Jana Goode -Father and son
Γιώργος Καραγιάννης - ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
Αβάστακτης νοσταλγίας ήχοι σε πολιορκούν και όλο θεριεύουν, την αποσύνθεσή σου επιζητούν κι ως την αυγή επιμένουν. Αλλά εσύ το βήχα σου άθικτο κρατάς, με την αναπνοή σου να ζεσταίνεται απ’ το γέλιο σου τ’ αστείρευτο, αλλά κι απ’ το άρωμά σου, απ’ το δικό σου καπνό, που σου ’δινε ιδιαίτερη αίσθηση, σιγουριά στο βηματισμό.
Μέσα σε μια φεγγαραχτίδα, με χρώματα, ακούσματα και μυρωδιές, κρατώ το δικό σου τρανό μυστικό και μάλλον, δεν θα τ’ αποχωριστώ.
Κι όσο περνά ο καιρός, αυτή η συνήθεια απόχτησε σκοπό…
Τι ήταν να σου φτιάξω έναν καφέ και να σου διορθώσω το πέτο; Πρόσχημα να σε ζήσω, πατέρα. Μα δεν ευτύχησα πολύ να σε χαρώ, όταν σ’ έφερα στην πόλη, στο δικό μου σπίτι, για να εισαχθείς στο μπλε κτίριο, στο πνευμονολογικό.
Μου έμεινε τώρα το κλειδί απ’ το πατρικό, να σε θυμάμαι στην καρέκλα σου, να κάθεσαι στο μπαλκόνι και το σούρουπο ν’ αγναντεύεις τα πουλιά που χάνονταν πίσω απ’ το βουνό.
Τώρα χάνομαι κι εγώ, πατέρα, στις σκιές της ζωής, που την ανασκαλεύουν μνήμες, να σε συναντώ, να μιλάμε και να μου λες με παράπονο: «Πέρασε καιρός και πρέπει να ’ρθεις».
Κι εγώ, να σου απαντώ, πως δίκιο έχεις, αλλά η ζωή έχει πολλές απαιτήσεις και δεν τα κάνω όλα ωραία.
Μόνο που εσύ και στο δικό μου ύπνο, δεν ησυχάζεις κι ας κάθομαι δίπλα σου ώρες και συζητώ... Όπως έκανες –θυμάμαι- όταν ήμουν έφηβος και τα βράδια αργούσα. Σηκωνόσουν και μου ’δινες την ίδια συμβουλή: «Μη αργείς, παιδί μου… Όλα τα κακά συμβαίνουν τη νύχτα».
Κι εγώ σου απαντούσα τόσο πειστικά, πως δεν θα ξενυχτήσω ξανά, πατέρα.
Reach for the Stars by Jen Norton Σεβαστή Κωνσταντινίδου - Όνειρο
Είδα ένα όνειρο,
πως ήταν πρωί, λέει,
κι από τις γρίλιες μέσα
γλιστρούσαν οι πρώτες ηλιαχτίδες
επάνω στην κουρτίνα
κάτι τιτιβίσματα, λέει, έξω απ’ την αυλή
εισέβαλαν στο σπίτι
κι ο σκύλος, λέει, στης πόρτας το χαλί ξάπλωνε ακόμη
Και συ
λέει, έπαιρνες στο χέρι τα κλειδιά
και λίγο, μια στιγμή θαρρείς,
λίγο πριν το πρόσωπό σου αγγίξει τον καθαρό αέρα
εσύ
έμπαινες, λέει, ήλιος πρωινός στην κάμαρα του ύπνου
με σκέπαζες με το ριγμένο παιδικό σεντόνι
κι άφηνες, λέει, εκεί στην άκρη των ματιών μου
ένα δροσερό φιλί,
λέει. | Marc Fishert - FATHER AND DAUGHTER PLAYING |
ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΤΑΣΟΣ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
I) Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου, μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες ,Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα κι ἔτσι εἴμαστε δύο κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω ἦταν γιὰ νὰ δώσω ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο
II) ……Ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κληρονόμησα αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο χέρι κι ἀπ᾿ τὴ μητέρα μου ἕνα μεγάλο φτερό, ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔβγαζε ἀπ᾿ τὴν ψυχή της καὶ τὰ κάρφωνε στὸ ἀστεῖο καπέλο τῆς — εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τὶς νύχτες ἡ παλιὰ ντουλάπα ἀνοίγει μόνη της καὶ βγαίνει ἡ λαιμητόμος, ἐγὼ παλεύω μαζί της, παίρνω τὸν μπαλντὰ καὶ τὴν κάνω κομμάτια, ὕστερα καταπίνω τὶς σανίδες γιὰ νὰ μὴν τὶς βροῦν, πολλοὶ ναυαγοὶ σώθηκαν ἔτσι.
