Κωνσταντίνος Λίχνος "Επιδημική κρίση" Διήγημα

 

Εδώ που φτάσαμε, έχω σιχαθεί πια το ίδιο μου το σπίτι. Πόσο ν’ αντέξεις, άλλωστε, κλεισμένος συνεχώς μέσα σε τέσσερις τοίχους. H αποτελμάτωση και η στασιμότητα μ' έχει σχεδόν παραλύσει και είναι ζήτημα που κρίνεται στις λεπτομέρειες το πόσο θα βαστάξω ακόμα. Τις προάλλες, καθόμουν και διάβαζα ένα άρθρο με τίτλο “Πώς να αντέξεις την καραντίνα”, γραμμένο από κάποιον αστροναύτη που έζησε έναν ολόκληρο χρόνο σε διαστημικό σταθμό και πρόσφερε συμβουλές για να γίνει η απομόνωσή μας υποφερτή. Ένας οδηγός επιβίωσης, από κάποιον που επέζησε στην αχανή κενότητα του διαστήματος, δεν θα μπορούσε παρά να μου φανεί χρήσιμος σκέφτηκα, και τον μελέτησα λες και η ζωή μου εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτό.

Δεν νομίζω πως με βοήθησε και πολύ όπως αποδείχθηκε όμως, ειδικά στο κομμάτι του ύπνου. Γιατί τελευταία, δυσκολεύομαι να κοιμηθώ όλο και περισσότερο και μένω άγρυπνος διαρκώς και συχνότερα. Κι αν προσπαθήσω να νυστάξω, διαβάζοντας ή ηρεμώντας, τότε είναι που ξαγρυπνάω ολότελα και καταλήγω να επιδράμω στο ψυγείο, σπεύδοντας σαν μανιασμένος να ικανοποιήσω τις βραδινές μου λιγούρες· οι οποίες όσο λιγότερο κοιμάμαι, τόσο εντονότερες γίνονται.

Είναι τόσο βασανιστικό να βρίσκεσαι στο κρεβάτι αδυνατώντας να κοιμηθείς, που πλέον δεν τολμώ να ξαπλώσω εάν δεν αισθάνομαι εντελώς εξουθενωμένος. Ακόμη και τότε όμως, συχνά δυσκολεύομαι να αποκοιμηθώ και αναγκάζομαι να υπομένω την αποτυχία μου, αδρανοποιημένος και μόνος, ανυπεράσπιστος απέναντι σε όσα προσπαθώ να μην σκέφτομαι ή να ξεχνώ και που εκείνες τις ώρες στριφογυρίζουν στο μυαλό μου αχαλίνωτα. Γιατί τις ώρες εκείνες, της αδυσώπητης σιωπής, ακόμη και η πιο αδιάφορη σκέψη αστράφτει στο σκοτάδι σαν ακονισμένη λεπίδα και συνοδεύεται από μια αχνή, μα επίμονη, μεταλαμπή που σε αφυπνίζει.

Κι αν καταφέρω εντέλει να κλείσω τα μάτια μου, κάνω έναν ύπνο ανήσυχο, γεμάτο ανατριχίλες και παράξενα όνειρα. Εχθές ξύπνησα πάλι χαράματα, ξαφνιασμένος και κάθιδρος· νιώθοντας πως δεν με χωράει ο τόπος. Αφού πήγα στο μπάνιο να απολυμανθώ ένιωσα απευθείας κάπως καλύτερα, μα λίγο αργότερα άρχισα να απολυμαίνω τα χέρια μουξανά και ξανά, υπακούοντας σε κάποιο ανυπέρβλητο της έμμονης λάκτισμα. Κι όταν κάθισα στον καναπέ, αποστειρωμένος κι αμόλυντος, άρχισα να κουτουλώ απ’ την έλλειψη ύπνου. Ενώ ένιωθα τα μάτια μου να φλέγονται, τα μηνίγγια μου να πονούν και τ’ αυτιά να βουίζουν.

Το χειρότερο όταν δεν έχω κλείσει οκτάωρο ύπνου όμως, είναι πως νιώθω διαρκώς νυσταλέος και περιφέρομαι στο σπίτι ανώφελα, μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας. Ορισμένες φορές, με το που καθίσω για λίγο, λαγοκοιμάμαι νομίζω και βλέπω σύντομα ονείρατα ή μπερδεμένος λογίζω την πραγματικότητα για όνειρο φευγαλέο. Και δυστυχώς, το κάθε ενύπνιο είναι ένας ρους αποκλειστικά ατομικός. Όσους ανθρώπους κι αν συναντήσεις, στου Μορφέα την διάσταση, δεν είναι παρά του μυαλού σου οράματα. Εσύ, ο κοιμώμενος, είσαι ο μοναδικός πλάνητας, μα δεν απέχει τούτο πολύ κι απ’ τον τρόπο που ζούμε σαν είμαστε ξύπνιοι. Απομονωμένες ατομικότητες είμαστε, κατ’ ανάγκην μονάδες, εγκαταλελειμμένες στα βδελυρά απόνερα ενός πολιτισμού παρακμάζοντος. Εκ γενετής ζώα αγελαία και εξ ανατροφής απομονωμένοι παρίες. Και ήμασταν έτσι, πολύ προτού να επιβληθεί καραντίνα.

30 ημέρες αναγκαστικής απομόνωσης, ένας ολάκερος μήνας σε απαγόρευση κυκλοφορίας. Κι αν επιχειρήσεις μια αποτίμηση του διαστήματος αυτού, τι συμπεράσματα θα προκύψουν αλήθεια; Τι έχει, άραγε, αλλάξει πραγματικά στις ζωές μας τον μήνα που πέρασε; Το μόνο σίγουρο είναι ο εγκλεισμός, η επιβεβλημένη ή αυτόβουλη παραμονή μας στο σπίτι· μέχρις ότου να μην κρίνεται πια αναγκαίο. Για προληπτικούς λόγους, φυσικά, καθώς πάνω απ΄ όλα μπαίνει η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Οι συναθροίσεις απαγορεύονται, λοιπόν, και οι μετακινήσεις περιορίζονται δραστικά, περιστέλλονται προς αυστηρώς καθορισμένους προορισμούς. Μια ολοκληρωτική επικράτηση της προνοητικότητας δηλαδή και πλέον, αιφνίδια εντελώς, η σκοπιμότητα διαφεντεύει καθ’ ολοκληρίαν τις συνήθειες και τη ρουτίνα μας.

Κι όμως, το αδάμαστο χάος που επικρατεί εκεί έξω, δεν φαίνεται να υποτάσσεται διόλου στους νόμους της σκοπιμότητας. Ίσως γι' αυτό η προσταγή του να “Μείνουμε σπίτι”, βρήκε τέτοια καθολική αποδοχή και φανήκαμε όλοι τόσο πρόθυμοι να την υπακούσουμε. Επειδή τα όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο, μοιάζουν ακατανόητα και μας προκαλούν πανικό. Παλιότερα, όποτε έμενα σπίτι, πλησίαζα τα παράθυρα με προσδοκία· ελκόμενος από της θέας τη χαρμόσυνη υπόσχεση. Τώρα όμως, οι κουρτίνες μου είναι μονίμως κλειστές. Για να μην αποθαρρύνομαι από τα κλειδαμπαρωμένα πορτόφυλλα των παρακείμενων κτιρίων, τα ακαλαίσθητα κάγκελα των παραθύρων, τα παραμελημένα λουλούδια στις γλάστρες και το περιστέρι που κείτεται νεκρό στο μπαλκόνι μου, αναμένοντας να γίνει βορά των εντόμων, θαρρείς κατ' επιλογή· επειδή του φάνηκε το σπίτι μου ως το καταλληλότερο μέρος για την τελική του ανάπαυση.

