Οδυσσέας και Σειρήνες. Herbert James Draper (1909).
Ομήρου Οδύσσεια
Το προοίμιο της Οδύσσειας
(α 1-10)
Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.
Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ’ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ’ εμάς.
[Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, Αθήνα, εκδ. «Στιγμή» 1992, σ.9]
Κούλα Αδαλόγλου -[Γράφω...]
Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τί θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας.
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.
Κούλα Αδαλόγλου. 2013. Οδυσσέας, τρόπον τινά. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.
Κούλα Αδαλόγλου - [Οδυσσέα Dear...]
Οδυσσέα Dear,
ελπίζω να περνάς καλά με την αντροπαρέα σου.
Και να σου πω ότι, παρά την άρνησή σου για βοήθεια,
βρήκα τους αριθμητικούς συσχετισμούς που με βασάνιζαν.
Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που σχεδιάζω.
Με άλλα λόγια, τα καταφέρνω και χωρίς εσένα!
Κούλα Αδαλόγλου. 2013. Οδυσσέας, τρόπον τινά. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.
Σου φώναξε απ’ τ’ ακρόγιαλο η Σειρήνα·
«Την άγκυρά σου αμόλα εδώ σιμά
κι έλα να ιδείς γοφιά, να ιδείς λαιμά,
να ιδείς ολάσπρα στήθια ωσάν τα κρίνα!
Έλα να σου χορτάσω εγώ την πείνα,
μ’ ό,τι η καρδιά σου η μάργα πεθυμά·
κι όλα να σου τα σβήσω τα χλομά
φαντάσματα, που μέσα σου επληθύνα!»
Κι απ’ το κουπί, Οδυσσέα, της αποκρίθης·
«Θα ’ρχόμουνα στ’ αλήθεια, στο ζεστό
λιμάνι σου για πάντα να κλειστώ!
Μα φεύγω, γεια σου! Είν’ η μορφή της λήθης
φριχτότερη απ’ της Μέδουσας! Φοβάμαι!
Κάλλιο να ζω όπως ζω, μα να θυμάμαι!»
Λευτέρης Αλεξίου. 1951. Έργο ζωής: Ποιήματα. Αθήνα: Αετός.
Λευτέρης Αλεξίου - Ο Οδυσσέας στην Καλυψώ
Το σώμα σου ως ναός φεγγοβολάει,
στο βράχο ορθό κι ολάσπρο σαν το χιόνι.
Τις απλωτές μαγνιές σου μόνο οι χρόνοι
σαλεύουν, σαν οι αύρες τα πελάη.
Μα εντός μου εμένα αίμα θνητό κυλάει,
που πάθη αρχαία το καιν, μίση και πόνοι·
κι η αθανασιά που τάζεις, το παγώνει
κι αναριγάω στο πέτρινό σου πλάι.
Θέλω να φύγω. Του θανάτου η μοίρα
είναι στα κόκαλά μου ριζωμένη.
Από του Ολύμπου με τραβάει τη θύρα
η ζωή του ανθρώπου η χιλιοπικραμένη.
Λύσε με πια απ’ το δίχτυ σου το πλάνο,
να ζήσω, να παλέψω, να πεθάνω.
Λευτέρης Αλεξίου. 1951. Έργο ζωής: Ποιήματα. Αθήνα: Αετός.
Νάνος Βαλαωρίτης - Η μπαλάντα του ξενιτεμένου
για τον Κωσταντίνο Ν.
Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.
Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;
Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.
Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.
Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.
Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.
6.5.1983
Νάνος Βαλαωρίτης. 1996. Ανιδεογράμματα. Αθήνα: Καστανιώτης.
Νικηφόρος Βρεττάκος - Ένας άλλος πολίτης
Η ζωή του ολόκληρη, ένα ταξίδι σε μια
δίχως όρια πατρίδα δίχως εμπόδια ορέων
και άστρων. Χωρίς γυρισμό. Συνεχίζει
ανιχνεύοντας τις μορφές του φωτός
στο κενό ή στα πράγματα. Της καρδιάς του
τα όρια ταυτιστήκαν με τα όρια των αχτίνων
του ήλιου. Ένας άλλος πολίτης — Οδυσσέας,
που διαμοίρασε παντού την Ιθάκη του.
Το σημείο που ξεκίνησε είναι παντού.
ω
Στον Κάτω Κόσμο φτάσανε γρήγορα οι μνηστήρες.