III) Το θεϊκό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου πεθαμένος εδώ και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδυ και με συμβουλεύει στον ύπνο μου... μα πατέρα του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι;
| The Love Of The Father by Ilse Kleyn |
Τάσος Μάντζιος -ΠΑΡΕ ΜΕΑνασηκώθηκε άξαφνα, απ΄το κρεβάτι
ο πατέρας,
κοιτώντας το ταβάνι επίμονα
-ένα συγκεκριμένο σημείο του ταβανιού-
πάρε με,είπε
κι ύστερα,
πάρε με,ξαναείπε,
πάρε με
και ξανάπεσε
κι άλλο,δεν είπε τίποτα
κι ανίσχυρα αμίλητοι εμείς,
μονάχα αυτή η επίμονη αυθάδεια του ψυγείου
να γουργουρίζει.
Κι ήτανε Άνοιξη
κι ο αέρας τραμπάλιζε απαλά
το μπουγαδόσκοινο,
ξεκούρδιστη του καιρού χορδή,
ανόητη ταλάντωση,
μπροστά στο αμετάκλητο
κι ένα δωμάτιο φτωχικό,
φριχτό αντηχείο,
ν΄αναπαράγουν χρόνια τώρα
οι τοίχοι
την απόγνωση
κι όλο να λένε
πάρε με,
πάρε με
κι άλλο,τίποτα να μη λένε,
μόνο,
πάρε με. Από τα "Οξέα του ποιήματος"
Νίκος Εγγονόπουλος, Σύνθεση με τον πατέρα
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ - Στη μνήμη τοῦ πατέρα μου Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα, μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα. Ἀπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει – τὸσο κ’ οἱ δυό εἰναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε… Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε! Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτὰει,καὶ κεῖνος, σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται… (Πόσο σοφός εἴν’ ὁ πατέρας! Πόσα ξέρει! Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι! Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δέ φοβᾶται!..) Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο: « – Σάν θὰ μεγαλώσω…» « – Τὸτε ἐγὼ πιά ἕνας φτωχός γερᾶκος θἄμαι… Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ σηκώσω, καὶ θὰ μοῦ λές: ἀκούμπα πάνω μου νὰ πᾶμε… Σὰν θἄρχωνται γιὰ νὰ σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι, μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ μὲνω…» « – Ἐγώ στὴν ἅμαξά μου πάντα θὰ σὲ παίρνω!» λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψη, κ’ ἐπιμὲνει… Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει, θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ, ἄςνεἰναι δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη, γιὰ νὰ τοῦ δείξη πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ!.. Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνό χεράκι ὁ κουρασμὲνος νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη!.. (Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ μικρό παιδάκι, και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)
| Katie m. Berggren - father daughter
|
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΕΤΣΙΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ο πατέρας μου κρύβει όλο το μυστήριο του σύμπαντος. Να προλάβω να κρατηθώ από τα χέρια του. Το στόμα του σκοτεινή νύχτα, άναστρη και αντρειωμένη. Να προλάβω να κοινωνήσω το φως για να αναγνωρίσω την αλήθεια. Την αλήθεια αυτή που με οδηγεί αιώνες τώρα, μέσα από τους λαβύρινθους στα χρωματιστά μου γλειφιτζούρια. Σε νύχτες παλιές, καθόλου σκοτεινές. Χαραμάδες, γλυκιές αγκαλιές στα δυό ζεστά μου σώματα ανάμεσα. Ολόκληρη η ύπαρξη με όνομα και χάρη. Δεν φοβόμουν αλήθεια εκεί ξεχασμένη. Να ξεχάσω να αλλάξω καταφύγιο για μια φορά ακόμη. Δυο σχισμές τα μάτια του. Ανατολές και δειλινά εξίσου. Να προλάβω να δω τα δάκρυα του. Σαν το χιόνι που τον νανούριζε να προλάβω παντού να απλωθώ. Ο πατέρας μου θα αγγίξει όλο το μυστήριο του σύμπαντος. Πώς να ψηλαφίσει κανείς τον εαυτό του? Να ακούσω εκλιπαρώ το τελευταίο του αντίο. Να προλάβει να με βρει πριν χαθώ για πάντα σε μονοπάτια αθώα κι ανύποπτα. Να προλάβει να με βρει εκλιπαρώ.