Καλύτερα με τις κουρτίνες κλειστές όμως, παράθυρο στο κόσμο θα αποδειχθεί η τηλεόραση και η φαντασία. Ειδικά η φαντασία, γιατί στις χαλεπές τούτες μέρες, δεν απαιτήθηκε από τους πολίτες μονάχα συμμόρφωση αλλά και δημιουργικότητα. Μέσα σ' αυτή την αλλοπρόσαλλη κατάσταση - που είμαστε φυσικά περιορισμένοι και κοινωνικά απομονωμένοι - δεν αναμένεται απλώς να επιβιώσουμε, θα πρέπει να ριχτούμε και με τα μούτρα στην αυτοβελτίωση. Να μάθουμε μια ξένη γλώσσα, να διαβάσουμε τα βιβλία που έχουν συσσωρευτεί στην βιβλιοθήκη μας και συλλέγουνε σκόνη, να διαλογιστούμε ή να εξασκηθούμε σε κάποιο μουσικό όργανο. Εν ολίγοις, να αξιοποιήσουμε στο έπακρο το χρόνο μας και να εκμεταλλευτούμε την καραντίνα, με τον ίδιο τρόπο που ένας μελλοθάνατος χαίρεται τις τελευταίες του μέρες πριν οδηγηθεί στο ικρίωμα. Κι ενώ υπάρχει κάτι το φαινομενικά αισιόδοξο στην προτροπή να αδράξουμε τις έγκλειστες μέρες μας, νιώθω συνάμα πως αποτελεί και ένδειξη κάποιας υπολανθάνουσας διαστροφής η πάλη για εποικοδομητική απομόνωση. Καθότι δεν μπορεί να αποτελεί υγιή στόχο, η θεληματική αποδοχή και η αξιοποίηση του εγκλεισμού μας.

Πριν λίγο καιρό, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει αυτό που βιώνουμε τώρα. Η πρότερη κατάστασή μας – η αλλοτινή ζωή μας που είχαμε σχεδόν σιχαθεί – φαντάζει με απολεσθέντα παράδεισο. Μετά την δημοβόρα εκστρατεία που εξαπέλυσε ο ιός, η καθημερινότητά μας θυμίζει δευτεροκλασάτη μεταποκαλυπτική τηλεταινία, δυστοπικό σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Παντού βλέπεις φοβισμένους ανθρώπους να κινούνται ελεγχόμενα, φορώντας μάσκες και κρατώντας στο χέρι μπουκαλάκια αντισηπτικών. Άνθρωποι καθηλωμένοι στους καναπέδες, να παρακολουθούν δελτία ειδήσεων και ζωντανές ανταποκρίσεις απ’ το πανδημικό μέτωπο· ενώ κατηχούνται πειθήνια από ειδήμονες που απαριθμούν τα κρούσματα του ιού και τα ποσοστά θνησιμότητας. Παράλληλα, δίπλα στις στατιστικές του θανάτου, φιγουράρουν προϊόντα απολύμανσης, εγχειρίδια διαλογισμού, συμπληρώματα ενίσχυσης του ανοσοποιητικού και οδηγοί για την αποφυγή της μετάδοσης της ασθένειας. Μην ξεχάσω φυσικά, και τα αναρίθμητα βίντεο με τις θεωρίες συνωμοσίας ή τις θρησκευτικές προφητείες που παρουσιάζουν την πανδημία ως τιμωρία για τις αμαρτίες, τον ελεύθερο ερωτισμό και την αποχαλινωμένη απληστία μας.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά που περνάμε, εξαγγέλλονται διαρκώς μειώσεις μισθών και περικοπές παροχών για χιλιάδες εργαζόμενους. Ανά πάσα στιγμή, συμβαίνουν περιστατικά βίας από τις δυνάμεις της τάξης. Αυταρχική καταστολή και επιβολή προστίμων απέναντι σε όσους αποτόλμησαν να περιδιαβούν στους δρόμους αναίτια κι αδικαιολόγητα. Συνάμα, παντού διαβάζουμε για τον ανεπαρκή εξοπλισμό των νοσοκομείων, την πλημμελή περίθαλψη των πασχόντων και την γενικότερη αδυναμία του συστήματος υγείας να αντεπεξέλθει στην επιδημική κρίση. Την αποτυχία μιας οργανωμένης κοινωνίας να προστατέψει τα μέλη της δηλαδή, όχι λόγω ανικανότητας μα επιλογής· καθώς σε κεντρικό επίπεδο οι προτεραιότητες αποδείχθηκαν διαφορετικές. Και οι δικές μου προτεραιότητες; Ποιες είναι οι ατομικές μου προτεραιότητες και ποια ακριβώς είναι η δική μου μεμονωμένη ευθύνη;

Έξω στους δρόμους δεν ακούγεται τίποτα! Η κίνηση στην πάσχουσα πόλη μου είναι μηδαμινή, μα δεν μοιάζει να θρηνεί ή να διαμαρτύρεται κανείς για αυτή την απώλεια. Πλήρης συμμόρφωσης με τα αντιεπιδημικά μέτρα από τους πάντες, ολοσχερής διάδοση του φοβικού λόγου, ώστε να αποσοβηθεί κάθε κραδασμός και να κατασταλεί κάθε αντίδραση. Μέχρι και η ενοχλητική μουσική από το διπλανό διαμέρισμα έχει εκλείψει, ακόμη και οι θορυβώδεις γείτονες μου σίγησαν κάτω απ' το βάρος της απομόνωσης.

Ανήμπορος να πράξω κάτι διαφορετικό, οικουρώ και περιμένω μαργωμένος το ξαναζωντάνεμα του τηλεφώνου μου· ώστε να ηχήσουν οι σειρήνες και να μεταδοθεί το μήνυμα εκτάκτου ανάγκης απ’ το υπουργείο προστασίας του πολίτη. Εν αναμονή της βροντής, δηλαδή, αυτής που θα σηματοδοτήσει το ξέσπασμα της πρωτοφανούς καταιγίδας που σοβεί υπομονετικά εδώ και καιρό. Βέβαια, η τραγωδία έχει ήδη επέλθει και δεν γνωρίζω ποιος επιπλέον φόβος μπορεί να προστίθεται και να μας βασανίζει. Ίσως εκείνος, πως η καταιγίδα θα βαστάξει πολύ και ότι θα βρεθούν τότε κι άλλες καταστροφές να ενσκήψουν· γιατί ενός κακού έπονται μύρια.

Μόλις έλαβα μια θλιβερή ειδοποίηση στο κινητό μου τηλέφωνο. 47 πλέον οι νεκροί από τον κορονοϊό στην Ελλάδα! Μακάβριοι υπολογισμοί και ανατριχιαστικά μαθηματικά θα πραγματοποιηθούν στο μυαλό μου τα λεπτά που ακολουθούν. Πόσο υπαρκτός είναι αλήθεια ο κίνδυνος; Πόσο διαχειρίσιμος είναι άραγε ετούτος ο φόβος που με κατακλύζει; Είμαι ο μοναδικός που φοβάται ή διατελούμε όλοι μας υπό το κράτος του πανικού και την επιρροή της απόγνωσης; Τόσος φόβος σε καταναλώνει ολάκερο, δε σου επιτρέπει παρά να μουλώξεις και να λουφάξεις στο σπίτι σου· ώσπου όλο αυτό να περάσει. Ελπίζοντας πως όλο αυτό θα περάσει. Ευελπιστώντας πως όταν περάσει, η επόμενη μέρα θα βρει εσένα και τους δικούς σου εν ζωή.