Οι συγγενείς τους πολιορκούν το παλάτι,
γυρεύοντας εκδίκηση.
Σπαραξικάρδια αναγνώριση Οδυσσέα και Λαέρτη.
Οι θεοί επιβάλλουν κατάπαυση πυρός!
Επίλογος: "έτσι σοφός που έγινες..."
Στον κάτω κόσμο φθάσανε γρήγορα οι μνηστήρες
με τον Ερμή ψυχοπομπό να σέρνει τις ψυχές τους
που ακολουθούσαν με στριγκλιές σαν να ’ταν νυχτερίδες.
Περάσανε τα άκαυτα, περάσαν τα καμένα,
ανηφοριές, κατηφοριές, ύπουλα μονοπάτια
ωκεανούς αδιάβατους, τέρατα και σημεία.
Και ύστερα διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι
έφθασαν κάποτε εδώ στον δήμο των Ονείρων,
μόνιμο ενδιαίτημα όλων των πεθαμένων.
Είδωλα πλέον των ψυχών και ίσκιοι των σωμάτων.
Κι εκεί που δυο δεν περπατούν και τρεις δεν συντυχαίνουν,
είδαν ψυχές αθάνατες σαν να ’ταν Δροσουλίτες.
Τον Αγαμέμνονα μαζί με τον γοργό Αχιλλέα
εκεί στην κορυφογραμμή, χορεύοντας να λένε
τι άλλο: για τον θάνατο που είχε ο καθένας.
Του Αχιλλέα ένδοξος, του πρώτου πολεμάρχου,
μα τ’ Αγαμέμνονα άδοξος για έναν στρατηλάτη,
που τόση δόξα έσβησε μια τσεκουριά στην πλάτη,
όχι από τον Έκτορα αλλά απ’ την Κλυταιμνήστρα.
Ο Οδυσσέας έφθασε στο κτήμα του Λαέρτη
εκεί που ο πατέρας του ζούσε με λίγους δούλους
και μια σεβάσμια κυρά από τη Σικελία
που είχε τη φροντίδα του και τον γηροκομούσε.
(Πρόσφυγας θα ’τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες
που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες.)
Τηλέμαχος κι οι δυο βοσκοί πήγαν να ετοιμάσουν
μια γουρνοπούλα νόστιμη με πέτσα σαν λουκούμι,
κι ο Οδυσσέας έτρεξε στο κάτω περιβόλι
να ψάξει τον πατέρα του. Λαχτάρα κι αγωνία.
Τον βρήκε ολομόναχο σε μία λεμονίτσα
να της μιλάει σιγανά και να την κανακεύει.
Τα ρούχα του παμπάλαια, τριμμένα, μπαλωμένα
κι ένα καπέλο γίδινο στην άσπρη κεφαλή του.
Τον πήρε ένα παράπονο να πάει εκεί κοντά του
και να τον πάρει αγκαλιά, πάνω του να τον σφίξει.
Πατέρας τού πατέρα του να γίνει για λιγάκι.
Αντί γι’ αυτό του μίλησε με σεβασμό κι αγάπη.
— Είσαι καλός με τα φυτά, μιλάτε ίδια γλώσσα.
Με μια κοντούλα λεμονιά σάς είδα να τα λέτε.
Συμπάθα με που θα το πω, μα διόλου δεν φροντίζεις
εσένα και τα ρούχα σου και την εμφάνισή σου.
— Η λεμονιά είναι μικρή κι εγώ πολύ μεγάλος,
είναι τελείως φυσικό εκείνη να προσέχω,
αλλά πώς βρέθηκες εδώ; Μπορώ να σε βοηθήσω;
— Ναι, αν μου πεις πού βρίσκομαι. Είμαστε στην Ιθάκη;
Είχα έναν φίλο κάποτε, τον λέγαν Οδυσσέα,
Ήτανε μου ’πε αποδώ. Πατέρας του ο Λαέρτης.
— Τότε πατάς τα χώματα της όμορφης Ιθάκης
κι έχεις μπροστά σου ζωντανό τον κύρη τ’ Οδυσσέα.
Μα πότε γνωριστήκατε εσύ και το παιδί μου;
— Πάνε δυο χρόνια που ’μεινε στο σπίτι μας για λίγο.
Περάσαμε πολύ καλά, γι’ αυτό και σε ρωτάω.
