν, αγέραστες Πυθίες
Καπνίζοντας δαφνόφυλλα, ορίζοντας χρησμούς,
Μετακυλώντας κόμματα, χαράζοντας ευθείες
Τη γεωγραφία άλλαζαν
Σχηματισμοί περίεργοι , δεν θύμιζαν το χθες
Ήταν οι ζωές αντίδωρο μετά από θυσία
Στο ενδιάμεσο πολλοί, το θάνατο θρηνούσαν
Ήταν ελεγείας δίστιχο
πριν από το ρεφρέν.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΨΙΡΟΛΙΟΛΙΟΥ - ΔΑΣΗ ΑΔΕΣΠΟΤΑ
2. Άνθισαν οι φλόγες και χάνοντας τη συστολή τους βγήκαν απ' όλα τα ρουμάνια ,τους λόγκους τις απάτητες μεριές
Ροβολώντας χαμηλά, έγιναν το απευκταίο χρυσόμαυρο ταφικό στεφάνι που κάνει στάχτη ό,τι στηρίζει, πρασινίζει τη ζωή
Σάρωμα ανελέητο με κάψα και αγέρηδες εκδικούνται μια απροστάτευτη γη, μια πανωραία κόρη
Την φλερτάρουν , την πολιορκούν στα αυγουστιάτικα απροσπέλαστα δρομάκια
Την εκμαυλίζουν με λάβες ανθεστήριες αρχαίες μνήμες πληρώνοντας
Ρίχνουν στην άμπις τέθριππες άμαξες με άλογα περήφανα
γαμήλιες τελετές και τεντωμένα τόξα
Οι φρυκτωρίες, ανέμου γεννήτριες γίνονται
κι από γκρεμούς
λιωμένα μέταλλα δείχνουν τα έγκατα της γης
αρχών με μάτια κάρβουνο
Στους ετοιμόλογους που στήνουν στ αποκαΐδια θρόνο, τι άλλοθι να δώσεις του οίκτου εσύ ζητιάνε ;
Καρτ ποσταλ η γη, σ άλμπουμ δίχως ξώφυλλα
Φωτογραφίες αναλογικές, άσχετες με ινσταγκραμικές εξωραϊσμού του σήμερα
Κάποιοι λουόμενοι σε αργή, κίνηση αμηχανίας
Τουρίστες επιθυμητοί και μη στα μάρκετ, στα καφέ
Παραστάσεις αραιοκατοικημένες θεάτρων χωρίς αύριο
Απηυδησμένοι νέοι πίσω από κλωβούς
γκαρσονάκια των μεταπτυχιακών και των λυκείων
Ενοχικές ηλικίες τρίτες, σ αμφίβολο προσανατολισμό
Κρίνοι σε προβοσκίδες χαλασμένων μελισσών
Όλοι με το τελευταίο κυπαρισσόμηλο στο στόμα, προσευχόμενοι
ή απελπισία ουρλιάζοντας, λούζονται σε αντιπυρικό υγρό
Οι ασεβείς κι αγνώμονες επίστανται της περισυλλογής όντων που φυλλορρόησαν
Ας πάρουμε των γλάρων ακολουθώντας τη σωτήρια γραμμή
Ας μην έρθει ημέρα που η αστεγία θα βολευτεί κάτω απ' την ένρινη ανοχή μας
Καληνύχτα κόσμε!