Μετά τον ήχο του μηνύματος, απόλυτη σιωπή. Μια δυσοίωνη σιωπή, που προκαλεί μέσα μου το ανασάλεμα κάποιας ανησυχίας, τόσο βαθιάς που καταπαύει κάθε σκέψη και μετατρέπεται σε αίσθημα επικείμενης απειλής. Μα έχει κάτι το ιδιαίτερο η απειλή τούτη, δεν προκαλεί αναπαλμό, εγρήγορση και ενστικτώδη σπουδή για αντίδραση, όπως γίνεται απέναντι σε κάθε φυσικό κίνδυνο. Αντίθετα, λειτουργεί παραλυτικά και με καθηλώνει. Οι παλάμες μου αρχίζουν να ιδρώνουν και πάλι, τα μέλη μου μουδιάζουν και νιώθω μια γλοιώδη παρουσία σ’ όλο μου το κορμί. Φοβάμαι πως άρχισα κι εγώ να νοσώ, μα το χειρότερο είναι πως δεν ξέρω αν παρουσιάζω όντως τα παραπάνω συμπτώματα ή αν μόλις τα φανταζόμουν. Όλο αυτό που βιώνω, μοιάζει με κάποιο νοσηρό εφιάλτη απ’ τον οποίο αδυνατείς να ξυπνήσεις. Ή αντίθετα, με βίαιο ξύπνημά σ’ έναν κόσμο που δεν είναι τελικά όπως τον ονειρευόσουν στον μέχρι πρότινος νήδυμο ύπνο σου.

Το σπίτι μετατράπηκε σε οικείο κελί και εμείς κάθειρκτοι αυτοπροαιρέτως, δεσμώτες ενός ανείπωτου τρόμου. Ενός τρόμου τόσο συμπυκνωμένου και μολυσματικού που μπορεί να τον βιώσει μονάχα κάποιος που τελεί εν αγνοία για τα διαδραματιζόμενα στον κόσμο. Κάποιος που βαδίζει αόμματος και στέκει μονάχος – ανυπεράσπιστος πλήρως – σ' ένα κόσμο αποθηριωμένο, όπου καραδοκούν σε κάθε γωνιά του άρπαγες αιμοβόροι. Μα ακόμη κι αν είσαι τυφλός, πως γίνεται να αγνοήσεις την οσμή της ασθένειας που απο παντού αναβλύζει; Ποιας ασθένειας όμως; Ποιάς απ' όλες; Ίσως η τραγωδία μας να οδηγηθεί στην τελική της κορύφωση τώρα, που προστίθεται και μια εφάμιλλη σωματική πάθηση πλάι στην καλπάζουσα ηθική μας νόσο. Τώρα, που οι νοσούντες πληθαίνουν και δεν μπορεί παρά να αποβληθούν σωρηδόν από την ποικιλοτρόπως ασθενούσα πολιτεία των υγειών. Δεν γίνεται αλλιώς να διαφυλαχτούμε αποτελεσματικά από την μετάδοση της λέπρας αλλά κι απ’ την οξεία απόγνωση των λεπρών· που παίρνει πλέον διαστάσεις λοιμικής. Μέχρι να ξεπεράσουμε την κρίση φυσικά, μέχρι να τελειώσει τούτη η πανδημία που αφήνει αμέτρητα θύματα πίσω της κι αναρίθμητες – ποικίλης φύσεως – κακοφορμισμένες πληγές.

Το ξέρω πως μιλάει ο φόβος μου τώρα, αν μ' άκουγε κανείς θα εγκαλούμουν για σκληρότητα και απάδουσα προς τα χρηστά ήθη ρητορική. Μα νιώθω ανίκανος να διαχειριστώ τον τρόμο που νιώθω. Μη έχοντας κάτι άλλο να κάνω, αρχίζω να περπατώ με υπερένταση μέσα στο σπίτι, η άθληση κάνει μονάχα καλό σκέφτομαι. Ακόμη κι αυτή η επαναλαμβανόμενη κυκλική κίνηση γύρω απο την τραπεζαρία, θα μπορούσε να με βοηθήσει να καθαρίσω το νου μου. Όσο κινούμαι όμως, τόσο πιο παγιδευμένος αισθάνομαι. Καρφώνω το βλέμμα στο τοίχο και συνεχίζω να βαδίζω νευρικά μέσα στου κελιού μου τα όρια. Αλλάζω ρυθμό, επιταχύνω, ανοίγω τον διασκελισμό μου κι αρχίζω επιτέλους να λαχανιάζω και να ιδρώνω. Καμία διέξοδος όμως, ό,τι κι αν κάνω αισθάνομαι αιχμάλωτος. Υποπτεύομαι πως ο νους μου, λογίζει ως αυτόβουλη κίνηση μονάχα εκείνη που θα με οδηγούσε έξω από την θλιβερή φυλακή μου. Μα τούτο είναι εκείνο, που φοβάμαι απ’ όλα περισσότερο.

Ο τρόμος δεν πηγάζει μόνο από το ξέφρενο ξέσπασμα του ιού. Σκάει επάνω μας σαν μανιασμένο αγριόκυμα, σαν αφύπνιση συνταρακτική, σαν πρόωρο ξύπνημα σ’ ένα κόσμο εχθρικό και παράλογο. Το γλυκό μας ενύπνιο βεβηλώθηκε από πολυεθνικές που σπεύδουν να επωφεληθούν της πανδημίας, σαν αιμοσταγή νεκρόσιτα όρνεα που συσσωρεύονται επάνω απο των νεκρών τα κουφάρια. Από μεροληπτικές κρατικές εξαγγελίες στήριξης των επιχειρήσεων, αστυνομική βαναυσότητα και διασπορά πανικού από – επιδοτημένα για την ενημέρωση του κοινού – ευυπόληπτα τηλεοπτικά δίκτυα. Ο ιός του τρόμου μεταδίδεται με ραδιοκύματα, μέσα από τηλεφωνικές γραμμές, κεραίες, λογύδρια παρουσιαστών και πρωθυπουργικά διαγγέλματα. Τα πάντα σκιάζονται απ’ το φριχτό σύγνεφο της επικρεμάμενης απειλής και το μόνο που μπορείς να ψελλίσεις είναι: «Ας σταθώ μια φορά κι εγώ τυχερός. Ας περάσω αλώβητος ετούτη την μπόρα».

Ακόμη κι αυτή η λιπόψυχη ικεσία μπορεί να είναι αρκετή για να βαστάξεις λιγάκι ακόμη, μέχρι να περάσει όλο αυτό και να επιστρέψεις θεληματικά – αν είναι πια εφικτό – στην νεφελοκοκκυγία που κατοικούσες προτού να ξυπνήσεις. Ίσως αυτή η ισχνή σου ελπίδα, που αποδεικνύει την κακομοιριά σου ολάκερη, να αποκαλύπτει μια ποταπή αισιοδοξία – ρανίδα ρανίδα συναγμένη μες τ’ όνειρο που συνήθιζες να ζεις – ικανή να σε βοηθήσει ν’ αντέξεις μονάχος. Ίσως , μάλιστα, να είναι αρκετή για να τονώσει και το πεσμένο ανοσοποιητικό σου.

Η ώρα έχει περάσει, έχει νυχτώσει προ πολλού κι εγώ αποφεύγω τεχνηέντως να επισκεφτώ το μπάνιο προτού να ξαπλώσω. Φοβάμαι πως αν κοιταχτώ στο καθρέφτη θα δω το πρόσωπο μου κατακόκκινο, γιομάτο στίγματα, αηδιαστικές φλύκταινες και πυώδεις εκκρίσεις. Φοβάμαι πως έχω ρίγος και πυρετό, πως κρυώνω και ιδρώνω. Φοβάμαι πως... Όχι δεν το φοβάμαι απλώς, το ξέρω στα σίγουρα, πως απέμεινα πια ολότελα μόνος κι ανήμπορος.