Και μη μου πεις ότι αυτός δεν έφτασε ακόμα!
— Δεν έφτασε, παιδάκι μου, κι ούτε ποτέ θα φτάσει.
Μπορεί και να τον έφαγαν τα άγρια θηρία
ή να τον ξεκοκάλισαν κάποια μεγάλα κήτη.
Δεν έχει τάφο, γιόκα μου, να γράφει τ’ όνομά του,
σαν να μην έζησε ποτέ, σαν να’ ταν ο Κανένας.
Κι όπως ήταν στα γόνατα, κάθισε όλος κάτω
και γέμισε τις χούφτες του με στάχτη για τ’ αμπέλι,
που έριχνε σιγά σιγά στην άσπρη κεφαλή του
κλαίγοντας μ’ αναφιλητά και δάκρυα ποτάμια.
Ο Οδυσσέας τον άρπαξε στα δυνατά του μπράτσα
κι ολόκληρο τον έκρυψε μέσα στην αγκαλιά του.
— Πατέρα, εγώ ’μαι ο γιόκας σου που χρόνια περιμένεις.
— Αν είσαι αλήθεια ο γιόκας μου, απόδειξέ το τώρα.
— Πριν τ’ αποδείξω, άκουσε τα νέα που σου φέρνω.
Εχτές το βράδυ σκότωσα τους άτιμους μνηστήρες,
Μαζί με το εγγόνι σου, που βγήκε παλικάρι.
Η Πηνελόπη ανάσανε, και όλο το παλάτι.
— Η χώρα όλη ανάσανε. Ξεβρόμισε ο τόπος!
Όποιος κι αν είσαι, γιόκα μου, εύγε σου και χαλάλι.
— Όσο για την απόδειξη πως είμαι το παιδί σου,
έλα να δεις το πόδι μου και πιάσε το σημάδι
που μου ’κανε στον Παρνασσό ο κάπρος που θυμάσαι.
— Καλά ’ναι αυτά που άκουσα, αλλά δεν έχεις άλλα;
Για πες μου κάτι πιο κρυφό κι ολότελα δικό μας.
— Μμμμ... θυμάσαι που φυτεύαμε δέντρα εδώ που στέκω
τη μέρα που μου χάρισες δάσος με οπωροφόρα;
— Α, μπράβο. Τώρα κάθισε και πες τα μου ένα ένα.
— Δέκα μηλιές, δέκα ροδιές, συκούλες δεκαπέντε...
— Και πόσες ήταν άγριες;
— Ήτανε τρεις, τις λέγαμε αρσενικές, θυμάσαι;
Οι άλλες ήταν θηλυκές και όλες περδικούλες.
— Πολύ καλά! Και κλήματα;
— Εξήντα, μετρημένα.
— Μαύρα ή άσπρα γιόκα μου;
— Μισά μισά πατέρα.
Αγκαλιαστήκανε σφιχτά και ποιός να τους χωρίσει...
(απόσπασμα)
Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες
μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά
μια ν’ ανεβαίνουνε
ώς τα ύψη πάλι
Από το κεφαλόσκαλο ψηλά
μ’ ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές
κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά
ποιoς να στεριώσει ένα μαδέρι
ποιoς να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες
προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μάς
μπατάρει
Έτσι κι αλλιώς
στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε
Πρόσω
Και με προσοχή
σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα
κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ
Πρόσω ηρέμα
Ἔπρησεν δ’ ἄνεμος μέσον ἱστίον
ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρη
πορφύρεον
μεγάλ’ ἴαχε νηὸς ἰούσης
Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο
ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη
άλλοτε
ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν στον ύπνο τους ανάλογα
με τον καιρό
Κι όπως έχουν να λένε
δυο φορές το χρόνο
στις Ισημερίες
μικρά
λευκά παιδιά
μηδαμινά στο ζύγι
έπεφταν συνεχώς σαν απαλές
νιφάδες
και με το πρώτο που άγγιζαν
έλιωναν κι έμενε η δροσιά
Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ’ τους δρόμους τους γνωστούς
όπου
δεν ήταν εύκολο να πιάσεις
και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν
σαν πυγολαμπίδες
Δόξα να ’χει ο Θεός
εμείς γυρίζαμε παντού
ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ’ αντάλλαγμα λουλούδια τόνους
απ’ αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα
μπουκαλάκια
με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες
Έξαφνα μια κοπέλα
χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη
που
την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ώς σήμερα που γράφω μόνο αυτή
μου παραστέκει
Όλο δεξιά
Στο σημείο το ίδιο
σαν σταματημένοι
που οι στεριές αργούσαν
να φανούν
«Νόμισες εσύ σταμάτησες
αλλ’ οι άλλοι που μάκρυναν
αυτοί σε
ακινητούν» έλεγε
διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας
Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα
[...]