Mary Cassatt - Portrait of Alexander J. Cassatt and His Son, Robert Kelso Cassatt
Παιδί μου, το Περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις, όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γή του.
Κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις. Κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα και όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά να φύγουν. Και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής. Κι αν είναι κι έρθουν χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι, κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιαγμένα,
κι όσα δέντρα για τίποτ’ άλλο δέ φελάν παρά για μετερίζια, μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι!
Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι κόφ’ το, και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πόλεμο, για μάτωμα, για την καινούγια γένα, π’ όλο την περιμένουμε, κι όλο κινάει για να ‘ρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων. Φτάνει μια Ιδέα να στο πει, μια Ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα Ιδέα, Ιδέα Σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα. | Paul Gavin - Fog Fishing: Father & Son
Πάνου Θανάσης -ΤΟ ΟΛΑΝΘΙΣΤΟ ΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑ
…
Πήγαινε δημοτικό, όταν κάποιος συμμαθητής του τον ρώτησε τι δουλειά έκανε ο πατέρας του. Δεν ήξερε να απαντήσει και αυτός τον κορόιδεψε.
Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα τρελάθηκε η μητέρα του και δεν του μίλαγε καθόλου. Δεν ήξερε ούτε τι δουλειά έκανε, αν ήταν όμορφος, αν τον αγαπούσε, ούτε καν αν κάπνιζε.
Αυτή η καταραμένη έλλειψη όμως δεν μείωσε ποτέ την απέραντη αγάπη του. Όταν τον αναπολούσε, ιδρωμένοι άγγελοι πύρωναν την σκέψη του καιφύτρωνε στην πλάτη του μια ολόλευκη καμπούρα. Ερχόταν και ο πατέρας του, ανέβαινε επάνω της και δραπετεύαν χαρούμενοι να παίξουνε στο δάσος. Και όταν έπεφτε το φως, ανάλαφρος ο πατέρας του, παιδί στην ηλικία του, ξεπέζευε και στη θέση της καμπούρας φύτρωνε μιας μέρας άνθηση, ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Γι αυτό μέχρι τα γεράματα του, το μνήμα του πατέρα του ήταν ολάνθιστο με κατακόκκινα τριαντάφυλλα.
|
Hector and Astyanax, 1854. Jean-Baptiste Carpeaux.
ΠΑΠΑΧΡΟΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ - Eternal (Στους γιους μου)
Στην ανακομιδή των οστών μου θα κυματίσουνε ανάκουστα τα ονόματα σας μέσα από τις γνάθους που θα ‘χουνε πετρώσει ανοιχτές όπως σιγήσανε προφέροντας τα με έκσταση για ύστατη φορά
Από τις νεκρικές μου κόγχες θα ανέβει ο βόγγος του βυθού Θα πνεύσουν μελωδίες από τα χείλη των οστών μου με τη ροή της δύναμης που θα κυλήσει στους αυλούς Της δύναμης της θέλησης να εγερθώ να σας σφιχταγγαλιάσω για μια στιγμή και πάλι
| Barbara Rosenzweig art |
ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΝΥΠΝΙΟΝ ΄88 Ηρθε ο πατέρας μου τη νύχτα και με φώναξε μαθαίνω πράγματα, μου λέει, και φοβούμαι, να πληρώνεις το νοίκι σου και τα κοινόχρηστα και τα άλλα, όπως συμφώνησες.
Μα πατέρα, του λέω, εδώ δεν είναι το σπίτι μου, είναι η φυλακή, δεν το βλέπεις; κι αυτή δεν είναι η βρύση που στάζει, είναι η ζωή μου που στραγγίζει σταγόνα - σταγόνα..