Σαν δέντρο απόκληρο, μέσα σε ένα σκιερό κι αφιλόξενο δάσος. Γαντζωμένο επάνω σ’ ένα στέρφο και άνυδρο χώμα. Υποσιτισμένο κι αφρόντιστο, σε ένα μέρος ανήλιαγο που δε φτάνουν ποτέ του ήλιου οι αχτίδες. Οι ρίζες μου απλώνονται μάταια και το όποιο νερό κυλάει προς το μέρος μου είναι μιαρό κι ακάθαρτο. Ο κορμός μου ξεφλουδίζει και σέπεται, τα κλωνάρια μου μοιάζουν κλαδεμένα με βιαιότητα, ανήμπορα πια να φυλλώσουν. Αδύναμα να απλωθούν και να φτάσουν τον ήλιο. Ανίκανα να σμίξουν και να περιπλεχθούν με τα κλαριά των υπόλοιπων δέντρων. Ένα δέντρο σκεβρωμένο κι ανάπηρο απέμεινα, με μια άραχλη κουφάλα στο κέντρο του που μοιάζει με κόγχη. Μια κόγχη που κάποτε φιλοξενούσε έναν οφθαλμό ανεκτίμητο, μα τώρα φυλάσσει μονάχα υγρασία και μούχλα.

Ήμαρτον πια! Τι αποκρουστική εικόνα ήταν αυτή που έπλασε μόλις τώρα ο νους μου! Σαν σκηνή από απαίσιο εφιάλτη μου έμοιασε. Να ονειρευόμουνα άραγε; Να ονειρεύομαι ακόμα; Ξύπνησα τώρα;

Τέλος




Βιογραφικό

Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλόκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κεφαλος και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.
Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιο του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.

Το 2018 απέσπασε για το διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2018, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιο του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Το διήγημα του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε απο την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημα του WWW.Dialogos.gr.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.










ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑ "ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ"

Τον κοίταζα κάτω από τα γυαλιά και το καπέλο μου με βουλιμικό βλέμμα, σχεδόν με αναίδεια και αδιακρισία, μα δε μου έδινε την παραμικρή σημασία. Ήταν μόλις δυο ξαπλώστρες πιο πέρα. “Είναι ο τύπος μου αναμφίβολα”, έλεγα μέσα μου και έτριβα τα χέρια, που επιτέλους βρήκα κάποιο ενδιαφέρον και δε θα ήταν απλώς μια αδιάφορη μέρα στην παραλία, που θα αποθέταμε τα κορμιά μας να ψηθούν σαν ωμά κρέατα στον ήλιο.
Το αγόρι θα ήταν κοντά στα εξήντα, ίσως και παραπάνω. Το σώμα του ογκώδες και ήταν μάλλον ψηλός, από όσο μπορούσα να καταλάβω, αφού ήταν καθιστός. Διάβαζε στη σκιά της ομπρέλας ένα χοντρό βιβλίο και όσο και να έχω καλή όραση, τίτλο δεν κατάφερα να διακρίνω. Ο τύπος μου, λοιπόν, ήταν φανερό ότι βαριόταν. Βαριόταν την παραλία, τον κόσμο, τη φασαρία, βαριόταν να μπει στη θάλασσα, βαριόταν ακόμη και να κοιτάξει τη σύζυγο δίπλα, την “Μου έχεις φάει τα καλύτερα χρόνια μου”, βαριόταν τον μικρό εγγονό με τα κουβαδάκια και τις πλαστικές τρίαινες, βαριόταν τη ζωή, το σόι της, τις παρατηρήσεις της, τις συμβάσεις και την προσποίηση, τη μάνα της, τον κόσμο όλο. Μα πιο πολύ βαριόταν αυτό που είχε γίνει με τα χρόνια. Πώς έγινε έτσι, που ούτε και ο ίδιος αναγνώριζε τα μέσα και τα έξω του; Αφημένος, στάσιμος και ενίοτε αλλοιωμένος. Τέλμα και μούδιασμα. Χωρίς γυρισμό, κατήφορος χωρίς έλεος, όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα. “Αλήθεια, τι κάνω εγώ εδώ;”
Είχε ιδρώσει, φορούσε καπέλο και από κάτω έσταζε ιδρώτας, που πλημμύρισε το κορμί και την άμμο στα πόδια του. Γιατί ήταν εκεί και δεν ήταν αλλού;
“Δε σκουπίζομαι, δε ζεσταίνομαι, δεν ιδρώνω, δεν πονάω, δεν είμαι”.
Σήκωσε το καπέλο και έριχνε λοξές ματιές στις καλλίγραμμες κοπέλες με τα μπραζίλ μουσκεμένα μαγιό. Τζούρες από χαμένα όνειρα, και λίγο από χαμένη ζωή.
Σηκώθηκε σαν υπνοβάτης και έσυρε τα πόδια του μέχρι εκεί που έσκαγε το κύμα. Το νερό έφτανε μέχρι το γόνατο. Κάνει δυο βήματα μπροστά και αμέσως πίσω, λες και πάτησε αχινό. Κάνει να γυρίσει πίσω, όταν με δυο δρασκελιές μπαίνει απότομα στο δροσερό νερό και έγινε ένα με αυτό, τόσο που νόμισα ότι δε θα ξαναβγεί. Βούτηξε στα βαθιά, απέδρασε από όλα τα δεν και τα μη. Τούτη την ώρα η ζωή του είχε μόνο κατάφαση.
Ναι σε όλα, ναι στον έρωτα, ναι στη ζωή, ναι στο πολύ και στους αγώνες ταχύτητας για οτιδήποτε ανθρώπινο και εφήμερο που δίνει χαρά. Τέτοιες ώρες είμαστε καλύτεροι άνθρωποι, όταν λέμε λιγότερα και υπονοούνται περισσότερα. Ακόμη και αν μας χωρίζουν πολλά, θα συναντηθούμε στις κοινές γραμμές της άμυνάς μας. Κανείς δεν μπορεί εξάλλου να ζήσει χωρίς τη φαντασία και το όνειρο, ακόμη και αν ξέρει ότι είναι μόνο μια απάνθρωπη συνθήκη.
Ένιωσα μαζί του την ίδια γαλήνη…Μέχρι που ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του, το παιδί είχε πεινάσει και έπρεπε να φύγουν και έπρεπε να βγει και έπρεπε και πρέπει και ασφαλώς αύριο θα πρέπει. Και να πάρει τηλέφωνο στη μαμά, γιατί δεν ένιωθε καλά από το πρωί σήμερα. Θα πρέπει και αύριο σίγουρα. Θα πρέπει να σφίξει περισσότερο το λουράκι στον λαιμό του. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και το έσκυψε ακόμη περισσότερο. Γύρισε στην ομπρέλα αδύναμος, ηττημένος και αφοπλισμένος. Τον λυπήθηκα. Έμεινα να τον κοιτάζω να μαζεύει κουβαδάκια και πλαστικούς αστερίες και αντηλιακά και “Βάλε το μακό στο παιδί, θα καεί” και “...όλα από μένα τα περιμένεις, τί κάνεις ακόμα; Νυχτώσαμε!…”.
Κανονικά κάτι πρέπει να πει κάτι τώρα, αλλά ποιος προσέχει τους τελευταίους κομπάρσους στις ταινίες; Περπατούσε ξυπόλυτος στην καυτή άμμο, σαν αυτοτιμωρία και προσπάθεια αφύπνισης μαζί.
Τον είδα να χαμογελάει. Διάβασα τη σκέψη του αγοριού της παραλίας. Του ήρθε στο νου η γειτόνισσά του στην αυλή στο χωριό, παιδί ήταν ακόμη και αυτή είκοσι χρόνων. Την ερωτεύτηκε, την αγάπησε και πήρε τη μυρωδιά της. Κρυφοκοιτάγματα και κόκκινα μάγουλα. Λουλουδάτο φόρεμα μεσημέρι καλοκαιριού, ζέστη σαν τη σημερινή και ανάμεσα στα πόδια της έξυνε με το κουτάλι μια ψωμωμένη κολοκύθα, να βγάλει όλη την ψίχα.
“Τι να μου πείτε όλοι σας για κάτι πραγματικά ερωτικό; Τι ξέρετε από ζωή”
Σάστισα, γλύκανα ξαφνικά και τον έχασα στο βάθος της αμμουδιάς, αγκαλιάζοντας σφιχτά τη στιγμή εκείνη τις καλές μου εκδοχές, που γέλασαν δυνατά, γιατί κάποιοι ακόμη νομίζουν ότι μπορούν να τις αμφισβητούν και να τις ειρωνεύονται.
Μισό λεπτό, φεύγεις και…Ούτε το όνομά σου δεν έμαθα. Κανονικά θα έπρεπε...
Σηκώθηκα με τη σκέψη ότι τόσα μυστικά του σύμπαντος έχουμε κατανοήσει, το μυστικό της καρδιάς θα παραμείνει τελικά αιώνιο! Ζ.Χ.