Οδυσσέας Ελύτης. [1971] 2006. Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά. 7η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
Νίκος Καζαντζάκης - Οδυσσέας
(απoσπάσματα)
[...]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αν είσαι εσύ το θείο της Πηνελόπης
κορμί, χαρά στα μάτια που σε βλέπουν!
Χωριά και χώρες γύρισα, κι αλήθεια
τις όμορφες τα μάτια μου χορτάσαν·
μα τώρα, να, σαν άγουρος, που ο πόθος
τον πλάνταξε, γλυκά αχνοτρέμω ομπρός σου,
κυρά μου!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την Ελένη, πες, της Σπάρτης,
την είδες; Θα ’ναι πιο όμορφη από μένα.
Η σκύλα, πόσους βούλιαξε στο χώμα!
κι όμως στην πάσα γης ανθίζει η δόξα της
κι όλοι κρυφά τη λαχταρούνε!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η δόξα σου
της άμυαλης, κυρά, δε μοιάζει Ελένης!
Η γης που θρέφει το κορμί σου αγάλλεται,
σα χώμα που έχει ανθίσει ολάσπρο κρίνο.
Εσύ σα μια κολόνα στο παλάτι
του αντρός σου, ορθή κρατάς ψηλά τη στέγη.
σα λύχνος στέκεσαι άγρυπνος και φέγγεις
με υπομονή τ’ ανώγια, τα κατώγια·
και μ’ έγνοια συντηράς τα ζα, τις σκλάβες,
τα μαγερειά, και τη δουλειά μοιράζεις.
Χαρούμενο βροντάει το σπιτικό σου
στο χτύπο του αργαλειού, και λες στις δούλες,
τον άντρα τον καλό σου αναστορώντας:
«Πανί στον ύπνο μου άλικο χτες βράδυ
νειρεύτηκα· με βιας τα χτένια παίχτε,
πλούσια ως θεός σκουτιά να συχναλλάζει
στην αγορά, να τον ζηλεύουν όλοι,
με τους προεστούς σαν πάει να κουβεντιάσει·
γιατί, μου λεν, το κόκκινο γοργό ’ναι!»
Και τώρα που μπροστά μου το άγιο θάμα
της γυναικός θωρώ, βλοημένη ας είναι
φωνάζω η γης, κυρά, που σ’ έχει ανθίσει!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την άμετρη αρετή μισούν οι αθάνατοι
κι ασέβεια να περνάς, θαρρώ, του ανθρώπου
τα σύνορα σε πλούτη ή φρονιμάδα.
Κι η προσταγή της Μοίρας με γυρίζει
ξανά στην πολυσύχναστη άγια στράτα,
και τα πολλά παινάδια δε μου στέκουν·
όχι θεά, μα ανήμπορη θνητή ’μαι!
[...]
ΕΥΜΑΙΟΣ
Καιρός, βασίλισσά μου ορθά εστηθήκαν
τα δώδεκα πελέκια και προσμένουν·
για δώσε στους λεβέντες το δοξάρι!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Πρώτα της θεάς το χέρι ας το βλογήσει!
Καλή Αφροδίτη, το άγιο σου χεράκι
δώσε και την τυφλήν οδήγα Μοίρα!
Τους όρκους μου δεν πάτησα, το ξέρεις·
σαν έφυγε ο καλός μου για τ’ αλάργα
καταραμένα ακρόγιαλα, το χέρι
πα στο κατώφλι μού ’πιασε και κρένει:
«Πολλοί μας νιώθω θα χαθούν, γυναίκα,
και δε θα γύρουν πίσω στην πατρίδα,
γιατί γενναίοι φουμίζουνται κι οι οχτροί μας,
στο κοντάρι και στ’ άλογα τεχνίτες.