Το ξέρω, μου λέει, αλλά και συ το ήξερες και υπόγραψες και τώρα οφείλεις να πληρώσεις, όπως όλοι μας.
| Trudy R. Gomez: "Father's Love" |
ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ Ιερή μνήμη να μιλάς με τ' αρνια και τα δέντρα ν' ακούς την ανάσα του χόρτου φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο. Και ποτέ μου δε θ' άλλαζα εγώ Μ' απ' τους δυό μας πατέρα | Julia Swartz. "Morning Hug" |
ΤΖΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Πατρός του Αγίου
Στην αγκαλιά του Ήφαιστου μεγάλωσες. Το αμόνι και το σίδερο, οι παιδικοί σου φίλοι. Σφυρί, καλέμι και φωτιά, τα πρώτα σου παιχνίδια. Δούλεψε παραγιέ δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου. Στα υπόγεια φαρνατζίδικα, έδεσε το κορμί σου. Στράντζα και κύλινδρος ρουφήξανε το εφηβικό σου αίμα. Μουντζούρα, ιδρώτας, βάσανα, της νιότης σου η εικόνα. Δούλεψε βλαστάρι δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.
Στο παγωμένο μέταλλο ξέσπασε η οργή σου. Η τέχνη των μαστόρων σου γαλήνεψε το νου σου. Στα ροζιασμένα χέρια σου εφώλιασεν η γνώση. Δούλεψε άνθρωπε δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου. Μπέσα, αντριλίκι και καρδιά, μοίρασες στους δικούς σου. Τεχνίτης, μάστορας μαζί, έγραψαν στο όνομα σου. Της λαμαρίνας γητευτής η εικόνα στα όνειρα μας. Δούλεψε μάστορα δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου. Μάστορα, φίλε, αδερφέ, της εργατιάς καμάρι. Του Προμηθέα είσαι απόγονος, της ανθρωπιάς πατέρας. Η γειτονιά μας κάστρο σου, το σπίτι μας απάγκιο. Δούλεψες μάστορα δούλεψες, μας έπλασες ανθρώπους. γιώργος θ. τζιας από τη συλλογή «…του αστεριού ο τοκετός»
που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». | Veronese_Iseppo da porto |
Νίκος Καζαντζάκης, [Πρώτη μέρα στο σχολείο με τον πατέρα] Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ έναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζομαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό. - Με την ευχή του Θεού και με την ευχή μου…μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι. Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν βαθιά σφηνωμένο στη χούφτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ- Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή χούφτα. Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δε θυμόμουν να μ’ είχε χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του: - Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου. Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο. - Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου. Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη χούφτα του και με παράδωσε στο δάσκαλο. - Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο. - Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο σου που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα. Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι, γυρίζοντας στο σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια. Έβηξε, έξυσε το κεφάλι. - Πήγαινε να φωνάξεις το θείο σου το Νικολάκη. Είχε βγάλει το Δημοτικό ο θείος μου αυτός, ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας, αδερφός της μητέρας μου. Κοντορεβιθούλης, φαλακρός, με μεγάλα μάτια φοβισμένα, με τεράστια χέρια, όλο τρίχες. - Έλα εδώ, του’ πε ο πατέρας μου ως τον είδε, του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα! Έσκυψαν κι οι δυο τους απάνω στο βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο. - Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή, είπε ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου. Ο θείος κούνησε το κεφάλι: - Θαρρώ θα πει τουφέκι, αντιμίλησε μα η φωνή του έτρεμε. - Κυνηγετική στολή, βρουχήθηκε ο πατέρας μου. Μάζεψε τα φρύδια του, κι ο θείος μου λούφαξε. Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει: - Τι θα πει πρωτοτόκια; Πετάχτηκα: - Κυνηγετική στολή! - Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος αγράμματος σου τις είπε; - Ο πατέρας μου! Ο δάσκαλος ζάρωσε, τον φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου. Πού να του φέρει αντίρρηση! (απόσπασμα από το Αναφορά στο Γκρέκο)
| Kitchen Waltz by Robert Casilla |
ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
H θυσία της Ιφιγένειας (Francis Frontabasso)
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ -ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Οίμοι! Τι να είπω τώρα ο ταλαίπωρος ; Πόθεν ν’αρχίσω ; Ω, εις ποία μαύρα βάραθρα έπεσα! θεός δυσμενής, αλλά πολύ σοφώτερος, όλα τα σχέδια μου κατεσύντριψε. Πόσον προτιμότερον να γεννηθή τις εκ γένους ταπεινού ! Κλαίει ελευθέρως και ανακουφίζεται τουλάχιστον εκφράζων ό,τι αισθάνεται. Αλλ' εις ημάς τους ευγενούς καταγωγής, ουδέν εκ τούτων επιτρέπεται. Επαιρόμεθα διά τον όγκον του γένους μας, ενώ ουδέν άλλο είμεθα ειμή δούλοι του άλλου. Ιδού τώρα εγώ ως βασιλεύς μεν εντρέπομαι να δακρύσω, ως πατήρ δ' εντρέπομαι να μη δακρύσω υπό την θύελλαν αυτήν των συμφορών. Τι να είπω τώρα προς την μητέρα της, πώς να την δεχθώ ; Με ποίον βλέμμα θα την ατενίσω, αυτήν, ήτις απρόσκλητος ελθούσα εδώ συνεπλήρωσε την δυστυχίαν μου; Και όμως τι το φυσικώτερον να συνοδεύση η μήτηρ την κόρην της ερχομένην εις την χαράν του γάμου της και να παραδώση φαιδρά και ευτυχής το προσφιλές της τέκνον εις εμέ τον πατέρα του, τον κακούργον πατέρα ; Και τι θα είπω προς την κόρην μου, την ταλαίπωρον παρθένον ; Παρθένον είπα ; Αλλά μόλις έλθη εδώ θα την αρπάσει εις τας αγκάλας του ως σύζυγον ο Αδης. Και αυτή, ικέτις προ εμού, θα μοι είπη:—- Πατέρα μου, θέλεις λοιπόν να με θανατώσης συ; Αυτός είναι ο γάμος, τον οποίον μοι ητοίμαζες; Ω! είθε και συ και πας φίλτατός σου τοιούτους γάμους να τελέσητε. -—Και ο Ορέστης μου παρών θα κλαίη χωρίς να εννοή, νήπιον ακόμη το πτωχόν. Ω, εις ποίαν φρικώδη συμφοράν μ’έρριψε του Πάριδος ο γάμος !
| doucet loucien Συνάντηση Οδυσσέα - Τηλέμαχου |
ΟΔΥΣΣΕΑΣ –ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ( Συνάντηση - Αναγνώριση ) ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
“Ἀλλιώτικος μοῦ φάνηκες, ὦ ξένε, ἀπὸ τὰ πρῶτα· ἄλλα φορεῖς κι ἡ ὄψη σου κι αὐτὴ ἀλλαγμένη τώρα.
Ἕνας θένα 'σαι ἀπ' τοὺς θεοὺς ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια.
Ἐλέησέ μας, σοῦ τάζουμε καλόδεχτες θυσίες,
καὶ δῶρα χρυσοδούλευτα· προσπέφτω σου, λυπήσου”.
Τότες τοῦ ἀπάντησε ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας·
“Θεὸς δὲν εἶμ' ἐγώ· γιατὶ μὲ θεοὺς μὲ παρομοιάζεις;
παρὰ εἶμ' ἐγὼ πατέρας σου, ποὺ ἐσὺ γι' αὐτὸν πονώντας
τόσα τραβᾶς ἀπὸ κακοὺς καὶ δύστροπους ἀνθρώπους.
” Μ' αὐτὰ τὰ λόγια φίλησε τὸ γιό του, καὶ τὰ δάκρυα
τοῦ τρέξαν ἀπ' τὰ μάγουλα, ποὺ ὡς τότες τὰ κρατοῦσε. .........................................................................................
Εἶπε, καὶ κάθισε· κι ὁ γιὸς στὴν ἀγκαλιά του πῆρε
τὸ δοξαστὸ πατέρα του μὲ θρήνους καὶ μὲ δάκρυα.
Τότες κι οἱ δυὸ ξεβούρκωσαν, καὶ δυνατὰ στριγγλίζαν,
κι ἀπ' ὄρνια ξεφωνίζοντας πιὸ ἁψὰ κι ἀπὸ σπαράχτες
ἀγιοῦπες ἢ θαλασσαϊτούς, ποὺ πῆραν τὰ μικρά τους, ἀκόμα πρὶ φτερώσουνε, τῆς ἐξοχῆς οἱ ἀργάτες· τόσο πικρὰ ἀπ' τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα τους χυνόνταν.
( Μετάφραση Δ. Μαρωνίτης)
|