ΕΤΣΙ ΕΙΝ' Η ΖΩΗ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ - Δευτέρα 12 Ιουλίου, Πολυχώρος ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

 


Τίτλος : ΕΤΣΙ ΕΙΝ' Η ΖΩΗ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ

παρλάτα με γνωστά τραγούδια

 

Κείμενα - τραγούδι:  ΝΤΟΜΕΝΙΚΑ ΡΕΓΚΟΥ

Κιθάρα - φωνητικά:  ΑΡΕΤΗ ΚΟΚΚΙΝΟΥ

Φλάουτο:  ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΓΡΑΨΑ

 

Πολυχώρος ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 

Σπάρτης 14 Πλατεία Αμερικής

τηλ.κρατήσεων 212 107079 και 694 4945710

Δευτέρα 12 Ιουλίου στις 8.30μ.μ.

Είσοδος 10 ευρώ με ένα ποτήρι κρασί


Facebook event: https://www.facebook.com/events/1368511583563855



 



https://www.facebook.com/AngelsPRmusicPromotion/

https://www.instagram.com/angelsprmusicpromotion









BRIAN DALTON – νέο single “The Follower”

 



Brian Dalton - The Follower (Official Video)

(Δείτε το εδώ)




Γεννημένος στη μικρή πόλη Chaffee του Missouri των ΗΠΑ, ο Brian Dalton είναι ένας τραγουδιστής rock/pop που το πάθος του για τη μουσική ήταν παντοδύναμο από πολύ νεαρή ηλικία, με την οικογένειά του που είχε μουσική τάση, να του πυροδοτεί τη φλόγα. Η μουσική του έχει περιγραφεί ως «πρωτότυπη και φρέσκια, με πολύ περιγραφικούς στίχους», σύμφωνα με τον κριτή του Διεθνούς Διαγωνισμού Indie τραγουδιού του 2015, Kyle Novy.

Ξεκινώντας από μια μπάντα που έπαιζε κυρίως διασκευές στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Brian μόλις το 2013 άρχισε να ακολουθεί τη σόλο καριέρα του ως τραγουδιστής / τραγουδοποιός και κυκλοφόρησε το πρώτο του EP.

To 2018 κυκλοφόρησε το τραγούδι "Drown", ένα πολύ ξεχωριστό τραγούδι με πάνω από 1,3 εκατομμύρια προβολές στο ΥouTube και μισό εκατομμύριο ροές σε 86 χώρες μόνο στο Spotify.

Το 2020 ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Brian κυκλοφόρησε 6 νέα singles. Ένα από αυτά, το single του "The Follower", προτάθηκε για το "Best of Rockfest" στο πρώτο ετήσιο μουσικό φεστιβάλ Rockfest του Λος Άντζελες, που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2020 με τον Rob Zombie ως επίτιμο προσκεκλημένο .

 

 

www.briandaltonmusic.com

www.facebook.com/briandaltonmusic

www.youtube.com/c/briandaltonmusic

 

 













Έρασμος (28 Οκτωβρίου 1466 – 12 Ιουλίου 1536)

 

Ο Ντεζιντέριους Εράσμους Ροτεροντάμους (Desiderius Erasmus Roterodamus, 28 Οκτωβρίου 1466 – 12 Ιουλίου 1536), γνωστός ως Έρασμος ή Έρασμος του Ρότερνταμ, ήταν Ολλανδός αναγεννησιακός ανθρωπιστής, καθολικός ιερέας, δάσκαλος και θεολόγος. Ο Έρασμος ήταν κλασικός λόγιος που έγραφε σε «καθαρή» λατινική γλώσσα. Έμαθε πολύ καλά αρχαία ελληνικά που δίδαξε για ένα διάστημα στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας

Πρώιμα χρόνια και σπουδές

Γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1466 στο Ρότερνταμ. Ο πατέρας του Gerard ήταν καθολικός ιερέας στην πόλη Gouda κι η μητέρα του Margaretha Rutgers ήταν κόρη ιατρού . Οι γονείς του δεν ήταν παντρεμένοι. Τον αδερφό του και τον ίδιο τους μεγάλωσε η μητέρα τους στην Gouda. Όταν έγινε 9 χρονών (1475) έγινε δεκτός με τον αδερφό του σε ένα από τα καλύτερα σχολεία καθολικών της Ολλανδίας στην πόλη Ντέβεντερ που διοικούσε ο περίφημος λόγιος Alexander Hegius. Εκεί ξεχώρισε γρήγορα για την εξυπνάδα, τη μνήμη και την πρόοδό του. Εκεί έμαθε και τα πρώτα ελληνικά, που είχαν φέρει στο προσκήνιο η Αναγέννηση και ακόμα ελάχιστα σχολεία πρόσφεραν στους μαθητές του. Το 1483 έχασε και τους δυο γονείς του από επιδημία πανώλης. Πάμφτωχος και θλιμμένος, διέκοψε τις σπουδές του.

Στην υπηρεσία της καθολικής εκκλησίας

Το 1487 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1492 ιερέας της καθολικής εκκλησίας. Ωστόσο ποτέ δεν αισθάνθηκε ιδιαίτερα άνετα στο ρόλο του κληρικού, προτιμώντας αυτόν του μελετητή λογίου.