Να ’χεις καλά την έγνοια του σπιτιού μου,
τα γονικά μου γεροκόμιζε με αγάπη·
τη ρίζα της γενιάς μου σαν ποτίζεις,
εμέ θα θρέφεις, μάθε το, κι ας λείπω.
Και σύντας δεις το πρώτο αντρίκιο χνούδι
το πρόσωπο του γιου μας να παχνίζει,
το σπιτικό μου πια παράτα κι όποιον
ορέγεσαι άντρα διάλεξε και πάρε.
Γιατί θαρρώ ’ναι κρίμα, νέα κι ωραία
που θα κρατάς ακόμα, να μαραίνεσαι
για με, που θα ’χω τότε πια δαγκάσει
τη γης γιά στον υγρό βυθό θα λιώνω.
Μισούν το ανόργωτο χωράφι οι αθάνατοι,
που άσπαρτο, χέρσο, ανώφελα αγκαθιάζει!»
Τέτοια, στερνά, φιλώντας τη γυναίκα του
την άμοιρη, παράγγελνε ο Δυσσέας.
Κι εγώ σκυφτή τον πρόσμενα, στης χήρας
σφιχτά μαντιλωμένη την αρφάνια·
κι αξιώθηκα το γιο μου να χαρώ
με το χνουδάτο μάγουλο σαν άντρας
τις κορασιές με πόθο να κοχεύει.
Όμως εγώ, τ’ ορκίζουμαι, ποτέ μου
κορμί δεν καταδέχτηκα να φράνω
μήτε ψυχή κατώτερη του αντρός μου·
απάνωθέ μου ο μέγας ίσκιος πάντα!
Μα τώρα οι θεοί προστάζουν, κι υπακούω
Μοίρα, τυφλή κι αγέλαστη μην έρθεις·
την Αφροδίτη συντροφιά σου πάρε,
να μου διαλέξει τ’ ώριο παλικάρι,
που τυχερό ’ναι απ’ τους θεούς ν’ ανέβει
την αψηλή βασιλικιά μου κλίνη!
[...]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τηλέμαχε, θαρρώ πως είναι δίκιο
η σεβαστή βασίλισσα να μείνει·
τους θεούς εγώ θα βιάσω ν’ αληθέψουν,
κι ο γάμος ο μοιρόγραφτος να γίνει.
Ένας μνηστήρας μένει ακόμα· κάμε,
κυρά μου, υπομονή, παρακαλώ σε!
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Ομπρός, αφέντη του σπιτιού, η σειρά σου!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Βογκά η καρδιά, κακό λες κι ανεμίζεται!
(Ο Αντίνοος δοκιμάζει και πάλι το δοξάρι τού κάκου.)
ΑΝΤΙΝΟΟΣ
Αχ, δεν μπορώ, και μάγια μου ’χουν κάμει!
Αγκάλιαστη γραφτό σου, Πηνελόπη,
στην έρμη κλίνη ακόμα να στενάζεις·
μην κλαις, και ξέρει μύριες άλλες τέχνες
η φιλαντρού θεά, και θα μας σμίξει!
(Πέφτει το δοξάρι από τα χέρια του Αντίνοου· ο Εύμαιος το αρπάζει.)
Μην παίρνεις το δοξάρι· φέρ’ το πίσω!
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Εγώ ’μαι ο νοικοκύρης και προστάζω:
Βοσκέ, του γέρου δώσε το δοξάρι,
να θυμηθεί τα νιάτα του!
(Ο Οδυσσέας αρπάζει ο δοξάρι, χτυπάει τη νευρά, κι αυτή λαλεί σα χελιδόνι. Γνέφει του Εύμαιου και του Τηλέμαχου και στέκουνται δεξόζερβά του. Ρίχνει τα κουρέλια· λάμπει σα θεός.)
ΛΑΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Ο Δυσσέας!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καλώς σας βρήκα, αρχόντοι μου· πού πάτε;
Οι θύρες μανταλώθηκαν, κι αρχίζει,
γαμπροί, μες στις φαρδιές αυλές μου ο γάμος!
Ε συ γυναίκα, στη γωνιά στριμώξου,
στο ανάστα της σφαγής μπορεί η σαΐτα —
έχε το νου, κυρά — να σε λαβώσει!
Είμαι ο Δυσσέας, και το πιστό δοξάρι
με γνώρισε, στα χέρια μου χορεύει
κι όλο χαρά η νευρά χελιδονίζει!