Χάρη στα εξαιρετικά του λατινικά σε γραπτό και προφορικό λόγο, έλαβε το 1495 από έναν επίσκοπο υποτροφία για σπουδές στο Παρίσι, όπου και σπούδασε από το 1496, συγκεκριμένα στο Collège de Montaigu, ένα κολλέγιο περίφημο για τις σχολαστικές σπουδές του όπου όμως επίσης είχαν έρθει οι ανθρωποκεντρικές επιδράσεις της Αναγέννησης. Ταξίδεψε στην Αγγλία(Λονδίνο),το Βέλγιο(Λέβεν) την Ελβετία(Βασιλεία). Ειδικά στην Αγγλία το 1498-1499 γνώρισε σημαντικούς λόγιους, θεολόγους και φιλοσόφους της εποχής του όπως ο Τόμας Μορ, ο Τζον Φίσερ κι ο Τόμας Λινάκρ, ενώ του προσφέρθηκε και έδρα διδασκαλίας, που αρχικά αρνήθηκε αλλά έμελλε να αποδεχτεί το 1510. Εκεί άρχισε να μαθαίνει καλύτερα αρχαία ελληνικά για να καταλάβει καλύτερα και να διδάξει το πρωτότυπο της Καινής Διαθήκης. Γύρισε στο Παρίσι και όπως έγραφε σε φίλους του διάβαζε ελληνικά μέρα-νύχτα για τρία χρόνια, για ένα διάστημα με δάσκαλο τον Πελοποννήσιο Γεώργιο Ερμώνυμο, μαθητή του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού.

Ταξίδι στην Ιταλία

Tο 1506 πραγματοποίησε ένα όνειρο του και ταξίδεψε έφιππος στην Ιταλία, χάρη και στην οικονομική βοήθεια φίλων από την Αγγλία, αρχικά στο Τορίνο όπου σπούδασε θεολογία. Απο κει πήγε στη Μπολόνια, την Πάντοβα και τελικά στη Ρώμη, όπου γνώρισε τον καρδινάλιο Τζιοβάνι των Μεδίκων (μετέπειτα πάπα Λέων Ι), αλλά γι άλλη μια φορά αρνήθηκε να μείνει εκεί ζώντας ως κληρικός.

Το 1509 έφτασε στη Βενετία όπου εργάστηκε ως διορθωτής για τον εκδότη λόγιο κι ουμανιστή Άλδο Μανούτιο και γνώρισε τον Κρητικό λόγιο Μάρκο Μουσούρο, για τον οποίο κάποτε έγραψε ότι είναι: «...άνδρας πολυμαθέστατος και πανεπιστήμων, κλειδοκράτωρ της ελληνικής γλώσσας και θαυμάσιος ειδήμων της λατινικής φωνής...».

Στην Αγγλία

Μετά την άνοδο στο θρόνο της Αγγλίας του Ερρίκου Η' το 1510, πήγε εκεί ελπίζοντας σε μια φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας διδάσκοντας εκτός των άλλων για ένα διάστημα κι ελληνικά στο Queen's College στο Κέιμπριτζ. Έγραφε ασταμάτητα διατηρώντας αλληλογραφία με εκατοντάδες ερευνητές, θεολόγους, κληρικούς, καθηγητές κ.ά., έχοντας αποκτήσει φήμη εξαιρετικά μορφωμένου κι εργατικού καθηγητή. Απογοητεύτηκε όμως από τις πολιτικές του Ερρίκου κι εγκατέλειψε οριστικά την Αγγλία το 1515. Αρχικά πήγε στη Βασιλεία της Ελβετίας για να εκδώσει τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης.

Βέλγιο και τελευταία χρόνια στην Ελβετία

Το 1517, μετακινήθηκε στο Βέλγιο για να διδάξει στο φημισμένο πανεπιστήμιο του Λεβέν (Leuven), όπου έμεινε 4 χρόνια. Το ίδιο έτος ο Μαρτίνος Λούθηρος δημοσίευεσε τις 95 Θέσεις του στη Βιτεμβέργη που ξεκίνησαν τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση. Αν κι ο Έρασμος, στο απόγειο τη φήμης του τότε, προσκλήθηκε να λάβει μέρος στις δημόσιες θεολογικές συζητήσεις, δεν το έκανε και διατήρησε, τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα, την παροιμιώδη ουδετερότητά του.

Στις 31 Μαΐου 1521 όμως εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει είχε δημιουργηθεί γι' αυτόν περιβάλλον εχθρικό και επικίνδυνο για τη ζωή του και κατέφυγε στις Βρυξέλλες, στο προάστιο Άντερλεχτ, όπου βρήκε καταφύγιο στην κατοικία ενός φίλου του, του πρεσβυτέρου του Άντερλεχτ Pieter Wichmans.

Ο 'Έρασμος είχε συμπληρώσει τα πενήντα χρόνια του, όταν έφτασε στο Άντερλεχτ, εξαντλημένος από τις ταλαιπωρίες και τα ταξίδια που έκανε έφιππος σ' όλη την Ευρώπη. Η υγεία του είχε κλονιστεί από τις ατέλειωτες επιθέσεις εναντίον του με ελονοσία και προβλήματα στα νεφρά του. Βρήκε όμως ανακούφιση στην πλούσια με σπάνια χειρόγραφα βιβλιοθήκη του κληρικού φίλου του. Ήταν απασχολημένος εκείνη την εποχή με την τρίτη έκδοση της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης από το ελληνικό κείμενο στα Λατινικά.

Αναγκάστηκε να φύγει από το Άντερλεχτ το φθινόπωρο του 1521, αφού έμεινε στην πόλη για πέντε μήνες, προκειμένου να ξεφύγει από τους πολλαπλασιαζόμενους εχθρούς του. Ταξίδεψε πρώτα στη Λεβέν, όπου συναντήθηκε γι άλλη μια φορά με τους πρώην συναδέλφους του. Στη συνέχεια, συνοδευόμενος από στρατιωτική συνοδεία, για να προστατευθεί από τις συμμορίες που λήστευαν συχνά τους ταξιδιώτες, ταξίδεψε μέσω Μάιντς, Βορμς, Στρασβούργου και Κολμάρ και έφτασε στη Βασιλεία της Ελβετίας, δεκαεπτά ημέρες μετά την αναχώρησή του από το Άντερλεχτ. Ο φίλος του Γιόχαν Φρόμπεν (Johann Froben) του παραχώρησε το σπίτι του, όπου - παρόλη την ψυχική και σωματική του κούραση - άρχισε να εργάζεται και πάλι πάνω στη μετάφραση της Καινής Διαθήκης, η οποία τυπώθηκε τελικά το 1522.

Δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε παιδιά, ενώ έχουν σημειωθεί από μελετητές ενδείξεις για πιθανή ομοφυλοφιλία του.

Πέθανε στις 12 Ιουλίου 1536 σε ηλικία 70 ετών στη Βασιλεία από κάποια μορφή λοιμώδους δυσεντερίας (κατ' άλλους από τύφο), περιστοιχισμένος από τους φίλους του. Πλήθος κόσμου παρακολούθησε την κηδεία του, ενώ η σορός του μεταφέρθηκε από το πανεπιστήμιο στο βαπτιστήριο του καθεδρικού ναού της Βασιλείας, όπου ενταφιάστηκε.

Έργο

Αν και ο Έρασμος παρέμεινε τυπικά Ρωμαιοκαθολικός σε όλη του τη ζωή, άσκησε στα γραπτά του δριμεία κριτική σε ζητήματα που θεωρούσε ότι αποτελούσαν υπερβολές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, μέχρι του σημείου να απορρίψει το διορισμό του ως καρδιναλίου όταν του προτάθηκε. Ποτέ όμως δεν την αποκήρυξε, ούτε καν πήγε όταν κλήθηκε το 1517/8 στις δημόσιες συζητήσεις με πρωταγωνιστή το Λούθηρο στη Γερμανία.

Στο έργο του Πραγματεία στην Προετοιμασία για τον Θάνατο (De preparatione ad mortem) έκανε ξεκάθαρη τη θέση του ότι μόνο η πίστη στην εξιλεωτική θυσία του Ιησού Χριστού αποτελεί εγγύηση για αιώνια ζωή και όχι τα ιερά μυστήρια και οι τελετουργίες της Εκκλησίας. Επίσης, κατέκρινε την εξουσία του κλήρου και την λατρεία των ιερών λειψάνων.