Και στις βαριές μου φούχτες λάμπει ο θάνατος
γαλήνια, ως κεραυνός σε δίκαιο χέρι!
Νίκος Καζαντζάκης. 1964. Θέατρο. Τόμ. Α΄: Τραγωδίες με αρχαία θέματα. «Προμηθέας Πυρφόρος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Προμηθέας Λυόμενος», «Κούρος», «Οδυσσέας», "Μέλισσα". 2η έκδ. Αθήνα: Καζαντζάκη [1η έκδ.: Αθήνα: Δίφρος, 1955].
Πρώτον για γυναίκα έπινε πολύ.
Ύστερα ήταν το θέμα με τις μεταμορφώσεις.
Άδικα αυτή ισχυριζόταν
πως μπορεί κάποιος να γίνει μόνον
αυτό που πιο πολύ φοβάται
και πως το μόνο που έκανε η ίδια
ήταν να σπάει το εκμαγείο
για να απελευθερώσει το ζωντανό κορμί.
Τέλος έφταιγε που ήταν μάγισσα.
Όμως πανσέληνος το σύμπαν της γυναίκας.
Βελούδινο όπως μια μαύρη γάτα.
Πότε ορχιδέα πότε ρόδι.
Κουβάρι από κλωστές που σπαν συνέχεια
όπως οι χορδές μιας λύρας μες στον Γαλαξία.
Ούτε όμως την Ναυσικά ερωτεύτηκε.
Την άφησε μόνη της να παίζει με δεμένα μάτια
με άσπρο φόρεμα και κοντά καλτσάκια
σε ένα ακρογυάλι με τις φίλες της τυφλόμυγα.
Όχι δεν ερωτεύτηκε ποτέ
ούτε την μία ούτε την άλλη ο Οδυσσέας.
Και ούτε βέβαια ποτέ του υποπτεύτηκε.
Πως Κίρκη και Ναυσικά
ήταν δύο από τα πρόσωπα της Πηνελόπης.
Να γυρισεις πίσω ύστερα από είκοσι χρόνια
να βρεις στην άμμο χνάρια απ’ τα γυμνά σου πόδια
κι ο σκύλος σου ν’ αρχίσει ν’ αλυχτά
από αγριάδα. Όχι από χαρά.
Βγάλε τα ιδρωμένα σου κουρέλια, είναι μια κάποια λύση.
Η δούλα σου νεκρή, την ουλή σου δεν θ’ αναγνωρίσει.
Και την πιστή συμβία που ‘λέγαν ότι σε προσμένει
δεν θα τη βρεις. Σε όλους είναι πια δοσμένη.
Μεγάλωσε και ο μικρός σου γιος και ψάχνει το ταξίδι,
σε κοιτάζει λες κι είσαι σκουπίδι.
Η γλώσσα που τριγύρω σου μιλάνε
σαν ξένη μοιάζει που κάποιοι την πουλάνε.
Μην είν’ άλλο το νησί, και το λιμάνι άλλο;
Ή μήπως ειν’ το μάτι σου που όλα τ’ αηδιάζει.
Ένα κομμάτι γης που ορίζεις, μικρό όχι μεγάλο,
το κύμα θα το βρέχει κάθε που βραδιάζει.
(Ρώσοι ποιητές 20ου αιώνα ανθολογία, εκδ. Μεσόγειος)
Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου - ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ
Με το κορμί σκυφτό
βαδίζοντας στα τέσσερα
ανεπαισθήτως
τρύπωσες μες στη ζωή μου
Έφυγες
εκκωφαντικά
με κανονιοβολισμούς
και τυμπανοκρουσίες
Όπως ταιριάζει στον στυγνό κατακτητή
που αφήνει πίσω
σαν σκιά
την κουρσεμένη πολιτεία
Μίλια μακριά αμέριμνη
κοιμάται η Πηνελόπη
μ’ ένα χαμόγελο αδιόρατο στα χείλη
Έχει κερδίσει την παρτίδα άλλη μια φορά
Από τη συλλογή “Το Άλφα του Κενταύρου”, εκδ. Μανδραγόρας, 2015
Δούρειος ΄Ιππος του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
Ντίνος Χριστιανόπουλος, - ΙΘΑΚΗ
Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…
Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;
(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, εκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992)
Athena inspires Odysseus for vengeance, Jan Styka