Εργάστηκε σκληρά στην προετοιμασία μιας νέας έκδοσης της Καινής Διαθήκης στη λατινική και στην ελληνική γλώσσα το 1516, καθώς όπως είπε ο ίδιος, «θα ήθελα να μεταφραστούν τα ιερά βιβλία σε όλες τις γλώσσες». Αν και οι πηγές στις οποίες βασίστηκε για το έργο του ήταν φτωχές και το αποτέλεσμα αντίστοιχα περιείχε ατέλειες, το κείμενο του Εράσμου αποτέλεσε αργότερα τη βάση του κειμένου της Καινής Διαθήκης το οποίο έγινε γνωστό ως Textus Receptus. Καθώς η βάση της Καινής Διαθήκης του δεν ήταν η επίσημη ρωμαιοκαθολική μετάφραση της Αγία Γραφής, η Βουλγάτα, αλλά τα αρχαιότερα και καλύτερα διαθέσιμα χειρόγραφα, αυτό προκάλεσε τις αντιδράσεις της επίσημης Εκκλησίας.

Άλλα γνωστά έργα του είναι το Μωρίας Εγκώμιον (Laus stultitiae), το Εγχειρίδιο του Χριστιανού Ιππότη (Institutio principis christiani) και το Περί της Ευγενείας των Παίδων (De civilitate morum puerilium).

Το 1500 ένα απο τα πρώτα του έργα ήταν μια συλλογή παροιμιών στα ελληνικά και λατινικά με τον τίτλο Adagia.

Το σπίτι του στο Άντερλεχτ, προάστιο των Βρυξελλών, αποτελεί σήμερα μουσείο.



Η σελίδα του τίτλου της έκδοσης του Κειμένου του Εράσμου

Το Κείμενο του Εράσμου


Το Κείμενο του Εράσμου, πλήρες όνομα στη λατινική Novum Instrumentum omne, diligenter ab Erasmo Rot. Recognitum et Emendatum, αποτελεί την πρώτη έντυπη κριτική έκδοση του ελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης την οποία επιμελήθηκε ο Ντεζιντέριους Έρασμος· εκδόθηκε το 1516.

Στη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων, τότε που κυριαρχούσε η λατινική γλώσσα και η Δυτική Ευρώπη ήταν υπό τον σιδηρό έλεγχο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το επίπεδο μόρφωσης και μάθησης του λαού ήταν χαμηλό.

Όταν, όμως, το 15ο αιώνα, επινοήθηκε στην Ευρώπη η τυπογραφία με κινητά στοιχεία και ξεκίνησε, στις αρχές του 16ου αιώνα, η Μεταρρύθμιση, επικράτησε μεγαλύτερη ελευθερία λόγου και αναπτύχθηκε έντονο ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα. Στη διάρκεια της αρχικής αυτής αναζωογόνησης της μάθησης, ο διάσημος Ολλανδός λόγιος Ντεζιντέριους Έρασμος τύπωσε την πρώτη έκδοση ενός κριτικού ελληνικού κειμένου της Καινής Διαθήκης. Η πρώτη έκδοση του έργου αυτού τυπώθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας το 1516, ένα έτος πριν αρχίσει η Μεταρρύθμιση στη Γερμανία. Η πρώτη έκδοση περιείχε πολλά λάθη, αλλά το κείμενο παρουσιάστηκε βελτιωμένο στις επόμενες εκδόσεις τού 1519, 1522, 1527 και 1535. Όταν παρέβαλε και προετοίμαζε το κριτικό του κείμενο, ο Έρασμος είχε διαθέσιμα μόνο λίγα μικρογράμματα χειρόγραφα, και αυτά δεν ήταν και πολύ παλιά. Δίπλα στη στήλη με το ελληνικό κείμενο βρισκόταν η στήλη με το αντίστοιχο κείμενο της λατινικής Βουλγάτας. Εντούτοις, κειμενικές αποδόσεις οι οποίες δεν βρισκόταν σε συμφωνία με τη Βουλγάτα αποτέλεσαν αιτία για να δεχτεί σκληρή επίθεση από την επίσημη Εκκλησία

Η τελευταία σελίδα της έκδοσης
του Κειμένου του Εράσμου
(Αποκάλυψη 22:8-21)
Το κριτικό ελληνικό κείμενο του Εράσμου αποτέλεσε αργότερα τη βάση για βελτιωμένες μεταφράσεις σε διάφορες γλώσσες της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό έκανε δυνατό να γίνουν μεταφράσεις της Αγίας Γραφής ανώτερες εκείνων που είχαν γίνει παλιότερα με βάση τη λατινική Βουλγάτα. Ο πρώτος που έκανε χρήση του κειμένου του Εράσμου ήταν ο Μαρτίνος Λούθηρος από τη Γερμανία, ο οποίος ολοκλήρωσε τη δική του μετάφραση των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών στη γερμανική το 1522. Παρά το μεγάλο διωγμό που αντιμετώπισε, ο Γουίλιαμ Τίντεϊλ από την Αγγλία έκανε κι αυτός μια μετάφραση στην αγγλική από το κείμενο του Εράσμου, την οποία ολοκλήρωσε ενώ ήταν εξόριστος στην ηπειρωτική Ευρώπη, το 1525. Επίσης, ο Αντόνιο Μπρουτσιόλι από την Ιταλία μετέφρασε το κείμενο του Εράσμου στην ιταλική το 1530.

Μετά από το έργο του αυτό, ο Έρασμος ξεκίνησε να γράφει τις Παραφράσεις του, που αποτελούσαν ερμηνευτικές παραφράσεις των Ευαγγελίων.

Επίδραση στις μεταγενέστερες εκδόσεις του κειμένου της Καινής Διαθήκης

Με την εμφάνιση του ελληνικού κειμένου του Εράσμου, ξεκίνησε μια εποχή κριτικής του κειμένου των Άγιων Γραφών. Το έργο αυτό αποτέλεσε τη βάση για την εμφάνιση αργότερα του Textus Receptus (Τέξτους Ρεκέπτους, που σημαίνει "Παραδεδεγμένο Κείμενο") της Καινής Διαθήκης.

Ο Ρομπέρ Εστιέν (Robert Estienne, γνωστός και ως Στέφανος), ένας επιφανής τυπογράφος και εκδότης του 16ου αιώνα, κυκλοφόρησε στο Παρίσι διάφορες εκδόσεις της ελληνικής Καινής Διαθήκης. Το κείμενο του Εράσμου αποτελούσε τη βάση αυτών των εκδόσεων, με διορθώσεις σύμφωνα με το Κομπλούτειο Πολύγλωττο του 1522 και 15 μικρογράμματα χειρόγραφα των προηγούμενων λίγων αιώνων. Η τρίτη έκδοση του Ελληνικού κειμένου που έγινε από τον Στέφανο, το 1550, αποτέλεσε στην ουσία το Textus Receptus, στο οποίο βασίστηκαν άλλες αγγλικές μεταφράσεις του 16ου αιώνα, και η ευρύτατα διαδεδομένη Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου του 1611. Άλλες πηγές θεωρούν ότι μια έκδοση της Καινής Διαθήκης του Γάλλου λόγιου Τεοντόρ Ντε Μπεζ (Theodore de Beze, γνωστός και ως Βέζας) που τυπώθηκε στο Λέιντεν το 1633 αποτέλεσε το Textus Receptus, το "κείμενο [της Καινής Διαθήκης] που είναι αποδεκτό από όλους" όπως ανέφερε στον πρόλογό της.

Το Κείμενο του Εράσμου και το παράγωγο Textus Receptus μονοπώλησαν ως προς τη χρήση τους για τους επόμενους λίγους αιώνες. Στα μέσα, όμως, του 18ου αιώνα ο Γερμανός λόγιος Γκρίσμπαχ (Johann Jakob Griesbach) εξέδωσε το ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης στηριζόμενος όχι στις διαθέσιμες έντυπες εκδόσεις της εποχής του αλλά σε αρχαιότερα χειρόγραφα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός κύματος επιφανών ερευνητών του ελληνικού κειμένου, όπως ο Λάχμαν (Karl Lachmann), ο Τρετζέλις (Samuel Prideaux Tregelles) και ο Τίσεντορφ (Constantin von Tischendorf).


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ ( 12 Φεβρουαρίου 1890 - 12 Ιουλίου 1953 )

 

Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος (διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), τη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.α. ). Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου. Η αγάπη του Κώστα Ουράνη για τη λογοτεχνία χρονολογείται από τη νεανική ηλικία του. Μαθητής ακόμα στη Ροβέρτειο Σχολή έγραψε ένα ποίημα για την καταστροφή της Αγχιάλου και το 1908 εμφανίστηκε στις στήλες του περιοδικού Ελλάς. Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, όταν δημοσίευσε τη νεανική ποιητική συλλογή του Σαν Όνειρα, την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912. Ακολούθησαν οι Νοσταλγίες (1920) και οι Αποδημίες, ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, και συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μετά το θάνατο του ποιητή στην έκδοση Ποιήματα του 1953. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Αχιλλεύς Παράσχος), την ταξιδιωτική λογοτεχνία (Sol y sombra, Σινά, το θεοβάδιστον Όρος, Γλαυκοί δρόμοι , Ταξίδια στην Ελλάδα και άλλα), το χρονογράφημα, τη συνέντευξη, ενώ εξέδωσε επίσης την κριτική μελέτη Κάρολος Μπωντλαίρ (1918). Ο Ουράνης τοποθετείται ανάμεσα στους λεγόμενους παρακμιακούς ή νεορομαντικούς έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Άγρας, Λαπαθιώτης, Κλέων Παράσχος και άλλοι) και καθοριστική ήταν η επίδραση που δέχτηκε από το Μπωντλαίρ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης και τη διάθεση φυγής, η οποία όμως υπονομεύεται από μια ρεμβαστική νωχελικότητα. 

Ο Κώστας Ουράνης με τη σύζυγό του Ελένη Νεγρεπόντη (την κριτικό, γνωστή με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος)


Περαστικές

Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!



Η Αγάπη

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα

θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;
"απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.


Οι νέες των επαρχιών - 1968


Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
Τις επαρχίες τα χλωμά και κρύα δειλινά
Όταν πίσω απ’ το τζάμι τους κοιτάν στηλά στο δρόμο
Κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά

Πότε θα’ρθεί πότε θα’ρθεί τα γαλανά
Βασίλεια της χίμαιρας μ’ ερωτικά ανοιγμένη
Την αγκαλιά κι ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη
Αχ και γιατί τόσο πολύ ν’ αργεί; Τι περιμένει;

Όπου ανταλλάσσουν καρτ ποστάλ – «Ιδίως τοπία κι άνθη»
Και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
Με κάποιον νέον που μ’άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
Κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία





ΔΕΙΛΙΝΑ ΠΕΝΘΗ

Την ώρα που το σούρουπο το φθινοπωρινό
καθίζει εφιαλτικό, ψυχρό στην πολιτεία,
που οι καμπάνες, μακρυνές, καλούν σ' Εσπερινό
κι απλώνεται στις κάμαρες μια νεκρική ησυχία,

ο νους μου πάει στους γέροντες και στα ορφανά παιδάκια,
που ως την ψυχή τους κάθεται το παγερό σκοτάδι,
στις πόρνες όπου βγαίνουνε και παίρνουν τα σοκάκια,
άθλιες μέσα στη βροχή και μόνες μεσ' στο βράδυ∙

σ' εκείνους που δε γνώρισαν ποτές την ευτυχία,
στους έρημους και μοναχούς στη μαύρη πολιτεία,
στους νοσταλγούς κάποιας ζωής που πια είναι περασμένη∙

και πιότερο στους άρρωστους που λυώνουν στα κρεβάτια
και που, θαμποί κι αμίλητοι, στηλώνουνε τα μάτια
στην πόρτα τους, σα ν' άκουσαν Κάποιος σιγά να μπαίνει…

ΕΡΩΤΙΚΑ (IV)

Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φως στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου – και σ' το στέλνω πίσω!

Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θύρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.

Κι αν απ' τα βύθη ενός ληθάργου
βγήκα, σ' εσένα το χρωστάω,
σ' εσένα τους χυμούς που νοιώθω
τη νέα γλώσσα που μιλάω!


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Εζέν Μπουντέν (12 Ιουλίου 1824 - 8 Αυγούστου 1898)

 

Η αυτοκράτειρα Ευγενία στην πλαζ της Τρουβίλ, 1863


Ο Εζέν Μπουντέν (Eugène Louis Boudin, Ονφλέρ, 12 Ιουλίου 1824 - Ντωβίλ, 8 Αυγούστου 1898) ήταν Γάλλος τοπιογράφος και θαλασσογράφος θεωρούμενος πρόδρομος του ιμπρεσσιονισμού.

Γιος ναυτικού που αποσύρθηκε και έγινε ιδιοκτήτης καταστήματος χαρτοπωλείου και κορνιζών πινάκων ζωγραφικής, ο Μπουντέν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει ζωγράφους που δούλευαν στην περιοχή (μεταξύ των οποίων ο Ζαν Φρανσουά Μιγέ και ο Τομά Κουτύρ) οι οποίοι τον ενεθάρρυναν ν΄ακολουθήσει το καλλιτεχνικό στάδιο.

Στα εικοσιδύο του εγκατέλειψε το κατάστημα κι αφοσιώθηκε στην ζωγραφική. Ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Φλάνδρα και το 1850 κέρδισε μιαν υποτροφία που του επέτρεψε να εγκατασταθεί στο Παρίσι.

Τα χαρακτηριστικά των έργων του

Έντονα εντυπωσιασμένος από τους Ολλανδούς ζωγράφους, ακολούθησε την συμβουλή του Γιόχαν Γιόνγκκιντ να ζωγραφίζει σε ανοικτό χώρο (en plein air) και την μετέδωσε στον νεαρό τότε προστατευόμενό του Κλωντ Μονέ.

Ο Μπουντέν ζωγράφισε παραλιακές σκηνές και θαλασσινά τοπία της βορείου Γαλλίας και ήταν υπέρμαχος της άμεσης απεικόνισης της φύσης. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την μεγάλη σημασία που έδινε στην απόδοση της φωτεινότητας του ουρανού. Θεωρείται σύνδεσμος μεταξύ της γενιάς του Κορό και των ιμπρεσσιονιστών.

Στη γενέτειρά του Ονφλέρ (Honfleur) βρίσκεται το Μουσείο Εζέν Μπουντέν (Musée Eugène Boudin).


    Παραλία 1864


Η παραλία της Trouville, 1865

Μορφές στην παραλία της Trouville, 1869


Γυναίκες ψαράδων στην παραλία, 1872


Η παραλία του Portrieux, 1875

 

Η πλατεία της εκκλησίας Saint-Vulfran στην Abbeville, 1884



Το λιμάνι της Deauville, 1891


Άποψη της Αντίμπ το ηλιοβασίλεμα, 1893


Trouville, 1864


Rivage de Pontrieux, Cotes-du-Nord, 1874

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/